Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ο καιρός είναι βρετανικός, βαρύς, σοβαρός, γκρίζος. Ισως και να ρίξει ψιλή βροχή. Ισως. Τελειώνω αργά το πρόγευμά μου. Δε βιάζομαι. Κανείς δε με περιμένει. Κανείς. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα που είμαι συνταξιούχος. Προτίμησα να την πάρω μειωμένη, για να μπορέσω να χαρώ λιγάκι. Αρκετά πρόσφερα. Αρκετά. Και η ζωή είναι τόσο μικρή. Είναι μικρή, αλλά μου ανήκει. Είμαι ακόμα τόσο νέος... Τώρα μπορώ να διαθέσω τον εαυτό μου όπως εγώ νομίζω. Να πάω ταξίδια, να κάνω διακοπές. Να διασκεδάσω... Πάω να ντυθώ. Χωρίς να το θέλω, το βλέμμα μου ακουμπά πάνω στις φωτογραφίες και αναγκάζει τη μνήμη μου να γυρίσει στα παλιά. Τις κοιτάζω μία, μία. Οι γονείς μου. Ο θείος Θόδωρος και ο προ-προπάππος μου ο Sir Gregory, αυτήν την τελευταία μου την προμήθευσε ο Βασίλης... Ο Βασίλης! Τι να 'χει απογίνει άραγε; Και μένα τι με νοιάζει; Δε με ενδιαφέρει. Ναι, και βέβαια δε με ενδιαφέρει να έχει πεθάνει, ένα τέτοιο υποκείμενο. Εκτός από αυτή τη φωτογραφία του προγόνου μου, τι άλλο μου είχε προσφέρει; Εκτός φυσικά από το φαρμάκι του, την ειρωνεία του, την υπεροψία του και το σνομπισμό του; Εκτός από αυτή τη φωτογραφία και τη συγκλονιστική αποκάλυψη που άλλαξε εντελώς τη ζωή μου.
Δε μου αρέσει ούτε και επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να κάνει συναισθηματικές αναδρομές στο παρελθόν. Ούτε αυτοκριτική, που είναι για τους ανόητους. Επραξα με σύνεση τα πάντα.
Τώρα όμως, σήμερα δεν μπορώ να το αποφύγω, ίσως γιατί η μέρα είναι ειδική, είναι σκοτεινή, αλλά και τόσο σημαντική. Κι ύστερα αυτές οι φωτογραφίες μου μιλάνε.
Αφήνω τη μνήμη μου ελεύθερη σαν αδέσποτο σκυλί και γυρίζει είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Στέκεται όπου θέλει. Ξαναβλέπει τον εαυτό μου νεαρό, επαρχιώτη, που έρχεται στην Αθήνα να δώσει στη Φαρμακευτική... χωρίς γνωριμίες, χωρίς μέσο, μονάχα με μια συστατική επιστολή από τον θείο Θόδωρο στη νονά του, την αρχόντισσα, τη θεία Μαρία.
Ενα παιδί... Ημουνα ένα παιδί χωρίς οικογένεια...
Να 'μαι που χτυπάω την πόρτα του αρχοντικού δειλά... Οχι, όχι δειλά, αλλά με μια σεμνότητα και ευπρέπεια. Να, και η θεία η Μαρία όμοια με τη Βασίλισσα Σοφία να με δέχεται απλά, εγκάρδια, σα να ήμουνα γιος της. Κι ας με έβλεπε για πρώτη φορά.
Ατέλειωτα βράδια σε κείνη τη βεράντα, που μοσχοβόλαγε γιασεμί και ρόδα, με κείνα τ' ανοιχτόχρωμα ξύλινα έπιπλα και τις περίεργες γαλλικές πολυθρόνες - όπως έμαθα αργότερα.
Εκεί, σ' αυτό τον ιερό για μένα χώρο, ξαπλωμένο σχεδόν, πρωτογνώρισα τον Βασίλη, τον εγγονό της θείας Μαρίας, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και έπινε παγωμένη μπίρα, πράγμα που μου έκανε εντύπωση, γιατί εγώ ποτέ, μα ποτέ δε θα κάπνιζα και δε θα έπινα, μπροστά στο θείο Θόδωρο. Μα εγώ είμαι συνετός...
Αδύνατος, μαυριδερός, είρωνας, μάλλον άσχημος. Και όμως είχε κάτι. Μια ακτινοβολία, μια ανεξήγητη γοητεία, μα προπάντων παρατηρητικότητα. Εκείνο το πρώτο κιόλας βράδυ με κατέταξε... Με κοιτούσε ώρα σιωπηλά και έτσι απλά και ήρεμα, αλλά αναπάντεχα, μου είπε ξαφνικά:
«Δεν μπορεί να 'σαι Ελληνας Γρηγόρη. Από αλλού κρατάει η σκούφια σου. Θα έλεγα πως βόρειο αίμα τρέχει στις φλέβες σου».
«Αχ, να 'ξερες πόσο θα ήθελα να ήμουνα Αγγλος... Αλλά αλίμονο είμαι απλώς ένας Ελληνας επαρχιώτης».
«Αυτό δεν το ξέρεις. Θα σου δώσω μια συμβουλή κι ας είμαι μικρότερος, μην είσαι σίγουρος για τίποτα. Η ζωή σού επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις» είπε, ενώ το βλέμμα του βυθίστηκε στα αμέτρητα αστράκια και έγινε ένα με το Σύμπαν!
Η θεία Μαρία φρόντισε και μου βρήκε δωμάτιο για φοιτητές. Μια συμπαθητική κάμαρα, ένας μικρός χώρος λίγων τετραγωνικών μέτρων, που αργότερα θα στέγαζε πολλά ευγενικά όνειρα. Τι εποχή!
Οργάνωσα τη ζωή μου σωστά. Μια φορά την εβδομάδα έγραφα στο θείο Θόδωρο, το πρωί διάβαζα, το μεσημέρι ξεκουραζόμουνα και το βραδάκι περνούσα από τον Βασίλη. Τι υπέροχες βραδιές! Κάθε φορά που έκανα να φύγω νωρίς για να μη γίνομαι βάρος, η προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Στο... κενό. Τι όμορφη έκφραση. Επρεπε να γίνω λογοτέχνης, να γράφω ποιήματα σαν το Λόρδο Βύρωνα...
Μπορεί τώρα που θα έχω καιρό στη διάθεσή μου να ασχοληθώ με την ποίηση. Μα τότε ήμουνα ένα άπειρο παλικάρι. Τότε... Οταν μου έγινε η τρομερή αποκάλυψη. Εκείνο το βράδυ που είδαμε ένα εγγλέζικο φιλμ τον «Παίχτη» ενός μεγάλου Αγγλου συγγραφέα στάθηκε η αφετηρία μιας καινούριας ζωής. Της ζωής μου.
«Με εντυπωσίασε πολύ», είπα στο φίλο μου, ενώ εκείνος με κοίταζε περίεργα και με ένα μυστηριώδες ύφος είπε:
«Θα σε εντυπωσιάσει περισσότερο η ζωή. Πάμε, έχω να σου μιλήσω σοβαρά».
Καθίσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και παραγγείλαμε δύο μπίρες.
Δεν είχα προλάβει να αγγίξω το ποτήρι μου, όταν έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου του το πρόγραμμα.
«Δες», έκανε προστακτικά. «Να, βρε, εδώ, τον πρωταγωνιστή. Πώς το λένε Γκρέγκορυ Πεκ. Βλέπεις;».
«Ε, και λοιπόν;» ρώτησα ανήσυχα, χωρίς να ξέρω γιατί.
«Ε, να, λοιπόν, ήρθε η στιγμή να μάθεις την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πως το πραγματικό σου όνομα είναι Γκρέγκορυ Πεκ».
Αδειασα μηχανικά την μπίρα μου, προσπαθώντας να συνέλθω.
«Πώς το ξέρει;».
«Πάντα το ήξερα από διηγήσεις. Η γιαγιά μου μου έδειξε τα χαρτιά του προ-προπάππου σου. Ο πρόγονός σου είχε έρθει με τον Λόρδο Βύρωνα ή αργότερα με τον Οθωνα, δεν είμαι σίγουρος. Του άρεσε η Ελλάδα και έμεινε. Σιγά - σιγά το όνομα εξελληνίστηκε και προστέθηκε ένα - "ΟΥΛΑΣ". Ετσι έγινε Πέκουλας. Ελεγα κι εγώ, δεν είναι δυνατόν να είσαι ελληνικής καταγωγής... Από την πρώτη στιγμή...».
Ταράχτηκα. Το μυαλό μου θόλωσε. Μια παιδική ανάμνηση πέρασε από τα μάτια μου.
«Αγγέλα μου, τι κούκλος είναι ο μικρός. Σκέτο Εγγλεζάκι...».
Η φωνή του Βασίλη με γύρισε στο σήμερα.
«Είσαι από μεγάλη οικογένεια Γρηγόρη. Κατάγεσαι από Λόρδους. Αν καταφέρω και πάρω τους τίτλους σου από τη γιαγιά μου θα σου τους δώσω».
«Να τους ζητήσω εγώ», έκανα τρέμοντας ολόκληρος.
«Ούτε και να το σκέπτεσαι. Θα μας βγάλει τρελούς».
«Γιατί;».
«Γιατί... Γιατί άντε να βρεις το γιατί και το διότι με τους ηλικιωμένους. Ισως όμως και να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, δεν έχω ιδέα».
«Βασίλη, είσαι σίγουρος;».
«Μα τώρα παίζουμε; Για ποιο λόγο θα έλεγα ψέματα; Αλλά έλα και συ και πες μου; Νιώθεις Ελληνας; Εχεις δει κι άλλους Ελληνες με πυρρόξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα; Εχεις δει κι άλλους να διαθέτουν τέτοιο αγγλοσαξονικό φλέγμα; Πες την αλήθεια έχουν οι υποανάπτυκτοι Ελληνες φλέγμα;».
Τι να ήταν το φλέγμα ιδέα δεν είχα, αλλά συμφώνησα για να μη δείξω την άγνοιά μου. Το βράδυ έπεσα ψόφιος στο κρεβάτι, αλλά δε μου κολλούσε ύπνος. Τα ξημερώματα δεν άντεξα και σηκώθηκα. Αναψα φως και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Περιεργάστηκα τον «Ξένο». Τον Ευγενή Γκρέγκορυ Πεκ με όλο του το φλέγμα. Τι ευτυχία.
Παρά λίγες μονάδες δεν μπήκα στο Πανεπιστήμιο.
Απογοητεύτηκα, πικράθηκα, πληγώθηκα, ακόμα έκλαψα με απελπισία. Την επομένη κιόλας κατέφθασε ο θείος Θόδωρος.
«Με τη στενοχώρια δε βγαίνει τίποτε παιδί μου. Ισως και να είναι για το καλό σου. Γιατί δε γράφεσαι σε μια σχολή λογιστών;».
«Γιατί θέλω να γίνω επιστήμονας. Γιατί πρέπει να σας βγάλω ασπροπρόσωπους...».
«Μπράβο, Γρηγόρη, μα δε θέλω να θυσιαστείς. Στο κάτω - κάτω μπορείς να παρακολουθείς τη σχολή λογιστών και να προετοιμάζεσαι για του χρόνου... Εγώ είμαι εδώ... Ο,τι θέλεις, ό,τι χρειαστείς. Φροντιστήριο και όλα τα σχετικά».
«Ευχαριστώ, θείε μου. Σ' ευχαριστώ πολύ. Αλλά θα δεις, η οικογένειά μας θα θριαμβεύσει. Οι Πεκ!».
«Ποιοι(!) είναι αυτοί;».
«Εμείς. Εσύ, ο πατέρας μου, εγώ. Τα έμαθα όλα. Βέβαια, θα προτιμούσα να μου τα είχες πει εσύ ο ίδιος... Αλλά όπως και να 'χει...».
«Τι τσαμπουνάς, βρε Γρηγόρη; Τι Πεκ και Μεκ; Μήπως σε πείραξε τόσο η αποτυχία; Αχ, παιδάκι μου...».
«Θείε - είπα - δε με πείραξε τόσο πολύ η αποτυχία, αλλά η πλάνη...».
«Ποια πλάνη;».
«Αυτή που με άφησες τόσα χρόνια. Η άγνοια... Γιατί δε μου είπες ότι είμαστε Εγγλέζοι; Πες μου, γιατί;».
Τον κοίταζα κατάματα. Στην αρχή έμεινε βουβός. Επειτα οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν. Εφερε το χέρι του πάνω από το κούτελό του.
«Πονάω Γρηγόρη. Πονάει το κεφάλι μου».
Υπεκφυγή, σκέφτηκα και συνέχισα αυστηρά.
«Περιμένω την απάντησή σου. Τώρα».
«Ε, τότε αφού το θέτεις έτσι το ζήτημα. Η απάντησή μου είναι αυτή: Είσαι παλαβός. Και δε φταις εσύ γι' αυτό, αλλά η κληρονομικότητα. Από τον πατέρα σου την πήρες την τρέλα. Θεέ μου, γιατί με τιμωράς, αρκετά δεν τράβηξα; Πονάω».
Αναψα από το καλό μου.
«Ωστε βρίζεις τον πεθαμένο σου αδελφό; Τον γιατρό Πεκ;».
«Αν κρεμούσαν τους γιατρούς, αυτός θα πήγαινε άδικα. Στερήθηκα τα πάντα για να τον σπουδάσω. Τον έστειλα και στο εξωτερικό για ειδικότητα. Και πήρε του νεκροθάφτη...».
Τινάχτηκα όρθιος. Και οργισμένος είπα:
«Κουβέντα δε σου επιτρέπω για τον πατέρα μου, τ' ακούς. Τον ζήλευες, είναι απλό...».
«Τι να ζηλέψω μωρέ από δαύτον; Μέθυσος ήταν, αχάριστος ήταν και παλαβός. Σχιζοφρενής. Να ήξερες, παιδάκι μου, τι τράβηξε η φουκαριάρα η μάνα σου. Αχ καημένη Αγγέλα, σ' έστειλε στα θυμαράκια και ησύχασες. Πήγε η γυναίκα σαν το σκυλί στο αμπέλι... Μετά η γυναίκα μου, η θεία σου η Φανή, έπαθε περιτονίτιδα και κείνος διέταξε θερμοφόρες... Μας ξεκλήρισε...».
«Σταμάτα τις κακοήθειες. Εκείνος βλέπεις θα έπαιρνε τους τίτλους θα γινόταν λόρδος σαν πρωτότοκος. Ο Σερ Τζον!!».
«Ο, ποιος; Πονάω, πονάω. Πεθαίνω».
Δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Σε λίγο τον συνόδευα στον «Ευαγγελισμό» με το ασθενοφόρο. Ετσι από ανθρωπισμό του συμπαραστάθηκα και όχι από αγάπη. Μου είχε βρίσει, ό,τι είχα ιερό και όσιο. Τον πατέρα μου. Μου είχε αμφισβητήσει με γεροντικό πείσμα ό,τι με έκανε περήφανο. Την Εθνικότητά μου. Είτε το ήθελε είτε όχι, εγώ ήμουνα και θα παρέμενα αγγλικής καταγωγής.
«Εγκεφαλικό επεισόδιο», διέγνωσε ο γιατρός και συνέχισε.
«Εχει γερή κράση και θα το ξεπεράσει. Μόνο που πρέπει να ακούει μόνον ευχάριστα πράγματα».
Ετσι γράφτηκα στη Σχολή Λογιστών. Με τη μελέτη οι μήνες πέρασαν γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω. Λογιστικά, αγγλικά, το κεφάλι μου είχε παραγεμίσει. Εγκατέλειψα την ιδέα του Πανεπιστημίου. Μόλις πήρα το χαρτί μου με «Καλώς» το κορνιζάρισα και έφυγα για την επαρχία.
Ο θείος μου με υποδέχτηκε με συγκίνηση και θέρμη.
«Μπράβο, Γρηγόρη μου. Μπράβο. Να 'ξερες και καμιά ξένη γλώσσα...».
«Μαθαίνω, θείε, μαθαίνω αγγλικά».
Το γέρικο πρόσωπό του συννέφιασε. Μου έριξε ένα ύποπτο βλέμμα.
«Και τα παίρνεις εύκολα;».
«Αρκετά» περιορίστηκα να πω.
Εμεινε λίγο σιωπηλός σαν κάτι να τον βασάνιζε και έπειτα - το τραύλισμα του είχε μείνει, ειδικά όταν βρισκόταν σε αμηχανία - με ρώτησε τι σκόπευα να κάνω.
Δεν απάντησα αμέσως. Ισως γιατί δεν ήξερα τι προοπτικές είχε στην πρωτεύουσα ένας λογιστής.
«Θέλεις να εργαστείς στου Γιαννόπουλου;».
Ολα τα περίμενα, αλλά αυτό ποτέ. Εγώ, ο Γρηγόρης Πέκουλας να κάνω τον λογιστάκο στο εμπορικό της επαρχίας. Δηλαδή ο θείος ή με μισούσε ή με είχε ανίκανο.
«Προτιμώ να μείνω στην Αθήνα», είπα αποφασιστικά.
«Καλά λοιπόν, όπως εσύ θες, θα γράψω στη νονά μου να σου βρει μια αξιοπρεπή θέση. Τι άγια γυναίκα. Την άλλη φορά με την αρρώστια μου δεν κατόρθωσα να την επισκεφτώ. Τον Βασίλη έχω χρόνια να δω. Πώς είναι;».
«Εξυπνος. Ναι, έξυπνος, αλλά πολύ μελαχρινός».
«Ε και λοιπόν;».
«Ε, θείε, το χρώμα δείχνει την καταγωγή. Δε λέω άρχοντας είναι, αλλά Ελληνας άρχοντας».
«Ε, και τι θες να είναι, μανδαρίνος;».
Τόση ώρα είχα συγκρατηθεί. Μου ξέφυγε.
«Αλλο Ελληνας και άλλο Βρετανός».
Απόμεινε εκεί να με κοιτάζει σα χαζός. Επειτα γούρλωσε τα μάτια του και ξανάπιασε το κούτελό του.
Δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά ευτυχώς ελαφρότερο.
Εμεινα ένα μήνα κοντά του. Ο γιατρός, παλιός συμμαθητής του και αχώριστος φίλος του κλεινόταν στο δωμάτιό του ώρες ατέλειωτες. Τι κουβέντιαζαν δεν είχα ιδέα, αλλά ούτε και με ενδιέφερε. Οταν είχε πια αναρρώσει και αποφάσισα να φύγω, ο γιατρός με κάλεσε στο σπίτι του. Καθίσαμε στο μπαλκόνι. Ενα συμπαθητικό επαρχιώτικο μπαλκόνι. Ξαφνικά με έπιασε νοσταλγία. Είχα επιθυμήσει τη βεράντα του Βασίλη, την Αθήνα, την ανεξαρτησία μου. Προτιμούσα το μικρό σκοτεινό μου δωμάτιο. Ω, ναι, το προτιμούσα χίλιες φορές. Με κέρασε γλυκό του κουταλιού και παγωμένη βυσσινάδα. Πέθανα για ένα ποτήρι μπίρα, αλλά δε ζήτησα. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για τον καιρό, για το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και για τα προβλήματα της πόλης. Λες και μένα με ενδιέφεραν όλα αυτά. Μα ξαφνικά το γύρισε απότομα.
«Γρηγόρη, αν θες να ζήσει ο μπάρμπας σου, που είναι και ο τελευταίος συγγενής σου, ο μοναδικός, μην του ξανακάνεις κουβέντα για Αγγλία».
«Ωστε και σεις το ξέρετε; είπα λυπημένα. Μα γιατί δεν το παραδέχεται, κακό είναι; Ωραία, μεταναστεύσαμε, είμαστε σχεδόν Ελληνες. Σχεδόν... Τιμούμε τη χώρα που μας φιλοξένησε, αλλά είναι ντροπή να απαρνηθούμε την καταγωγή μας. Τις ρίζες μας».
Ο γιατρός μου έριξε μια απελπισμένη ματιά. Εμοιαζε τόσο γέρος σα να έφτανε τα τελευταία του. Αναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε δύο ρουφηξιές και με φωνή συρτή, είπε:
«Στην ηλικία του Θόδωρου δεν παίζει ρόλο η καταγωγή. Παίζει ρόλο πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού έθαψε τη γυναίκα του, πού θα τελειώσει ο ίδιος. Και ακόμα πού θα σταδιοδρομήσει ο μοναδικός του διάδοχος, δηλαδή εσύ. Φοβάται μη φύγεις για το εξωτερικό και σε χάσει, γι' αυτό και αρρωσταίνει κάθε φορά που του κάνεις νύξεις για Αγγλία. Εγώ το ξέρω πως είσαι Ελληνοβρετανός, εσύ το ξέρεις, στην Αθήνα ας το μάθουν, αλλά όχι εδώ. Εδώ είναι επαρχία. Αλλο που δε θέλουν να αρχίσουν τα κουτσομπολιά. Ασε που υπάρχει και ο κίνδυνος να μην ξαναψωνίσει κανείς από το φαρμακείο σας. Ποτέ δεν αγάπησαν τον Οθωνα. Ποτέ. Είμαστε περίεργοι άνθρωποι, δημοκρατικοί και αντιβασιλικοί μέχρι το κόκαλο».
«Γιατί;», τόλμησα να ρωτήσω.
«Αχ μωρέ χριστιανέ μου, εσύ σκας γάιδαρο. Γιατί ο Φίλιππος της Ελλάδας έγινε βασιλικός σύζυγος της Αγγλίας. Σε ικετεύω, άντε φύγε, πήγαινε με το καλό στην Αθήνα, πιάσε δουλιά και κάνε μου το χατίρι: μπροστά στον μπάρμπα σου κουβέντα. Να, πάρε κι αυτό το χαρτί, είναι η διεύθυνση ενός φίλου γιατρού, πέρνα να τον δεις, ίσως σου φανεί χρήσιμος. Πες του και το πρόβλημα σου, αυτός θα σε καταλάβει...».
Ο καιρός είναι βρετανικός, βαρύς, σοβαρός, γκρίζος. Ισως και να ρίξει ψιλή βροχή. Ισως. Τελειώνω αργά το πρόγευμά μου. Δε βιάζομαι. Κανείς δε με περιμένει. Κανείς. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα που είμαι συνταξιούχος. Προτίμησα να την πάρω μειωμένη, για να μπορέσω να χαρώ λιγάκι. Αρκετά πρόσφερα. Αρκετά. Και η ζωή είναι τόσο μικρή. Είναι μικρή, αλλά μου ανήκει. Είμαι ακόμα τόσο νέος... Τώρα μπορώ να διαθέσω τον εαυτό μου όπως εγώ νομίζω. Να πάω ταξίδια, να κάνω διακοπές. Να διασκεδάσω... Πάω να ντυθώ. Χωρίς να το θέλω, το βλέμμα μου ακουμπά πάνω στις φωτογραφίες και αναγκάζει τη μνήμη μου να γυρίσει στα παλιά. Τις κοιτάζω μία, μία. Οι γονείς μου. Ο θείος Θόδωρος και ο προ-προπάππος μου ο Sir Gregory, αυτήν την τελευταία μου την προμήθευσε ο Βασίλης... Ο Βασίλης! Τι να 'χει απογίνει άραγε; Και μένα τι με νοιάζει; Δε με ενδιαφέρει. Ναι, και βέβαια δε με ενδιαφέρει να έχει πεθάνει, ένα τέτοιο υποκείμενο. Εκτός από αυτή τη φωτογραφία του προγόνου μου, τι άλλο μου είχε προσφέρει; Εκτός φυσικά από το φαρμάκι του, την ειρωνεία του, την υπεροψία του και το σνομπισμό του; Εκτός από αυτή τη φωτογραφία και τη συγκλονιστική αποκάλυψη που άλλαξε εντελώς τη ζωή μου.
Δε μου αρέσει ούτε και επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να κάνει συναισθηματικές αναδρομές στο παρελθόν. Ούτε αυτοκριτική, που είναι για τους ανόητους. Επραξα με σύνεση τα πάντα.
Τώρα όμως, σήμερα δεν μπορώ να το αποφύγω, ίσως γιατί η μέρα είναι ειδική, είναι σκοτεινή, αλλά και τόσο σημαντική. Κι ύστερα αυτές οι φωτογραφίες μου μιλάνε.
Αφήνω τη μνήμη μου ελεύθερη σαν αδέσποτο σκυλί και γυρίζει είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Στέκεται όπου θέλει. Ξαναβλέπει τον εαυτό μου νεαρό, επαρχιώτη, που έρχεται στην Αθήνα να δώσει στη Φαρμακευτική... χωρίς γνωριμίες, χωρίς μέσο, μονάχα με μια συστατική επιστολή από τον θείο Θόδωρο στη νονά του, την αρχόντισσα, τη θεία Μαρία.
Ενα παιδί... Ημουνα ένα παιδί χωρίς οικογένεια...
Να 'μαι που χτυπάω την πόρτα του αρχοντικού δειλά... Οχι, όχι δειλά, αλλά με μια σεμνότητα και ευπρέπεια. Να, και η θεία η Μαρία όμοια με τη Βασίλισσα Σοφία να με δέχεται απλά, εγκάρδια, σα να ήμουνα γιος της. Κι ας με έβλεπε για πρώτη φορά.
Ατέλειωτα βράδια σε κείνη τη βεράντα, που μοσχοβόλαγε γιασεμί και ρόδα, με κείνα τ' ανοιχτόχρωμα ξύλινα έπιπλα και τις περίεργες γαλλικές πολυθρόνες - όπως έμαθα αργότερα.
Εκεί, σ' αυτό τον ιερό για μένα χώρο, ξαπλωμένο σχεδόν, πρωτογνώρισα τον Βασίλη, τον εγγονό της θείας Μαρίας, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και έπινε παγωμένη μπίρα, πράγμα που μου έκανε εντύπωση, γιατί εγώ ποτέ, μα ποτέ δε θα κάπνιζα και δε θα έπινα, μπροστά στο θείο Θόδωρο. Μα εγώ είμαι συνετός...
Αδύνατος, μαυριδερός, είρωνας, μάλλον άσχημος. Και όμως είχε κάτι. Μια ακτινοβολία, μια ανεξήγητη γοητεία, μα προπάντων παρατηρητικότητα. Εκείνο το πρώτο κιόλας βράδυ με κατέταξε... Με κοιτούσε ώρα σιωπηλά και έτσι απλά και ήρεμα, αλλά αναπάντεχα, μου είπε ξαφνικά:
«Δεν μπορεί να 'σαι Ελληνας Γρηγόρη. Από αλλού κρατάει η σκούφια σου. Θα έλεγα πως βόρειο αίμα τρέχει στις φλέβες σου».
«Αχ, να 'ξερες πόσο θα ήθελα να ήμουνα Αγγλος... Αλλά αλίμονο είμαι απλώς ένας Ελληνας επαρχιώτης».
«Αυτό δεν το ξέρεις. Θα σου δώσω μια συμβουλή κι ας είμαι μικρότερος, μην είσαι σίγουρος για τίποτα. Η ζωή σού επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις» είπε, ενώ το βλέμμα του βυθίστηκε στα αμέτρητα αστράκια και έγινε ένα με το Σύμπαν!
Η θεία Μαρία φρόντισε και μου βρήκε δωμάτιο για φοιτητές. Μια συμπαθητική κάμαρα, ένας μικρός χώρος λίγων τετραγωνικών μέτρων, που αργότερα θα στέγαζε πολλά ευγενικά όνειρα. Τι εποχή!
Οργάνωσα τη ζωή μου σωστά. Μια φορά την εβδομάδα έγραφα στο θείο Θόδωρο, το πρωί διάβαζα, το μεσημέρι ξεκουραζόμουνα και το βραδάκι περνούσα από τον Βασίλη. Τι υπέροχες βραδιές! Κάθε φορά που έκανα να φύγω νωρίς για να μη γίνομαι βάρος, η προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Στο... κενό. Τι όμορφη έκφραση. Επρεπε να γίνω λογοτέχνης, να γράφω ποιήματα σαν το Λόρδο Βύρωνα...
Μπορεί τώρα που θα έχω καιρό στη διάθεσή μου να ασχοληθώ με την ποίηση. Μα τότε ήμουνα ένα άπειρο παλικάρι. Τότε... Οταν μου έγινε η τρομερή αποκάλυψη. Εκείνο το βράδυ που είδαμε ένα εγγλέζικο φιλμ τον «Παίχτη» ενός μεγάλου Αγγλου συγγραφέα στάθηκε η αφετηρία μιας καινούριας ζωής. Της ζωής μου.
«Με εντυπωσίασε πολύ», είπα στο φίλο μου, ενώ εκείνος με κοίταζε περίεργα και με ένα μυστηριώδες ύφος είπε:
«Θα σε εντυπωσιάσει περισσότερο η ζωή. Πάμε, έχω να σου μιλήσω σοβαρά».
Καθίσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και παραγγείλαμε δύο μπίρες.
Δεν είχα προλάβει να αγγίξω το ποτήρι μου, όταν έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου του το πρόγραμμα.
«Δες», έκανε προστακτικά. «Να, βρε, εδώ, τον πρωταγωνιστή. Πώς το λένε Γκρέγκορυ Πεκ. Βλέπεις;».
«Ε, και λοιπόν;» ρώτησα ανήσυχα, χωρίς να ξέρω γιατί.
«Ε, να, λοιπόν, ήρθε η στιγμή να μάθεις την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πως το πραγματικό σου όνομα είναι Γκρέγκορυ Πεκ».
Αδειασα μηχανικά την μπίρα μου, προσπαθώντας να συνέλθω.
«Πώς το ξέρει;».
«Πάντα το ήξερα από διηγήσεις. Η γιαγιά μου μου έδειξε τα χαρτιά του προ-προπάππου σου. Ο πρόγονός σου είχε έρθει με τον Λόρδο Βύρωνα ή αργότερα με τον Οθωνα, δεν είμαι σίγουρος. Του άρεσε η Ελλάδα και έμεινε. Σιγά - σιγά το όνομα εξελληνίστηκε και προστέθηκε ένα - "ΟΥΛΑΣ". Ετσι έγινε Πέκουλας. Ελεγα κι εγώ, δεν είναι δυνατόν να είσαι ελληνικής καταγωγής... Από την πρώτη στιγμή...».
Ταράχτηκα. Το μυαλό μου θόλωσε. Μια παιδική ανάμνηση πέρασε από τα μάτια μου.
«Αγγέλα μου, τι κούκλος είναι ο μικρός. Σκέτο Εγγλεζάκι...».
Η φωνή του Βασίλη με γύρισε στο σήμερα.
«Είσαι από μεγάλη οικογένεια Γρηγόρη. Κατάγεσαι από Λόρδους. Αν καταφέρω και πάρω τους τίτλους σου από τη γιαγιά μου θα σου τους δώσω».
«Να τους ζητήσω εγώ», έκανα τρέμοντας ολόκληρος.
«Ούτε και να το σκέπτεσαι. Θα μας βγάλει τρελούς».
«Γιατί;».
«Γιατί... Γιατί άντε να βρεις το γιατί και το διότι με τους ηλικιωμένους. Ισως όμως και να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, δεν έχω ιδέα».
«Βασίλη, είσαι σίγουρος;».
«Μα τώρα παίζουμε; Για ποιο λόγο θα έλεγα ψέματα; Αλλά έλα και συ και πες μου; Νιώθεις Ελληνας; Εχεις δει κι άλλους Ελληνες με πυρρόξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα; Εχεις δει κι άλλους να διαθέτουν τέτοιο αγγλοσαξονικό φλέγμα; Πες την αλήθεια έχουν οι υποανάπτυκτοι Ελληνες φλέγμα;».
Τι να ήταν το φλέγμα ιδέα δεν είχα, αλλά συμφώνησα για να μη δείξω την άγνοιά μου. Το βράδυ έπεσα ψόφιος στο κρεβάτι, αλλά δε μου κολλούσε ύπνος. Τα ξημερώματα δεν άντεξα και σηκώθηκα. Αναψα φως και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Περιεργάστηκα τον «Ξένο». Τον Ευγενή Γκρέγκορυ Πεκ με όλο του το φλέγμα. Τι ευτυχία.
Παρά λίγες μονάδες δεν μπήκα στο Πανεπιστήμιο.
Απογοητεύτηκα, πικράθηκα, πληγώθηκα, ακόμα έκλαψα με απελπισία. Την επομένη κιόλας κατέφθασε ο θείος Θόδωρος.
«Με τη στενοχώρια δε βγαίνει τίποτε παιδί μου. Ισως και να είναι για το καλό σου. Γιατί δε γράφεσαι σε μια σχολή λογιστών;».
«Γιατί θέλω να γίνω επιστήμονας. Γιατί πρέπει να σας βγάλω ασπροπρόσωπους...».
«Μπράβο, Γρηγόρη, μα δε θέλω να θυσιαστείς. Στο κάτω - κάτω μπορείς να παρακολουθείς τη σχολή λογιστών και να προετοιμάζεσαι για του χρόνου... Εγώ είμαι εδώ... Ο,τι θέλεις, ό,τι χρειαστείς. Φροντιστήριο και όλα τα σχετικά».
«Ευχαριστώ, θείε μου. Σ' ευχαριστώ πολύ. Αλλά θα δεις, η οικογένειά μας θα θριαμβεύσει. Οι Πεκ!».
«Ποιοι(!) είναι αυτοί;».
«Εμείς. Εσύ, ο πατέρας μου, εγώ. Τα έμαθα όλα. Βέβαια, θα προτιμούσα να μου τα είχες πει εσύ ο ίδιος... Αλλά όπως και να 'χει...».
«Τι τσαμπουνάς, βρε Γρηγόρη; Τι Πεκ και Μεκ; Μήπως σε πείραξε τόσο η αποτυχία; Αχ, παιδάκι μου...».
«Θείε - είπα - δε με πείραξε τόσο πολύ η αποτυχία, αλλά η πλάνη...».
«Ποια πλάνη;».
«Αυτή που με άφησες τόσα χρόνια. Η άγνοια... Γιατί δε μου είπες ότι είμαστε Εγγλέζοι; Πες μου, γιατί;».
Τον κοίταζα κατάματα. Στην αρχή έμεινε βουβός. Επειτα οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν. Εφερε το χέρι του πάνω από το κούτελό του.
«Πονάω Γρηγόρη. Πονάει το κεφάλι μου».
Υπεκφυγή, σκέφτηκα και συνέχισα αυστηρά.
«Περιμένω την απάντησή σου. Τώρα».
«Ε, τότε αφού το θέτεις έτσι το ζήτημα. Η απάντησή μου είναι αυτή: Είσαι παλαβός. Και δε φταις εσύ γι' αυτό, αλλά η κληρονομικότητα. Από τον πατέρα σου την πήρες την τρέλα. Θεέ μου, γιατί με τιμωράς, αρκετά δεν τράβηξα; Πονάω».
Αναψα από το καλό μου.
«Ωστε βρίζεις τον πεθαμένο σου αδελφό; Τον γιατρό Πεκ;».
«Αν κρεμούσαν τους γιατρούς, αυτός θα πήγαινε άδικα. Στερήθηκα τα πάντα για να τον σπουδάσω. Τον έστειλα και στο εξωτερικό για ειδικότητα. Και πήρε του νεκροθάφτη...».
Τινάχτηκα όρθιος. Και οργισμένος είπα:
«Κουβέντα δε σου επιτρέπω για τον πατέρα μου, τ' ακούς. Τον ζήλευες, είναι απλό...».
«Τι να ζηλέψω μωρέ από δαύτον; Μέθυσος ήταν, αχάριστος ήταν και παλαβός. Σχιζοφρενής. Να ήξερες, παιδάκι μου, τι τράβηξε η φουκαριάρα η μάνα σου. Αχ καημένη Αγγέλα, σ' έστειλε στα θυμαράκια και ησύχασες. Πήγε η γυναίκα σαν το σκυλί στο αμπέλι... Μετά η γυναίκα μου, η θεία σου η Φανή, έπαθε περιτονίτιδα και κείνος διέταξε θερμοφόρες... Μας ξεκλήρισε...».
«Σταμάτα τις κακοήθειες. Εκείνος βλέπεις θα έπαιρνε τους τίτλους θα γινόταν λόρδος σαν πρωτότοκος. Ο Σερ Τζον!!».
«Ο, ποιος; Πονάω, πονάω. Πεθαίνω».
Δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Σε λίγο τον συνόδευα στον «Ευαγγελισμό» με το ασθενοφόρο. Ετσι από ανθρωπισμό του συμπαραστάθηκα και όχι από αγάπη. Μου είχε βρίσει, ό,τι είχα ιερό και όσιο. Τον πατέρα μου. Μου είχε αμφισβητήσει με γεροντικό πείσμα ό,τι με έκανε περήφανο. Την Εθνικότητά μου. Είτε το ήθελε είτε όχι, εγώ ήμουνα και θα παρέμενα αγγλικής καταγωγής.
«Εγκεφαλικό επεισόδιο», διέγνωσε ο γιατρός και συνέχισε.
«Εχει γερή κράση και θα το ξεπεράσει. Μόνο που πρέπει να ακούει μόνον ευχάριστα πράγματα».
Ετσι γράφτηκα στη Σχολή Λογιστών. Με τη μελέτη οι μήνες πέρασαν γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω. Λογιστικά, αγγλικά, το κεφάλι μου είχε παραγεμίσει. Εγκατέλειψα την ιδέα του Πανεπιστημίου. Μόλις πήρα το χαρτί μου με «Καλώς» το κορνιζάρισα και έφυγα για την επαρχία.
Ο θείος μου με υποδέχτηκε με συγκίνηση και θέρμη.
«Μπράβο, Γρηγόρη μου. Μπράβο. Να 'ξερες και καμιά ξένη γλώσσα...».
«Μαθαίνω, θείε, μαθαίνω αγγλικά».
Το γέρικο πρόσωπό του συννέφιασε. Μου έριξε ένα ύποπτο βλέμμα.
«Και τα παίρνεις εύκολα;».
«Αρκετά» περιορίστηκα να πω.
Εμεινε λίγο σιωπηλός σαν κάτι να τον βασάνιζε και έπειτα - το τραύλισμα του είχε μείνει, ειδικά όταν βρισκόταν σε αμηχανία - με ρώτησε τι σκόπευα να κάνω.
Δεν απάντησα αμέσως. Ισως γιατί δεν ήξερα τι προοπτικές είχε στην πρωτεύουσα ένας λογιστής.
«Θέλεις να εργαστείς στου Γιαννόπουλου;».
Ολα τα περίμενα, αλλά αυτό ποτέ. Εγώ, ο Γρηγόρης Πέκουλας να κάνω τον λογιστάκο στο εμπορικό της επαρχίας. Δηλαδή ο θείος ή με μισούσε ή με είχε ανίκανο.
«Προτιμώ να μείνω στην Αθήνα», είπα αποφασιστικά.
«Καλά λοιπόν, όπως εσύ θες, θα γράψω στη νονά μου να σου βρει μια αξιοπρεπή θέση. Τι άγια γυναίκα. Την άλλη φορά με την αρρώστια μου δεν κατόρθωσα να την επισκεφτώ. Τον Βασίλη έχω χρόνια να δω. Πώς είναι;».
«Εξυπνος. Ναι, έξυπνος, αλλά πολύ μελαχρινός».
«Ε και λοιπόν;».
«Ε, θείε, το χρώμα δείχνει την καταγωγή. Δε λέω άρχοντας είναι, αλλά Ελληνας άρχοντας».
«Ε, και τι θες να είναι, μανδαρίνος;».
Τόση ώρα είχα συγκρατηθεί. Μου ξέφυγε.
«Αλλο Ελληνας και άλλο Βρετανός».
Απόμεινε εκεί να με κοιτάζει σα χαζός. Επειτα γούρλωσε τα μάτια του και ξανάπιασε το κούτελό του.
Δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά ευτυχώς ελαφρότερο.
Εμεινα ένα μήνα κοντά του. Ο γιατρός, παλιός συμμαθητής του και αχώριστος φίλος του κλεινόταν στο δωμάτιό του ώρες ατέλειωτες. Τι κουβέντιαζαν δεν είχα ιδέα, αλλά ούτε και με ενδιέφερε. Οταν είχε πια αναρρώσει και αποφάσισα να φύγω, ο γιατρός με κάλεσε στο σπίτι του. Καθίσαμε στο μπαλκόνι. Ενα συμπαθητικό επαρχιώτικο μπαλκόνι. Ξαφνικά με έπιασε νοσταλγία. Είχα επιθυμήσει τη βεράντα του Βασίλη, την Αθήνα, την ανεξαρτησία μου. Προτιμούσα το μικρό σκοτεινό μου δωμάτιο. Ω, ναι, το προτιμούσα χίλιες φορές. Με κέρασε γλυκό του κουταλιού και παγωμένη βυσσινάδα. Πέθανα για ένα ποτήρι μπίρα, αλλά δε ζήτησα. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για τον καιρό, για το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και για τα προβλήματα της πόλης. Λες και μένα με ενδιέφεραν όλα αυτά. Μα ξαφνικά το γύρισε απότομα.
«Γρηγόρη, αν θες να ζήσει ο μπάρμπας σου, που είναι και ο τελευταίος συγγενής σου, ο μοναδικός, μην του ξανακάνεις κουβέντα για Αγγλία».
«Ωστε και σεις το ξέρετε; είπα λυπημένα. Μα γιατί δεν το παραδέχεται, κακό είναι; Ωραία, μεταναστεύσαμε, είμαστε σχεδόν Ελληνες. Σχεδόν... Τιμούμε τη χώρα που μας φιλοξένησε, αλλά είναι ντροπή να απαρνηθούμε την καταγωγή μας. Τις ρίζες μας».
Ο γιατρός μου έριξε μια απελπισμένη ματιά. Εμοιαζε τόσο γέρος σα να έφτανε τα τελευταία του. Αναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε δύο ρουφηξιές και με φωνή συρτή, είπε:
«Στην ηλικία του Θόδωρου δεν παίζει ρόλο η καταγωγή. Παίζει ρόλο πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού έθαψε τη γυναίκα του, πού θα τελειώσει ο ίδιος. Και ακόμα πού θα σταδιοδρομήσει ο μοναδικός του διάδοχος, δηλαδή εσύ. Φοβάται μη φύγεις για το εξωτερικό και σε χάσει, γι' αυτό και αρρωσταίνει κάθε φορά που του κάνεις νύξεις για Αγγλία. Εγώ το ξέρω πως είσαι Ελληνοβρετανός, εσύ το ξέρεις, στην Αθήνα ας το μάθουν, αλλά όχι εδώ. Εδώ είναι επαρχία. Αλλο που δε θέλουν να αρχίσουν τα κουτσομπολιά. Ασε που υπάρχει και ο κίνδυνος να μην ξαναψωνίσει κανείς από το φαρμακείο σας. Ποτέ δεν αγάπησαν τον Οθωνα. Ποτέ. Είμαστε περίεργοι άνθρωποι, δημοκρατικοί και αντιβασιλικοί μέχρι το κόκαλο».
«Γιατί;», τόλμησα να ρωτήσω.
«Αχ μωρέ χριστιανέ μου, εσύ σκας γάιδαρο. Γιατί ο Φίλιππος της Ελλάδας έγινε βασιλικός σύζυγος της Αγγλίας. Σε ικετεύω, άντε φύγε, πήγαινε με το καλό στην Αθήνα, πιάσε δουλιά και κάνε μου το χατίρι: μπροστά στον μπάρμπα σου κουβέντα. Να, πάρε κι αυτό το χαρτί, είναι η διεύθυνση ενός φίλου γιατρού, πέρνα να τον δεις, ίσως σου φανεί χρήσιμος. Πες του και το πρόβλημα σου, αυτός θα σε καταλάβει...».
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Εβαλα το χαρτί στην τσέπη, χαιρέτησα τον κύριο Μήτσο και βγήκα σαστισμένος στο δρόμο. Η νύχτα ήταν χλιαρή και η ζέστη δε με άφηνε να σκεφτώ. Μάζεψα όσο μπορούσα το μυαλό και σκέφτηκα.
Πρώτον: Ο Βασίλης είχε απόλυτα δίκιο. Η ομολογία του γιατρού δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολίες.
Δεύτερον: Επρεπε να φύγω το ταχύτερο για την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατόν να συνυπάρχω με κομπλεξικούς επαρχιώτες που δε χώνευαν τους Εγγλέζους και το έφερναν βαρέως το θέμα του βασιλικού συζύγου.
Τρίτον και το σπουδαιότερο. Ο θείος μού το έκρυβε από αγάπη επειδή φοβόταν μη με χάσει.
Είχα φτάσει μπροστά στο σπίτι, όταν είχα καταλήξει σ' αυτά τα συμπεράσματα. Το φαρμακείο είχε κλείσει και στο πάνω πάτωμα ήταν θεοσκότεινα. Ανέβηκα στις μύτες σχεδόν.
«Γρηγόρη, έλα μέσα, δεν κοιμάμαι».
Ετσι όπως τον είδα στο κρεβάτι του έμοιαζε με γερασμένο αγγελούδι. Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο, αλλά ηλικία; Ω, ναι έχουν δικαίωμα να γερνάνε. Ο θείος Θόδωρος ήταν ένας άγγελος. Του έπιασα με τρυφερότητα το χέρι και είπα σχεδόν ψιθυριστά:
«Σ' αγαπάω θείε, πίστεψέ με. Σ' αγαπάω».
«Και γω παιδί μου, και γω. Εχω σπουδαία νέα. Μου τηλεφώνησε η νονά σου. Σε περιμένει μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών».
Μου ήρθε να φωνάξω από τη χαρά μου. Αλλά δεν είχα φωνή. Να δεις πώς το λέγανε αγγλικά... Public Servant... Δηλαδή. Υπηρέτης του Δημοσίου... Publie Sarvant... Sarvant!!
«Θείε μου αγαπημένε, σε ευχαριστώ που θα με κάνεις υπηρέτη».
«Οχι, Γρηγόρη, άλλο υπηρέτης και άλλο δημόσιος υπάλληλος».
«Ετσι λέγεται αγγλικά. Υπηρέτης. Δεν είναι κακό. Υπηρετώ σημαίνει προσφέρω υπηρεσίες. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Οταν θα πάρεις σύνταξη, θα πάμε μαζί στο Λονδίνο... Θείε, γιατί με κοιτάς παράξενα; Γιατί γούρλωσες τα μάτια σου; Μίλα μου».
Ετσι γαλήνια στην αγκαλιά μου τον ανάπαυσε ο θεός, ίσως τη στιγμή που έκανε όνειρα για μένα, για το ταξίδι μας. Ηταν καλός ο μακαρίτης. Πολύ καλός.
Μια βδομάδα μετά το διορισμό μου με επισκέφτηκε ο Βασίλης στο δωμάτιό μου, για πρώτη και τελευταία φορά. Κάθισε στο ντιβάνι μου, δεν είχα άλλη καρέκλα και μου έδωσε τη φωτογραφία, αυτή που έχω τώρα πάνω στο γραφείο μου.
«Ποιοι είναι;» ρώτησα, ενώ μια ανατριχίλα περνούσε όλο μου το σώμα.
«Ο Γκρέγκορι Πεκ με Αντζελα Πεκ. Ο πρόγονός σου...».
Με χέρια που τρέμανε την περιεργάστηκα με δέος. Η ομοιότητα ήταν εκπληκτική. Αν είχα μουστάκια θα ήμουνα φτυστός.
Τη γύρισα πίσω και διάβασα London 12.3.1880 on Holidays.
«Από τότε είχε ανακαλυφτεί η φωτογραφία... Για σκέψου!»
«Και η φωτογραφία είχε ανακαλυφτεί και το χαστούκι. Ορίστε τι μου έκανε η γιαγιά μου, μόλις με είδε να τη βουτάω απ' τα χαρτιά της».
Τέσσερις κατακόκκινες δαχτυλιές, χαλκομανία στο μάγουλό του.
«Γιατί το έκανε;».
«Δεν ξέρω, υποπτεύομαι ότι είναι σοβινίστρια. Εγώ πάντως έκανα το χρέος μου, σε έμαθα από πού κρατάει η σκούφια σου. Την άλλη εβδομάδα πάω φαντάρος. Ισως κάνουμε πολύ καιρό να ιδωθούμε. Αντε, καλή τύχη Γρηγόρη».
Τον έβγαλα μέχρι έξω και για να σταματήσω ένα δάκρυ, έκανα πως τάχα κάτι μου είχε μπει στο μάτι. Δεν έδειξα τη συγκίνησή μου. Ημουνα φλεγματικός, ομολογουμένως.
Στο Υπουργείο οι μέρες, οι βδομάδες, ακόμα και τα χρόνια κύλησαν ήρεμα, σχεδόν ευτυχισμένα. Οι εκάστοτε προϊστάμενοί μου με εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γιατί ήμουνα τυπικός στην ώρα μου και προσεκτικός στη δουλιά μου. Κι άλλωστε πάντα τους... ενημέρωνα για ό,τι συνέβαινε τις ώρες που εκείνοι απουσίαζαν. Πραγματικό φίλο δεν είχα. Οχι πως μερικοί από τους συναδέλφους μου δεν ήταν συμπαθητικοί, αλλά να, δεν είμαι εύκολος. Μονάχα με τον Λάκη έκανα λίγη παρέα. Δύο φορές πήγαμε σε επιθεώρηση, μια φορά στο γήπεδο και μια φορά να χορέψουμε με δυο γνωστές του. Από εκείνη τη βραδιά που πήγαμε στο «Galaxy» του «Χίλτον» συνδέθηκα με τη Μαίρη που ήταν τόσο όμορφη, όσο σχεδόν και η Βουγιουκλάκη. Σε κάποια γιορτή μού είχε χαρίσει ένα κουταβάκι ράτσας, τον Φοξ. Καημένε Φοξ, πιστέ σύντροφέ μου, έπεσες θύμα της ασφάλτου. Τι φριχτό θέαμα για έναν ευαίσθητο άνθρωπο σαν και εμένα. Τώρα που θα βγω έξω, θα είμαι μόνος. Ανάβω την πίπα μου, παίρνω την ομπρέλα μου, βάζω την καμπαρτίνα μου. Κλειδώνω και βρίσκομαι στο δρόμο. Σταματάω στο περίπτερο και αγοράζω το «Φαντασμαγορικό». Προχωρώ. Τα βήματά μου με πηγαίνουν όπου θέλουν. Το μυαλό μου πάλι γυρίζει στο παρελθόν. Μπα σε καλό μου, τι έπαθα; Πάλι θυμάμαι γεγονότα που θέλω να ξεχάσω για πάντα.
Αχ, εκείνη η άνοιξη του '64 με πλήγωσε, Δεκαπέντε Μαρτίου, όχι Δεκαπέντε του Μάρτη, η γλώσσα έχει αλλάξει, τα 'χω διαβάσει στο «Φαντασμαγορικό». «Ειδή» του Μάρτη ήταν, όταν για πρώτη φορά άργησα δέκα ολόκληρα λεπτά και ο φίλος, ο συγγενής και προϊστάμενος μου με περίμενε όρθιος σαν γυμνασιάρχης. Και προπάντων - ιδού το πονηρόν - γιατί προσπάθησε να με εμπλέξει στη συζήτηση; Ηθελε να με εκθέσει, είναι ολοφάνερον. Μόλις μείναμε μόνοι με ρώτησε.
«Εντάξει;».
«Τι θα πει εντάξει, δε σε καταλαβαίνω».
«Μα τι λέγαμε τόση ώρα; Δεν πρέπει να χαθεί ψήφος».
«Δε με αφορά το θέμα».
«Σου είναι αδιάφορο ποιος σε κυβερνάει;».
«Να αποφασίσει ο βασιλιάς», είπα κοφτά.
Ο Βασίλης κοκκίνισε, κιτρίνισε και τελικά άσπρισε.
«Και οι μαύροι ξύπνησαν και εσύ μιλάς για βασιλιά; Πρέπει να ψηφίσουμε ένα κόμμα που θα νοιαστεί το συμφέρον του λαού. Ενα κόμμα που θα νοιαστεί για την παιδεία, για τα γηρατειά, για την περίθαλψη, για τις συντάξεις...».
«Ετσι κι αλλιώς εγώ θα έχω σύνταξη».
«Εσύ θα έχεις και καλή μάλιστα. Οι άλλοι;».
«Σκοτίστηκα για τους άλλους».
«Ντιπ τομαριστής είσαι, μωρέ Γρηγόρη; Μια θεσούλα, μια συνταξούλα και σε αγοράσανε;».
Μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι.
«Κανείς δε με αγόρασε και κανείς δε θα με πουλήσει».
Η απάντηση ήταν όντως πληγωμένη...
«Επιτέλους. Αυτό ήθελα να ακούσω από το στόμα σου. Μα, να υπάρχουν μερικοί που αγοράζουν και χιλιάδες που πουλιούνται. Και αυτό κάποτε πρέπει να σταματήσει».
«Τέλος πάντων, ας υποθέσουμε ότι έβαζα υποψηφιότητα στις εκλογές, παράδειγμα υπ' όψιν. Θα με ψήφιζες;».
«Είναι για κουβέντα;».
«Ναι, αλλά με ποιο κόμμα;».
«Με οποιοδήποτε».
«Γιατί;».
«Γιατί θέλω να πιστεύω πως είσαι φίλος μου και θα με πρόσεχες. Γι' αυτό και μόνο».
Τινάχτηκε σαν να είχε πάθει ηλεκτροπληξία. Εμεινε βουβός για λίγο και μετά τόλμησε να πει:
«Αλίμονο, είσαι αθεράπευτα ηλίθιος, Γρηγόρη. Δεν έχεις σωτηρία. Σου εύχομαι να πάρεις τη συνταξούλα σου, αλλά όχι και να έχεις βασιλιά, γιατί αν έχεις εσύ, δυστυχώς, θα έχω και εγώ. Βλέπεις είμαστε και οι δύο Ελληνες».
Και το φλέγμα ακόμα εξαντλείται. Είπα:
«Ε, όχι και οι δυο.., εσύ έχεις το δικαίωμα να είσαι ό,τι θες και ας με απολύσεις απ' το Υπουργείο... Δε σε φοβάμαι».
«Γιατί να σε απολύσω, μήπως είσαι ο μοναδικός βλάκας εκεί μέσα; ΄Η σου έχει περάσει από το νου πως το υπουργείο είναι τσιφλίκι μου;».
«Τσιφλίκι σου δεν είναι, αλλά εσύ ξέρεις την καταγωγή μου, κύριε Γενικέ! Θα σε παρακαλέσω στο γραφείο να με καλείς μόνο για υπηρεσιακούς λόγους. By the way, αν έχεις την καλοσύνη ταχυδρόμησέ μου τους τίτλους μου, συστημένο...». Περήφανος και με ανασυνταγμένες τις δυνάμεις μου κατευθύνθηκα προς την πόρτα.
«Την ψώνισες μωρέ; Πλάκα σου έκανα. Μικρός ήμουνα, που να το φανταστώ πως θα το έπαιρνες στα σοβαρά; Είχε δίκιο η γιαγιά μου που μου άστραψε το σκαμπίλι, όταν είδε τη φωτογραφία που είχα αγοράσει στο Μοναστηράκι. "Θα τον αποτρελάνεις, παλιόπαιδο" φώναξε. Ε, ρε κοίτα κάτι πράγματα...».
Τι ήθελα και τα θυμόμουν, γιατί να ξύνω πληγές; Και μετά, εκείνη τη Δευτέρα μετά την Εθνοσωτήριο Επανάσταση, πόσο άσχημα ένιωσα όταν μου ζήτησε ο νέος Γενικός - πλάκα τα γαλόνια - να του πω τι γνώριζα για τον προκάτοχό του;
Και γιατί ένιωσα άσχημα; Την αλήθεια είπα κι η αλήθεια πρέπει να λάμπει, πάντα. Κουρασμένος κάθομαι στην πολυθρόνα του ζαχαροπλαστείου. Διψάω.
«Γκαρσόν. Μια μπίρα σε παρακαλώ».
«Να γίνουν δύο».
Γυρίζω και κοιτάζω σαν υπνωτισμένος τον κάτοχο αυτής της φωνής.
«Μικρός που είναι ο κόσμος Γρηγόρη - συνεχίζει η φωνή. Πολύ μικρός και γεμάτος συμπτώσεις. Πώς πάει η δουλιά;».
«Πήρα σύνταξη προ ολίγων ημερών» ακούω τη δικιά μου φωνή να λέει με φυσικό τρόπο. Λες και ήταν φυσικό μετά από τόσα χρόνια να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον Βασίλη και να μιλάμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.
«Τόσο γρήγορα;».
«Αρκετά πρόσφερα. Καιρός είναι να γλεντήσω λιγάκι. Εσύ τι κάνεις; Αδύνατο σε βλέπω...».
Οι μπουκάλες ακουμπάν πάνω στο τραπέζι εχθρικά, η μια απέναντι στην άλλη. Το γκαρσόνι τις ανοίγει και απομακρύνεται.
«Αντε στην υγειά σου» κάνει εύθυμα ο Βασίλης και μου τσουγκρίζει το ποτήρι.
Ολα είναι φυσικά. Αφού όμως είναι όλα φυσικά, γιατί δεν είμαι κι εγώ φυσικός και άνετος; Ιδού η απορία.
«Παντρεύτηκες;».
«Οχι».
«Και εκείνη η μικρή, Μαίρη δεν τη λέγανε, τι απόγινε;», συνεχίζει αδιάκριτα.
«Μαίρη τη λέγανε, αλλά καλύτερα να έλεγε από την αρχή την αλήθεια. Το τεσσάρι ήταν δυομισάρι και τα 100 τ.μ. 55. Προτίμησα να είμαι μόνος και έξυπνος, παρά βλάκας με παρέα...».
«Ακόμα ο ίδιος είσαι. Δεν άλλαξες καθόλου».
«Γιατί να αλλάξω; Μια χαρά είμαι...».
Τώρα ναι, είμαι φυσικός, η κουβέντα στρώνει, ο ήλιος του Δεκέμβρη συνεχίζει να απουσιάζει. Η έκπληξη έχει περάσει, η μπίρα με ηρεμεί και ακούω την ίδια φωνή να μου λέει τα πιο παλαβά πράγματα. Μα τι άλλο να περιμένει κανείς από τον Βασίλη;
«Βλέπεις εκεί ψηλά τον Αγνωστο Στρατιώτη; Αναρωτήθηκες ποτέ αν έχει νιώσει την επιθυμία να σηκωθεί για λίγο από το μνήμα του, να ξεμουδιάσει; Να κατέβει εδώ στο καφενείο, να καθίσει ανάμεσά μας, να πιει μια μπίρα κι ίσως να κάνει καμάκι... Νέος δεν είναι; Γιατί όχι;».
«Πάντως ιδιόρρυθμος, ούτε εσύ άλλαξες».
«Ισως. Τι θα ψηφίσεις την Κυριακή;».
«Δε θα ψηφίσω».
«Εχασες το εκλογικό σου βιβλιάριο;».
«Εχω προγραμματίσει εκδρομή. Αλλωστε, γιατί να ταλαιπωρηθώ, γιατί να χάσω την ώρα μου, αφού τίποτε δε με αντιπροσωπεύει πια;».
«Το Δημοψήφισμα δεν είναι γεύμα αλά καρτ. Είναι νταμπλ ντοτ. Δε ρωτάνε: "Τι θα πάρετε κύριε Πέκουλα;" Σου λένε: "Ψάρι" ή "κρέας". "Διάλεξε"».
«Δεν πεινάω. Αν παρομοιάζεις την πολιτική με το φαγητό, τότε, αγαπητέ, προτιμώ να μείνω νηστικός».
«Θα πεθάνεις από ασιτία... Δεν πεινάς... Κάποτε όμως, αγαπητέ Γρηγόρη, πεινούσες. Πεινούσες τόσο πολύ που με κατέδωσες. Μη με κοιτάς έτσι, είδα, διάβασα την αναφορά σου. Τα ξέρω απέξω. Θέλεις να σου τα πω, για να σου φρεσκάρω τη μνήμη;».
«Οχι, προς Θεού... Σε παρακαλώ».
«Αλλά έτσι για την ιστορία, σου λέω πως τότε ακόμη δεν ήμουνα κομμουνιστής, προοδευτικός μονάχα. Ξέρεις, μικρός ονειρευόμουνα να ζήσω ανάμεσα σε γνωστικούς, για να μπορώ να κάνω τρέλες. Το 'φερε έτσι η ατυχία να ζήσω εφτά χρόνια με τρελούς, με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να συμπεριφέρομαι γνωστικά... Γρηγόρη, αυτό το δημοψήφισμα θα περάσει στην ιστορία σαν ολόκληρο κεφάλαιο. Ενα κεφάλαιο που θα αλλάξει την ίδια την ιστορία. Πρέπει λοιπόν να βοηθήσεις... Ειδικά εσύ...»
«Ειδικά εγώ;».
Κόβει τη φράση για να ανάψει τσιγάρο. Αποτελειώνει αργά την μπίρα του. Καίγομαι να μάθω, αλλά συνεχίζω να παριστάνω τον αδιάφορο.
«Γιατί εσύ δεν είσαι όποιος και όποιος, εσύ είσαι ο τρισέγγονος του καπετάν Γρηγόρη του Πέκουλα, που 'φαγε χίλιους οχτρούς το '21. Ασε, ξέχνα τον Γκρέγκορι Πεκ και τις τρίχες κατσαρές.
Ζήλευα ρε παιδάκι μου, ανθρώπινη η ζήλια, ζήλευα την ηρωική σου καταγωγή και σε αποπροσανατόλισα. Εφταιξα, συγχώρα όμως, όπως σε συγχώρεσα και εγώ... Χάρη στον καπετάν Γρηγόρη λευτερώθηκε ο Μοριάς, βοήθα και συ να λευτερωθούμε από το καρκίνωμα της Βασιλείας. Πού ήταν οι πρόγονοι αυτού του κυρίου "Κωνσταντίνου της Ελλάδος", όπως αυτοαποκαλείται, όταν ο δικός σου προπάππους ξεψυχούσε σφαγμένος από το βάρβαρο εχθρικό χέρι; Είμαι σίγουρος πως θα ψηφίσεις σαν γνήσιος απόγονος των θρυλικών Πεκουλαίων και το απόγευμα της Κυριακής θα 'ρθεις σπίτι ν' ακούσουμε τ' αποτελέσματα. Και να γιορτάσουμε. Φυσικά, σου έχω την έκπληξη. Να στην πω: Θα σου παραδώσω την πραγματική φωτογραφία του καπετάν Γρηγόρη, το πολεμικό του ημερολόγιο, τη χατζάρα και το καριοφίλι του. Αντε, λοιπόν, γεια χαρά. Και σε περιμένω».
Αφήνει ένα χαρτονόμισμα πάνω στο δίσκο και φεύγει. Τον βλέπω να περπατά με τους ώμους σκυφτούς και να χάνεται στη Φιλελλήνων. Νιώθω χαμένος. Να λέει την αλήθεια; Στυλώνω τα μάτια μου στον Αγνωστο Στρατιώτη σαν να περιμένω να μου δώσει το μήνυμα. Το παίρνω. Ναι, δεν είμαι οποιοσδήποτε, ποτέ μου δεν πίστεψα πως είμαι. Αυτός, ο μαρμάρινος νέος λέγεται και Γρηγόρης. Απότομα η Αγγλία ξεμακραίνει, ξεμακραίνει ώσπου η εικόνα της σβήνει. Η περηφάνια μου τραντάζει όλη μου την ύπαρξη. Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να φωνάξω, να το διαλαλήσω, να το ακούσει όλος ο κόσμος, ακόμα και το γκαρσόνι κι η ηλικιωμένη κυρία που κάθεται απέναντι πως δεν είμαι ο Sir Gregory, αλλά ο καπετάν Γρηγόρης.
Και φωνάζω: «Είμαι ο Πέκουλας ο ξακουστός. Κάτω ο Βασιλιάς».
Βιογραφικό Τιτίνας Δανέλλη
Η Τιτίνα (Μαρία - Χριστίνα) Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στη Νάπολη και στη Ρώμη της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη Σχολή Διερμηνέων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά («ΕΝΑ» και «ΚΑΙ», επί εποχής Π. Μπακογιάννη), αλλά και σε απογευματινές εφημερίδες στο ελεύθερο και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες. Από το 1985 εργάζεται αποκλειστικά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Εργα της ίδιας: «Ο Επιτυχημένος» μυθιστόρημα, «Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα, «Αίθουσα Αναμονής» νουβέλα, «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» νουβέλα, «Ενα κι ένα κάνουν όσο θες» αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, «Ερως διατηρητέος έως...» θεατρικό έργο, «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός» το αστυνομικό μυθιστόρημα «Το παιχνίδι του Δικαστή».
Εργα της ίδιας: «Ο Επιτυχημένος» μυθιστόρημα, «Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα, «Αίθουσα Αναμονής» νουβέλα, «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» νουβέλα, «Ενα κι ένα κάνουν όσο θες» αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, «Ερως διατηρητέος έως...» θεατρικό έργο, «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός» το αστυνομικό μυθιστόρημα «Το παιχνίδι του Δικαστή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου