Στρατής Τσίρκας (1911-1980)
Στα προάστια της Αλεξάντρειας, η απελευθέρωση της Αθήνας γιορτάστηκε δυο φορές. Την πρώτη, είκοσι μέρες πριν απ’ την πραγματική, όταν απ’ το ραδιοφωνικό σταθμό της που ελέγχαν οι ναζήδες ακούστηκε το βράδυ ένας άντρας να κόβει έξαφνα την εκπομπή και να φωνάζει κάποιο κατεβατό όπου ξεχώριζαν οι λέξεις: «Προσοχή... «Ο ηρωικός ΕΛΑΣ λευτερώνει... την Αθήνα μας... Φωτιά και τσεκούρι... Ζήτω το ΕΑΜ...». Δες όμως τι σού είναι ο άνθρωπος! Από την οδό Πηλουσίου της Ιμπραημίας ως την οδό Ελευσίνος του Καμποτσέζαρε, δηλαδή όσο να πας απ’ την Ομόνοια στην πλατεία Βάθης, βρέθηκαν δεκαπέντε «αυτήκοες» μάρτυρες, που ό καθένας είχε και δική του εκδοχή. Ποιος άκουσε πως η Ελλάς χτυπάει την Ελλάδα, ποιος ότι το ΕΑΜ ελευθέρωσε την Αθήνα, ποιος εκείνο που έγραψα πιο πάνω και ποιος άλλα αντ’ άλλων. Σήμερα πια, θα μου ήταν εύκολο να βρω το πραγματικό κείμενο και την ημερομηνία για να ντοκουμεντάρω τούτο το γραφτό, μα προτιμώ να μείνουν όπως είναι. Γιατί μου θυμίζουν την τρεχάλα μέσα στη νύχτα, κι από σπίτι σε σπίτι, τ’ αγκαλιάσματα με άγνωστους, τα «Χριστός Ανέστη» που σου φώναζαν μες στο σκοτάδι χωρίς να ξέρεις ποιος, τα λαμπερά πρόσωπα, την ευφροσύνη, την ανακούφιση και την έξαρση. Κι ακόμα την ανακάλυψη πως ο κόσμος αυτός είχε κρεμαστεί στα ραδιόφωνα, με το δείχτη καρφωμένο στο πιο ευαίσθητο σημείο, περιμένοντας, νύχτα και μέρα, τον κραδασμό, το μήνυμα, τούτο το μήνυμα.
Ήταν φαμελιές που τα παιδιά τους υπηρετούσαν στην ταξιαρχία του Ρίμινι ή πάνω στα πολεμικά ή μέσα στα υποβρύχια και στ’ αεροπλάνα, κι ήταν άλλες, πολλές, που τους τα είχανε μαντρώσει στα συρματοπλέγματα, και τα ’δερνε ο ήλιος και τ’ αγιάζι, η πείνα, ο μαρασμός, επειδή αγωνίστηκαν πριν από έξι μήνες για την εθνική ενότητα, για να φτάσει πιο γρήγορα τούτη η στιγμή, τούτο το μήνυμα. Πώς αγκαλιάστηκαν μονομιάς όλοι τους, πώς παραμέριζαν πολιτικές διαφωνίες, πώς συγχωρούσαν βρισιές, συκοφαντίες, στρατοδικεία και ναυτοδικεία, το λιθοβολισμό από τους ίδιους τους δικούς τους στο Λίβανο, πώς τα ξεχνούσαν όλα μπρος στο τεράστιο γεγονός, το άλμα τούτο στη μοίρα του Γένους: την Αθήνα και πάλι ελεύθερη!
Πολλοί ξημερωθήκανε μπρος στα ραδιόφωνα, ψάχνοντας σ’ όλα τα κύματα, για κάποια βεβαίωση της είδησης. Και μερικοί, που μάντεψαν τι είχε γίνει τρώγονταν, ο εκφωνητής να γλίτωσε απ’ τα νύχια του εχθρού;
Την άλλη μέρα ωστόσο η Αλεξάντρεια, η λαϊκή τουλάχιστο, το είχε δέσει σε ψιλό μαντίλι πως η Αθήνα ελευθερώθηκε απ’ τον ΕΛΑΣ, κι οι Εγγλέζοι τάχα το κρύβανε για τρέχα γύρευε ποιους ύπουλους σκοπούς. Ένας πυρετός έπιασε τον κόσμο κι ετοίμαζε δέματα. Ποιος λίγο ποιος πολύ όλοι τους είχαν συμφωνήσει με δικούς μας ναύτες από κορβέτες κι αρματαγωγά, να πάρουν μαζί τους από τα πιο χρειαζούμενα και να τα παραδώσουν σε συγγενείς ή φίλους στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Είδα να ετοιμάζουν τέτοια δέματα και μπορώ να τα περιγράψω: ρύζι, ζάχαρη, καφές, σαπούνι και πετσιά. Όχι παπούτσια έτοιμα αλλά υλικό για ένα ή δύο ζευγάρια: σόλες, πανωδέρματα, βάρδουλα, κορδόνια – Βάλε και σπάγκο, θα τους έμεινε σπάγκος εκεί πέρα; Ως και κεράκια για το φινίρισμα βάζανε. Γιατί πετσιά κι όχι παπούτσια δεν το κατάλαβα. Μπορεί να είχαν ξεχάσει πια τι μέγεθος φορούσαν οι δικοί τους.
Καμιά εφημερίδα δεν έγραψε για κείνη τη συνταραχτική εκπομπή. Οι Άγγλοι λογοκριτές ψιλοκοσκίνιζαν τις ειδήσεις, και την παραμικρή. Αργότερα είδαμε τους υπουργούς της Εθνικής Ενότητας να φεύγουν κρατώντας παραμάσχαλα τους χαρτοφύλακες, «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του» που θα γράψει κι ο ποιητής από μια σκάλα του γυρισμού, την Κάβα ντέι Τιρένι. Σε λίγο μάθαμε και για την Καζέρτα. Ξημέρωσε πια κι η μέρα της απελευθέρωσης, η δεύτερη, με τ’ ανακοινωθέντα της, τους σημαιοστολισμούς, τις κωδωνοκρουσίες, τις δοξολογίες, τις δεξιώσεις, το παραλήρημα· η λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου να πλέει στις μαθητικές ποδιές κι η οδός Σερίφ, κορδωμένη και παρδαλή, στις συμμαχικές σημαίες.
Ημέρα αργίας· έκανε ένα από κείνα τ’ ασύλληπτα φθινοπωρινά πρωιά της Αλεξάντρειας, με κάτι μεγάλα κάτασπρα σύννεφα να φεύγουν πάνω από τον Ανατολικό Λιμένα. Όταν σήκωνες το κεφάλι και τα κοίταζες σου δίναν την εντύπωση πως εσύ βρισκόσουν πάνω σε καράβι και ταξίδευες για την καινούργια Ελλάδα. Είπα να πάω να κάνω συντροφιά στον καινούργιο μου φίλο τον Εξαδάχτυλο, που νοσηλευόταν στο Κοτσίκειο. Ήταν «άρτι διαφοροποιηθείς» και την ανάνηψή του αυτή την πλήρωνε με μια φοβερή κρίση στα νεφρά. Με τον πατέρα του είχαμε γνωριστεί τη νύχτα της «πρώτης» απελευθέρωσης κι από κείνον είχα μάθει την ιστορία του.
Ο Εξαδάχτυλος ήταν γιος μεγαλομπακάλη, ανεψιός παπά, πρόσκοπος κι εθνικόφρων. Με τα γαλλικά του, με τ’ αγγλικά του, με τις γνωριμίες στ’ ανώτερα στρώματα της Αλεξάντρειας. Όταν επιστρατεύτηκε η ηλικία του, αυτός κατάφερε να διοριστεί διερμηνέας στους Άγγλους και … την περνούσε όμορφα. Κι ακόμα πιο όμορφα όταν αποσπάστηκε, σαν διερμηνέας πάντοτε, σ’ ένα στρατόπεδο από Σαμιώτες πρόσφυγες, γυναικόπαιδα και γέρους. Με κάτι τσιγάρα, κάτι κονσέρβες, πότε με το άγριο, πότε με το γλυκό, κατάφερνε να ψυχαγωγείται από κάθε άποψη και να μη του βαρυφαίνεται ο πόλεμος.
Αλλά μέσα στους πρόσφυγες δούλευε και το ΕΑΜ και τον Απρίλη ζήτησαν και κείνοι με υπόμνημα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Αυτό δεν άρεσε στους Άγγλους που αποφάσισαν να χωρίσουν τα ερίφια από τα πρόβατα. Γέμισαν τρία βαγόνια της τρίτης θέσης με γυναικόπαιδα, τα πιο ζωηρά· φόρτωσαν μια δεκαριά έγχρωμους για τη φρουρά και τον Εξαδάχτυλο για διερμηνέα, τα σπρώξαν ως την Έρημο του Σινά, πάνω σε μια γραμμή που δε φαινόταν να την πολυμεταχειρίζονται. Τελείωνε άξαφνα μες στην καρδιά της ερήμου, δίχως κανένα χτίσμα, μήτε παράγκα, μήτε καν ένα τηλεγραφόξυλο, μόνο άμμος, μίλια ολοτρόγυρα.
Η ατμομηχανή παράτησε τα βαγόνια κι έφυγε. Αυτές ήταν οι διαταγές που είχε ο μηχανικός. Τα περισσότερα τζάμια των βαγονιών ήταν σπασμένα και τη νύχτα ο κόσμος τουρτούριζε. Αλλά τη μέρα ήταν χειρότερα, η άμμος πύρωνε σαν καμίνι κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Άρχισε να τους τελειώνει το νερό. Μάζεψαν όσο έμενε, το βάλαν όλο μαζί συντροφικά και το μοιράζανε με το κουτάλι. Ο Εξαδάχτυλος κατάφερε τους άνδρες της φρουράς να θυσιάσουν το μισό νερό απ’ τα παγούρια τους. Αλλά τελείωσε κι αυτό, κι η ατμομηχανή δε φαινότανε. Οι στριγκλιές, τα κλάματα, οι βόγκοι πληθαίνανε, ο Εξαδάχτυλος φοβήθηκε πως θα τρελαθεί, πήδηξε απ’ το τρένο κι έφυγε για να μην ακούει. Δεν έμεινε πολλή ώρα μόνος· από μακριά είδε την άμμο να σηκώνεται σε μαύρες κολόνες και να έρχεται με τρομαχτικό μπουμπουνητό. Αυτό τους έλειπε τους άμοιρους: το χουμπούμπ.
Έτρεξε όσο μπορούσε και χώθηκε κι αυτός στο τρένο πριν να τον σηκώσει κανένας στρόβιλος. Ύστερα το τρένο σκεπάστηκε, ο κόσμος σκοτείνιασε, μέσα στα βαγόνια το χώμα πήγε μισό μέτρο πάχος, οι ράγιες χάθηκαν ολότελα. Τα γυναικόπαιδα, οργανωμένα, πειθαρχούσαν στις οδηγίες των υπεύθυνων, μα το πράμα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μερικές γυναίκες πιο νταβραντισμένες κουβέντιαζαν σοβαρά να γυρίσουν πίσω με τα πόδια. Ξαφνικά ένας ανακάλυψε πως στο καζανάκι του αποχωρητήριου απόμενε λίγο νερό· βρομισμένο με χώματα και σκουριές, αλλά πινόταν. Μάζεψαν όσο έμενε στα τρία βαγόνια και πάλι το μοίρασαν με το κουταλάκι στους άρρωστους και στα μωρά.
Την άλλη μέρα καταλάγιασε το χουμπούμπ, μα η ατμομηχανή δεν έλεγε να φανεί. Ο Εξαδάχτυλος έχασε πια την υπομονή του, τον βλαστημούσαν κι οι Σαμιώτισσες πιάνοντας από τα γεννοφάσκια του, το κουβέντιασε με τη φρουρά, έβαλε το κεφάλι κάτω, και σκάβοντας κάθε τόσο την άμμο με τα χέρια για να ξεθάβει τη σιδερογραμμή και να προσανατολίζεται, έκανε τριάντα μίλια ολομόναχος κι έφτασε στο πιο κοντινό φυλάκιο. Από κει, με τον ασύρματο, σήκωσαν αεροπλάνο από τη Λύδδα κι έριξε πάνω στο πολιορκημένο τρένο μπιτόνια της μπενζίνας γεμάτα νερό. Ο Εξαδάχτυλος όμως αντί για ούρα κατέβαζε συνέχεια αίμα.
Του είπα για την απελευθέρωση της Αθήνας. Το ήξερε γιατί του είχαν βάλει ραδιόφωνο μέσα στο θάλαμο.
- Είδες ένα κατσούφη που σουλατσάριζε απ’ έξω; μου λέει. Τον έφεραν να με φυλάει, μπας και το σκάσω. Χτες μόνο πήρανε χαμπάρι πως τους έκανα την καταγγελία στον Ερυθρό Σταυρό. Μακάρι να βάλουμε πια μυαλό και να μονιάσουμε, γιατί τους Εγγλέζους τους έμαθα, είναι αδίσταχτοι.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Στο μεταξύ, το Γένος παραλίγο να πνιγεί μέσα σ’ έναν απέραντο λάκκο από χολή και πηχτό αίμα. Μόλις άρχιζε τώρα ν’ ανασαίνει, και πάλι, παλεύοντας με δόντια και με νύχια για λίγη λευτεριά. Τον Οκτώβρη του 1954, σ’ ένα εστιατόριο της οδού Σταδίου μού δείξαν τον εκφωνητή της «πρώτης» απελευθέρωσης. Ψηλός, στεγνός, και ήρεμος, έτρωγε μόνος. Στους κροτάφους τα πρώτα ψαρά μαλλιά. Ο φίλος μου ο Εξαδάχτυλος είχε πεθάνει από νεφρά, όπως μπορεί να είχαν πεθάνει και ποιος ξέρει με τι θάνατο, οι αντάρτες, που το 1944 κάλυψαν την υποχώρηση του εκφωνητή μέσ’ από τα δέντρα του Ζαππείου, προς το Παγκράτι και τα προχωρημένα φυλάκια του ΕΛΑΣ στον Υμηττό.
Όταν πλήρωσε το λογαριασμό του και σηκώθηκε να φύγει, πρόσεξα κάτι άλλο: ήταν σεμνός. Ήταν ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί και τον ευχόμουνα.
Ήταν φαμελιές που τα παιδιά τους υπηρετούσαν στην ταξιαρχία του Ρίμινι ή πάνω στα πολεμικά ή μέσα στα υποβρύχια και στ’ αεροπλάνα, κι ήταν άλλες, πολλές, που τους τα είχανε μαντρώσει στα συρματοπλέγματα, και τα ’δερνε ο ήλιος και τ’ αγιάζι, η πείνα, ο μαρασμός, επειδή αγωνίστηκαν πριν από έξι μήνες για την εθνική ενότητα, για να φτάσει πιο γρήγορα τούτη η στιγμή, τούτο το μήνυμα. Πώς αγκαλιάστηκαν μονομιάς όλοι τους, πώς παραμέριζαν πολιτικές διαφωνίες, πώς συγχωρούσαν βρισιές, συκοφαντίες, στρατοδικεία και ναυτοδικεία, το λιθοβολισμό από τους ίδιους τους δικούς τους στο Λίβανο, πώς τα ξεχνούσαν όλα μπρος στο τεράστιο γεγονός, το άλμα τούτο στη μοίρα του Γένους: την Αθήνα και πάλι ελεύθερη!
Πολλοί ξημερωθήκανε μπρος στα ραδιόφωνα, ψάχνοντας σ’ όλα τα κύματα, για κάποια βεβαίωση της είδησης. Και μερικοί, που μάντεψαν τι είχε γίνει τρώγονταν, ο εκφωνητής να γλίτωσε απ’ τα νύχια του εχθρού;
Την άλλη μέρα ωστόσο η Αλεξάντρεια, η λαϊκή τουλάχιστο, το είχε δέσει σε ψιλό μαντίλι πως η Αθήνα ελευθερώθηκε απ’ τον ΕΛΑΣ, κι οι Εγγλέζοι τάχα το κρύβανε για τρέχα γύρευε ποιους ύπουλους σκοπούς. Ένας πυρετός έπιασε τον κόσμο κι ετοίμαζε δέματα. Ποιος λίγο ποιος πολύ όλοι τους είχαν συμφωνήσει με δικούς μας ναύτες από κορβέτες κι αρματαγωγά, να πάρουν μαζί τους από τα πιο χρειαζούμενα και να τα παραδώσουν σε συγγενείς ή φίλους στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Είδα να ετοιμάζουν τέτοια δέματα και μπορώ να τα περιγράψω: ρύζι, ζάχαρη, καφές, σαπούνι και πετσιά. Όχι παπούτσια έτοιμα αλλά υλικό για ένα ή δύο ζευγάρια: σόλες, πανωδέρματα, βάρδουλα, κορδόνια – Βάλε και σπάγκο, θα τους έμεινε σπάγκος εκεί πέρα; Ως και κεράκια για το φινίρισμα βάζανε. Γιατί πετσιά κι όχι παπούτσια δεν το κατάλαβα. Μπορεί να είχαν ξεχάσει πια τι μέγεθος φορούσαν οι δικοί τους.
Καμιά εφημερίδα δεν έγραψε για κείνη τη συνταραχτική εκπομπή. Οι Άγγλοι λογοκριτές ψιλοκοσκίνιζαν τις ειδήσεις, και την παραμικρή. Αργότερα είδαμε τους υπουργούς της Εθνικής Ενότητας να φεύγουν κρατώντας παραμάσχαλα τους χαρτοφύλακες, «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του» που θα γράψει κι ο ποιητής από μια σκάλα του γυρισμού, την Κάβα ντέι Τιρένι. Σε λίγο μάθαμε και για την Καζέρτα. Ξημέρωσε πια κι η μέρα της απελευθέρωσης, η δεύτερη, με τ’ ανακοινωθέντα της, τους σημαιοστολισμούς, τις κωδωνοκρουσίες, τις δοξολογίες, τις δεξιώσεις, το παραλήρημα· η λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου να πλέει στις μαθητικές ποδιές κι η οδός Σερίφ, κορδωμένη και παρδαλή, στις συμμαχικές σημαίες.
Ημέρα αργίας· έκανε ένα από κείνα τ’ ασύλληπτα φθινοπωρινά πρωιά της Αλεξάντρειας, με κάτι μεγάλα κάτασπρα σύννεφα να φεύγουν πάνω από τον Ανατολικό Λιμένα. Όταν σήκωνες το κεφάλι και τα κοίταζες σου δίναν την εντύπωση πως εσύ βρισκόσουν πάνω σε καράβι και ταξίδευες για την καινούργια Ελλάδα. Είπα να πάω να κάνω συντροφιά στον καινούργιο μου φίλο τον Εξαδάχτυλο, που νοσηλευόταν στο Κοτσίκειο. Ήταν «άρτι διαφοροποιηθείς» και την ανάνηψή του αυτή την πλήρωνε με μια φοβερή κρίση στα νεφρά. Με τον πατέρα του είχαμε γνωριστεί τη νύχτα της «πρώτης» απελευθέρωσης κι από κείνον είχα μάθει την ιστορία του.
Ο Εξαδάχτυλος ήταν γιος μεγαλομπακάλη, ανεψιός παπά, πρόσκοπος κι εθνικόφρων. Με τα γαλλικά του, με τ’ αγγλικά του, με τις γνωριμίες στ’ ανώτερα στρώματα της Αλεξάντρειας. Όταν επιστρατεύτηκε η ηλικία του, αυτός κατάφερε να διοριστεί διερμηνέας στους Άγγλους και … την περνούσε όμορφα. Κι ακόμα πιο όμορφα όταν αποσπάστηκε, σαν διερμηνέας πάντοτε, σ’ ένα στρατόπεδο από Σαμιώτες πρόσφυγες, γυναικόπαιδα και γέρους. Με κάτι τσιγάρα, κάτι κονσέρβες, πότε με το άγριο, πότε με το γλυκό, κατάφερνε να ψυχαγωγείται από κάθε άποψη και να μη του βαρυφαίνεται ο πόλεμος.
Αλλά μέσα στους πρόσφυγες δούλευε και το ΕΑΜ και τον Απρίλη ζήτησαν και κείνοι με υπόμνημα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Αυτό δεν άρεσε στους Άγγλους που αποφάσισαν να χωρίσουν τα ερίφια από τα πρόβατα. Γέμισαν τρία βαγόνια της τρίτης θέσης με γυναικόπαιδα, τα πιο ζωηρά· φόρτωσαν μια δεκαριά έγχρωμους για τη φρουρά και τον Εξαδάχτυλο για διερμηνέα, τα σπρώξαν ως την Έρημο του Σινά, πάνω σε μια γραμμή που δε φαινόταν να την πολυμεταχειρίζονται. Τελείωνε άξαφνα μες στην καρδιά της ερήμου, δίχως κανένα χτίσμα, μήτε παράγκα, μήτε καν ένα τηλεγραφόξυλο, μόνο άμμος, μίλια ολοτρόγυρα.
Η ατμομηχανή παράτησε τα βαγόνια κι έφυγε. Αυτές ήταν οι διαταγές που είχε ο μηχανικός. Τα περισσότερα τζάμια των βαγονιών ήταν σπασμένα και τη νύχτα ο κόσμος τουρτούριζε. Αλλά τη μέρα ήταν χειρότερα, η άμμος πύρωνε σαν καμίνι κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Άρχισε να τους τελειώνει το νερό. Μάζεψαν όσο έμενε, το βάλαν όλο μαζί συντροφικά και το μοιράζανε με το κουτάλι. Ο Εξαδάχτυλος κατάφερε τους άνδρες της φρουράς να θυσιάσουν το μισό νερό απ’ τα παγούρια τους. Αλλά τελείωσε κι αυτό, κι η ατμομηχανή δε φαινότανε. Οι στριγκλιές, τα κλάματα, οι βόγκοι πληθαίνανε, ο Εξαδάχτυλος φοβήθηκε πως θα τρελαθεί, πήδηξε απ’ το τρένο κι έφυγε για να μην ακούει. Δεν έμεινε πολλή ώρα μόνος· από μακριά είδε την άμμο να σηκώνεται σε μαύρες κολόνες και να έρχεται με τρομαχτικό μπουμπουνητό. Αυτό τους έλειπε τους άμοιρους: το χουμπούμπ.
Έτρεξε όσο μπορούσε και χώθηκε κι αυτός στο τρένο πριν να τον σηκώσει κανένας στρόβιλος. Ύστερα το τρένο σκεπάστηκε, ο κόσμος σκοτείνιασε, μέσα στα βαγόνια το χώμα πήγε μισό μέτρο πάχος, οι ράγιες χάθηκαν ολότελα. Τα γυναικόπαιδα, οργανωμένα, πειθαρχούσαν στις οδηγίες των υπεύθυνων, μα το πράμα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μερικές γυναίκες πιο νταβραντισμένες κουβέντιαζαν σοβαρά να γυρίσουν πίσω με τα πόδια. Ξαφνικά ένας ανακάλυψε πως στο καζανάκι του αποχωρητήριου απόμενε λίγο νερό· βρομισμένο με χώματα και σκουριές, αλλά πινόταν. Μάζεψαν όσο έμενε στα τρία βαγόνια και πάλι το μοίρασαν με το κουταλάκι στους άρρωστους και στα μωρά.
Την άλλη μέρα καταλάγιασε το χουμπούμπ, μα η ατμομηχανή δεν έλεγε να φανεί. Ο Εξαδάχτυλος έχασε πια την υπομονή του, τον βλαστημούσαν κι οι Σαμιώτισσες πιάνοντας από τα γεννοφάσκια του, το κουβέντιασε με τη φρουρά, έβαλε το κεφάλι κάτω, και σκάβοντας κάθε τόσο την άμμο με τα χέρια για να ξεθάβει τη σιδερογραμμή και να προσανατολίζεται, έκανε τριάντα μίλια ολομόναχος κι έφτασε στο πιο κοντινό φυλάκιο. Από κει, με τον ασύρματο, σήκωσαν αεροπλάνο από τη Λύδδα κι έριξε πάνω στο πολιορκημένο τρένο μπιτόνια της μπενζίνας γεμάτα νερό. Ο Εξαδάχτυλος όμως αντί για ούρα κατέβαζε συνέχεια αίμα.
Του είπα για την απελευθέρωση της Αθήνας. Το ήξερε γιατί του είχαν βάλει ραδιόφωνο μέσα στο θάλαμο.
- Είδες ένα κατσούφη που σουλατσάριζε απ’ έξω; μου λέει. Τον έφεραν να με φυλάει, μπας και το σκάσω. Χτες μόνο πήρανε χαμπάρι πως τους έκανα την καταγγελία στον Ερυθρό Σταυρό. Μακάρι να βάλουμε πια μυαλό και να μονιάσουμε, γιατί τους Εγγλέζους τους έμαθα, είναι αδίσταχτοι.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Στο μεταξύ, το Γένος παραλίγο να πνιγεί μέσα σ’ έναν απέραντο λάκκο από χολή και πηχτό αίμα. Μόλις άρχιζε τώρα ν’ ανασαίνει, και πάλι, παλεύοντας με δόντια και με νύχια για λίγη λευτεριά. Τον Οκτώβρη του 1954, σ’ ένα εστιατόριο της οδού Σταδίου μού δείξαν τον εκφωνητή της «πρώτης» απελευθέρωσης. Ψηλός, στεγνός, και ήρεμος, έτρωγε μόνος. Στους κροτάφους τα πρώτα ψαρά μαλλιά. Ο φίλος μου ο Εξαδάχτυλος είχε πεθάνει από νεφρά, όπως μπορεί να είχαν πεθάνει και ποιος ξέρει με τι θάνατο, οι αντάρτες, που το 1944 κάλυψαν την υποχώρηση του εκφωνητή μέσ’ από τα δέντρα του Ζαππείου, προς το Παγκράτι και τα προχωρημένα φυλάκια του ΕΛΑΣ στον Υμηττό.
Όταν πλήρωσε το λογαριασμό του και σηκώθηκε να φύγει, πρόσεξα κάτι άλλο: ήταν σεμνός. Ήταν ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί και τον ευχόμουνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου