Του Γιάννη ΚΑΡΑΒΙΔΑ.
Παλιά ο Μύρτος πάταγε στέρεα στη γη. Οι χειρονομίες του, οργισμένες στις αναποδιές της ζωής, συνόδευαν τα χουγιατά του, χαστούκιζαν τον άνεμο, έκοβαν τον ορίζοντα στα δυο, σκιάζοντας τα ζωντανά ένα γύρο, αλλά και τη φαμίλια του. Ακόμα και τον ίδιο το Θεό που λούφαζε στην πανταχού απουσία του, τρέμοντας τις βλαστήμιες που ξεστόμιζε κάθε φορά, τούτο τ' ανοικονόμητο πλάσμα του.
Οσο βάραιναν, όμως, οι πέτρες και τα χρόνια στους ώμους του, τόσο περισσότερο άνοιγαν τα σκέλια του, για να στηρίζουνε καλύτερα το καταπονεμένο του κορμί. Μα και τα χέρια του χαλάρωναν όλο και πιο πολύ. Καμιά φορά σ' άφηναν με την ψευδαίσθηση πως θα 'φταναν κάτω απ' τα γόνατα, ίσως και ν' ακουμπούσαν καταγής, αν αφήνονταν κρεμάμενα στο πλάι σε μια τέλεια ακινησία.
Ωστόσο, μια τέτοια ηρεμία μονάχα ο θάνατος θα χάριζε στο Μύρτο. Οπως κι έγινε. Μόνο που τον βρήκαν, όχι με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του, αλλά ορθάνοιχτα έτσι που σχημάτιζαν ένα σταυρό, τον ίδιο τον σταυρό του μαρτυρίου του, καθώς εκείνη η πελώρια πέτρα μάγκωνε το υπόλοιπο κορμί του απ' τη μέση και κάτω.
Μάλιστα! Ηταν εκείνη η πέτρα! Η Μελπομένη, κορυφαία στο χορό των θυγατέρων της, κάθε τόσο έκοβε το θρηνολόι στη μέση, απορώντας: «Θε μου, πώς μπόρεσε να τη φέρει ως εδώ: Πώς μπόρεσε;» έλεγε και ξανάλεγε, ενώ ο γέρος της είχε απομείνει να κοιτάει τον ουρανό. Με τα χείλη πάντα σουρωμένα, σαν να 'ταν να τον φτύσει...
Αλήθεια, η πέτρα εκείνη έμοιαζε να 'ναι όλες μαζί οι άλλες, που είχε κουβαλήσει ο Μύρτος μια ζωή τώρα. Ναι... Κουβαλούσε πέτρες με πολύ πάθος! Κι έχτιζε κάστρα ενάντια στις καταιγίδες, που απειλούσανε ν' αρπάξουνε το χώμα απ' τα ψωμοτόπια του. Επειτα για να χτίσει κάποιο σπίτι π' ονειρευότανε. Αυτό που είχε πριν τον πόλεμο, ήταν μεγαλόπρεπο μα ετοιμόρροπο. Στη δυτική πλευρά του είχε μια τρανή ραγισματιά από πάνω ίσαμε κάτου στα θεμέλια. Μετά τον πόλεμο δεν είχε σπίτι πια. Το σπίτι που δερνόταν στους ανέμους, δεν πρόλαβε να γκρεμιστεί απ' αυτή την ίδια τη λαβωματιά του. Το 'καψαν οι βάρβαροι που ήρθαν, όταν δεν πίστευε κανείς πως θα 'ρχοταν. Επρεπε, λοιπόν, να κουβαλάει, όλο να κουβαλάει, πέτρες για να χτίσει άλλο. Ετσι, αν εξαιρέσουμε κάποιο χαμόσπιτο που το 'χτισε καταρραχίς, όπως το 'θελε η Μελπομένη για ν' αγναντεύει πέρα τις γειτονιές και τις ρούγες, έπρεπε να κουβαλάει και πάλι πέτρες, να ξαναχτίσει άλλο, αν όχι σαν το πρώτο, τουλάχιστον καλύτερο απ' το δεύτερο.
Μα δεν ξανάχτισε ποτέ. Μόνο που είχε συνηθίσει πια να νιώθει χρήσιμος στη φαμιλιά του κουβαλώντας πέτρες. Μάλιστα κόμπαζε: «Για κατούρημα να πάω - έλεγε - κάτι θα βρω να φέρω στο ρημαδιακό μου. Ποτέ μου δε γυρίζω με άδεια χέρια». Κι ήταν αλήθεια. Οπου κι αν πήγαινε, δεν ξαναγύριζε αν δεν έσπρωχνε ή δεν κουβάλαγε στους ώμους του μια πέτρα. Επρεπε, τέλος πάντων, κάτι να κουβαλάει. Τι, όμως, αφού δεν είχε τίποτε άλλο αυτός ο τόπος από πέτρες;
Εφτανε μόνο, η πέτρα που θα 'πεφτε απάνω της, να τον εντυπωσίαζε με τον όγκο της, με το σχήμα της, με τη γυαλάδα της στην επιφάνεια, με το χρώμα της. Σε κάθε τέτοιο συναπάντημα, έχοντας πάντα τις προφάσεις του, ικανοποιούσε τούτο το πάθος με τις πέτρες, όσο μπορούσε πιο εκλεκτικά. «Αυτή εδώ - έλεγε - κάνει για τον τοίχο στη Μεγάλη Κρέμαση... Αυτή κάνει για τον τοίχο στο Τρανό Πουρνάρι... Θα την τοποθετήσω απ' τη μεριά του βράχου... Ο βράχος, φυσικά στη θέση του κι αυτή απάνω του καπάκι... Αυτή για τον τοίχο στη Μεγάλη Λάκκα... Αυτή για το πεζούλι πλάι στη βρύση, εκείνη για τον τοίχο πίσω απ' το σπίτι, η άλλη για τον τοίχο στο κοτέτσι...». Ολα τέλεια μια ζωή τώρα. Κι είχε και τη φιλοσοφία του: «Οι πέτρες - έλεγε - είναι ο σκελετός στη σάρκα της μάνας γης που μας τρέφει. Οπως τα κόκαλα κρατάν τις σάρκες μας, έτσι κι οι πέτρες κρατάν γερά τα χώματα στη θέση τους για να γεννά τη ζωή». Και δος του, όλο κι έσκυβε κι όλο φορτωνόταν πέτρες ή τις κυλάνε, αν ήταν βέβαια ασήκωτες, μέχρι που κατέβασαν τ' αχαμνά του και λαρωμό δεν είχε, όπως έλεγε κι η Μελπομένη.
Παντού, λοιπόν, έβρισκε κανείς πέτρες μαζεμένες απ' το Μύρτο. Στα σταυροδρόμια και στα μονοπάτια, στις πατουλιές και τα ξέφωτα. Πέτρες, πέτρες, πέτρες, που είχαν ξεκολλήσει απ' τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τις περισσότερες φορές για έναν άχρηστο προορισμό. Ετσι, για να βρίσκουν μόνο κάτω απ' τους σωρούς τους, τις πολυδαίδαλες φωλιές τους οι σκορπιοί και τα φίδια.
Με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία, ο Μύρτος, έφερε ως εδώ κι εκείνη την πελώρια πέτρα, για να τον πάρει τώρα από κάτω, καθώς υποχώρησαν τα χώματα στον όχτο τ' αμπελιού. Την πάλευε τόσα χρόνια, από μονοπάτι σε μονοπάτι, σ' ανηφοριές και κατηφοριές, ύστερα βέβαια από κείνη την παράξενη ιδέα του δάσκαλου, να θέλει να δοκιμάσει, αν υπάρχουνε και σήμερα, άνθρωποι γεροί και δυνατοί, όπως στα παμπάλαια χρόνια.
Ηταν τότε που έγινε το τελευταίο πανηγύρι της Φανερωμένης πάνω στο λόφο των Πελασγών... Ετσι τον έλεγε ο δάσκαλος. Να καταλάβεις, πριν τον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, πού καιρός για πανηγύρια και χαρές. Εκείνη τη χρονιά είχε γεννηθεί ο πρώτος γιος του Μύρτου, ύστερ' από τόσες θυγατέρες, κι όσο να 'ναι δινόταν ευκαιρία για ξεφάντωμα.
Η Μελπομένη, με τις ετοιμασίες της, όπως το συνήθιζε από παλιότερα, σε κάθε πανηγύρι. Πίτες λαχταριστές, τηγανίτες ζαχαρωμένες, κρέας πεντανόστιμο από κατσίκες καλοταϊσμένες στα φουντωτά φελλίκια και τα κέδρα του λόφου... Ενα σωρό λιχουδιές, όχι ψέματα. Τότε κρατιόταν καλά, είχαν απ' όλα.
Οι χωριανοί έφαγαν κι ήπιαν κάτω απ' τα δέντρα, κατά φάρες και συγγενολόγια, με χωρατά και πονηρά υπονοούμενα, που έφερναν μαζί γέλια και δάκρυα.
Με το ξεφάντωμα, χόρεψαν οι πρωτοθυγατέρες του Μύρτου, χόρεψε και η Μελπομένη το αγαπημένο της τραγούδι «Σαράντα πέντε Κυριακές κι εξήντα δυο Δευτέρες», χόρεψε κι ο Μύρτος το «Νελήπαπα».
Εκεί κατά τ' απόγιομα απόκαμαν. Ο δάσκαλος, όπως ήταν πιωμένος κι έχοντας κι αυτός τη δική του φιλοσοφία για τις πέτρες, είχε μαζέψει τους πανηγυριώτες ένα γύρο και τους έδειχνε τα τείχη με κείνες τις πέτρες τις θεόρατες. Ετσι, χαϊδολογώντας μια από δαύτες, είπε και τούτα τα παράξενα:
«Η ζωή σ' αυτά τα μέρη είναι δύσκολη. Χιλιάδες χρόνια τώρα παλεύει με τις πέτρες. Η ζωή μοιάζει μ' αναιμικό αγριολούλουδο, π' αναζητά ανάμεσα στις πέτρες, κάποια σχισμή να ξεμυτίσει και ν' ανασάνει. Ολα, μα όλα, σ' αυτόν τον τόπο είναι δεμένα με την πέτρα. Το νερό βγαίνει απ' την καρδιά της, το ψωμί απ' τη σκληράδα της, τα πρόσωπά μας απ' το σχήμα της. Τραχιά, εξογκωμένα, γεμάτα βαθουλώματα, όπου λιμνάζει κάποτε το δάκρυ, όπως στα βαθουλώματα της πέτρας οι σταγόνες της βροχής».
Στην αρχή τον άκουγαν με προσοχή, ύστερα όμως, είτε από κάποιο θαυμασμό στα λόγια του, είτε γιατί δεν καταλάβαιναν καλά όσα τους έλεγε, άρχισαν να μουρμουρίζουν. Ο δάσκαλος, ωστόσο, δυναμώνοντας τη φωνή του, επιβλήθηκε και πάλι:
«Οι άνθρωποι σ' αυτά τα μέρη - εξακολούθησε - από χιλιάδες χρόνια, ζουν και πορεύονται με την ισότητα της πέτρας. Οι πέτρες εδώ, βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους με ίσο μετρικό για τον καθένα όπως κι ο θάνατος. Μ' αυτές γίνεται κι ο λόγος τους: "Κάθισε πάνω σε μια πέτρα να ξεκουραστεί", "ακούμπησε το ψωμί του σε μια πέτρα", "έσπασε τα μούτρα του στις πέτρες"...».
«Μην κάθεσαι σ' αυτή την πέτρα, την κουτσούλισαν τα θεοπούλια», είπε ο Χαντούλης ο εξυπνάκιας, εμποδίζοντας το διπλανό του να καθήσει για να βολευτεί ο ίδιος, έτσι που έχει ζαλιστεί απ' τις φιλοσοφίες του δάσκαλου.
Μερικοί χαχάνισαν, ο δάσκαλος σώπασε για λίγο, πάντα με το βλέμμα του στ' αρχαία τείχη, π' άλλοτε κρύβονταν στη γης, κι άλλοτε έβγαιναν στην επιφάνεια, ανάμεσα στους θάμνους, αλλού υψωμένα περισσότερο κι αλλού χαμηλωμένα, ώσπου να χαθούν και πάλι παραπέρα, καθηλωμένα απ' το χρόνο. Ζώνοντας έτσι στον ερειπωμένο κύκλο τους, το λόφο των Πελασγών. Τέλος, ο δάσκαλος ξανάπε:
«Στην αρχή ο άνθρωπος δε φαινόταν πουθενά, ήταν ένα με τον ήλιο. Μετά άρχισε να ξεχωρίζει, πέφτοντας με τη μορφή σπέρματος στη γη, για να πήξει αργότερα και να γίνει σάρκα, αίμα και κόκαλα, γιατί όχι, αυτές οι πέτρες. Ναι, πέτρες όπως αυτή εδώ. Οποιος αγγίξει αυτή την πέτρα, έρχεται σ' επαφή με τους προγόνους του, με το αίμα τους, με τον ίδιο τον ήλιο. Ομως κύριοι, δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το γεγονός ότι εμείς δε μοιάζουμε καθόλου με τους μακρινούς προγόνους μας. Αυτοί υπήρξαν δυνατοί. Ωστόσο, ετούτη τη φορά, ούτε βουή ούτε χάχανα... Τους είχε κερδίσει με το μυστήριο που έκρυβαν τα λόγια του, αλλά και μ' αυτή την ίδια την πρόκληση. Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να κυλήσει αυτή την πέτρα;
«Οποιος είναι άξιος, ας κοπιάσει!», είπε πιο ήρεμα ο δάσκαλος. «Θα τον ανακηρύξω αμέσως Πελασγό. Οι Πελασγοί μόνο σήκωναν αυτές τις πέτρες. Θα τον ανακηρύξω Πελασγό!», ξανάπε με πιότερη έμφαση, βλέποντας πως όλοι εξακολουθούσαν να σωπαίνουν. Ακόμα κι ο Χαντούλης...
Ο Μύρτος με τις μακριές χερούκλες, σαν να πειράχτηκε. Θυμήθηκε το μακαρίτη τον πατέρα του να περνά το ποτάμι με μια μεγάλη πέτρα στον ώμο του, έτσι που κάτω απ' το βάρος της να μη μπορεί εύκολα να τον ανατρέψει η κατεβασιά. Θυμήθηκε τις πέτρες που είχε κουβαλήσει ο ίδιος. Ετσι δεν άντεξε την πρόκληση του δάσκαλου, καθώς διαισθανόταν κιόλας, πως είχε στήσει τούτο το παιγνίδι επίτηδες για δαύτον... Αναμερίζοντας, λοιπόν, τους μπροστινούς του, έκανε δύο βήματα μπροστά.
«Εγώ... εγώ θα κυλήσω αυτή την πέτρα!», είπε.
Ολοι έστρεψαν το βλέμμα τους απάνω του. Τούτη τη φορά όμως, άλλοι κοροϊδεύοντας μαζί με το Χαντούλη, κι άλλοι θωρώντας τον σαν άνθρωπο που ξέκοψε απ' το παμπάλαιο παρελθόν, για να βρεθεί εκεί ανάμεσά τους.
«Μακάρι», απάντησε ο δάσκαλος. «Μακάρι Μύρτο, να μπορέσεις. Θα 'ναι ένας άθλος που θα τιμήσει τους προγόνους μας... Μια νίκη ενάντια στο χρόνο... Ενα... ένα αγώνισμα, ας πούμε, που επινοείται τούτη τη στιγμή, για να μείνει στις επερχόμενες γενιές». Και συνέχισε μεθυσμένος με τα ίδια τα λόγια του: «Εμπρός λοιπόν, τι περιμένεις;»
Ο Μύτρος έστριψε το μουστάκι του, έφτυσε τις παλάμες του κατά πώς το συνήθιζε, κι έσκυψε αγκαλιάζοντας την πέτρα.
«Μη... μη ανέφτουρε, θα σπάσεις!», τόλμησε να τον αποπάρει η Μελπομένη.
Καινούργια χάχανα τώρα πια, καινούργια χωρατά, μα κι αγωνία για το αποτέλεσμα. Σχεδόν όλοι έτριβαν τα χέρια τους από χαρά, για τούτο το απρόσμενο θέαμα.
Τα πισινά του Μύρτου σφίχτηκαν κωμικά, σαν να 'ταν να συντελεστεί εκεί μπροστά στα μάτια όλων, η συνουσία του ανθρώπου με την πέτρα.
«Οοοοπα όοοοπ, οοοοπαόοοοπ», σάρκασε ο Χαντούλης, βέβαιος για την αποτυχία του Μύρτου. Μα ξαφνικά τινάχτηκε απάνω φωνάζοντας στα σοβαρά: «Ελα και κουνιέται!... Κουνιέται παιδιά!...», ξαναφώναξε πιο δυνατά.
Πραγματικά, η πέτρα σπάραξε απ' τη θέση της, μετακινήθηκε λιγάκι ακόμα, άρχισε ν' ανυψώνεται απ' τη μια μεριά, ν' ανυψώνεται όλο και περισσότερο, ενώ ο Μύρτος να επιμένει πάντα με κατακόκκινα τα μάτια του από το πιοτό και το σφίξιμο. Τέλος, η πέτρα έγειρε για καλά κι έκατσε και πάλι ασάλευτη απ' την άλλη πλευρά της.
Ο κόσμος ξέσπασε χειροκροτώντας και κραυγάζοντας: «Μπράβοοο!... Μπράβοοο!... Αξιοοος!... Αξιοοος!...». «Πελασγός! Πελασγός», φώναξε κι ο δάσκαλος πνιγμένος στη συγκίνησή του.
Κι ο θρίαμβος είχε αποκορυφωθεί τότε πάνω στο λόφο των Πελασγών, μ' ένα αυτοσχέδιο επινίκιο των βιολιτζήδων...
Με τις πρώτες κραυγές των γυναικών, άρχισαν να καταφτάνουν οι γείτονες. Αλλοι κατηφορίζοντας απ' τα γκρεμνά, κατρακυλώντας σχεδόν, κι άλλοι ανηφορίζοντας λαχανιασμένοι.
Ανάμεσα σ' αυτούς που έφτασαν από κάπως μακριά ήταν κι ο δάσκαλος. Αντικρίζοντας εκείνη την πέτρα πάνω στο κορμί του Μύρτου, έγινε κατακίτρινος σαν το σαφράνι. Ωστόσο, κατάφερε να στεριωθεί στα πόδια του ψελλίζοντας στον ίδιο τον εαυτό του: «Μα το Θεό, αυτός ο άνθρωπος, έτσι κι αλλιώς, πολύ γρήγορα, πάλι απ' τις πέτρες θα πήγαινε... Οι πέτρες τού είχαν σακατέψει τα νεφρά...». Ετσι παλεύοντας με τις τύψεις του, μπόρεσε να βρει το κουράγιο να προστάξει μ' όση δύναμη του χρειαζόταν, ώστε ν' ακουστεί μέσα απ' τα μοιρολόγια των γυναικών:
«Εμπρός μωρέ!... Τι κάθεστε... Βάλτε ένα χέρι!...
Ετρεξαν δυο - τρεις... Υστερα κι άλλοι... κι άλλοι... Ν' απαλλάξουν επιτέλους τ' άψυχο κορμί του Μύρτου απ' το βάρος των αιώνων!
Οσο βάραιναν, όμως, οι πέτρες και τα χρόνια στους ώμους του, τόσο περισσότερο άνοιγαν τα σκέλια του, για να στηρίζουνε καλύτερα το καταπονεμένο του κορμί. Μα και τα χέρια του χαλάρωναν όλο και πιο πολύ. Καμιά φορά σ' άφηναν με την ψευδαίσθηση πως θα 'φταναν κάτω απ' τα γόνατα, ίσως και ν' ακουμπούσαν καταγής, αν αφήνονταν κρεμάμενα στο πλάι σε μια τέλεια ακινησία.
Ωστόσο, μια τέτοια ηρεμία μονάχα ο θάνατος θα χάριζε στο Μύρτο. Οπως κι έγινε. Μόνο που τον βρήκαν, όχι με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του, αλλά ορθάνοιχτα έτσι που σχημάτιζαν ένα σταυρό, τον ίδιο τον σταυρό του μαρτυρίου του, καθώς εκείνη η πελώρια πέτρα μάγκωνε το υπόλοιπο κορμί του απ' τη μέση και κάτω.
Μάλιστα! Ηταν εκείνη η πέτρα! Η Μελπομένη, κορυφαία στο χορό των θυγατέρων της, κάθε τόσο έκοβε το θρηνολόι στη μέση, απορώντας: «Θε μου, πώς μπόρεσε να τη φέρει ως εδώ: Πώς μπόρεσε;» έλεγε και ξανάλεγε, ενώ ο γέρος της είχε απομείνει να κοιτάει τον ουρανό. Με τα χείλη πάντα σουρωμένα, σαν να 'ταν να τον φτύσει...
Αλήθεια, η πέτρα εκείνη έμοιαζε να 'ναι όλες μαζί οι άλλες, που είχε κουβαλήσει ο Μύρτος μια ζωή τώρα. Ναι... Κουβαλούσε πέτρες με πολύ πάθος! Κι έχτιζε κάστρα ενάντια στις καταιγίδες, που απειλούσανε ν' αρπάξουνε το χώμα απ' τα ψωμοτόπια του. Επειτα για να χτίσει κάποιο σπίτι π' ονειρευότανε. Αυτό που είχε πριν τον πόλεμο, ήταν μεγαλόπρεπο μα ετοιμόρροπο. Στη δυτική πλευρά του είχε μια τρανή ραγισματιά από πάνω ίσαμε κάτου στα θεμέλια. Μετά τον πόλεμο δεν είχε σπίτι πια. Το σπίτι που δερνόταν στους ανέμους, δεν πρόλαβε να γκρεμιστεί απ' αυτή την ίδια τη λαβωματιά του. Το 'καψαν οι βάρβαροι που ήρθαν, όταν δεν πίστευε κανείς πως θα 'ρχοταν. Επρεπε, λοιπόν, να κουβαλάει, όλο να κουβαλάει, πέτρες για να χτίσει άλλο. Ετσι, αν εξαιρέσουμε κάποιο χαμόσπιτο που το 'χτισε καταρραχίς, όπως το 'θελε η Μελπομένη για ν' αγναντεύει πέρα τις γειτονιές και τις ρούγες, έπρεπε να κουβαλάει και πάλι πέτρες, να ξαναχτίσει άλλο, αν όχι σαν το πρώτο, τουλάχιστον καλύτερο απ' το δεύτερο.
Μα δεν ξανάχτισε ποτέ. Μόνο που είχε συνηθίσει πια να νιώθει χρήσιμος στη φαμιλιά του κουβαλώντας πέτρες. Μάλιστα κόμπαζε: «Για κατούρημα να πάω - έλεγε - κάτι θα βρω να φέρω στο ρημαδιακό μου. Ποτέ μου δε γυρίζω με άδεια χέρια». Κι ήταν αλήθεια. Οπου κι αν πήγαινε, δεν ξαναγύριζε αν δεν έσπρωχνε ή δεν κουβάλαγε στους ώμους του μια πέτρα. Επρεπε, τέλος πάντων, κάτι να κουβαλάει. Τι, όμως, αφού δεν είχε τίποτε άλλο αυτός ο τόπος από πέτρες;
Εφτανε μόνο, η πέτρα που θα 'πεφτε απάνω της, να τον εντυπωσίαζε με τον όγκο της, με το σχήμα της, με τη γυαλάδα της στην επιφάνεια, με το χρώμα της. Σε κάθε τέτοιο συναπάντημα, έχοντας πάντα τις προφάσεις του, ικανοποιούσε τούτο το πάθος με τις πέτρες, όσο μπορούσε πιο εκλεκτικά. «Αυτή εδώ - έλεγε - κάνει για τον τοίχο στη Μεγάλη Κρέμαση... Αυτή κάνει για τον τοίχο στο Τρανό Πουρνάρι... Θα την τοποθετήσω απ' τη μεριά του βράχου... Ο βράχος, φυσικά στη θέση του κι αυτή απάνω του καπάκι... Αυτή για τον τοίχο στη Μεγάλη Λάκκα... Αυτή για το πεζούλι πλάι στη βρύση, εκείνη για τον τοίχο πίσω απ' το σπίτι, η άλλη για τον τοίχο στο κοτέτσι...». Ολα τέλεια μια ζωή τώρα. Κι είχε και τη φιλοσοφία του: «Οι πέτρες - έλεγε - είναι ο σκελετός στη σάρκα της μάνας γης που μας τρέφει. Οπως τα κόκαλα κρατάν τις σάρκες μας, έτσι κι οι πέτρες κρατάν γερά τα χώματα στη θέση τους για να γεννά τη ζωή». Και δος του, όλο κι έσκυβε κι όλο φορτωνόταν πέτρες ή τις κυλάνε, αν ήταν βέβαια ασήκωτες, μέχρι που κατέβασαν τ' αχαμνά του και λαρωμό δεν είχε, όπως έλεγε κι η Μελπομένη.
Παντού, λοιπόν, έβρισκε κανείς πέτρες μαζεμένες απ' το Μύρτο. Στα σταυροδρόμια και στα μονοπάτια, στις πατουλιές και τα ξέφωτα. Πέτρες, πέτρες, πέτρες, που είχαν ξεκολλήσει απ' τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τις περισσότερες φορές για έναν άχρηστο προορισμό. Ετσι, για να βρίσκουν μόνο κάτω απ' τους σωρούς τους, τις πολυδαίδαλες φωλιές τους οι σκορπιοί και τα φίδια.
Με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία, ο Μύρτος, έφερε ως εδώ κι εκείνη την πελώρια πέτρα, για να τον πάρει τώρα από κάτω, καθώς υποχώρησαν τα χώματα στον όχτο τ' αμπελιού. Την πάλευε τόσα χρόνια, από μονοπάτι σε μονοπάτι, σ' ανηφοριές και κατηφοριές, ύστερα βέβαια από κείνη την παράξενη ιδέα του δάσκαλου, να θέλει να δοκιμάσει, αν υπάρχουνε και σήμερα, άνθρωποι γεροί και δυνατοί, όπως στα παμπάλαια χρόνια.
Ηταν τότε που έγινε το τελευταίο πανηγύρι της Φανερωμένης πάνω στο λόφο των Πελασγών... Ετσι τον έλεγε ο δάσκαλος. Να καταλάβεις, πριν τον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, πού καιρός για πανηγύρια και χαρές. Εκείνη τη χρονιά είχε γεννηθεί ο πρώτος γιος του Μύρτου, ύστερ' από τόσες θυγατέρες, κι όσο να 'ναι δινόταν ευκαιρία για ξεφάντωμα.
Η Μελπομένη, με τις ετοιμασίες της, όπως το συνήθιζε από παλιότερα, σε κάθε πανηγύρι. Πίτες λαχταριστές, τηγανίτες ζαχαρωμένες, κρέας πεντανόστιμο από κατσίκες καλοταϊσμένες στα φουντωτά φελλίκια και τα κέδρα του λόφου... Ενα σωρό λιχουδιές, όχι ψέματα. Τότε κρατιόταν καλά, είχαν απ' όλα.
Οι χωριανοί έφαγαν κι ήπιαν κάτω απ' τα δέντρα, κατά φάρες και συγγενολόγια, με χωρατά και πονηρά υπονοούμενα, που έφερναν μαζί γέλια και δάκρυα.
Με το ξεφάντωμα, χόρεψαν οι πρωτοθυγατέρες του Μύρτου, χόρεψε και η Μελπομένη το αγαπημένο της τραγούδι «Σαράντα πέντε Κυριακές κι εξήντα δυο Δευτέρες», χόρεψε κι ο Μύρτος το «Νελήπαπα».
Εκεί κατά τ' απόγιομα απόκαμαν. Ο δάσκαλος, όπως ήταν πιωμένος κι έχοντας κι αυτός τη δική του φιλοσοφία για τις πέτρες, είχε μαζέψει τους πανηγυριώτες ένα γύρο και τους έδειχνε τα τείχη με κείνες τις πέτρες τις θεόρατες. Ετσι, χαϊδολογώντας μια από δαύτες, είπε και τούτα τα παράξενα:
«Η ζωή σ' αυτά τα μέρη είναι δύσκολη. Χιλιάδες χρόνια τώρα παλεύει με τις πέτρες. Η ζωή μοιάζει μ' αναιμικό αγριολούλουδο, π' αναζητά ανάμεσα στις πέτρες, κάποια σχισμή να ξεμυτίσει και ν' ανασάνει. Ολα, μα όλα, σ' αυτόν τον τόπο είναι δεμένα με την πέτρα. Το νερό βγαίνει απ' την καρδιά της, το ψωμί απ' τη σκληράδα της, τα πρόσωπά μας απ' το σχήμα της. Τραχιά, εξογκωμένα, γεμάτα βαθουλώματα, όπου λιμνάζει κάποτε το δάκρυ, όπως στα βαθουλώματα της πέτρας οι σταγόνες της βροχής».
Στην αρχή τον άκουγαν με προσοχή, ύστερα όμως, είτε από κάποιο θαυμασμό στα λόγια του, είτε γιατί δεν καταλάβαιναν καλά όσα τους έλεγε, άρχισαν να μουρμουρίζουν. Ο δάσκαλος, ωστόσο, δυναμώνοντας τη φωνή του, επιβλήθηκε και πάλι:
«Οι άνθρωποι σ' αυτά τα μέρη - εξακολούθησε - από χιλιάδες χρόνια, ζουν και πορεύονται με την ισότητα της πέτρας. Οι πέτρες εδώ, βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους με ίσο μετρικό για τον καθένα όπως κι ο θάνατος. Μ' αυτές γίνεται κι ο λόγος τους: "Κάθισε πάνω σε μια πέτρα να ξεκουραστεί", "ακούμπησε το ψωμί του σε μια πέτρα", "έσπασε τα μούτρα του στις πέτρες"...».
«Μην κάθεσαι σ' αυτή την πέτρα, την κουτσούλισαν τα θεοπούλια», είπε ο Χαντούλης ο εξυπνάκιας, εμποδίζοντας το διπλανό του να καθήσει για να βολευτεί ο ίδιος, έτσι που έχει ζαλιστεί απ' τις φιλοσοφίες του δάσκαλου.
Μερικοί χαχάνισαν, ο δάσκαλος σώπασε για λίγο, πάντα με το βλέμμα του στ' αρχαία τείχη, π' άλλοτε κρύβονταν στη γης, κι άλλοτε έβγαιναν στην επιφάνεια, ανάμεσα στους θάμνους, αλλού υψωμένα περισσότερο κι αλλού χαμηλωμένα, ώσπου να χαθούν και πάλι παραπέρα, καθηλωμένα απ' το χρόνο. Ζώνοντας έτσι στον ερειπωμένο κύκλο τους, το λόφο των Πελασγών. Τέλος, ο δάσκαλος ξανάπε:
«Στην αρχή ο άνθρωπος δε φαινόταν πουθενά, ήταν ένα με τον ήλιο. Μετά άρχισε να ξεχωρίζει, πέφτοντας με τη μορφή σπέρματος στη γη, για να πήξει αργότερα και να γίνει σάρκα, αίμα και κόκαλα, γιατί όχι, αυτές οι πέτρες. Ναι, πέτρες όπως αυτή εδώ. Οποιος αγγίξει αυτή την πέτρα, έρχεται σ' επαφή με τους προγόνους του, με το αίμα τους, με τον ίδιο τον ήλιο. Ομως κύριοι, δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το γεγονός ότι εμείς δε μοιάζουμε καθόλου με τους μακρινούς προγόνους μας. Αυτοί υπήρξαν δυνατοί. Ωστόσο, ετούτη τη φορά, ούτε βουή ούτε χάχανα... Τους είχε κερδίσει με το μυστήριο που έκρυβαν τα λόγια του, αλλά και μ' αυτή την ίδια την πρόκληση. Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να κυλήσει αυτή την πέτρα;
«Οποιος είναι άξιος, ας κοπιάσει!», είπε πιο ήρεμα ο δάσκαλος. «Θα τον ανακηρύξω αμέσως Πελασγό. Οι Πελασγοί μόνο σήκωναν αυτές τις πέτρες. Θα τον ανακηρύξω Πελασγό!», ξανάπε με πιότερη έμφαση, βλέποντας πως όλοι εξακολουθούσαν να σωπαίνουν. Ακόμα κι ο Χαντούλης...
Ο Μύρτος με τις μακριές χερούκλες, σαν να πειράχτηκε. Θυμήθηκε το μακαρίτη τον πατέρα του να περνά το ποτάμι με μια μεγάλη πέτρα στον ώμο του, έτσι που κάτω απ' το βάρος της να μη μπορεί εύκολα να τον ανατρέψει η κατεβασιά. Θυμήθηκε τις πέτρες που είχε κουβαλήσει ο ίδιος. Ετσι δεν άντεξε την πρόκληση του δάσκαλου, καθώς διαισθανόταν κιόλας, πως είχε στήσει τούτο το παιγνίδι επίτηδες για δαύτον... Αναμερίζοντας, λοιπόν, τους μπροστινούς του, έκανε δύο βήματα μπροστά.
«Εγώ... εγώ θα κυλήσω αυτή την πέτρα!», είπε.
Ολοι έστρεψαν το βλέμμα τους απάνω του. Τούτη τη φορά όμως, άλλοι κοροϊδεύοντας μαζί με το Χαντούλη, κι άλλοι θωρώντας τον σαν άνθρωπο που ξέκοψε απ' το παμπάλαιο παρελθόν, για να βρεθεί εκεί ανάμεσά τους.
«Μακάρι», απάντησε ο δάσκαλος. «Μακάρι Μύρτο, να μπορέσεις. Θα 'ναι ένας άθλος που θα τιμήσει τους προγόνους μας... Μια νίκη ενάντια στο χρόνο... Ενα... ένα αγώνισμα, ας πούμε, που επινοείται τούτη τη στιγμή, για να μείνει στις επερχόμενες γενιές». Και συνέχισε μεθυσμένος με τα ίδια τα λόγια του: «Εμπρός λοιπόν, τι περιμένεις;»
Ο Μύτρος έστριψε το μουστάκι του, έφτυσε τις παλάμες του κατά πώς το συνήθιζε, κι έσκυψε αγκαλιάζοντας την πέτρα.
«Μη... μη ανέφτουρε, θα σπάσεις!», τόλμησε να τον αποπάρει η Μελπομένη.
Καινούργια χάχανα τώρα πια, καινούργια χωρατά, μα κι αγωνία για το αποτέλεσμα. Σχεδόν όλοι έτριβαν τα χέρια τους από χαρά, για τούτο το απρόσμενο θέαμα.
Τα πισινά του Μύρτου σφίχτηκαν κωμικά, σαν να 'ταν να συντελεστεί εκεί μπροστά στα μάτια όλων, η συνουσία του ανθρώπου με την πέτρα.
«Οοοοπα όοοοπ, οοοοπαόοοοπ», σάρκασε ο Χαντούλης, βέβαιος για την αποτυχία του Μύρτου. Μα ξαφνικά τινάχτηκε απάνω φωνάζοντας στα σοβαρά: «Ελα και κουνιέται!... Κουνιέται παιδιά!...», ξαναφώναξε πιο δυνατά.
Πραγματικά, η πέτρα σπάραξε απ' τη θέση της, μετακινήθηκε λιγάκι ακόμα, άρχισε ν' ανυψώνεται απ' τη μια μεριά, ν' ανυψώνεται όλο και περισσότερο, ενώ ο Μύρτος να επιμένει πάντα με κατακόκκινα τα μάτια του από το πιοτό και το σφίξιμο. Τέλος, η πέτρα έγειρε για καλά κι έκατσε και πάλι ασάλευτη απ' την άλλη πλευρά της.
Ο κόσμος ξέσπασε χειροκροτώντας και κραυγάζοντας: «Μπράβοοο!... Μπράβοοο!... Αξιοοος!... Αξιοοος!...». «Πελασγός! Πελασγός», φώναξε κι ο δάσκαλος πνιγμένος στη συγκίνησή του.
Κι ο θρίαμβος είχε αποκορυφωθεί τότε πάνω στο λόφο των Πελασγών, μ' ένα αυτοσχέδιο επινίκιο των βιολιτζήδων...
Με τις πρώτες κραυγές των γυναικών, άρχισαν να καταφτάνουν οι γείτονες. Αλλοι κατηφορίζοντας απ' τα γκρεμνά, κατρακυλώντας σχεδόν, κι άλλοι ανηφορίζοντας λαχανιασμένοι.
Ανάμεσα σ' αυτούς που έφτασαν από κάπως μακριά ήταν κι ο δάσκαλος. Αντικρίζοντας εκείνη την πέτρα πάνω στο κορμί του Μύρτου, έγινε κατακίτρινος σαν το σαφράνι. Ωστόσο, κατάφερε να στεριωθεί στα πόδια του ψελλίζοντας στον ίδιο τον εαυτό του: «Μα το Θεό, αυτός ο άνθρωπος, έτσι κι αλλιώς, πολύ γρήγορα, πάλι απ' τις πέτρες θα πήγαινε... Οι πέτρες τού είχαν σακατέψει τα νεφρά...». Ετσι παλεύοντας με τις τύψεις του, μπόρεσε να βρει το κουράγιο να προστάξει μ' όση δύναμη του χρειαζόταν, ώστε ν' ακουστεί μέσα απ' τα μοιρολόγια των γυναικών:
«Εμπρός μωρέ!... Τι κάθεστε... Βάλτε ένα χέρι!...
Ετρεξαν δυο - τρεις... Υστερα κι άλλοι... κι άλλοι... Ν' απαλλάξουν επιτέλους τ' άψυχο κορμί του Μύρτου απ' το βάρος των αιώνων!
Βιογραφικό Γιάννη Καραβίδα.
Γεννήθηκε στη Μικρή Γότιστα Ιωαννίνων το 1934. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από μαθητής, γράφοντας ποίηση. Ποιήματά του άρχισαν να δημοσιεύονται από τα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια. Εχει εκδώσει 13 ποιητικά βιβλία και 9 με κριτικά δοκίμια. Επίσης, έγραψε πολλά άρθρα και κριτικά σημειώματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Γεννήθηκε στη Μικρή Γότιστα Ιωαννίνων το 1934. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από μαθητής, γράφοντας ποίηση. Ποιήματά του άρχισαν να δημοσιεύονται από τα πρώτα γυμνασιακά του χρόνια. Εχει εκδώσει 13 ποιητικά βιβλία και 9 με κριτικά δοκίμια. Επίσης, έγραψε πολλά άρθρα και κριτικά σημειώματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου