20/5/09

Ο ΠΑΝΟΣ Ο ΚΛΑΡΑΣ

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Στην πατρίδα μου πολύ τους μολογάνε τους ανθρώπους που παλαίψαν με το Χάρο. Έτσι ακούστηκεν η γενιά του Κλάρα. Αυτό το σπίτι έχει ξεκληριστεί, μα οι άνθρωποί του πέθαναν παλεύοντας. Όταν ήρθε η ώρα τους εκούρασαν το Χάρο. Δεν ήθελαν να πεθάνουν. Κι έγιναν σχεδόν παραμύθι – τόσο πολύ τους μολογάνε στο χωριό. Τη ζωή εκεί την έχουν για πόλεμο, κι εκείνος που πεθαίνει δύσκολα φαίνεται πολεμιστής. Οι γέροι φτάνουν στα 70 ή στα 80 χρόνια, και μπήγουν αλέτρι στη γη. Και τη ζωή την αγαπούν τόσο οι χωριανοί, που οι ευχές βγαίνουν απ’ τα χείλη των πύρινες, σαν τουφεκιά προς το θάνατο.
Ο Πάνος ο Κλάρας ήταν ένας απ’ τους τελευταίους του σπιτιού που εξεριζώθη. Αυτός πέθαινε δυο μερόνυχτα. Κι έτυχε να είμαι κοντά και να τον βλέπω. Ήμουν τότε στο βουνό, σε μια στάνη, περνώντας το καλοκαίρι μόνος, μαζί με τους βλάχους. Ένα πρωί έφεραν εκεί τον Κλάρα και με ειδοποίησαν πως δεν φαίνεται για ζωή. Έκαμαν μια καλύβα δίπλα στη δική μου, και κάθησε μέσα ο Κλάρας με λίγα βιβλία. Στην εποχή που ήμουν ρομαντικός θα δεχόμουν ευχαρίστως τον άρρωστο · αλλά τώρα που πέρασαν εκείνες οι παλικαριές, άρχισεν ένας μικρός φόβος για τη συντροφιά. Ο άρρωστος όμως έτυχε να είναι τόσο λεπτός κι ευγενικός, που μ’ έκαμε να ντρέπομαι για το φόβο, ως το σημείο που αποφάσισα να μη φύγω. Κι εγίναμε σύντροφοι απάνω στο βουνό, ο γερός κι ο άρρωστος, δυο άνθρωποι που δεν βρίσκονται στον ίδιο κόσμο.
Ο Κλάρας ήταν υπάλληλος στην Αθήνα. Όταν αρρώστησε, θα ήταν ως 35 χρονών, κι εγώ παιδί απέναντί του. Δεν είδα πλέον γενναίον άρρωστο. Από την πρώτη στιγμή μου έκοψε κάθε απόπειρα ψευτοπαρηγοριάς. Μου έδειξε πως είν’ αδύνατο να τον γελάσω. Ήξευρε καλά τι συμβαίνει κι ήρθε να πεθάνει στην πατρίδα του με όση ησυχία πέφτει κανείς να κοιμηθεί. Οι πατριώτες μου, όσοι βρίσκονται στα ξένα και πλουτίζουν, άμα αρρωστήσουν επικίνδυνα, γυρίζουν να πεθάνουν στην πατρίδα. Δεν έρχονται τόσο εκεί για το βουνό και τον αέρα, όσο για τη μητέρα γη. Έτσι, βλέπεις έναν άνθρωπο να γυρίζει στο χωριό μετά είκοσι χρόνια, αγνώριστος, αφέντης λαμπρός, με χρυσές καδένες, και να πεθάνει σε μια καλύβα, κάτω από τη στέγη που γεννήθηκε. Ο Κλάρας δεν επίστευε πολύ πως θα τον γιατρέψει το βουνό · τον έβλεπες όμως ήσυχον, από τη σκέψη πως θα πεθάνει στο καλύβι των πατέρων, στο ίδιο στρώμα που έσβησαν κι οι άλλοι δικοί του, από την ίδιαν αρρώστια. Ήταν ένας λεπτός, ψηλός και ξανθός. Τόσο κατόρθωνε να κρύβει το βάσανό του, ώστε έβλεπες πως η υπομονή του είναι πιο δυνατή από την αρρώστια.
Ήταν από τους ανθρώπους που κρύβουν την αρρώστια και τη ζωγραφίζουν μαζί με το είδος των, την βιάζουν να γίνει κρυφός και ωραίος μαρασμός, σαν εκείνον που έχουν τα δέντρα. Από τη στιγμή που βρεθήκαμε μαζί στο βουνό, μ’ έκαμεν άφοβο. Γιατί μ’ εφύλαγεν ο ίδιος απ’ τον εαυτό μου. Κάποτε έκαμε λάθος κι έβαλε στα χείλη του τη δική μου πίπα. Ετρόμαξα μέσα μου · αλλ’ αυτός, χωρίς να πει τίποτα, επήγε και την έσπασε σε μια πέτρα.
Ο πλέον γελαστός από τους δυο μας ήταν αυτός. Στον περίπατο διηγείτο ατέλειωτα παράξενα από τη φοιτητική του ζωή της Αθήνας. Ήταν κάτι μικρές ιστορίες, από ένα δωμάτιο φοιτητικό, από μια αυλή, από μια γειτονιά, αλλά εξαίσια παρατηρημένες και ψυχολογημένες. Κάθε μια ήταν ένας μικρόκοσμος καλά πλασμένος, και σχεδόν αυτές οι ιστορίες είχαν την επιμέλεια του συγγραφέως, γιατί κάθε πρόσωπο είχε τη θέση του και φαίνονταν όσο έπρεπε. Δεν είχα ποτέ μου ακούσει άνθρωπο να διηγείται με τέτοια τέχνη. Αλλά μήτε και άνθρωπο να πρόσεξε τόσο πολύ τη ζωή της Αθήνας, να είδε τόσο βαθιά. Από τις ιστορίες του Κλάρα αναπηδούσαν άξαφνα τόποι, που άνοιγες το πνεύμα να τους αγκαλιάσεις – τόσο παράδοξοι ήταν και τόσο αληθινοί. Οι άνθρωποι που ξέρουν να διηγούνται είναι σπάνιοι, κι επειδή η διήγηση είναι μια τέχνη, την κατέχουν άνθρωπου που πρόσεξαν πολύ στη ζωή. Αλήθεια · υπάρχουν κάτι μάτια ανθρώπων ερευνητικά, που από ένα παράθυρο βλέπουν ολόκληρη γειτονιά, όπως από μια τρύπα κλειδωνιάς, βλέπεις ολόκληρη πόλη. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μαντικό, κι ένα κίνημά σου αρκεί να σε νιώσουν. Του Κλάρα οι ιστορίες είχαν πάντοτε ένα σαρκασμό. Έβλεπε παντού το αστείο και τόβγαζε στο φως. Σε ό,τι μου διηγήθη υπήρχαν τα πλέον παράδοξα, τα πλέον εύθυμα πράγματα – άνθρωποι σαν μεγάλες γελοιογραφίες που γίνονται στον τοίχο με το φως της λάμπας, και όμως η αλήθεια υπήρχε σε όλους και σε όλα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τόση ευθυμία σε άνθρωπο που αύριο θα πεθάνει. Όμως ο Κλάρας εξυπνούσε γελώντας και πλάγιαζε γελώντας. Ήταν και τούτο μια αντίσταση προς το θάνατο. Πολλές φορές, αφού, έπειτα από γέλια τρομαχτικά, επέφταμε να κοιμηθούμε, μου φώναζε απ’ την καλύβα του (η καλύβα του ήταν δέκα βήματα μόλις απ’ τη δική μακριά) :
- Άκουσε!
- Ακούω.
- Στο χορό της κυρ-Ψάθενας ήταν κι ένας δεκανέας, που χόρευε με το σπαθί. Έριξε κάτω δυο-τρεις.
Έπειτα την ώρα που νόμιζα πως είχε πλέον αποκοιμηθεί, εφώναζε άξαφνα:
- Έκαμε κομπλιμέντα, κι οι ντάμες του έλεγαν: «Τι λέτε, σας περικαλώ!»
Ποτέ του δεν τον επίκραιναν οι χαρές της ζωής. Απεναντίας ήθελε να τις βλέπει. Στο γάμο ενός νέου βλάχου της στάνης εχόρεψε πρώτος· αναγκάστηκεν όμως να σταματήσει γιατί τον έπιασε βήχας. Μετά λίγες μέρες εφώναξε το βλάχο μαζί μας, το ρωμαλέο φουστανελά με τα κόκκινα μάγουλα και τις πεταχτές άντζες. Τον ρωτούσε αν περνά καλά το μελίμηνα. Οι χωριανοί μου είναι τόσο εύθυμοι άνθρωποι, που δεν δυσκολεύονται να πάρουν στο αστείο την ευτυχία των, και ξέρουν όσοι πέρασαν από κει τι γίνεται και τι λέγεται στους γάμους, πόση ευθυμία χύνεται, αληθινά ανθρώπινη. Είπαν με τον γαμβρό πολλά. Ο βλάχος ήταν εύθυμος κι ο Κλάρας εφώναζε: «Να μου ζήσεις, γαμπρέ, να μου ζήσεις!» Ένα αστείο, κάπως λυπηρό, το έκαμε την άλλη φορά με τον Νταρή, ένα πελώριο γερο-βλάχο της στάνης, που, άμα φορούσε την καπότα του και ακουμπούσε στην αγκλίτσα του, δεν εφαινόταν άνθρωπος, αλλά λόφος – τόσον τόπον έπιανε. Ο γερο-Νταρής εκαθόταν ένα βράδι όξω απ’ τη στάνη, όταν ο Κλάρας επήγε και τον έπεισε πως η γη κινείται περί τον ήλιον. Αυτή η συζήτησις εκράτησε τρεις ώρες. Ο Νταρής έκανε το σταυρό του, αλλ’ επειδή ο Κλάρας του τα είπε πειστικά, με πολλά και δύσκολα λόγια, ο δυστυχισμένος τσοπάνος αναγκάστηκε να πει πως έτσι θα είναι, ύστερα από 65 χρόνια ζωής που έβλεπε τον ήλιο να γυρίζει και τη γη να στέκεται. Ο γέρος, με το σκουλήκι της επιστήμης μέσα του, επήγε στη στάνη κι έπεσε στο στρώμα, αλλά όλη τη νύχτα δε μπόρεσε να κοιμηθεί. Ο Κλάρας τον ελυπήθη, μα έκαμε και γέλια δυνατά.
Το άλλο βράδι επέσαμε να κοιμηθούμε νωρίς. Ο Κλάρας μου είπε πως δεν νιώθει τον εαυτό του καλά. Τα μεσάνυχτα άκουσα που τον έπιασεν ένας βήχας, πολύ δυνατός και βαθύς.
- Να πάει στην οργή! μου φώναξεν απ’ την καλύβα του. Απόψε είμαι κρυωμένος.
Αδύνατο μου ήταν να κοιμηθώ, καθώς τον άκουγα να βήχει. Εσηκώθηκα να πάω στην καλύβα του, αλλά ένας φόβος με σταμάτησε. Ποτέ εις τη ζωή μου δεν μπορώ να βοηθήσω άρρωστο. Εγώ θέλω τη ζωή, και τη στιγμή που η ζωή κινδυνεύει, το πράγμα μου φαίνεται τόσο άθλιο, ώστε είμαι χαμένος, είμαι περιττός…Έπεσα πάλι στο κρεβάτι μου, αλλά προσπαθούσα ν’ ακούσω μήπως ο Κλάρας με φωνάζει. Εκείνη την ώρα έξω στους κέδρους άκουσα ένα λάλημα – ήταν πουλιού; ήταν στοιχιού φωνή; τι ήταν αυτό;…Κάτι σαν χλιμίντρισμα αλόγου, σαν φωνή ανθρώπου που μιμείται ζώο, σαν αλύχτημα σκυλιού – αλλά τίποτε απ’ αυτά όλα, τίποτα ωρισμένο, και όμως κάτι φοβερό και ανεξήγητο μέσα στο σκοτάδι. Η ερημιά έχει φωνές που γίγαντας να είσαι και τ’ άρματά σου να είναι ανίκητα, θα τις τρομάξεις όσο κι αν είναι φωνές. Αχ! αυτή την αλλόκοτη φωνή δεν άκουσα ποτέ μου. Στην αρχή μου φάνηκε κάτι όχι σημαντικό · κι όπως δεν ήξερα τις φωνές των αγριμιών, υπέθεσα πως κάποιο αγρίμι θα περνά για τροφή. Αλλά όσο το λάλημα ακούγονταν, τόσο ο τρόμος μ’ έπιανε στην καλύβα. Γιατί δε θα υπάρχει αγρίμι να φωνάζει έτσι ξωτικά. Η φωνή αντηχούσε μέσα στο σκοτάδι…Κι άξαφνα ακούω τον Κλάρα να μου φωνάζει απ’ την καλύβα του, με μια φωνή που ήταν απελπισία, τρόμος και θρήνος:
- Έχεις ντουφέκι; Γρήγορα!
- Ναρθώ;
- Έχεις ντουφέκι σου λέω; Ντουφέκι!
- Τι να το κάμεις το ντουφέκι;
- Μωρέ, ντουφέκι έχεις; Αυτού είναι;
Πριν του απαντήσω επετάχθη και ήρθε γδυτός στην καλύβα μου. Άναψε σπίρτο κι έψαχνε τις γωνίες. Τέλος, εβρήκε το γκρα, γεμάτο – αυτά όλα σε πέντε δευτερόλεπτα -, χύμηξεν έξω κι άκουσα έναν πυροβολισμό…Έτρεξα κοντά του. Με ποιον επάλευε; Έξω ήταν σκοτάδι, ησυχία νυκτερινή, και μόνο το μανδρόσκυλο της στάνης, ακούγοντας το όπλο, αλύχτησε.
- Δεν το πέτυχα, μωρέ! είπεν ο Κλάρας. Δεν το πέτυχα!
- Ποιο;
- Αχ, και με ρωτάς ποιο; Δεν τ’ ακούς; δεν το ξέρεις; Το χαροπούλι!
Εκείνη τη στιγμή, το απαίσιο λάλημα ακούστηκε πάλι απάνω από τον κέδρο. Ήταν τρομερό. Δεν είχα δύναμη ούτε να μιλήσω ούτε να σταθώ. Ένας άνθρωπος, ο Κλάρας, πατώντας στα ξερόχορτα που έτριζαν, έψαχνε με το όπλο στα χέρια, κοιτάζοντας, το δένδρο, τριγυρίζοντας τον κορμό του. μια στιγμή θέλησε ν’ ανέβει. Ερίχτηκε. Αλλά σαν το βρήκε δύσκολο, πήρε πάλι το όπλο και ήταν έτοιμος να ρίξει!
- Φυσέκι! είπε. Δεν έχεις άλλο;
- Δεν έχω.
- Α!
Άφηκε το όπλο κι άρχισε να πετροβολεί το δέντρο. Έριχνε πέτρες μεγάλες με ορμή ρωμαλέου ανθρώπου, ταράζοντας τους κλάδους του κέδρου.
Το φρικτό λάλημα ακούστηκε άλλη μια, την τελευταία φορά.
- Ακόμα δω είναι! είπεν εκείνος. Ακόμα δω!
Κι άρχισε πλέον ένα πετροβόλημα δυνατό, λυσσασμένο, σέρνοντας τα δάχτυλά του κάτω στη γη, ψάχνοντας στο σκοτάδι για πέτρες. Όσο που, στο τέλος, μου είπε:
- Έλα πάρε με · δε μπορώ…
Έτρεξα και τον εβάσταξα. Τον πήγα στην καλύβα. Να μιλήσω καλά, έπειτα απ’ ό,τι άκουσα και είδα, δεν ήταν βέβαια δυνατό. Στα χέρια μου τον έπιασεν ο βήχας. Κόντευε να πνιγεί. Τον πήγα στην καλύβα και ξαπλώθηκε. Από τη στάνη, δυο βλάχοι, που είχαν ξυπνήσει απ’ το θόρυβο, έφτασαν εκεί. Μια γριά έφερε φως. Ο Κλάρας, καθώς ξαπλώθηκε, έβηξε δυο-τρεις φορές δυνατά κι έπειτα λύθηκαν τα μέλη του. Ο γέρος ο βλάχος έβαλε τ’ αφτί του στην καρδιά του, τον κοίταξε καλά και μου είπε :
- Πεθαίνει, μωρέ παιδί…
Ο Κλάρας, κοιτάζοντας το βλάχο, είπε με αγωνία τη λέξη:
- Το χαροπούλι!
Η γριά πήρε το σκαμνί της καλύβας και κάθησε δίπλα στον ετοιμοθάνατο. Εστάθηκα μπροστά του και με κοίταζε αλλά δεν με γνώρισε. Τα μάτια του άνοιγαν πολύ κι έβλεπαν ποιος ξέρει ποιους ξένους, ποιους παράδοξους ξένους του άλλου κόσμου, που έμπαιναν στην καλύβα να τον πάρουν.
- Τι θα κάνουμε; μου είπεν ο βλάχος, ο γερο-Νταρής. Να μηνύσουμε στο χωριό ναρθούν…Πάμε όξω.

Όταν βγήκαμε, διηγήθηκα στο γέροντα όλα όσα έγινα.
- Αν λάλησε το έρμο, αν λάλησε το χαροπούλι, είπεν ο γέροντας, δεν έχει ζωή ο άνθρωπος. Την άλλη φορά λάλησε στο παιδί μου, τέτοια ώρα. Εδώ κι είκοσι χρόνια τ’ άκουσα στη μάνα μου. Δυο φορές που τ’ άκουσα, μου πέθαναν δυο δικοί μου.
Ο γέρος επήγε στη στάνη, πήρε το σιλάχι του, την αγκλίτσα του και τράβηξε για το χωριό, να πάει το μήνυμα στους Κλαραίους.

Έμεινα μονάχος. Στον ετοιμοθάνατο ήταν αδύνατο να ζυγώσω πλέον, αδύνατο να ιδώ τον εύθυμο και το σαρκαστή να πεθαίνει σε μια καλύβα, μέσα στην οποίαν εκάπνιζεν το φως. Η γριά είχε τη θέση της εκεί, αυτό το παλιό πετσί με τα λευκά μαλλιά, που ποιος ξέρει πόσων ανθρώπων είδε τις τελευταίες στιγμές, η γριά, αυτό το ιερό ασυγκίνητο πρόσωπο, που εκτελεί τα έργα του θανάτου, με όση ηρεμία γνέθει.
Εμπήκα στην καλύβα μου, άναψα φως κι έμεινα άγρυπνος, καπνίζοντας, διαβάζοντας παλιόχαρτα, τα οποία μόνο τη στιγμή εκείνη μπορούσαν να έχουν εξαιρετική σημασία και να διαβασθούν.
Επέρασε μια ώρα και πήγα στην πόρτα της καλύβας του Κλάρα. Ζει ή έσβησε; Εκοίταξα μέσα. Ήταν όπως πρώτα ξαπλωμένος. Τα μάτια του ανοιχτά κι εκινούντο. Εζούσε. Η γριά είχε την ίδια θέση στο σκαμνί, αλλά δεν έμενε χωρίς δουλειά. Είχε τη ρόκα της κι έγνεθε κάτασπρο μαλλί. Εκείνο το τύλιγμα της κλωστής στο αδράχτι, η ζωή που εξακολουθεί τη δουλειά της δίπλα στο θάνατο…
Τέλος, της έκαμα, ναρθεί να την ιδώ, γιατί να μπω μέσα ήταν αδύνατο.
- Πώς πάει;
- Τα ίδια. Ούτε ζει ούτε πεθαίνει…
Την απάντηση αυτή μου την έδωκεν άλλες πέντε φορές ως το πρωί, που τη ρώτησα.

Στις δέκα η ώρα το πρωί, ήρθαν οι άλλοι απ’ το χωριό, συγγενείς του Κλάρα, δυο χωριανοί του κι ο γέροντας ο βλάχος να τον πάρουν. «Ε, ορέ έρημη μάνα!» είπεν ένας απ’ αυτούς και μπήκε μέσα.
Το φορείο ήταν έτοιμο, καμωμένο απ’ τους βλάχους. Τον έβαλαν απάνω, με τα μάτια ανοιχτά. Κάθησαν μισή ώρα, ήπιαν ένα τσίπουρο, ξαπόστασαν και τον πήραν.
Ακολούθησα αυτή τη συνοδεία.
Ένα τέταρτο της ώρας ύστερα, καθώς τον πήγαιναν τον κατήφορο, ένιωσαν πως ο Κλάρας ήταν πεθαμένος.
Τον άφησαν κάτω. Ένας του ‘κλεισε τα μάτια, έκλαψε, σφόγγισε τα μάτια με το μανίκι του, τον ξαναπήραν κι εξακολούθησαν το δρόμο.

Ήταν μεσημέρι όταν είχαμε φτάσει κάτω στο ρέμα. Εκεί τον άφησαν και κάθησαν στις πέτρες να ξεκουραστούν.
Το νερό έτρεχε, φώναζε δυνατά, έφευγε τον κατήφορο προς τον ποταμό. Από κάπου αντιλαλούσε κόπανος και γέλια γυναικών που έπλεναν. Ο αέρας ήταν αρωματισμένος και χαϊδευτικός. Οι πλάτανοι άπλωναν ίσκιους, έδεναν τη γη με ρίζες που βυθίζονταν εδώ κι έβγαιναν εκεί, σα να ήθελαν να κρατηθούν από τη γη εις αιώνες αιώνων. Δέντρα, χαμόδεντρα και χόρτα κατέβαιναν στο ρέμα, σαν να ήθελαν να πιουν. Ένας κότσυφας εσφύριζε, χαράς και αγαλλιάσεως σφύριγμα. Πουλάκια περνούσαν αιφνίδια, έλεγαν ένα «τρ» στον αέρα, κι εγίνοντο άφαντα – στιγμές με φτερά. Κλάδοι, που έδωσαν τα χέρια από τη μιαν όχθη στην άλλη, άφηναν να περνά το νερό κάτω από πράσινη πύλη. Νεροκότσυφοι χτυπούσαν τα φτερά των στο νερό, ελούζονταν, έλαμπαν. Φυλλώματα επύκνωναν, άδυτα σκοτεινά, ιερά, που εκτός από νεράιδα δεν τ’ άγγιξε κανείς. Οι κλάδοι έγερναν κάτω κι εκρέμονταν λυγερά στεφάνια για πανηγύρι…Αχ, εσύ, αναθεματισμένη ζωή!
Οι τέσσερις χωρικοί κάπνιζαν χοντρά τσιγάρα σε γλυκό καλαμποκόφυλλο – όταν, έξαφνα, ένας εφώναξε:
- Βρε, χριστιανοί, τ’ είν’ τούτο; Ανοίγει τα μάτια του!
Ναι, ο πεθαμένος είχεν ανοίξει τα μάτια του και μας κοίταζεν ώρα πολλή. Ήταν λοιπόν ζωντανός! Εκοιταχτήκαμε φοβισμένοι. Ο Κλάρας έστριψε τα μάτια του. Η ζωή του εγύριζε. Η ζωή του ήθελε να πιαστεί από τις ρίζες των δέντρων, ν’ ανατριχιάσει μαζί με τις λεύκες, να κυνηγήσει τον κότσυφα που χτυπούσε τις φτερούγες του στα νερά. Φανερό ήταν πως όλα τα ένιωθε γύρω του κι όλα τα ποθούσε. Το σώμα του άρχισε πλέον να είναι πτώμα, κι όμως μες στο πτώμα έμενε κάποια αίσθηση – η αίσθηση του ανθρώπου που φεύγει τελευταία από τη γη, που είναι δύσκολο να πεθάνει, που λέγεται αγάπη, χαρά, ποιος ξέρει;
Ο τσοπάνος που τον έκλαιγε πρωτύτερα, τον επλησίασε και τον κοίταξε κατάματα. Ο Κλάρας όχι μόνον τον εγνώρισε, μα θυμήθη και το παρατσούκλι του. Κι άξαφνα, ακούμε να του λέει:
- Δώσε μου ένα τσιγάρο Μπιτχαβά!
Εκείνος είπε πως δεν έχει. Ο Κλάρας ξαναζήτησε μ’ επιμονή:
- Δώστε μου τσιγάρο, θέλω τσιγάρο!
Ο τσοπάνος, βλέποντας πως έχει να κάνει με ζωντανό άνθρωπο, έχωσε τα χέρια του στο σιλάχι κι έστριψε χοντρόν καπνό μέσα σε γλυκό καλαμποκόφυλλο. Του ‘βαλε το τσιγάρο στο στόμα και του το κράτησε. Εκείνος, ξαπλωμένος καθώς ήταν, το κάπνιζε με τόση λαιμαργία, τόσο χαμογελούσε, ρουφώντας τον καπνό και χύνοντας ένα αλαφρό αδύνατο συνεφάκι προς τον ουρανό, που δεν ηξεύραμε τι να πούμε. Εβλέπαμε πως κι ένα τσιγάρο μπορεί να είναι η τελευταία θέληση, η τελευταία ευτυχία ενός ανθρώπου στον κόσμο. Ο μισοπεθαμένος το κάπνιζε τόσο ζωντανά!
- Μη με παίρνετε από δω…, είπε.
Αλλά σε λίγη ώρα έκλεισε πάλι τα μάτια του…Εναρκώθηκε, ήταν ακίνητος.
Καθώς είδαμε πως δεν πέθανε ακόμα, τον σηκώσαμε στον ώμο και τραβήξαμε προς το χωριό. Εφτάσαμε στις δύο ώρες το απόγεμα.
Η μάνα έπεσεν απάνω στον τελευταίο της γενιάς και τον έκλαψε μια από κείνες τις τρομερές φωνές που ρωτούν τον ουρανό.
Ήλθε ο γιατρός κι είπε πως είναι πεθαμένος. Ήταν, αλήθεια, κάτι περισσότερο παρά νεκρός.
Τον έβαλαν στο σπίτι του, κάτου στο πάτωμα που ήταν από χώμα. Σκύβοντας από την πόρτα της καλύβας έμπαιναν ένας-ένας οι χωριανοί, οι πελώριοι γέροι, οι τσοπάνοι, οι γριές, τα κορίτσια.
Μα όταν πλησίαζεν η ώρα να τον πάρουν και να τον θάψουν, άνοιξε τα μάτια και είπε:
- Μάνα ! Ένα ποτήρι ρακί!...
Η φωνή έκαμεν όλους εκειμέσα να σταυροκοπηθούν. Εκοίταζεν ο ένας τον άλλον. Ήταν απίστευτο. Και όμως ήταν αληθινό. Ο Κλάρας δεν είχε πεθάνει.
- Παλικάρι μου, εδώ είσαι! είπεν η μάνα κλαίοντας. Τώρα να φέρω ρακί!... Κι έτρεξε προς το ντουλάπι…
Ο Κλάρας εστριφογύρισε τα μάτια κι έβλεπε τους χωριανούς. Εχαμογέλασε. Κοίταξεν έπειτα τον παπά, με την κάτασπρη πολύμαλλη κεφαλή.
- Δεν είναι ώρα, δέσποτά μου…,είπε. Κι έκλεισε τα μάτια του.
Ήρθε το βράδυ, αλλά δεν πέθανε ούτε το βράδυ. Πέρασε η νύχτα, μα δεν πέθανε ούτε τη νύχτα…Κατά τα χαράματα άνοιξε τα μάτια του και ζήτησε να φάγει. Ήθελε πίττα! Η μάνα σηκώθηκε, άναψε φωτιά. Κι όμως ο Κλάρας ήταν τρεις φορές πτώμα – χάλασμα σωστό.
Το πρωί έφεξε μέσα στο σπίτι · το λυχνάρι έσβησε. Ο Κλάρας έλεγεν αστεία, για τα πουλιά που χαιρετούσαν το φως μέσα στο κλουβί.
- Να τον πάρουμε να τον πάμε στα Κανάλια.
- Τα Κανάλια είναι μέρος που βγαίνει ένα ποτάμι. Άμα είσαι άρρωστος και πιεις από κείνο το νερό, ή πεθαίνεις στη στιγμή ή γένεσαι καλά.
Τον σήκωσαν, πήραν στον ώμο το φορείο, και τον πήγαν στα Κανάλια.
Ο Κλάρας δεν ήπιε νερό. Είπε:
- Έχετε γεια!
Και μόνον τότε πέθανε. Τότε που το θέλησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: