Οι προγονοπαθείς ιστορικοί και η λαϊκή παράδοσις διεφώνησαν και επί του πώς εκτίσθη το Σούλι. Οι πρώτοι εστρώθησαν ν’ αποδείξουν ότι οι πάπποι των Μποτσαραίων και των Τζαβελαίων είναι οι Σελλοί του Ομήρου, μερικοί δε ότι το Σούλι είναι το Σόλιον του Θουκυδίδου. Η λαϊκή όμως παράδοσις, ασεβούσα προς τα κονιοβριθή γένια των σοφών, λέγει τα εξής:
«Άμα οι παλιοί τα ’βαλαν με τον Αγαρηνό και πήραν τα βουνά, ο Θεός φώτισε τ’ αγριογούρουνα κι άνοιξαν πηγάδια στο Κακοσούλι που ήταν ως τότε άνυδρο κ.λ.π.»
Άμα ιδή κανείς το κοντυλογραμμένο εκείνο δρεπάνι που λέγεται Κακοσούλι, τρυπημένο ακριβώς στην κόψι του από πλήθος (λέγουν εκατόν πενήντα) πηγάδια, κοιτάζοντα σαν μεγάλα μυστηριώδη μάτια το Ιόνιον, την Πίνδον και την Αιτωλίαν, είναι αδύνατον να πιστέψη πως νους ανθρώπου ήτο δυνατόν ποτέ να σκεφθή πως υπάρχει νερό εκεί επάνω.
Όταν, κατόπιν τριών τεσσάρων ημερών πορείας ή μάλλον σκαρφαλώματος, επατήσαμεν τα σιωπηλά εκείνα ερείπια ένα δειλινό του προπέρσινου Οκτωβρίου, ο λοχαγός κ. Τάκης Μπότσαρης ύψωσε την σημαία επάνω στην Κιάφα, μα μια μικρή σημαία που κέντησε για μας μία δασκαλίτσα του Ζαλόγγου, ο Σουλιώτης Παπά Καραβίδας, σύρων τον χορόν, έψαλε το Χριστός ανέστη, οι εύζωνοι έκαμαν τρις πυρά ομαδόν και ο ερημίτης τσοπάνης της Κιάφας Κώστας Ντόκας ήρχισε να μας διηγήται την παράδοσι του πώς τ’ αγριογούρουνα έσκαψαν τα πηγάδια, το πώς το νερό ήτον τόσον αψύ, ώστε εθέριευαν τα Σουλιωτόπουλα και ότι οι Τούρκοι δεν άφηναν πλέον να κτισθή το Σούλι εκ νέου, από φόβον μήπως το νερό ξαναγεννήση Μποτσαραίους, Δαγκλήοες, Μαλαμαίους, Δράκους, Τζαβελαίους και Σαμουήλ, μου ήλθαν στο νου κάποιοι στίχοι του Καρντούτσι, στίχοι που εκείνη την ώρα θα έλεγε κανείς πως ο ποιητής του «Βοδιού» τους έχει γράψει για τα ζώα αυτά, που το ρύγχος των ωσφράνθη και ανέσυρε το νερό που θα ανέστηνε μια φυλή.
«Ημείς ξέρουμε πόσα μυστήρια κρύβει η γη....»
Και μήπως έχη η γη στους κόρφους της τίποτε κρυφό από το γουρούνι; Ο Κριμώντ ντε λα Ρενιέρ το ωνόμασε εγκυκλοπαιδικό ζώο. Βολβοί που δε σπάζουν ποτέ τον φλοιόν της γης, ζωικοί και φυτικοί διάβολοι που δεν βλέπουν ποτέ τον ήλιον, ριζάρια, σκαθάρια, σπόροι, σαυρόκοσμος, ό,τι τέλος κρύβεται στο χώμα το σημαδεύει η όσφρησίς του, ως να το έχη φυτέψει μόνον του προ ολίγης ώρας. Αλλοίμονον στους τόπους όπου ζη, αν δεν είχεν αυτό το οσφρητικόν ταλάν. Έπρεπε να αναποδογυρίζη όλην την Γην για να συνάξη την τροφήν του. Αλλά την τρυπά ως να φυτεύη δένδρα, σκάβον όπου είναι βέβαιον ότι θα συλλάβη την λείαν του.
Η Ακαρνανία είναι ίσως ο ελληνικός παράδεισός του. Βελάνια άφθονα, δασότοποι απέραγοι, βρυσονέρια για να λούζεται και κυνηγοί που δεν το πολυενοχλούν αφ’ ότου συνέβησαν μεταξύ αυτών και των αγριοχοίρων μερικαί παρεξηγήσεις. Συνέβη δηλαδή, αντί να σκοτώσουν οι κυνηγοί τα αγριογούρουνα, να σχίσουν εκείνα τους πρώτους, και έκτοτε αι σχέσεις διεκόπησαν σχεδόν έως πέρυσιν, οπότε επαναληφθέντος του πειράματος έσχισαν εκ νέου δύο χωρικούς στην Αμβρακία.
Λέγουν, ότι και κατάκαρδα να πάρουν τα βόλια ένα αγριογούρουνο, θα κρατηθή στην ζωή όσο να αποπειραθή εκδίκησιν. Γι’ αυτό οι κυνηγοί σκαρφαλώνουν στα δέντρα, τα οποία όμως ο Θεός δεν εφύτεψε σ’ όλα τα περάσματα των αγριογουρουνιών, ώστε οι παγανισταί των να είναι πάντοτε εκτός κινδύνου.
Διηγούνται για ένα βοσκό, ότι περιμένων επάνω σ’ αγριαπιδιά το πέρασμα αγριοχοίρου, είδε ταυτοχρόνως ένα λύκον να έρχεται από την αντίθετον διεύθυνσιν του γουρουνιού. Υπολογίσας εις την μανίαν της εκδικήσεως τούτου, επροτίμησε να πυροβολήση αυτό πρώτον και να αφήση τον εχθρόν της στάνης του εις την τύχην των χαυλιοδόντων του αγριόχοιρου. Η κυνηγετική παράδοσις λέγει, ότι το πείραμα επέτυχε διότι το κτυπηθέν γουρούνι έπεσε σαν βέλος επάνω στον λύκο και τον έκαμε δυο κομμάτια.
Διηγούνται ωσαύτως, ότι πέρυσι στην Ακαρνανία τετραπέρατος βοσκός εστερέωσε ένα ντουφέκι επάνω σε διχάλαν δένδρου με διεύθυνσι προς το μονοπάτι από το οποίον επερνούσε συχνά ένα αγριογούρουνο και αφού έδεσεν από την σκανδάλην κάμποσα αραποσίτια, τα ετοποθέτησεν απέναντι του στομίου της κάννης εις απόστασιν ολίγων μέτρων. Περνών μετ’ ολίγον ο αγριόχοιρος το μονοπάτι, έπεσεν επάνω στον καρπόν που του αρέσει πολύ, έσκυψε και τον άρπαξε, ο σπάγγος με τον οποίον ήταν δεμένα τα αραποσίτια έσυρε την σκανδάλην και η σφαίρα τον επήρε στο μέτωπον. Επειδή η κυνηγετική παράδοσις έχει πολλάς υπερβολάς, σημειώνω ότι το κατόρθωμα είναι προπέρσινο, γνωστό σ’ όλη την Ακαρνανία μαζί με τ’ όνομα του ευφυούς Ξηρομερίτου βοσκού.
Τέλος ο αγριόχοιρος είναι τρομερός Πάρις, απάγων συχνά τας ωραίας Ελένας των ημέρων κοπαδιών. Οι χοιροβοσκοί όμως ουδέποτε ανησυχούν, διότι γνωρίζουν ότι τα θηλυκά αγαπούν τους γενναίους και ότι αφού περάσουν οι πρώτοι έρωτες, αι απιστήσασαι θα επιστρέψουν στα καλύβια των και μάλιστα, αν είναι η εποχή των σπαρτών, καλοθρεμμένες, διότι, φαίνεται, ότι ο Αγριόχοιρος είναι ακούραστος κουβαρντάς, γλεντών τα μελίμηνά του εις διαρκή ταξίδια ανά τα χωράφια.
«Άμα οι παλιοί τα ’βαλαν με τον Αγαρηνό και πήραν τα βουνά, ο Θεός φώτισε τ’ αγριογούρουνα κι άνοιξαν πηγάδια στο Κακοσούλι που ήταν ως τότε άνυδρο κ.λ.π.»
Άμα ιδή κανείς το κοντυλογραμμένο εκείνο δρεπάνι που λέγεται Κακοσούλι, τρυπημένο ακριβώς στην κόψι του από πλήθος (λέγουν εκατόν πενήντα) πηγάδια, κοιτάζοντα σαν μεγάλα μυστηριώδη μάτια το Ιόνιον, την Πίνδον και την Αιτωλίαν, είναι αδύνατον να πιστέψη πως νους ανθρώπου ήτο δυνατόν ποτέ να σκεφθή πως υπάρχει νερό εκεί επάνω.
Όταν, κατόπιν τριών τεσσάρων ημερών πορείας ή μάλλον σκαρφαλώματος, επατήσαμεν τα σιωπηλά εκείνα ερείπια ένα δειλινό του προπέρσινου Οκτωβρίου, ο λοχαγός κ. Τάκης Μπότσαρης ύψωσε την σημαία επάνω στην Κιάφα, μα μια μικρή σημαία που κέντησε για μας μία δασκαλίτσα του Ζαλόγγου, ο Σουλιώτης Παπά Καραβίδας, σύρων τον χορόν, έψαλε το Χριστός ανέστη, οι εύζωνοι έκαμαν τρις πυρά ομαδόν και ο ερημίτης τσοπάνης της Κιάφας Κώστας Ντόκας ήρχισε να μας διηγήται την παράδοσι του πώς τ’ αγριογούρουνα έσκαψαν τα πηγάδια, το πώς το νερό ήτον τόσον αψύ, ώστε εθέριευαν τα Σουλιωτόπουλα και ότι οι Τούρκοι δεν άφηναν πλέον να κτισθή το Σούλι εκ νέου, από φόβον μήπως το νερό ξαναγεννήση Μποτσαραίους, Δαγκλήοες, Μαλαμαίους, Δράκους, Τζαβελαίους και Σαμουήλ, μου ήλθαν στο νου κάποιοι στίχοι του Καρντούτσι, στίχοι που εκείνη την ώρα θα έλεγε κανείς πως ο ποιητής του «Βοδιού» τους έχει γράψει για τα ζώα αυτά, που το ρύγχος των ωσφράνθη και ανέσυρε το νερό που θα ανέστηνε μια φυλή.
«Ημείς ξέρουμε πόσα μυστήρια κρύβει η γη....»
Και μήπως έχη η γη στους κόρφους της τίποτε κρυφό από το γουρούνι; Ο Κριμώντ ντε λα Ρενιέρ το ωνόμασε εγκυκλοπαιδικό ζώο. Βολβοί που δε σπάζουν ποτέ τον φλοιόν της γης, ζωικοί και φυτικοί διάβολοι που δεν βλέπουν ποτέ τον ήλιον, ριζάρια, σκαθάρια, σπόροι, σαυρόκοσμος, ό,τι τέλος κρύβεται στο χώμα το σημαδεύει η όσφρησίς του, ως να το έχη φυτέψει μόνον του προ ολίγης ώρας. Αλλοίμονον στους τόπους όπου ζη, αν δεν είχεν αυτό το οσφρητικόν ταλάν. Έπρεπε να αναποδογυρίζη όλην την Γην για να συνάξη την τροφήν του. Αλλά την τρυπά ως να φυτεύη δένδρα, σκάβον όπου είναι βέβαιον ότι θα συλλάβη την λείαν του.
Η Ακαρνανία είναι ίσως ο ελληνικός παράδεισός του. Βελάνια άφθονα, δασότοποι απέραγοι, βρυσονέρια για να λούζεται και κυνηγοί που δεν το πολυενοχλούν αφ’ ότου συνέβησαν μεταξύ αυτών και των αγριοχοίρων μερικαί παρεξηγήσεις. Συνέβη δηλαδή, αντί να σκοτώσουν οι κυνηγοί τα αγριογούρουνα, να σχίσουν εκείνα τους πρώτους, και έκτοτε αι σχέσεις διεκόπησαν σχεδόν έως πέρυσιν, οπότε επαναληφθέντος του πειράματος έσχισαν εκ νέου δύο χωρικούς στην Αμβρακία.
Λέγουν, ότι και κατάκαρδα να πάρουν τα βόλια ένα αγριογούρουνο, θα κρατηθή στην ζωή όσο να αποπειραθή εκδίκησιν. Γι’ αυτό οι κυνηγοί σκαρφαλώνουν στα δέντρα, τα οποία όμως ο Θεός δεν εφύτεψε σ’ όλα τα περάσματα των αγριογουρουνιών, ώστε οι παγανισταί των να είναι πάντοτε εκτός κινδύνου.
Διηγούνται για ένα βοσκό, ότι περιμένων επάνω σ’ αγριαπιδιά το πέρασμα αγριοχοίρου, είδε ταυτοχρόνως ένα λύκον να έρχεται από την αντίθετον διεύθυνσιν του γουρουνιού. Υπολογίσας εις την μανίαν της εκδικήσεως τούτου, επροτίμησε να πυροβολήση αυτό πρώτον και να αφήση τον εχθρόν της στάνης του εις την τύχην των χαυλιοδόντων του αγριόχοιρου. Η κυνηγετική παράδοσις λέγει, ότι το πείραμα επέτυχε διότι το κτυπηθέν γουρούνι έπεσε σαν βέλος επάνω στον λύκο και τον έκαμε δυο κομμάτια.
Διηγούνται ωσαύτως, ότι πέρυσι στην Ακαρνανία τετραπέρατος βοσκός εστερέωσε ένα ντουφέκι επάνω σε διχάλαν δένδρου με διεύθυνσι προς το μονοπάτι από το οποίον επερνούσε συχνά ένα αγριογούρουνο και αφού έδεσεν από την σκανδάλην κάμποσα αραποσίτια, τα ετοποθέτησεν απέναντι του στομίου της κάννης εις απόστασιν ολίγων μέτρων. Περνών μετ’ ολίγον ο αγριόχοιρος το μονοπάτι, έπεσεν επάνω στον καρπόν που του αρέσει πολύ, έσκυψε και τον άρπαξε, ο σπάγγος με τον οποίον ήταν δεμένα τα αραποσίτια έσυρε την σκανδάλην και η σφαίρα τον επήρε στο μέτωπον. Επειδή η κυνηγετική παράδοσις έχει πολλάς υπερβολάς, σημειώνω ότι το κατόρθωμα είναι προπέρσινο, γνωστό σ’ όλη την Ακαρνανία μαζί με τ’ όνομα του ευφυούς Ξηρομερίτου βοσκού.
Τέλος ο αγριόχοιρος είναι τρομερός Πάρις, απάγων συχνά τας ωραίας Ελένας των ημέρων κοπαδιών. Οι χοιροβοσκοί όμως ουδέποτε ανησυχούν, διότι γνωρίζουν ότι τα θηλυκά αγαπούν τους γενναίους και ότι αφού περάσουν οι πρώτοι έρωτες, αι απιστήσασαι θα επιστρέψουν στα καλύβια των και μάλιστα, αν είναι η εποχή των σπαρτών, καλοθρεμμένες, διότι, φαίνεται, ότι ο Αγριόχοιρος είναι ακούραστος κουβαρντάς, γλεντών τα μελίμηνά του εις διαρκή ταξίδια ανά τα χωράφια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου