30/6/09

ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑ.

Η ΣΑΡΑΝΤΑΙΝΑ...
Αυτό είναι το Νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της Οξυάς στην Βαλκανική και αποτελεί και το Νοτιότερο Βιότοπο για την Καφέ Αρκούδα στην Ευρώπη. Στα παρθένα δάση της βρίσκουν καταφύγιο λύκοι και ζαρκάδια. Στις ορθοπλαγιές της φωλιάζουν αετοί, πέρδικες και όρνια. Και αντί να προστατευθεί από την Επίσημη Πολιτεία και να κυρηχθεί ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ, οι μπουλντόζες της ΤΕRΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ετοιμάζονται να την καταστρέψουν παντελώς. Ένα από τα μεγαλύτερα Αιολικά Πάρκα της Χώρας θα εγκατασταθεί σε λίγους μήνες στις κορυφές της.
Και επειδή, σε αντίθεση με την συνηθισμένη Πολιτική Πραχτική που θέλει κάποιον Μεγαλόσχημο να εγκαινιάζει κάθε Μεγάλο Έργο που γίνεται στο Τόπο μας, φοβούμαστε πως στην περίπτωση της Σαράνταινας κανείς από τους Πολιτικούς μας δεν θα παραστεί για να τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο, εμείς παίρνουμε την Πρωτοβουλία να καταγράψουμε τα Ονόματα τους, ώστε να μείνουν στην Ιστορία:
Πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής.
Υπουργός κ. Γιώργος Σουφλιάς.
Νομάρχης Ευρυτανίας κ. Κώστας Κοντογεώργος.
Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας κ. Θύμιος Σώκος.
Νομάρχης Φθιώτιδος κ. Αθανάσιος Χειμάρρας.
Βουλευτής Ευρυτανίας κ. Καρανίκας Ηλίας.
Βουλευτές Φθιώτιδας:
κ.κ. Αντωνίου Αντωνία.
Γιαννόπουλος Αθανάσιος.
Καλλιώρας Ηλίας.
Σταϊκούρας Χρήστος.
Σταυρογιάννης Νικόλαος.
Βουλευτές Αιτωλοακαρνανίας:
κ.κ. Γιαννακά Σοφία.
Λιβανός Σπήλιος.
Μωραΐτης Θάνος.
Μωραΐτης Νικόλαος.
Μαγγίνας Βασίλειος.
Μακρυπίδης Ανδρέας.
Σαλμάς Μάριος.
Σταμάτης Δημήτριος.
Τοπικοί Δημοτικοί Άρχοντες:
Δήμος Δομνίστας κ. Σταμάτης Γιάννης.
Δήμος Καρπενησίου κ. Καραμπάς Βασίλης.
Δήμος Σπερχειάδας κ. Νίκος Τζιβελέκας.
Δήμος Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού κ. Αντωνόπουλος Νικόλαος.
Κοινότητα Τυμφρηστού κ. Μηλιωρίτσας Νικόλαος.
Δήμος Αποδοτίας κ. Σούζας Βασίλης.
Δήμος Πλατάνου κ. Ανδρέας Δρόσος.

Ευηνόλιμνη.


Θέα από την Αράχωβα...

27/6/09

Θωμάς Γκαντάρας.


Ο Θωμάς Γκαντάρας επικαλούμενος και "Μαύρος Λήσταρχος", καταγόταν από την Άκρη Ελασσόνος, βγήκε στο κλαρί τον Ιούλιο του 1918, με συντροφο του τον Γεώργιο Βελώνη. έχοντας λιποτακτήσει απʼ τον στρατό, και με σκοπό να σκοτώσει έναν τσιφλικά που είχε βιάσει τη σύζυγό του.
Λίγο αργότερα οι Γκαντάρας και Βελώνης πιάστηκαν και στις 21 Ιουλιου 1919 το στρατοδικείο της Λάρισας τους επέβαλε ποινή κάθειρξης 14 ετών.
Στις 21 Νοεμβρίου 1921 ο Θωμάς Γκαντάρας δραπέτευσε από τις φυλακές της Λάρισας και ένα χρόνο αργότερα το κεφάλι του επικηρύχθηκε.
Ο Θωμάς Γκαντάρας είχε έναν αδερφό επίσης ληστή, τον Γεώργιο Γκαντάρα, που σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1920 στην θέση Κουμαριά Ελασσόνας, σε σύγκρουση με καταδιωκτικά αποσπάσματα. Μαζί του χάθηκε και ο ληστής Μανάτσας.
Ένα βράδυ, ο επικηρυγμένος Γκαντάρας φόρεσε τη φουστανέλα και τα ασημένια τσαπράζια του και πήγε κρυφά στο σπίτι του περίφημου τρικαλινού φωτογράφου Αθανάσιου Μάνθου. Κατέβηκε αθόρυβα απʼ τη σκεπή, σε στιλ ριφιφί, μπήκε και ξύπνησε τον Μάνθο για να πάει να τον φωτογραφήσει μαζί με την ληστοσυμμορία του, επειδή καταλάβαινε πως το τέλος τους πλησίαζε.
Τον σκότωσαν λίγους μήνες μετά την παραπάνω φωτογραφία.
Ο Θωμάς Γκαντάρας σκοτώθηκε στις 5 Αυγούσου 1923.
Σκοτώθηκε στην θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών, κοντά στο Μαυρέλι, από τον μαυρελίτη κυνηγό Γεώργιο Σιακαβάρα, ο οποίος συμμετείχε στο απόσπασμα που τον καταδίωκε. Το κεφάλι του Γκαντάρα κόπηκε, μεταφέρθηκε στο Γερακάρι και κατόπιν εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα στις 6 Αυγούστου 1923, για παραδειγματισμό.
Ο Θωμάς Γκαντάρας άφησε ορφανά ένα γιο και δυο κόρες, την Βασιλική και την Ελένη. Την Ελένη πρόλαβε και την έδωσε, νήπιο, προς φύλαξη στο δήμαρχο Καλαμπάκας Ραμμίδη. Οι δυο γυναίκες αντάμωσαν μεταξύ τους, για πρώτη φορά, το 1998.
΄Αντε σέ κλιέν τά δέντρα όλα βρέ Γκαντάρα σέ κλιέν και τά κλαριά΄...
Από τά ομορφότερα δημοτικά τραγούδια πού γράφτηκαν γιά τον Λήσταρχο πού γιά τούς χωρικούς της Ελασσόνας ήταν κάτι σάν ΄Σωτήρας τών Φτωχών΄...

Ο λήσταρχος Νταβέλης.


Ο Νταβέλης και η συμμορία του.



Ο Νταβέλης καταγόταν απο στα Στύρα Ευβοίας απο οικογένεια κουτσοβλάχικης καταγωγής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρίστος Νάτσος.Είχε πανέμορφο σκούρο πρόσωπο με μάτια που "άστραφταν". Φορούσε πάντοτε βρώμικη φουστανέλλα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και είχε ένα μικρό σουγιά. Χειμαρώδης χαρακτήρας, λεβέντης, αποφασιστικός και πανούργος.Όταν ήρθε στην Αθήνα ένας ιερέας θείος του που βρισκόταν στη Μονή Πετράκη τον διόρισε ως γαλατά. Ήταν 20 ετών περίπου όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα. Ο Νταβέλης είχε σκοπό στη ζωή του να παντρευτεί και να γίνει ένας καλός και τίμιος νοικοκύρης. Έτσι θα γινόταν αν δεν έμπαιναν στη ζωή του δύο πρόσωπα που στάθηκαν μια απο τις αιτίες που τον μετέτρεψαν στο φοβερότερο λήσταρχο της Ελληνικής Ιστορίας και συνάμα ηγέτη της πιο κτηνώδους συμμορίας. Αυτοί ήταν ο πάτερ-Συμεών και η οσία Νέζω. Να πως έγιναν τα πράγματα.Ο πάτερ Συμεών αν και "άνθρωπος του Θεού", λάτρευε ιδιαίτερα τις γυναίκες, πράγμα που τον έκανε να συνάψει ερωτικές σχέsεις με μια καλόγρια, τη Νέζω. H απόσταση που τους χώριζε όμως ήταν τεράστια.Ο πάτερ Συμεών σκέφτηκε πώς κάποιος θα'πρεπε να μεσολαβούσε μεταξύ τους έτσι ώστε να έχουν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας. Για κακή του τύχη, όπως θα δούμε κατόπιν, θεώρησε ως κατάλληλο άτομο τον Νταβέλη. Έτσι τον έπιασε μια μέρα και του είπε οτι καθώς πηγαίνει το γάλα στην κυρά Νέζω στη μονή όπου διέμενε, να της δώσει και ένα σημείωμα το οποίο έγραφε δήθεν για κάποιες δουλειές του μοναστηριού που της είχε αναθέσει .Ο ανύποπτος Νταβέλης παρέδωσε το σημείωμα στην καλόγρια και εκείνη με τη σειρά της του έδωσε ένα άλλο σημείωμα. Αυτό γινόταν συνεχώς, ώσπου ο Νταβέλης άρχισε πλέον να υποψιάζεται οτι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Όταν ο πάτερ Συμεών του έδωσε ξανά γράμμα για να το παραδώσει στην καλόγρια, μπήκε στον πειρασμό και άνοιξε να το διαβάσει. Βλέποντας το,εξοργίστηκε. Δεν πίστευε στα μάτια του. Θέλησε λοιπόν να τον εκδικηθεί επειδή θεωρούσε την πράξη αυτή ανίερη και επειδή τον εκμεταλευόταν για να στέλνει ραβασάκια.Αποφάσισε να πάει ο ίδιος στην καλόγρια που βρισκόταν στον Άγιο Παντελεήμωνα, μεταμφιεσμένος καλόγερος. Της είπε οτι ήξερε τα πάντα για τον παράνομο δεσμό της και εκείνη βλέποντας το νεαρό Νταβέλη άρχισε να νιώθει μέσα της να φουντώνει ένας ακαταμάχητος ερωτικός πόθος πρός αυτόν, γεγονός που την οδήγησε σε ένα νέο δεσμό. Ούτε και ο Νταβέλης ήθελε πολύ να ανταποκριθεί μιας και τα'χε χάσει απο την απίστευτη ομορφιά της.Μετά απο τέσσερις μέρες ο Νταβέλης είπε και στον πάτερ Συμεών οτι γνώριζε τα πάντα. Εκείνος εξοργίστηκε λέγοντας του πως θα τον εκδικηθεί σύντομα.Έτσι και'κανε. Ο πονηρός καλόγερος έπαιρνε το γάλα που μοίραζε ο Νταβέλης και το αραίωνε με νερό, με αποτέλεσμα να κάνει ο κόσμος παράπονα. Και όχι μόνο αυτό,αλλά έκρυψε κάπου ένα πρόβατο απο τη στάνη της μονής πηγαίνοντας ύστερα στον ηγούμενο λέγοντας του οτι το'κλεψε ο Νταβέλης. Εκείνη την ώρα ο Νταβέλης έλειπε στην Αθήνα για τη διανομή γάλατος. Φτάνοντας στη μονή τον περίμεναν δύο χωροφύλακες.Αφού πέρασε ολόκληρη νύχτα στα υπόγεια της μοιραρχίας Αθηνών τον άφησαν τελικά ελεύθερο δίοτι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο εναντίον του. Πήρε την μεγάλη απόφαση να πάει στο Πικέρμι, στους πρόποδες της Πεντέλης που βλέπουν πρός τη Μεσογείτικη πεδιάδα, όπου βρισκόταν ο θείος του με τη συμμορία του με σκοπό να γίνει και αυτός ληστής για να εκδικηθεί. Ο θείος του όμως τον προέτρεψε να γυρίσει πίσω στο χωριό του στα Στύρα γιατί όπως του είπε ήταν πολύ επικίνδυνα λόγω της συνεχούς καταδίωξης των ληστών.
Και έτσι ο Νταβέλης γύρισε πίσω στην Εύβοια για να παντρευτεί την αγαπημένη του που είχε αφήσει πίσω να τον περιμένει, την οποία είχε....ξεχάσει και να ζήσει σαν καλός και τίμιος άνθρωπος. Ο πάρεδρος του χωριού όμως είχε προορίσει την κοπέλα του Νταβέλη για τον γιό του και μόλις έμαθε οτι θα παντρευτούν λύσσαξε απο το κακό του. Άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την ματαίωση του γάμου.Όταν λοιπόν έφτασε ένα απόσπασμα στο χωριό το οποίο αναζητούσε κάποιους λιποτάκτες ανάμεσα τους και κάποιον ονόματι Νάστο,ο αρχηγός βρήκε την ευκαιρία και τους κατέδειξε τον Νταβέλη ο οποίος λεγόταν Χρήστος Νάτσος και όχι Νάστος. Εξαιτίας αυτής της ηχητικής ομοιότητας των ονομάτων ξεκίνησαν όλα.Δέκα άντρες του αποσπάσματος μαζί με τον φρούραρχο,πήγαν πρός το μέρος της πλατείας όπου γινόταν χορός και γλέντι.Ο Νταβέλης κατάλαβε αμέσως τι πάει να γίνει και ακολούθησε αιματηρή σύγκρουση μεταξύ του αποσπάσματος και της παρέας του Νταβέλη.Τρείς απο τους φίλους του πέθαναν. O ίδιος, κατάφερε να ξεφύγει αφού χώθηκε μέσα σε μια ρεματιά και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Δεν κατόρθωσαν να τον βρούν ποτέ παρόλες τις επίμονες προσπάθειες της χωροφυλακής. Αργότερα "μυήθηκε" σε διάφορες συμμορίες, αλλά εκεί έμεινε για λίγες μόνο ημέρες θέλοντας να αποφύγει την καταδίωξη των αποσπασμάτων. Κατόρθωσε όμως και έφτιαξε δικιά του συμμορία της οποίας ήταν ηγέτης και που τα κυριότερα μέλη της ήταν ο αποτρόπαιος Κακαράπης, ο κτηνώδης Καλαμπαλίκης,ο απαίσιος και ωμός Τσιμπουκλάρας, αλλά και άλλοι όπως ο Μπελούλιας, ο Φουντούκης, ο Ντελής, και ο Ζαφείρης.
Η νέα συμμορία άρχισε αμέσως την δράση της εισβάλλοντας στην Αθήνα και ριμάζοντας το σπίτι κάποιου ονόματι Ευλάμπιου.Το συμβάν κατέπλειξε ολόκληρη την πόλη. Βέβαια ένας μεγάλος λόγος που ο Νταβέλης γύρισε στην Αθήνα ήταν για να συναντήσει ξανά την οσία Νέζω.Αμέσως μετά τη ληστεία η συμμορία κατευθήνθηκε πρός το Δαφνί. Εκείνο τον καιρό ο Νταβέλης γνωρίστηκε σε ένα πανδοχείο με τον περίφημο Ιωάννη Μέγα, υπολοχαγό του Πεζικού και πρώην ληστή με τον οποίο έγιναν αδελφικοί φίλοι.Είχε έρθει όμως και ο καιρός για την τιμωρία του διαβολοκαλόγερου Συμεών τον οποίο ο Νταβέλης φυσικά δεν είχε ξεχάσει και επιθυμούσε διακαώς να εκδικηθεί. Ένα βράδυ λοιπόν του έστεισε ενέδρα την ώρα που ο καλόγερος περνούσε μέσα απο ένα δάσος για να βρεί την αγαπημένη του στο Πικέρμι. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε τρείς φουστανελλοφόρους, οπλισμένους μέχρι τα δόντια. Αφού ο Νταβέλης τον ρεζίλεψε με τον χειρότερο τρόπο μπροστά στους συντρόφους του για αυτά που έκανε, διέταξε κατόπιν έναν απο αυτούς, το Βάσο, να πάει σε μια καλύβα που ήταν εκεί κοντά και να πάρει ένα σαμάρι και ένα σκοινί. Αποτέλεσμα : Σαμάρωσε τον Συμεών ενώ εκείνος είχε πέσει στα γόνατα εκλιπαρώντας τον να τον λυπηθεί. Ο Νταβέλης απτόητος, του έδεσε το σκοινί γύρω απο το λαιμό. Αφού τον σαμάρωσε, τον υποχρέωσε να περπατάει στα τέσσερα και να γκαρίζει μεγαλόφωνα. σα γάϊδαρος.Οι ληστές τον ανέβασαν κατόπιν στις υπώρειες της Πεντέλης και τον πήγαν μέσα σε ένα βαθύ σπήλαιο όπου διασκέδασαν μαζί του όλο το βράδυ! Τον υποχρέωσαν να περπατάει στα τέσσερα και να γκαρίζει δίχως ανάπαυση μέχρι το ξημέρωμα !! Το πρωϊ τον έδεσαν ακόμα πιο σφιχτά τον παράτησαν εκεί στη μαύρη του απελπισία και εξαφανίστηκαν για το λημέρι τους στο Πικέρμι.
Μετά τη ληστεία του Ευλάμπιου και το σαμάρωμα του πάτερ Συμεών, ο Νταβέλης έπρεπε να εκπληρώσει μια υπόσχεση που είχε δώσει στο φίλο του Γιάννη Μέγα : Να αιχμαλωτίσει και να του παραδώσει την πανέμορφη Ιταλίδα Κόμισσα Μπανκόλι την οποία ο Μέγας είχε ερωτευθεί παράφορα αλλά εκείνη τον απέρριψε. Ο Νταβέλης μπήκε κρυφά στο σπίτι της Κόμισσας και αφού την καθυσήχασε απο την ταραχή της βλέποντας τον να εισβάλλει στο δωμάτιο της, την παρότρυνε να φύγει μαζί με τον άντρα της γιατί την κυνηγούσε ο Μέγας. Έτσι και έγινε. Το ζεύγος ετοίμασε τις αποσκευές του και ήταν έτοιμο να αναχωρήσει για την Ιταλία. Όταν το έμαθε αυτό ο Μέγας εξοργίστηκε και έστειλε γράμμα στον Νταβέλη να την απαγάγει επειγόντως όπως άλλωστε του είχε υποσχεθεί. Δύο μέρες πρίν την αναχώρηση της Κόμισσας, ο Νταβέλης με πολυπληθή συμμορία εμφανίστηκε στην περιοχή μεταξύ Δαφνίου, Πειραιά και Αθηνών. Στρατιωτικά αποσπάσματα έτρεξαν να τον καταδιώξουν αλλα....ο Νταβέλης εξαφανισμένος ! Αν και έκανε παντού αισθητή την παρουσία του εντούτις παρέμενε πάντοτε ασύλληπτος.Περίεργο...Σιγά σιγά όλοι στα καφενεία της Αθήνας άρχισαν να μιλούν με δέος και θαυμασμό για τον περιβόητο ληστή που είχε την τόλμη να απαγάγει μια Ιταλίδα ευγενή. Θαύμαζαν τον Νταβέλη για τον απίστευτο ηρωϊσμό του ενω είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν διαδόσεις που ερέθιζαν την φαντασία του Έλληνα.Τη νύχτα πρίν απο την αποχώρηση της Ιταλίδας Μπανκόλι ο Νταβέλης και οι 70 σύντροφοι του έκαναν συμβούλιο για το τι θα έπραταν. Ολόκληρος ο στρατός ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας διότι ήξερε οτι ο λήσταρχος σχεδίαζε την απαγωγή της Κόμισσας. Και δεν ήταν μόνο αυτοί αλλά και οι Φραντζέζοι τους οποίους ο Νταβέλης μισούσε θανάσιμα γιατί επιθυμούσαν να θρονιαστούν δια παντώς στη χώρα του, που τόσο την αγαπούσε. Το συμβούλιο κατέλειξε στην απόφαση να τους αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο.Δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να το σκάσουν γιατί όπως είπε χαρακτηριστικά ο Νταβέλης "Δεν θέλω να μαθευτεί στην Ευρώπη πως ο Νταβέλης φοβάται τους Φράγκους." Και πώς είναι δυνατόν μια μικρή ομάδα μόλις 70 ατόμων να συγκρουστεί με ολόκληρο στρατό ; Ο Νταβέλης είπε στους συντρόφους του οτι θα απαγάγουν το μεγαλύτερο αξιωματικό των Φρατζέζων. Αυτό θα'χε σαν αποτέλεσμα να φύγουν μια για πάντα οι ξένοι απο τη χώρα.Το "θράσος" του Νταβέλη να εμφανίζεται στην Αθήνα δεν ανυσήχησε μόνο τους πολίτες, δεν ανυσήχησε μόνο τις ξένες πρεσβείες που τρέμανε για την ασφάλεια της ζωής των υπηκόων τους, αλλά έφτασε να ανυσηχήσει σε τεράστιο βαθμό και τον ίδιο τον Όθωνα.Ούτε αυτός δεν ήταν ικανός να απαλλάξει την Ελλάδα απο ένα τέτοιο ληστή. Έτσι ο Βασιλιάς κάλεσε στα ανάκτορα τον Γιάννη Μέγα και τον διέταξε (χωρίς φυσικά να γνωρίζει οτι είναι φίλοι) να αναλάβει αποκλειστικά και με δική του ευθήνη την καταδίωξη του Νταβέλη. Είχε φτάσει στα αυτιά της Αμαλίας όμως μια πληροφορεία οτι ο Μέγας διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Νταβέλη και άρχισε να του κάνει περίεργες ερωτήσεις αλλά ο Μέγας καθότι πολύ πονηρός ήξερε καλά τι να απαντήσει. Όπως καταλαβαίνετε, η θέση του Μέγα ήταν πολύ δύσκολη πλέον. Σαν αξιωματικός θα επέτρεπε να αιχμαλωτιστεί μπροστά του μια ευγενής ξένη ; Θα επέτρεπε στον Νταβέλη να φύγει παίρνωντας μαζί και την αιχμάλωτο που ο ίδιος τόσο πολύ ποθούσε ; Καταστρέφοντας τα ίδια του τα σχέδια και τις ελπίδες θα αναγκαζόταν να χτυπήσει ο ίδιος τους ληστές.Αλλά και πάλι αυτό θα ήταν άνανδρο απο μέρους του.Οπότε τα πράγματα ήταν πραγματικά δύσκολα για αυτόν. Μια νέα είδηση διαδόθηκε αστραπιαία στην Αθήνα.Η είδηση οτι ο Νταβέλης με 72 ληστές θα έκανε εισβολή στην Αθήνα αψηφώντας τους πάντες για να απαγάγει τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Και ενώ αυτή ή είδηση ήταν το αντικείμενο συζήτησης για όλους, νέα είδηση συγκλόνισε την πρωτεύουσα : Οτι ο Νταβέλης συνέλαβε έξω απο το Δαφνί τον αρχηγό του Γαλλικού αποσπάσματος, λοχαγό Μπερτώ.Σημειωτέον οτι δεν εμφανίστηκε καθόλου κατα την αναχώρηση της Μπανκόλι και του συζήγου της. Η συμμορία διανυκτέρευσε μαζί με τον λοχαγό σε ένα δάσος και το πρωί αναχώρησαν πρός άγνωστη κατεύθυνση. Οι ληστές έστειλαν γράμμα που έλεγε οτι ζητούσαν 30.000 φράγκα για την απελευθέρωση του αιχμαλώτου και οτι έπρεπε η Κυβέρνηση να δώσει διαταγή να αποσυρθούν όλα τα στρατιωτικά αποσπάσματα.Και έτσι έγινε.Το όνομα του Νταβέλη άρχισε πλέον να επικρατεί πάνω σε όλα τα ονόματα των μέχρι τότε διάσημων ληστών.Η φήμη του είχε κορυφωθεί. Στην συμμορία εντάχθηκαν άλλα 6 άτομα.Τώρα είχαν γίνει 78.Απο εκείνη την ημέρα όμως της απαγωγής του λοχαγού ολόκληρο το σώμα του Γαλλικού στρατού πήρε και αυτό μέρος στην καταδίωξη του Νταβέλη. 78 άτομα έπρεπε να αντιμετωπίσουν όχι έναν αλλά δύο στρατούς ! Σαράντα ναύτες του Γαλλικού στόλου ξεκίνησαν απο την Πεντέλη (!) για να πιάσουν τον λήσταρχο. Μάταια όμως....ο Νταβέλης εξαφανισμένος. Η καταδίωξη είχε αρχίσει μανιωδώς αυτή τη φορά. Όλη η προσοχή του Βασιλιά και της Κυβερνήσεως είχε στραφεί πρός τη δημόσια ασφάλεια.Τα μόνα ονόματα (και τα κυριότερα) που είχε στη λίστα του ο Όθωνας ήταν αυτά του Νταβέλη, του Κακαράπη και του Καλαμπαλίκη.Αργότερα ο Κακαράπης μαζί με κάποιους απο τη συμμορία όρμησε στο χωριό του Αγ.Γεωργίου του δήμου Πέτρας και ακολούθησε συμπλοκή με το στρατιωτικό απόσπασμα, το οποίο έτρεψαν σε φυγή (!!) και έπειτα συνέλαβαν το δήμαρχο ζητώντας λύτρα 30.000 δραχμών. Όταν είδε οτι τα λεφτά δεν ερχόντουσαν, κατέσφαξε τον δήμαρχο. Ύστερα απο αυτό λεηλάτησαν όλα τα σπίτια του χωριού παίρνωντας αμέτρητα λάφυρα. Αυτό έγινε διότι ο δήμαρχος απειλούσε τη γυναίκα του Κακαράπη η οποία κατοικούσε εκεί, οτι εάν δεν του πεί που κρύβεται η συμμορία, θα βρεθεί στο δρόμο αυτή και τα παιδιά της.
Μετά απο όλα αυτά η συμμορία αναχώρησε για τον Παρνασσό κρυμμένη σε απρόσιτα σπήλαια και χαράδρες. Μία απο αυτές ήταν και η Δρακοσπηλιά.Όταν το νέο έφτασε στην Αθήνα, η Κυβέρνηση απελπίστηκε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Στην Εύβοια είχε στείλει ήδη μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις.Το ίδιο έκανε και στην Αθήνα. Όμως μάταια. Η Κυβέρνηση τότε αποφάσισε να λάβει και άλλα μέτρα.Σκέφτηκε να εξοντώσει τους ληστές δια μέσου προδοσιών. Άλλωστε και ο ίδιος ο Νταβέλης έσφαξε 3-4 απο τους συντρόφους του γιατί τους είχε υποψιαστεί για προδότες.Τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν και η συμμορία έκανε νέα απαγωγή στην περιοχή της Αράχωβας ζητώντας πάλι λύτρα.Ο "τυχερός" ήταν κάποιος Παπασταθόπουλος, ονομαστός νοικοκύρης της περιοχής. Μία απο τις φρικτότερες εισβολές της συμμορίας του Νταβέλη, μια απο τις φοβερότερες και πιο αιμοατοβαμένες σελίδες στην ιστορία των ληστών της Ελλάδας ήταν η σατανική εισβολή του Νταβέλη στη Λειβαδειά. Το γεγονός έμεινε στην ιστορία. Ένα ντελίριο φρίκης, τρόμου και αιμοσταγούς κτηνωδίας με ανελέητες σφαγές, κατακρεουργημένα πτώματα, λεηλασίες και εμπρησμούς. Οι πάντες και τα πάντα βουτήχτηκαν στις φλόγες και στο αίμα. Ο αέρας βρώμισε κυριολεκτικά απο την έντονη μυρωδιά της καμένης σάρκας.Μετά απο το μακάβριο συμβάν οι ληστές έστειλαν επιστολή στον Όθωνα που έλεγε οτι εάν δεν τους δώσει την πολυπόθητη για αυτούς αμνηστεία (γιατί για αυτό το σκοπό γινόντουσαν όλα) εντός δέκα ημερών, θα έκαναν παρόμοια εισβολή με εκείνη της Λειβαδιάς, στην Αθήνα. Ο Νταβέλης τόνισε στην επιστολή οτι δεν θα έρθει με 78 άτομα αλλά με 200. Αλλά και πάλι οι προτάσεις των ληστών απορρίφθηκαν. Η απάντηση της Κυβέρνησης πρός αυτούς ήταν η αποστολή νέων στρατιωτικών αποσπασμάτων.Φεύγοντας απο τη Λειβαδειά πηγαίνοντας για Παρνασσό, εισέβαλλαν στη Μονή Πελαγίας όπου κατέκλεψαν τα πάντα.Ο Νταβέλης όμως δεν είχε ξεχάσει και εκείνο τον πάρεδρο απο το χωριό του στα Στύρα, εκείνον που ήθελε να παντρέψει το γιό του με την κοπέλα του περιβόητου λαήσταρχου. Έπρεπε να ξεμπερδέψει μια και καλή με αυτόν. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Νταβέλης με τους συντρόφους του έφυγαν για το νησί. Άλλωστε ο πάρεδρος ήταν η κυριότερη αφορμή που έκανε τον Νταβέλη ληστή.Και να που έφτασαν έξω απο τα Στύρα, πλήρως εξοπλισμένοι, τέλεια οργανωμένοι.Την ημέρα που ο Νταβέλης εισχώρησε στο χωριό του γινόταν γλέντι μεγάλο γιατί ο πάρεδρος πάντρευε την κόρη του.Και εδώ έγινε κάτι πολύ περίεργο και ταυτόχρονα ανεξήγητο.Κατα την πολιορκία του χωριού ο Νταβέλης δεν πολιόρκησε μόνο τους χωρικούς αλλά και ολόκληρο το στρατιωτικό απόσπασμα.Τρόμος κυρίεψε τους χωρικούς στη θέα του Νταβέλη.Κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν αντιστάθηκε.Οι πιο δειλοί του χωριού είχαν ήδη εξαφανιστεί.Ο Νταβέλης βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πάρεδρο.Τράβηξε το γιαταγάνι του και μπροστά σε όλους του έκοψε το κεφάλι. Ακολούθησε αιματηρή μάχη μεταξύ ληστών και στρατιωτών.Αλλά και εκείνη η μέρα ήταν μια μέρα θριάμβου για τον Νταβέλη όπως όλες.
Ένα μήνα μετά τα μακάβρια γεγονότα, επόμενος στόχος του Νταβέλη ήταν η πολιορκία της οικίας του υπουργού Βουδούρη το οποίο βρισκόταν στην Εύβοια.Οι σκοποί για αυτή την ενέργεια παραμένουν άγνωστοι διότι τίποτα δεν έκανε τυχαία ο Νταβέλης. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν φήμες για το τι κρύβεται πίσω απο την αιχμαλωσία του βουλευτή αλλά καμία δεν μπορούσε να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση.Υπήρχε και η διάδοση οτι πίσω απο την αιχμαλωσία υπήρχαν πολιτικά πρόσωπα αλλά τι σχέση μπορούσε να έχει ένας λήσταρχος με πολιτικούς ; Κατα την επίθεση αυτή σημειώθηκε ένα περίεργο φαινόμενο. Όταν ο Νταβέλης εισχώρησε μέσα στο σπίτι στο οποίο βρισκόταν η οικογένεια Βουδούρη και κάποιοι καλεσμένοι, αντί να προκαλέσει τη φρίκη στους δύστηχους ανθρώπους, αντιθέτως, δημιούργησε σε όλους ένα αίσθημα γαλήνης ! Βέβαια η αποχώρηση των ληστών απο το σπίτι ήταν πανηγυρική.Το νέο έφτασε αστραπιαία στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση κατάλαβε πλέον οτι όλες οι προσπάθειες για την εξόντωση του Νταβέλη είχαν καταλήξει κωμικές.Οι επιστολές των ληστών έφταναν στην Κυβέρνηση η μία πίσω απο την άλλη απειλώντας με ανελέητες σφαγές.Ο Νταβέλης είχε ήδη απαγάγει τα δύο παιδιά κάποιου Βουδούρη και ζητούσε 60.000 δραχμές σύν την αμνηστεία. Όμως η κυβέρνηση δεν υποχωρούσε. Και όχι μόνο δεν υποχωρούσε, αλλά έστειλε νέα στρατιωτικά αποσπάσματα σε Αττική και Βοιωτία πρός καταδίωξη τους.Τότε η μόνη λύση για τον Νταβέλη, ήταν να εμπνεύσει τον τρόμο μέσω των σφαγών. Έτσι πήγαιναν σε διάφορα χωριά, όπου οι ληστές είχαν να ξοφλήσουν παλιούς λογαριασμούς με τους χωρικούς και τους κατέσφαζαν. Τότε ο Νταβέλης μαζί με 73 άντρες διέμενε στον Ελικώνα. Σε εκείνες τις επιθέσεις ο αιμοβόρος Καλαμπαλίκης έκανε τις πιο αποτρόπαιες πράξεις εις βάρος των χωρικών, γεγονός που τον κατέστησε ως τον πιο φρικτό και αιμοδιψή λήσταρχο της συμμορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν ξεγύμνωσε κάποιον δυστηχή ρίχνοντας πάνω του λάδι καυτό. Ήταν αυτός που έβαλε φωτιά σε ολόκληρο το χωριό Στήρσι του δήμου Θερμοπυλών. Το περίεργο είναι οτι παρα το ολοκαύτωμα οι ληστές μπήκαν σε μια εκκλησία και προσκύνησαν την εικόνα του Αγ.Ελευθερίου !!Λέγεται όμως οτι ο Καλαμπαλίκης μετάνοιωσε για αυτό που έκανε και εξαφανίστηκε ξαφνικά απο τους συντρόφους του για κάμποσο καιρό χωρίς να ξέρουν που πήγε !Μια ακόμα σύγκρουση, έγινε στην κοιλάδα της Σούρπης όπου ο Νταβέλης και 73 ληστές περικύκλωσαν ολόκληρο απόσπασμα εξαπολύοντας ανελέητο πύρ.Ο αποσπασματάρχης αξιωματικός επιχείρησε νέα έφοδο αλλα ανεπιτυχώς.Το παράδοξο και εδώ είναι οτι κανείς απο τους συντρόφους του Νταβέλη δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. κάτι που συνέβαινε και στις άλλες μάχες. Κανείς δεν πέθαινε ούτε καν πληγωνόταν ! Η Κυβέρνηση άργησε να συνδειτοποιήσει οτι οι καταδιώξεις δεν ήταν μόνο μάταιες αλλα και ολέθριες για αυτούς.
Μετά απο τη μάχη στη Σούρπη η συμμορία με επικεφαλή τον Κακαράπη λήστεψε τον ταμία Μεγάρων. Την ίδια ημέρα εισέβαλλαν και στο χωριό Μπάλτσα. Εκεί οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να εμφανιστούν εμπρός στη φρικτή θέα των ληστάρχων και να γονατίσουν μπροστά τους ! Ύστερα απο αυτό ξαναγύρισαν στον Παρνασσό.Οι λήσταρχοι, κακώς ήλπιζαν οτι διαπράττωντας τερατώδη κακουργήματα θα ανάγκαζαν την Κυβέρνηση να τους δώσει αμνηστεία. Έτσι συνέχισαν το αιματηρό έργο τους. Είναι αλήθεια όμως οτι ο Νταβέλης σε πολλά απο τα εγκλήματα αυτά, δεν έλαβε μέρος. Παρόλα αυτά όμως τα υποστήριξε. Μέχρι που σε ένα συμβούλιο ο Νταβέλης έβγαλε την τελική απόφαση : " Κακαράπη και εσύ Καλαμπαλίκη, πάρτε τα παλληκάρια σας και πηγαίνετε μαχαίρι στο μαχαίρι και φωτιά στη φωτιά.Ή θα μας δώσουν αμνηστεία η...θα πνίξουμε τον τόπο στο αίμα !"
Έτσι οι τρείς συμμορίες του Κακαράπη του Καλαμπαλίκη και του Νταβέλη που ήταν μία ενιαία δύναμη διαιρέθηκαν ξανά ενώ οι μικροί αιχμάλωτοι, τα παιδιά του Βουδούρη τέθηκαν στην δικαιοδοσία του Νταβέλη. Οι δύο συμμορίες Κακαράπη - Καλαμπαλίκη εισέβαλλαν στο χωριό Τοπόλια της Παρνασσίδος το οποίο μετετράπηκε σε θέατρο φρικτής αιματοχυσίας. Δεν έγινε εξαίρεση σε κανένα. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες σφάχτηκαν οι πάντες.Μόνο τα παιδιά του δημάρχου έζησαν τα οποία πήραν μαζί τους. Ήταν η πρώτη μάχη στην οποία πληγώθηκε στο αριστερό χέρι ο ΚαλαμπαλίκηςΚάποια στιγμή, έφτασε μια επιστολή στους ληστές απο τον πατέρα των δύστηχων παιδιών που έλεγε οτι τελικά η Κυβέρνηση θα τους δώσει την αμνηστεία εφόσον δεν ήταν ικανή να τα βάλει πια μαζί τους.Τους θερμοπαρακαλούσε να αφήσουν τα παιδιά του ελεύθερα.Η μοίρα όμως επιφύλλασε φρικτό τέλος για τα άτυχα κορίτσια. Το ένα στραγγαλίστηκε αφού πρώτα λιθοβολίθηκε και το άλλο κατακρεουργήθηκε.Αυτά φυσικά τα διέπραξε ο σιχαμένος Τσιμπουκλάρας.Η σφαγή των παιδιών συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη.Το απαίσιο αυτό κακούργημα διαδόθηκε παντού προκαλώντας την αγανάκτηση του πλήθους και της Κυβερνήσεως.Ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε γίνει τόπος σφαγής.
Αργότερα η συμμορία του Καλαμπαλίκη εμφανίστηκε στην Αθήνα και στρατοπεύδευσαν στον Μαραθώνα. Η Κυβέρνηση μαθαίνοντας την άφιξη τους εκεί έστειλε αμέσως ισχυρό στρατιωτικό σώμα. Ταυτόχρονα ο ναύαρχος του Γαλλικού στόλου διέταξε το λόχο που βρισκόταν λογω ανάρρωσης στην Ιερά Μονή Πεντέλης να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Η σύγκρουση δεν άργησε να γίνει.Οι πυροβολισμοί αντηχούσαν μέσα απο τα πυκνά δάση του Πεντελικού.Ο Τσιμπουκλάρας παραδόθηκε (!) ενώ τρείς απο τους ληστές έπεσαν νεκροί. Για πρώτη φορά στην ιστορία της συμμορίας δόθηκε το σύνθημα φυγής απο τον Καλαμπαλίκη κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ο Νταβέλης αν ήταν εκεί. Το απόσπασμα, βλέποντας οτι οι ληστές υποχωρούσαν άρχισαν την καταδίωξη. Σκοτώθηκαν 9 ληστές και συνελήθφηκαν άλλοι 5. Ο Καλαμπαλίκης μαζί με 22 συντρόφους του χώθηκε μέσα στα δάση της Πεντέλης και χάθηκε. Ο Τσιμπουκλάρας αποκεφαλίστηκε, ενώ τα πτώματα των νεκρών ληστάρχων, θάφτηκαν σε ένα μεγάλο λάκο κατω απο μια γέρικη ελιά ο οποίος ονομάστηκε "Λάκος του Καλαμπαλίκη".
Ο Νταβέλης πληροφορηθείς την καταστροφή που υπέστησαν οι δύο συμμορίες, άφησε ελεύθερα τα παιδιά του Βουδούρη και ύστερα πήγε κάπου να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί και να κάνει νέα σχέδια.Μετά απο όλα αυτά η συμμορία του Νταβέλη βρισκόταν στις Πλαταιές.Ο Καλαμπαλίκης με τους δικούς του είχε αποκλειστεί στον Ωρωπό και προσπαθούσε να βρεί τρόπο να ενωθεί με τον Νταβέλη. Ο Νταβέλης στέλνει επιστολή στο δήμαρχο του χωριού Καπαρέλι που τον απειλεί οτι αν δεν του δώσει 1000 τάληρα θα πυρπολήσει ολόκληρο το χωριό. Αφού οι ληστές πήραν αμέσως τα χρήματα μετέβησαν στους Αγ.Θεοδώρους των Θηβών όπου απαγάγουν τρία παιδιά απο τα καλύτερα σπίτια της περιοχής ζητώντας 10.000 δραχμές για να τα απελευθερώσουν.Επόμενος στόχος του Νταβέλη, ήταν κάποιος πολύ πλούσιος ονόματι Σύρμας, κάτοικος του χωριού Βίλλια της Αττικής. Αυτός καυχιόταν σε όλους οτι μονάχα εκείνος μπορούσε να πιάσει τον Νταβέλη. Δυστηχώς για αυτόν όμως οι κουβέντες του αυτές, έφτασαν μέχρι τα αυτιά του λήσταρχου. Το αποτέλεσμα ήταν να απαγάγουν τον εξάχρονο γιό του ζητώντας λύτρα τα οποία φυσικά και πήραν.Μετά απο αυτό, ο Νταβέλης έκανε επιδρομή στη Θήβα όπου σημειώθηκαν και άλλες ληστείες. Ο Νταβέλης είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση.Να εισβάλλει στην Αθήνα και να πιάσει αιχμάλωτο τον υπουργό των Στρατιωτικών γιατί αυτός ήταν που έστελνε τα αποσπάσματα εναντίον του.Και όταν τον ρώτησαν οι σύντροφοι του σε τι αποσκοπούσε η απαγωγή εκείνος τους απάντησε : "Ή αμνηστεία θα μας δώσουν, ή εμείς θα τους δώσουμε το κεφάλι του υπουργού". Πολύ απλά τα πράγματα.Πρίν απο αυτό είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια ενός παπά απο τα Σπάτα ο οποίος δεν ανταποκρίθηκε ποτέ. Έτσι ο Νταβέλης φρόντισε να τον εκδικηθεί απαγάγωντας τον. Τον ανέβασαν στην Πεντέλη απο μέρος δύσβατο και εντελώς άγνωστο για τους χωρικούς. Του έκοψε και τη γενειάδα για την οποία φημιζόταν επειδή του έφτανε ως τη μέση!Το νέο οτι ο Νταβέλης είχε βάλει σκοπό να απαγάγει τον υπουργό έκανε εξω φρενών τον Όθωνα. Έφτασε στο σημείο να φοβάται οτι θα μπορούσε ανετότατα να γίνει αυτός και η γυναίκα του αιχμάλωτοι του ασσύληπτου λήσταρχου.Όταν ζήτησε τη βοήθεια του Ιωάννη Μέγα , τον πρόλαβε ο υπουργός και του είπε οτι είχε πληροφορείες για συνεργασία του Μέγα με τον Νταβέλη. Ο Όθωνας όμως δεν τον πίστευε γιατί δεν υπήρχαν αποδείξεις.Την ίδια περίοδο έκανε την εμφάνιση του ένας Ιταλός απεσταλμένος της Κόμισσας Μπανκόλι τον οποίο η ίδια έστειλε εκεί για να πάρει μαζί του τον Νταβέλη και να τον πάει στην Ιταλία. Ο Ιταλός πήγε στο ξενοδοχείο της Μασσαλίας όπου διέμενε η κόμισσα και ζήτησε την βοήθεια απο ένα υπηρέτη του ξενοδοχείου για να βρεί τον λήσταρχο. Ήθελε να τον πάρει μαζί με τα παλληκάρια του για να πολεμήσει εναντίον του Πάπα !!! Πέρα απο αυτό η Κόμισσα ήθελε να τον παντρευτεί εφόσον ο άντρας της είχε πεθάνει απο χολέρα.Ο υπηρέτης γνώριζε μια κοπέλα, η οποία υπέθαλπτε τον Νταβέλη και για αυτό το λόγο βρισκόταν στη φυλακή. Πήγε ο ίδιος και την επισκέφθηκε λέγοντας της οτι τον έστειλε ο ίδιος ο Νταβέλης για να την ελευθερώσει. Αυτό θα γινόταν αφού πρώτα του έλεγε η κοπέλα που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ο ληστής. Εκείνη ανυποψίαστη του είπε οτι η συμμορία βρισκόταν στο Μοναστήρι της Πεντέλης. Ύστερα ο υπηρέτης έφυγε για την Πεντέλη όπου βρήκε τον πάτερ Αγαθόνικο και του έδωσε πολλά χρήματα για να του μαρτυρήσει το κρησφύγετο του Νταβέλη.Κατάφερε και πήρε αρκετές πληροφορείες. Ο Νταβέλης βρισκόταν κάπου στο Δαφνί. Ο Ιταλός συναντήθηκε με τον Νταβέλη και εκείνος δέχτηκε μετα χαράς να πάει στην Ιταλία και να συγκρουστεί με τον Πάπα. Άλλωστε ποτέ ο ίδιος δεν είχε και ιδιαίτερα καλες σχέσεις με παπάδες.Ο Νταβέλης κάλεσε σε σύσκεψη τον Καλαμπαλίκη και τον Φουντούκη και τους είπε οτι πρέπει να εισβάλλουν το γρηγορότερο στην Αθήνα προκειμένου να πάρουν την αμνηστεία.
Αργότερα έμαθε απο σύντροφο του τον Στράτσο, οτι ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμολένσκης τον οποίο είχε απο καιρό βάλει στο μάτι ο Νταβέλης, θα πήγαινε στον Πειραιά. Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Μια συμμορία μόλις 80 ατόμων ήταν έτοιμη να συγκρουστεί με 2000 (!!!!) στρατιώτες έτοιμους να τους υποδεχθούν με λόγχες και σφαίρες.Ο Καλαμπαλίκης προσπάθησε να αλλάξει γνώμη στον Νταβέλη να μην εισβάλλουν στην Αθήνα γιατί τα αποτελέσματα θα ήταν οδυνηρά για αυτούς.Ο Νταβέλης εντελώς ψυχρά και αδιάφορα έδωσε την οριστική απάντηση στον σύντροφο του : "Θα τους πάρει ο διάολος τον πατέρα". Μετά απο αυτή τη απάντηση ο Καλαμπαλίκης κατάλαβε οτι η όποια αντίρρηση ήταν πλέον άσκοπη. "Αμήν" είπε και αυτός με κάποια δυσπιστία.Έτσι και έγινε. Λίγο πρίν το ξημέρωμα, η συμμορία εγκατέλειψε το λημέρι της και κατευθήνθηκε πρός την Αθήνα. Και κάτι παράξενο : Η συμμορία στρατοπεύδευσε επι της οδού Ερμού χωρίς να γίνει αντιληπτή απο κανένα !! Ολοκληρη την ημέρα εκείνη η συμμορία έμεινε μέσα σε ένα αχυρώνα.Ύστερα ήρθε η νύχτα. Ο Νταβέλης τοποθέτησε την συμμορία στα κατάλληλα σημεία και έστειλε οδηγίες και στα άλλα τμήματα της συμμορίας που είχαν χωριστεί. Η ώρα είχε πλέον έρθει. Δεκάδες άμαξες με τον υπουργό απο τα βάθη της οδού Πειραιώς άρχισαν να πλησιάζουν."Τώρα θα γλεντήσουμε" είπε όλος χαρά ο Νταβέλης και προετοίμασε την συμμορία για την επίθεση. Την πρώτη επίθεση πρός τους αμαξηλάτες έκανε ο Νταβέλης ενώ συγχρόνως έκαναν την εμφάνιση τους μέσα απο το δάσος οι ληστές με κραυγές, ουρλιαχτά και βρισιές. Και εδώ έρχεται ένα άλλο παράδοξο. Ήταν δέκα άμαξες. Σε κάθε μιά απο αυτές υπήρχαν μέχρι και τέσσερις επιβάτες και οι περισσότεροι απο αυτούς οπλισμένοι.Ούτε ένας απο αυτούς δεν τόλμησε να αντισταθεί στους ληστές. Ούτε στο ελάχιστο. Στη θέα του ληστή μαρμάρωσαν οι πάντες απο τον τρόμο. Ο Νταβέλης τους διέταξε να κατέβουν όλοι κάτω. Για κακή τους τύχη όμως, ο υπουργός δεν βρισκόταν σε καμία άμαξα. Οργισμένος ο Νταβέλης πήρε μαζί του 27 αιχμαλώτους, όλοι άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας. Έπειτα τους έβαλε στις άμαξες μαζί και η συμμορία και κατευθήνθηκαν πρός το Δαφνί. Οι ληστές αν και δεν βρήκαν τον υπουργό έμειναν ικανοποιημένοι απο τη σύλληψη των 27 ατόμων. Καθώς οι άμαξες πήγαιναν πρός Δαφνί, ο αμαξηλάτης σταμάτησε και είπε στον Νταβέλη οτι μπροστά τους βρισκόταν ένα Γαλλικό περίπολο.Ο Καλαμπαλίκης ταράχθηκε.Ο Νταβέλης ατάραχος και αδιάφορος του είπε να συνεχίσει και να μη τον νοιάζει. Κατέβηκε απο την άμαξα και με ασύλληπτη ταχύτητα πρόλαβε να δώσει οδηγίες για την επίθεση σε όλες τις άμαξες (!) στις οποίες επέβαιναν οι ληστές.Όταν ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο,ο Νταβέλης ανέκραξε "ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΦΡΑΤΖΕΖΟΥΣ". Ακολούθησε ένα ακόμα λουτρό αίματος με γιαταγάνια, λόγχες και ντουφέκια να θερίζουν κορμιά. Το Γαλλικό απόσπασμα πνίγηκε κυριολεκτικά στο αίμα αλλά επειδή ο ήχος των πυροβολισμών θα προκαλούσε την έφοδο των άλλων αποσπασμάτων, η συμμορία αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Και έτσι έφυγαν για την πεδιάδα των Σεπολίων. Αργότερα επέστεψαν στο Πικέρμι μαζί με τους αιχμαλώτους για τους οποίους ζητούσαν 7.000 τάληρα για να τους ελευθερώσουν.Τα νέα δεν άργησαν να φθάσουν και στα αυτιά του Γάλλου ναύαρχου ο οποίος εξοργισμένος πήγε να συνατήσει το Βασιλιά για να βρεθεί επιτέλους μια λύση.Ο ναύαρχος προθυμοποιήθηκε να παραχωρήσει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Γαλλικό στρατό προκειμένου να εξοντωθεί ο Νταβέλης. Την ώρα όμως που συζητούσαν, εμφανίστηκε και η Βασίλισσα Αμαλία η οποία είπε να μην αναμιχθεί καθόλου ο Γαλλικός στρατός και οτι ο μόνος που ήταν ικανός να σκοτώσει τον Νταβέλη ήταν ο Ιωάννης Μέγας. Ήταν τόσο σίγουρη ώστε τους είπε οτι εντός των 15 ημερών ο Νταβέλης θα έχει σκοτωθεί και αποκεφαλιστεί. Πρέπει σε αυτό το σημείο να πούμε οτι η Αμαλία είχε αποδείξεις οτι ο Μέγας ήταν φίλος του Νταβέλη και τον απείλησε οτι αν δεν πάρει το κεφάλι του Νταβέλη θα στείλει η ίδια τον Μέγα στη λαιμητόμο. Ο Μέγας τρομοκρατήθηκε και της υποσχέθηκε οτι εντός ενός μηνός θα είχε σκοτώσει τον Νταβέλη.
Ετσι άρχισε η τελική καταδίωξη του λήσταρχου απο τον Γιάννη Μέγα. Και εδώ που τα λέμε ο Μέγας ήταν ο μόνος που μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο μιάς και ήταν και αυτός ληστής κάποτε και ήξερε τον Νταβέλη καλά.Έτσι λοιπόν ο Μέγας ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον του, πάντα με την κουβέντα της Βασίλισσας Αμαλίας στο μυαλό του να τον τρομοκρατεί : "Το κεφάλι του Νταβέλη ή το δικό σου". Στην αρχή απέτυχε παταγωδώς. Η συμμορία πλανιώταν απο κρυσφήγετο σε κρυσφύγετο με τον Νταβέλη να είναι καχύποπτος με τους πάντες. Φοβόταν την προδοσία μιας και τα πράγματα πήγαιναν απο το κακό στο χειρότερο. Έπρεπε να βρούν οπωςδήποτε τρόπο να πάνε στο Λαύριο και να πάρουν το καράβι για την Ιταλία όπου τους περίμενε η Κόμισσα Μπανκόλι πράγμα αρκετά δύσκολο μιας και τα αποσπάσματα τον είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Όταν ξανασυναντήθηκε με τον Ιταλό απεσταλμένο της Μπανκόλι, εκείνος συμβούλεψε τον Νταβέλη να απελευθερώσει όσους αιχμαλώτους είχε και οτι έτσι η Κυβέρνηση θα διευκόλυνε τη φυγή του για την "καλή του πράξη".Οι ανυσηχίες του Νταβέλη για την περίπτωση προδοσίας απο σύντροφο του έγιναν τελικά πραγματικότητα. Ένας απο τους ληστές του ο Ζαφείρης πρόδωσε το λημέρι της συμμορίας στον Γιάννη Μέγα.
Ο Μέγας καθότι πολύ πονηρός κατόρθωσε να αποσπάσει πληροφορείες απο τον Ζαφείρη υποσχόμενος σε αυτόν, την πολυπόθητη αμνηστεία. Κατα πολύ περίεργο τρόπο, ο Νταβέλης κατάφερε και έμαθε για αυτή την προδοσία. Και εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμα μυστήριο.Πώς το έμαθε ; Λοιπόν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε οτι η συνομιλία μεταξύ του Μέγα και του Ζαφείρη έγινε στη φυλακή. Ο Ζαφείρης συνελήφθη απο τις αρχές που αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί επιτόπου στην καρμανιόλα.Ο Μέγας του υποσχέθηκε οτι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο αν του έλεγε που κρυβόταν ο Νταβέλης. Απο τη στιγμή που η συνομιλία τους έγινε μέσα στο κελί χωρίς να υπάρχει κανείς άλλος δίπλα, τότε πως έφθασε στα αυτιά του Νταβέλη ; Ποιός ήταν ο πληροφοριοδότης του ; Καταλαβαίνετε πιστεύω οτι κάτι τέτοιο είναι φύσης αδύνατον να συμβεί.Ο συγγραφέας δεν δίνει κάποια εξήγηση παρα μόνο λέει αυτά : " Εν τω μεταξύ, ο κάλλιστα περι όλων πληροφορούμενος Νταβέλης, έμαθεν οτι ο Ζαφείρης ελθών είς συνεννοήσεις με τον Μέγαν, ανέλαβε να υποδείξει εις αυτόν το λημέρι του ληστάρχου".Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να σας παραθέσω ένα μικρό διάλογο μεταξύ του Νταβέλη και του Κακαράπη, λόγια τόσο εντυπωσιακά που τονίζουν αυτή την απίστευτη απάθεια και αναισθησία των ληστών σε κάθε απειλή εναντίον τους :
- Ωρέ Κακαράπη !
- Τι είναι ;
- Πώς τα βλέπεις τα πράγματα ;
- Σκούρα....
- Φοβάσαι ;
- Σιγά να μη φοβάμαι.
- Αμμ τότε ; Σε νοιάζει για το παλιοτόμαρο σου ;
- Ένα λεφτό δε δίνω.
- Μήτ' εγώ.....
- Και είμαστε ίσα.
- Ρε Κακαράπη.Το ξέρεις πως όλοι μας πρόδωσαν ;
- Το ξέρω, βέβαια.
- Και πως αν μείνουμε εδώ με σταυρωμένα τα χέρια θα χαθούμε άδικα.
- Το βλέπω.Μα τι θές να κάνουμε.........
Τα πράγματα πήγαιναν απο το κακό στο χειρότερο για την θρυλική συμμορία. Ο Μέγας τους είχε προδώσει, το ίδιο και ο Ζαφείρης. Τα αποσπάσματα τους είχαν περικυκλώσει. Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνιση του ένας ληστής με την συμμορία του που λεγόταν Πανούσης και ζήτησε απο τον Νταβέλη να ενωθούνε για να πολεμήσουν τα αποσπάσματα. Ο Πανούσης του πρότεινε την ιδέα της απαγωγής κάποιου επιχειρηματία ονόματι Δημήτρης Βαφιάδης. Έτσι και έγινε. Τον απήγαγαν και ύστερα τον άφησαν αφού είχαν εισπράξει χοντρό ποσόν για την απελευθέρωση του. Το νέο έμαθε και ο Μέγας ο οποίος είχε γίνει πύρ και μανία. Συγκέντρωσε οσο πιο πολύ στρατό μπορούσε και ξεκίνησε νέα εκστρατεία.Έγινε όμως και άλλη προδοσία αυτή τη φορά απο το γκαρσόνι του ξενοδοχείου της Μασσαλίας που βρισκόταν σε συννενόηση με τον Ιταλό απεσταλμένο της κόμισσας Μπανκόλι. Ο Μέγας είχε μάθει πώς το γκαρσόνι συνεργαζόταν στενά με τον Νταβέλη και με απειλές κατάφερε να μάθει όλα τα σχέδια του λήσταρχου, οτι δηλαδή προσπαθούσε να βρεί τρόπο να φθάσει στο Λαύριο για να πάρει το καράβι για την Ιταλία. Του είπε συγκεκριμένα οτι το καράβι περίμενε τον Νταβέλη λίγο πιο πέρα απο τον Ζεμενό. Τότε ο πανούργος Μέγας υποχρέωσε το γκαρσόνι να γράψει γράμμα στον Νταβέλη οτι δήθεν όλα πάνε καλά και οτι μπορεί να πάει άφοβα στο Ζεμενό αφού τα αποσπάσματα δεν θα βρίσκονταν εκεί. Απο αυτό το σημείο η δόξα του "μυθικού Δαίμονα της Ελλάδας" λήσταρχου Νταβέλη όπως τον αποκαλεί ο Αιμίλιος Αθηναίος, άρχισε να παίρνει την κατιούσα.Το γράμμα έφθασε στα χέρια του ληστή και εκείνος ανυποψίαστος ξεκίνησε την επόμενη μέρα για το Ζεμενό. Όλοι είχαν πιστέψει αυτά τα οποία έγραφε το γράμμα ενώ ο μόνος που έδειχνε δυσπιστία, ήταν ο Καλαμπαλίκης. Ένιωθε οτι κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν είχε άδικο.O Nταβέλης οργίστηκε μαζί του αποκαλώντας τον άνανδρο και προδότη.Ο Καλαμπαλίκης όρμησε να τον σφάξει αλλά μεσολάβησε ο Κακαράπης και τους χώρισε. "Όσοι θέλουν να φύγουν ας φύγουν απο τώρα" είπε ο Νταβέλης στους συντρόφους του. Δέκα απο αυτούς έφυγαν με τον Καλαμπαλίκη, όχι απο δειλία αλλά επειδή ήταν αχώριστοι φίλοι με τον ληστή. Οι υπόλοιποι παρέμειναν.Ύστερα απο αυτό, η συμμορία αναχώρησε για το Ζεμενό. Έφτασε εκεί ύστερα απο τρίωρη πορεία. Μόλις ανέβηκαν το λόφο έτοιμοι για να κατέβουν απο την αντίθετη πλευρά ακούστηκαν απο παντού πυροβολισμοί. Η συμμορία έκανε να κινηθεί πρός άλλες κατευθήνσεις αλλά όπου και αν πήγαιναν ακούγονταν πυροβολισμοί. Παντού υπήρχαν στρατιώτες που τους είχαν περικυκλώσει για τα καλά.Ο Νταβέλης άρχισε να συνδειτοποιεί οτι δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής. "Αύριο τα κεφάλια μας θα είναι κρεμασμένα" είπε στους ληστές του. Παρόλα αυτά όμως δεν έχασε ούτε αυτός, ούτε οι σύντροφοι του το θάρρος τους. Είχαν εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους και πίστευαν πως είναι ακόμα μια μάχη την οποία θα κέρδιζαν όπως όλες οι άλλες.Εκτός αυτού ο Νταβέλης είχε απέναντι του τον άσπονδο εχθρό του, τον Ιωάννη Μέγα για τον οποίο περίμενε πώς και πώς αυτή τη στιγμή να αναμετρηθεί μαζί του.Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια της ημέρας ώσπου ήρθε η νύχτα.Ο Πανούσης παρότρυνε τον Νταβέλη να φύγουν γιατί είχε βρεί μια και μοναδική διέξοδο αλλά ο Νταβέλης θεώρησε αυτή τη μάχη αυστηρά προσωπικό ζήτημα και θα ήταν δηλεία απο μέρους του να φύγει.Και η νέα έφοδος άρχισε. Και ταυτόχρονα άρχισε και η καταστροφή. Πρώτος νεκρός πέφτει ο Κακαράπης.Έξαφνα ο Νταβέλης είδε μπροστά του όλους όσους ήταν με το μέρος του, ληστές, χωρικοί, αυτοί που τον υπέθαλπταν, τώρα όλοι είχαν στραφεί εναντίον του. Η προδοσία ήταν μεγάλη. Έριξε ολόγυρα το βλέμμα του. Περικυκλωμένος απο παντού. Στρατιώτες, χωροφύλακες, αξιωματικοί, βοσκοί ακόμα και γυναίκες ερχόντουσαν καταπάνω του. Σατανική οργή και λυσσαλέο μίσος κυρίευσε εκείνη τη στιγμή τον Νταβέλη. Στο πλευρό του ήταν μόνο η Λενιώ μια κοπέλα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος όπως και αυτή άλλωστε μαζί του. Την παρότρυνε όμως και αυτή να φύγει αν ήθελε να ζήσει :
- "Έχε γειά Χρήστο μου"
- "Στο καλό αγαπημένη μου"
- "Καλή αντάμωση Χρήστο μου"
- "Στον άλλο κόσμο......."
Ο Νταβέλης τότε ούρλιαξε : "Ωρέ Μέγα ! Ωρέ θρασύμι και φοβητσιάρη.Που είσαι ωρέ μπαμπέση ; Που είσαι κρυμμένοςε ωρέ άτιμε και δεν φαίνεσαι ;"Ο Μέγας όρμησε να τον βρεί στον λόφο φωνάζοντας : "Νταβέλη ! Έ ωρέ Νταβέλη ! Που είσαι κρυμμένος ωρε ψευτοπαλληκαρά ;"Ο Νταβέλης έβλεπε τα παληκκάρια του να πέφτουν νεκρά το ένα πίσω απο το άλλο. Κατάλαβε οτι και το δικό του τέλος ήταν κοντά. Ζήτησε τον Μέγα σε μονομαχία.Ο Μέγας δέχθηκε μετα χαράς και διέταξε να παύσει το πύρ. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που περίμεναν και οι δύο. Αυτή η στιγμή ήταν και η κρισιμότερη. Όταν ο Μέγας πλησίασε τον Νταβέλη έτοιμος να του ορμήσει οι χωρικοί όρμησαν και αυτοί πυροβολώντας τον.Ο Νταβέλης τραυματίστηκε ελαφρά και έπεσε στο έδαφος προσποιούμενος τον νεκρό μέχρι να πάει κοντά του ο Μέγας. Ο Μέγας βλέποντας το "νεκρό" Νταβέλη πήγε να του κόψει το κεφάλι ο λήσταρχος έβγαλε την κουμπούρα φωνάζοντας "ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε και ο Μέγας στα παλάτια" και τον πυροβόλισε. Έπεσε και ο Μέγας αλλά όχι νεκρός. Έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι. Το ίδιο έκανε και ο Νταβέλης και άρχισε η αιματοχυσία.Οι άλλωτε αγαπημένοι φίλοι τώρα αλληλοσφάζονταν.
Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Οι μαχαιριές ήταν αμέτρητες και το αίμα χυνόταν ασταμάτητα.Ο Νταβέλης έμπηξε την τελευταία μαχαιριά στο λαιμό του Μέγα. Ταυτόχρονα, ο ίδιος, πνιγμένος μέσα στο ίδιο του το αίμα και το σώμα του κατασφαγμένο δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο και άφησε την τελευταία του πνοή.Κατέφθασαν οι στρατιώτες οι οποίοι έγιναν μάρτυρες του πιο μακάβριου θεάματος.Ο Νταβέλης και ο Μέγας νεκροί, κατακρεουργημένοι,σχεδόν αγκαλιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα σε μια τεράστια λίμνη αίματος. Οι στρατιώτες έκοψαν όλα τα κεφάλια των νεκρών ληστών και συνέλλαβαν αυτούς τους ελάχιστους που επέζησαν. Και έτσι τελείωσε η μεγάλη τραγωδία. Η μάχη του Ζεμενού είχε λάβει πιά τέλος.
Λέγεται, οτι το κεφάλι του Νταβέλη κρεμάστηκε στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος. Όλοι έλεγαν οτι τα πανέμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν παραμείνει και ήταν τόσο έντονα που προκαλούσαν τον θαυμασμό αντί τη φρίκη. Το κεφάλι του είδε και ένας νεαρός ζωγράφος ο οποίος κάθισε εκεί δίπλα και το ζωγράφισε. Αυτός ήταν ο πασίγνωστος ζωγράφος Γύζης. Λέγεται επίσης οτι όταν ο δάσκαλος του Γύζη, Κάρλ Φόν Πιλότυ είδε το σκίτσο, τά χασε απο αυτή την προσωπογραφία ώστε την χρησιμοποίησε για να απεικονίσει το πρόσωπο του Ιησού στον πίνακα του "Το Άγιο Μανδύλιον"........


Ωρέ κατακαημένη, Αράχωβα,

Νταβέλη, Νταβέλη.

Γιε μ' στο Δίστομο και Δαύλια,

μωρέ Χρήστο Νταβέλη.

Ωρέ τους κλέφτες τι τους κάναταν,

Νταβέλη, Νταβέλη.

Γιε μ' και τους καπεταναίους,

μωρέ Χρήστο Νταβέλη

"Τα παλληκάρια τα καλά συντροφοι τα σκοτώνουν"

Ο διαβόητος ληστής του μεσοπολέμου Κωτσαδάμ που έδρασε στην Ελικώνα Βοιωτίας από όπου και καταγόταν. Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο "Τα παλληκάρια τα καλά συντροφοι τα σκοτώνουν" του Βασίλη Τζανακάρη. Το κράτος εκείνη την εποχή προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τους ληστές και επειδή αδυνατούσε, θέσπισε νόμο που πάνω κάτω έλεγε ότι όποιος ληστής σκότωνε άλλο ληστή, έπαιρνε απαλαγή από τα αδικήματά του. Και ιδού!

25/6/09

Οι «βασιλείς των ορέων»...

Το φαινόμενο της «ληστοκρατίας» κράτησε ένα ολόκληρο αιώνα στη χώρα μας (που φυσικά δεν έχει και το μονοπώλιο σε παρόμοιες καταστάσεις). Συνδέεται με την εξελικτική πορεία του νεοελληνικού αστικού κράτους γνωρίζοντας περιόδους ύφεσης και έξαρσης που σχετίζονται με συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα κοινωνικές αλλά και εθνικές εξελίξεις. Μελετητές του φαινομένου, σχηματικά χωρίζουν τη «ληστοκρατία» στις παρακάτω περιόδους: α)1835-1870 (συμπίπτει με τη βασιλεία του Όθωνα) όπου έχουμε την εμφάνιση και τηνέξαρση του φαινομένου. β)1870-1920 την παγίωση του (συνδέεται με την ανάπτυξη των εδαφών της χώρας μας καθώς την παγίωση του αστικού καθεστώτος, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, το «εθνικό διχασμό» κ.α)
και γ) την περίοδο 1921-1936 (με την καθοριστική σφραγίδα της Μικρασιατικής καταστροφής) με την εκ νέου έξαρση και την εξάλειψή της.
Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως και στο φαινόμενο αυτό υπήρχε αντιστροφή των εννοιών με προφανή στόχο την συσκότιση του φαινομένου και τη συκοφάντηση των πρωταγωνιστών του. Έτσι οι αγωνιστές της επανάστασης του ’21 (οι αντίθετοι με τους τούρκους αλλά και τους κοτσαμπάσηδες) ονομάστηκαν «κλέφτες». Στη συνέχεια κυρίως στην περίοδο της «Βαυαροκρατίας» όσοι δεν συμφωνούσαν με την επίσημη πολιτική των κοτσαμπάσηδων και της τότε ανερχόμενης άρχουσας αστικής τάξης και έβγαιναν στο «κλαρί» χαρακτηριζόταν συλλήβδην σε «ληστές» και «ρέμπελοι» ενώ η λέξη επανάσταση εξοστρακιζόταν. Ας μην ξεχνάμε πως το καθεστώς της αντιβασιλείας επικήρυξε το 1834 ως «ληστές» τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη και αργότερα τους φυλάκισε και τους δίκασε ως εγκληματίες κατά του καθεστώτος. Εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει η προσέγγιση του Hobsbawm που χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικός ληστής» που τον διαφοροποιεί από τον κοινό ληστή. «Αυτό που έχει σημασία σχετικά με τους κοινωνικούς ληστές είναι ότι είναι χωρικοί που ζουν στην παρανομία, τους οποίους ο αφέντης και το κράτος θεωρούν εγκληματίες, αλλά που παραμένουν στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας και θεωρούνται από τους χωρικούς ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, πολεμιστές της ελευθερίας, ακόμη και αρχηγοί απελευθερωτικών αγώνων και οπωσδήποτε άνδρες που αξίζουν το θαυμασμό και την υποστήριξη τους» (Bandits). Όσο όμως απομακρυνόμαστε από το 1821 τα χαρακτηριστικά αυτά συχνά ξεθωριάζουν και επομένως η διαφοροποίηση των «κοινωνικών» από τους «κοινούς» ληστές γίνεται δύσκολη ή και αυθαίρετη όπως παραδέχεται ο ίδιος. Η γέννηση της «ληστοκρατίας» (συμβατική και όχι ουσιαστική ονομασία) συνδέεται άμεσα με τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης του ’21 ήταν ότι αυτή είχε ως αποτέλεσμα αφενός την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, υπό τη κηδεμονία των τότε Μεγάλων Δυνάμεων και αφετέρου σε κοινωνικό επίπεδο άφησε άλυτα βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως αυτό της γης διατηρώντας ταπρονόμια των κοτσαμπάσηδων και τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην αγροτική οικονομία. Ο κυβερνήτης Καποδίστριας το 1827 παρά την προσπάθεια διοργάνωσης του ελληνικού κράτους στάθηκε ανίκανος να λύσει το καίριο πρόβλημα της εποχής, τη διανομή δηλαδή στους εξαθλιωμένους αγρότες των λεγόμενων εθνικών γαιών που άνηκαν στους Τούρκους μπέηδες. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος αυτών (πάνω από το μισό του καλλιεργήσιμου εδάφους της χώρας) πέρασε στα χέρια των προκρίτων, ενώ το 80% των αγροτών έμειναν ακτήμονες όπως στη τουρκική κατοχή, εξαρτημένοι από τους πρόκριτους, πλούσιους γαιοκτήμονες κι εκμισθωτές των φόρων.Η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα επιδεινώνεται με τον ερχομό του Όθωνα και τη δημιουργία μοναρχικού κράτους υπό τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε δύο χαρακτηριστικά. Αφενός την εφαρμογή φορολογικού συστήματος που δεν διέφερε από το αντίστοιχο της τουρκοκρατίας και σε ορισμένα ζητήματα ήταν και χειρότερο. Έτσι είχαμε την δεκάτη πάνω στην αγροτική παραγωγή και την επικαρπία στα εθνικά κτήματα. Οι δύο αυτοί άμεσοι φόροι ξεπερνούσαν το 25%. Αφετέρου παραμένει άλυτο το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Από τα 721.000 εκτάρια των εθνικών γαιών μόνο τα 28.000 παραχωρήθηκαν μέχρι το 1856 έναντι ετήσιας εξόφλησης, ενώ μεγάλο μέρους τους περίπου 300.000 εκτάρια έγιναν αντικείμενο σφετερισμού από τους ισχυρούς της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 80% των αγροτών (πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού) να μην έχει ιδιοκτησία, ενώ οι υπόλοιποι να διαθέτουν από 1/2 - 1 εκτάριο στις ορεινές περιοχές και 5-20 εκτάρια στις πεδιάδες. Σε νομικό επίπεδο ο αυταρχισμός της διακυβέρνησης δένεται με την κατάργηση των στοιχειωδών δημοτικών ελευθεριών και την εφαρμογή του «βυζαντινού δικαίου» (1835), που ουσιαστικά αποτελούσε την εφαρμογή του ρωμαϊκού δικαίου όπως αυτό λειτουργούσε στη Γερμανία. Ξεχωριστή απόφαση που συνέβαλλε μαζί με όλα τα παραπάνω στο φαινόμενο της «ληστοκρατίας» ήταν η αντιμετώπιση του στρατιωτικού ζητήματος από την Αντιβασιλεία. Η Αντιβασιλεία έλυσε το πρόβλημα αυτό με πνεύμα στρατιωτικής κατοχής σε ξένη χώρα, απολύοντας όλα τα ελληνικά στρατεύματα και αντικαθιστώντας τα μ’ ένα εθελοντικό σώμα στρατολογημένο στη Βαυαρία με γερό μισθό. Μόνο μία δύναμη 1.000 ελλήνων στρατιωτών μπορούσε να μπει στο νέο στρατό και στη χωροφυλακή. Τα μέτρα αυτά άφησαν χωρίς πόρους ζωής περίπου 10.000 παλιούς αγωνιστές του πολέμου της Ανεξαρτησίας που μάλιστα πολλοί από αυτούς προερχόταν από περιοχές που είχαν μείνει έξω από το ελληνικό κράτος. Κοντά σ’ αυτά θα πρέπει ως αιτίες να προστεθούν και άλλες αδικίες όπως ο κομματισμός, ο χρηματισμός των δημοτικών αρχόντων, το διοικητικό χάος και η υποχρεωτική τετραετής θητεία με το σύστημα των «κληρουχιών» καθώς και η γενικευμένη ζωοκλοπή και η βεντέτα που ανάγκαζε τους «φυγόδικους» να καταφύγουν στα βουνά. Ταυτόχρονα θα πρέπει να τονιστεί πως με κάθε νεοαπελευθερωμένο έδαφος η ληστοκρατία άνθιζε και απλωνόταν κι’ αυτή. Οι λεγόμενοι «ιππότες των ορέων» στην Ελλάδας ήταν κατά πλειοψηφία τους χωρικοί (αγρότες-κτηνοτρόφοι) που η κοινωνική αδικία με βάση τη δική τους αντίληψη, τους ανάγκαζε να βγουν στο κλαρί. Στη βία αντιτάσσανε τη βία. Ήταν τηρουμένων των αναλογιών οι συνεχιστές της κλεφτουριάς της προεπαναστατικής περιόδου και ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετάσχει και στον αγώνα για την Ανεξαρτησία. Ορισμένα χαρακτηριστικά της δράσης τους είναι γεγονός πως οι ληστές είχαν δικούς τους άγραφους νόμους και κώδικες τιμής που τους κρατούσαν απαραβίαστους. Είχαν δηλαδή μπέσα (που συμπεριλάμβανε ορισμένες φορές και τους διώκτες τους χωροφύλακες), λεβεντιά, ηρωισμό και θάρρος και μπροστά στο θάνατο. Μισήθηκαν θανάσιμα κυρίως από την καθεστηκυία τάξη (που εκπρόσωποι της όμως αξιοποίησαν το φαινόμενο αυτό και για ίδιο όφελος-πολιτικοί εκβιασμοί αλλά για τη λήψη μέτρων σε βάρος κάθε «ενοχλητικού»), αλλά αγαπήθηκαν από μεγάλο μέρος του λαού που έβλεπε σ’ αυτούς τους απροσκύνητους, τους εκδικητές των χαμένων τους ονείρων.
Σε δημοσίευματα σχετικά με τον «Κώδικα Τιμής» και ανάμεσα στα 16 άρθρα του αναφέρεται: «Εάν τις των ληστών παρέχει υπονοίας επιβουλής κατά της ζωής συναδέλφων του τιμωρείται με θάνατον» (10), «Να μην πλησιάζωσι γυναίκας» (16), «Να απαγάγωσι αιχμαλώτους τους πλουσίους και ζητώσι παρ’ αυτών τόσα λύτρα όσα ήσαν δυνατόν να δώσωσιν, χωρίς να χειροτερεύωσι την κοινωνικήν των θέσιν, εξερχόμενοι της αιχμαλωσίας» (3), «Να σέβωνται τους κομιστάς των λύτρων και να δίδωσι αυτοίς μετά το πέρας της παραβολής των λύτρων δώρα χρηματικά»(8). Οι περισσότεροι συμπεριφερόταν σε μεγάλο βαθμό ως σύγχρονοι «Ρομπέν των Δασών». Πολλές πράξεις τους υπήρξαν ευγενικές, τίμιες, δίκαιες. Σχολεία, εκκλησίες επισκευάστηκαν με τα χρήματα που έδωσαν απλόχερα, ενώ νέες προικίστηκαν. Συχνά όχι μόνο μοίραζαν κλοπιμαία σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους αλλά απένειμαν και δικαιοσύνη: αν κάποιος π.χ έλεγε πως θα παντρευτεί καμία και δεν το έκανε λάβαινε ένα προειδοποιητικό γράμμα για να το ξανασκεφτεί!
Ήταν οργανωμένοι σε ομάδες 10-20 ατόμων που συνήθως ενωνόταν και με συγγενικούς δεσμούς. Γύρω φυσικά από τη «συμμορία» υπήρχαν διάφοροι «δορυφόροι» όπως πληροφο-ριοδότες, τροφοδότες, κλεπταποδόχοι και φίλοι. Στην υπάρχουσα ιεραρχία διακρινόταν ο καπετάνιος ή λήσταρχος, το «πρωτοπαλλήκαρο», οι απλοί ληστές και τα «τσιράκια». Συχνά ο καπετάνιος συναποφάσιζε με τους παλιούς ληστές για σοβαρά ζητήματα, ενώ η μοιρασιά είχε και αυτή την ιεραρχία της (π.χ ο καπετάνιος έπαιρνε το 1/10, οι παλιοί το 1/3 κ.α). Η πειθαρχία στις αποφάσεις ήταν απαράβατη και κάθε παράβαση σήμαινε θάνατο ή ακρωτηριασμό. Η σκληρότητα στην «τιμωρία» προς τους «εχθρούς» είτε επειδή τους πρόδωσαν, είτε επειδή τους φέρθηκαν άπιστα αλλά και προς τα θύματα τους αν δεν κατέβαλαν οι δικοί τους τα λύτρα ή προσπαθούσαν να δραπετεύσουν ήταν φρικιαστική. Συνήθως δρούσαν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ενώ το υπόλοιπο διάστημα λούφαζαν ή παριστάνοντας τους εμπόρους έφθαναν μέχρι και τη Ρουμανία. Τα καλύτερα κρησφύγετά τους υπήρξαν τα μοναστήρια. Σε μοναστήρι του Ολύμπου ξεκουραζόταν ο Γιαγκούλας και μοναχοί φρόντιζαν και υπέθαλπαν τους συνεργάτες του τον Μπαμπάνη και Μπλαντέμη.
Οι επιθέσεις τους είχαν ως χαρακτήρα τη ληστεία- λεηλασία περιουσιακών στοιχείων («δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω για την οικογένεια τους και το εαυτόν τους» Φ. ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ), την απαγωγή προσώπων για λύτρα, την επίθεση για εκφοβισμό -τρομοκράτηση αντιπάλων συγκεκριμένου πολιτικού, ορισμένες φορές είχε και εθνικό χρώμα (π.χ αιχμαλωσία του Μπερτώ γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής από τον Νταβέλη) ή και ως μέσο εκβιασμού στο κράτος να δώσει αμνηστία. Στην εμφάνιση τους δεν ήταν «αγριάνθρωποι» όπως ήθελαν να τους εμφανίσουν, αντίθετα ορισμένοι ήταν ονομαστής ομορφιάς (π.χ Γιαγκούλας). Ξεχώριζαν για το ότι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί (ασημοκαπνισμένα ντουφέκια, τεράστια σπαθιά, μικρά εγχειρίδια, πιστόλια) αλλά και για την φουστανέλα που φορούσαν καθώς και για τα ασημικά και χρυσά που συμπλήρωναν την επιβλητική τους εμφάνιση. Μαλλιά ή γένια άφηναν κατά περίσταση, ενώστο κεφάλι φορούσαν συνήθως μαυρομάντηλο όπως π.χ οι πειρατές. Το οξυμένο πρόβλημα της υπόδησης αντιμετωπιζόταν με το κουβάλημα των απαραίτητων «πετσωμάτων» (σόλες για τα γουρουνοτσάρουχα).Οι γυναίκες αποτελούσαν ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή τους και συχνά αιτία για να «βγουν στο κλαρί». Αρκετοί ήταν αυτοί που συναντούσαν τις ερωμένες τους στα φαράγγια της υπαίθρου αλλά και στα σπίτια τους στα χωριά. Τα ειδύλλια τους έγιναν τραγούδια. Οι περισσότεροι ήταν άγαμοι αλλά σίγουρα γενναιόδωροι σε χήρες, ορφανά, ανύπαντρες κοπέλες. Φυσικά υπήρχαν και γυναίκες λησταρχίνες όπως η περίφημη-πανέμορφη Μαρία Πενταγιώτισσα. Ο βιασμός γυναίκας ήταν απαράδεκτος από ληστές.Κανείς τους σχεδόν δεν είχε προσωπική περιουσία. Όποια διέθεταν την κουβαλούσαν μαζί τους κατάσαρκα ή την έκρυβαν σε μέρη που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Τα λεφτά που διέθεταν στο μεγαλύτερο τους μέρος πήγαιναν σε ληστοτρόφους, πληροφοριοδότες και κουμπάρους. Συχνά αισθανόταν την ανάγκη να δικαιολογούν τις πράξεις τους . Ο Φ. Γιαγκούλας άφηνε στο θύμα του ένα επεξηγηματικό κείμενο γραμμένο μάλιστα και σφραγισμένο που το έλεγε «ψυχοχάρτι».
Οι κυβερνήσεις όλο αυτό το διάστημα με διάφορα νομοθετήματα, καθώς και με καλύτερη οργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών (π.χ δημιουργία χωροφυλακής 1833, αναδιάρθρωση του στρατού κ.α) επιχείρησε να αντιμετωπίσειτο φαινόμενο. Έτσι για παράδειγμα ήδη από τις 28 Απριλίου το 1836 έθεσε σε ισχύ τον νόμο περί αμνηστίας αλλά εξαιρούσε 16 περιβόητους λήσταρχους. Το φαινόμενο των ληστειών με αυτό το νόμο περιορίσθηκε σχετικά. Από το 1845 όμως η πολιτική διαφθορά που επικρατούσε στη χώρα μας ,(με την συμβολή της Αντιπολίτευσης που ήθελε να κτυπήσει τη Κυβέρνηση) ενθάρρυνε και δημιούργησε νέες συμμορίες. Η Κυβέρνηση τότε βρέθηκε μπροστά σε μία χαώδη κατάσταση κυρίως στην ύπαιθρο. Με το νόμο ΤΟΔ της 27 Φεβρουαρίου 1871,περί καταδιώξεως της ληστείας έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο της επικήρυξης των ληστών και της εκτόπισης όλων όσων τους υπέθαλπαν και τους πρόσφεραν κάλυψη. Οι επικηρύξεις έφταναν σε μυθικά ποσά. Ο Φώτης Γιαγκούλας είχε επικηρυχτεί τρεις φορές και το 1925 το ποσό είχε φτάσει τις 600.000 δρχ. Παρά τις δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά.
Στον 20 αιώνα από νομικής άποψης ξεχωρίζουν: Το νομοθετικά διάταγμα για την ίδρυση στις πρωτεύουσες κάθε νομού «Επιτροπής επί της Δημοσίας Ασφαλείας» (21/4/1924) με σκοπό την «τελεία αποκατάσταση της δημοσίας ασφαλείας και τάξεως» καθώς και το Νομοθετικό Διάταγμα «Περί αμνηστίας ληστών φονευόντων ληστήν κ.λπ.» (14/11/25). Εδώ να τονίσουμε πως τα μέτρα αυτά (π.χ εκτόπιση, επι-κήρυξη) χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια (και με προσθήκες) στους άλλους «εχθρούς του κοινωνικού καθεστώτος», αριστερούς, κομμουνιστές κ.α. οδηγώντας τους στις φυλακές και στους τόπους της εξορίας. Οι ποινές για τη ληστεία διακρινόταν σε αποζημιώσεις, φυλακίσεις αλλά και θάνατο με αποκεφαλισμό με την εισαγωγή της λαιμητόμου από τους Βαυαρούς. Ο αποκεφαλισμός να θυμίσουμε πως χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα της περίοδο της τουρκοκρατίας. Συχνά μάλιστα μετά από συμπλοκές τα καταδιωκτικά αποσπάσματα έκοβαν το κεφάλια των ληστών και τα έθεταν σε κοινή θέα (όπως έγινε και με τα κεφάλια των Γιαγκούλα-Μπαμπάνη και Τσαμήτρα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης το 1925). «Συνήθεια» που εφαρμόστηκε και την περίοδο του εμφυλίου από τους ΜΑΥδες (να θυμίσουμε το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη και του συντρόφου Τζαβέλα σε κοινή θέα στους φανο στάτες των Τρικάλων)…Το φαινόμενο της «ληστοκρατείας» τερματίστηκε από την οργάνωση και την πυγμή του αστικού κράτους κατά την περίοδο του Ε. Βενιζέλου. Οι εναπομείναντες ληστές κατά την περίοδο της Κατοχής σε μεγάλο βαθμό εντάσ σονται στις ένοπλες ομάδες της Εθνικής Αντίστασης (ΕΛΑΣ π.χ Νάκος Μπελής) βρίσκοντας εκεί ηρωισμό, λεβεντιά και συντροφικότητα στο αγώνα για το δίκιο και την κοινωνική απελευθέρωση, ενώ ορισμένοι έρχονται σε σύγκρουση και τιμωρούνται.
«Οι λήσταρχοι Λαφαζάνης, Κακαράπης, Νταβέλης, Τσουλής και Παπακυριακόπουλος, Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Ρετζαίοι, Τζατζάς, Κουμπαίοι, Δικαιόπουλος, Μουσακή - Γκέκας, Αρβανιτάκηδες, Πενταγιώτισσα, Τζακιτζής κ.λ.π. δεν ήταν παρά φιλήσυχοι καθημερινοί άνθρωποι, ίσως κάπως θερμόαιμοι, που αναγκάστηκαν να γίνουν θηριάκια για να αντιμετωπίσουν την μυριαπλάσια δύναμη ενός άλλου θηριωδέστερου αντιπάλου που τους έλαχε να στραφεί εναντίον τους: ο αιώνιος κρυφός προστάτης - καταπιεστής του ανθρώπου: το κράτος» γράφει ο Κυριάκος Κ. Κάσσης.
Η δράση.
Οι «βασιλείς των ορέων», όπως αποκάλεσε ο Αμπού Εντμόντ τους λήσταρχους, κυριάρχησαν στην ελληνική ύπαιθρο περισσότερο από έναν αιώνα. Μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης εξαφανίστηκε η ληστοκρατία.
Οι ληστές στο μεγαλύτερό τους μέρος κολυμπούσαν στο έγκλημα. Ο ερευνητής Δημήτρης Χαλατσάς σπεύδει να διευκρινίσει:
«Οταν λέμε έγκλημα δεν εννοούμε μόνο τη ζωοκλοπή ή τη λιποταξία ή την απαγωγή ή ακόμα την καθαυτό ληστεία με λύτρα, αλλά κυρίως την ανθρωποκτονία, τον φόνο. Οι βασικοί εκπρόσωποι της ληστοκρατίας στα χρόνια εκείνα, έξω από τα άλλα, βαρύνονταν κυρίως με ανθρωποκτονίες, που τις περισσότερες φορές δεν είναι απλώς φονικά, αλλά αποτρόπαια και ειδεχθή, στυγερά κακουργήματα, που φτάνουν έως τη θηριωδία».
Οι ληστές στήνουν το καρτέρι τους σε κλειστό τόπο (κλεισούρα) ή σε μονοπεράσματα (σύρτες). Τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι κάνουν την επιχείρηση. Ο αρχηγός με τους υπόλοιπους λουφάζουν κάπου κοντά με στημένα καραούλια.
Οταν εμφανιστεί το θύμα βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπο με τα προτεταμένα όπλα και τις φωνές των κλεφτών: «Ψηλά τα χέρια! Μην κουνηθεί κανένας! Στον τόπο!». Οποιος τολμήσει και αντισταθεί χάνει τη ζωή του επιτόπου.
Η τακτική.
Η ομάδα κρούσης αφαιρεί από τον συλληφθέντα τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα. Αυτά τα κρατά για λογαριασμό της. Δεν έχει μερίδιο ούτε ο αρχισυμμορίτης ούτε οι άλλοι σύντροφοί του. Ο αιχμάλωτος οδηγείται στον αρχιληστή, που ορίζει το ποσό των λύτρων για την εξαγορά, ποιοι θα το φέρουν, πώς και πού.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι όμηροι θεωρούνται ιερό πράγμα και τυγχάνουν περιποίησης από τη συμμορία. Σε περίπτωση μετακίνησης συχνά του δένουν τα μάτια για να μην ξέρει πού βρίσκεται και πού πάει. Η προσκόμιση της εξαγοράς γίνεται από δαιδαλώδη δρόμο για ασφάλεια.
Οι ληστές ορίζουν όποιος θα φέρει την εξαγορά να ακολουθήσει για ώρα μια συγκεκριμένη διαδρομή πολλών χιλιομέτρων και δύσβατη. Σε κάποιο άγνωστο σημείο θα βγουν και θα πάρουν τα λύτρα. Αλλοτε πάλι διατάσσουν τους συγγενείς να αφήσουν τα χρήματα σε κάποιο δύσβατο σημείο και να εξαφανιστούν.
Με την είσπραξη των λύτρων ο όμηρος αφήνεται ελεύθερος. Σε αυτό το θέμα ο λόγος τους είναι συμβόλαιο. Αν δεν αποδοθεί η εξαγορά ή αν ειδοποιηθεί η Χωροφυλακή και εμφανιστεί καταδιωκτικό απόσπασμα, ο κρατούμενος κατακρεουργείται.
Η Παπαλάμπραινα.
Το δημοφιλές τσάμικο «Παπαλάμπραινα» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν το 1860 στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας.
Εφημέριος του χωριού ήταν ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας. Ενας συγχωριανός του έφερε κρυφά από τη γειτονική Αρκαδία σαράντα ληστές για να του πάρουν ό,τι πολύτιμο μπορούσε να είχε στο σπίτι, αλλά και να του απαγάγουν την κόρη του, την Παναγιώτα. Οι ληστές κρύφτηκαν στο δάσος, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού. Δύο απ αυτούς προχώρησαν προς το σπίτι του ιερέα. Προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να αγοράσουν το βόδι, που πουλούσε ο παπάς. Πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Ο παπα-Λάμπρος προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει.
Οταν όλοι κοιμήθηκαν, ένας από τους μουσαφίρηδες βγήκε αθόρυβα έξω και έτρεξε να ειδοποιήσει τους κρυμμένους στο δάσος. Δεν άργησε το σπίτι να γεμίσει ληστές, που έψαχναν για λεφτά και χρυσαφικά.
Κάποια στιγμή η Παναγιώτα κατάφερε να ξεφύγει από την επιτήρηση των ληστών και χρησιμοποιώντας τη σκάλα βγήκε στο κατώγι. Με ουρλιαχτά άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα εξαδέλφια της Γιώργη και Κώστα Ζέρβα.
Ολόκληρο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Οι άντρες αρπάξανε τους γκράδες τους κι άρχισαν να πυροβολούν προς πάσα κατεύθυνση. Οι ληστές πανικόβλητοι έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι. Ενας δικός τους τραυματίστηκε θανάσιμα και τον έθαψαν στη θέση Χίλια Χωριά.
Αυτή, λοιπόν, η Παναγιώτα ήταν «η λυγερή» του δημοτικού τραγουδιού, που «φώναξε και τους κλέφτες τους ετρόμαξε».
Ο Φώτης Γιαγκούλας.


Ο Φώτης γεννήθηκε στα 1900 στο χωριό Λιβαδερό του νομού Κοζάνης. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή.Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που η ζωοκλοπή ανθούσε, όταν ο Φωτης κατηγορήθηκε από συγχωριανούς του ότι χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή και υπαίτειος ήταν αυτός .Ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώος (ποιος ξέρει ?) αλλά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και με κάποια χρήματα που έδωσε αποφυλακίστηκε .Δεν ξαναγύρισε στο χωριό και πήρε τον «κακό τον δρόμο».
Ένα χρόνο μετά ένας φίλος του Γιαγκούλα αγαπούσε μια κοπέλα από τον Πολύραχο αλλά ενώ το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο.Ο Γιαγκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου.Ένα τέτοιο γεγονός στις κλειστές κοινωνίες δεν μένει κρυφό. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και ένα μήνα αργότερα περικύκλωσε το κονάκι που κρύβοταν και τον συλλαμβάνει για δεύτερη φορά.
Τον πήγανε στις φυλακές της Αίγινας και εκεί παρεμεινε δύο χρόνια μετά ίσως γιατί θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία ξεκίνησαν να τον πάνε σιδηροδέσμιο στο Γεντι Κουλέ .Λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας ξέφυγε από τη επιτήρηση και πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες έμειναν να τον παρακολουθούν να την κοπανάει και να μην κάνουν τίποτε.Ο Φώτης λοιπόν, κουβάλησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς..
Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας την απαγάγει και ζεί μαζί της στο λημέρι του κλέβοντας τους περαστικούς και ότι άλλο έβρισκε πρόχειρο στα γύρω χωριά.Κάποια μέρα πήγε στα Σέρβια και τυχαία συνάντησε τον αστυνόμο Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος ήταν ο άνθρωπος που τον συνέλαβε και τον έχωσε φυλακή πριν τρία χρόνια.«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλιά του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα.» (μαρτυρία του αδερφού του.)
Κατά μια άλλη εκδοχή τον Σούλιο το σκότωσε υπερσπιζόμενος την τιμή μιας εξαδέλφης του ονόματι Μαρίας.Όπως και να έχει στα 1920 ο Φώτης Γιαγκούλας είναι διάσημος πια , με όλη την αστυνομία στο κατόπιν του και την αμοιβη για το κεφάλι του να εκτινάσεται από 20.000 στις 600.000 δραχμές ποσο αστρονομικό για την εποχή.Λέγεται πως πρίν φύγει από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του.Μετά από ένα χρόνο όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα .Τελικά ο καθένας απ' τους πέντε πήρε το μερτικό του. Σε μια νύχτα ο Γιαγκούλας αποκεφάλισε και τους πέντε.Στις ράχες του Ολύμπου ο ρωμαλέος και μοβόρος Γιαγκούλας φτιάχνει ευκαιριακές συμμορίες με άλλους του συναφιού. Τους Τζαμίτρα, Πάνο Μπαμπάνη και Λεωνίδα Μπαμπάνη και μοιράζεται την επικράτεια της Θεσσαλίας με τον διαβόητο ληστή Μήτρο Τζατζά.Στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω απο 20 φονικά.
Ο Γιαγκούλας αποκεφαλίζεται για την αρπαγή εξαδέλφων.
Η απαγωγή δύο νεαρών εξαδέλφων σήμανε το τέλος για τη συμμορία του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή που έδρασε τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ηταν ο μικρός Μήτσος Ράπτης και ο μεγαλύτερος Νίκος, φοιτητής της Ιατρικής, που οι ληστές είχαν αιχμαλωτίσει. Τους οδήγησαν στο λημέρι τους στον Ολυμπο, δεκατέσσερις ώρες δρόμο με τα πόδια από την Κατερίνη και οκτώ από τη Βροντού, στη θέση Κόκκαλα, πάνω από τη Κλεφτόβρυση.
Ο Γιαγκούλας είχε συντροφιά άλλους τρεις ληστές: τους αδελφούς Πάντο και Λεωνίδα Μπαμπάνη, και τον εξάδελφό τους, Κώστα Τσαμήτα. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ημέρα Κυριακή, τους εντόπισε ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από είκοσι τέσσερις χωροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες, που τους συνόδευε ως οδηγός ένας κτηνοτρόφος.
Οι ληστές ζητούσαν για την απελευθέρωση 3.000.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Προδίδονται όμως από το ληστή Αγριόκωτσο και περικυκλώνονται από καταδιωκτικό απόσπασμα 30 ανδρών.
Οι άνδρες του αποσπάσματος περικύκλωσαν τα μέλη της συμμορίας, που έτρεξαν να ταμπουρωθούν στο βάθος μιας γειτονικής ρεματιάς, που σε λίγο μεταβλήθηκε σε κόλαση φωτιάς.
Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, τα δύο εξαδέλφια προσπαθούν να λουφάξουν πίσω από βράχια και να μείνουν αλώβητα από τις σφαίρες. Ο Γιαγκούλας δεν θα αργήσει να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των χωροφυλάκων. Είχε προηγηθεί ο Τσαμήτας. Μία ώρα αργότερα θα ακολουθήσει ο Πάντος Μπαμπάνης.
Ο τελευταίος επιζών, Λεωνίδας Μπαμπάνης, δολοφονεί εν ψυχρώ τον Μήτσο Ράπτη, ένα παλικαράκι 12 χρόνων. Ο άλλος όμηρος, σε μια απελπισμένη προσπάθεια για τη σωτηρία του, ορμά πάνω στον σφαγέα και καταφέρνει να τον αφοπλίσει. Τελικά ο Λεωνίδας Μπαμπάνης είναι ο μόνος που συλαμβάνεται. (αργότερα δραπέτευσε και ξαναβγήκε στο κλαρί.)
Τα κεφάλια των σκοτωμένων θα εκτεθούν σε δημόσια θέα στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης και αργότερα μεταφέρθηκαν και μουμιοποιήθηκαν στο μουσειό Ιατροδικαστικής.
Ρετζαίοι - Οι Βασιλείς της Ηπείρου.


Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος γεννήθηκαν στο μικρό χωριό Ανώγι της Πρέβεζας το 1896 και το 1899, αντιστοίχως και ήταν τα δύο από τα πέντε παιδιά (τρία αγόρια και δύο κορίτσια) του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέ(ν)τζου. Την άνοιξη του 1909, ο κτηνοτρόφος πατέρας τους δολοφονήθηκε άγρια από τρεις ζωοκλέφτες, αλλά οι δράστες του εγκλήματος παρέμειναν, για αρκετά χρόνια, άγνωστοι. Τα χρόνια περνούν τα Γιάννενα ελευθερώνονται απο τους Τούρκους και ο Γιάννης πάει φαντάρος. Εκεί κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε ταδε και τάδε. Μια και δυό λοιπόν λιποτακτεί μαζί με τον οπλισμό του πάει στο χωριό βρίσκει τον μικρό αδερφό τον Θύμιο και πάνε να πάρουν εκδίκηση.Βγαίνουν λοιπόν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τους σκοτώνουν: επρόκειτο για τους Βασίλη Καρατζά, Κώστα Βέτσο και Βαγγέλη Παππά.
Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά.Το ρίχνουν στις ληστείες και στις απαγωγές . Τον Μάρτιο του 1917, μαζί με άλλους λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000 κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα.Μέρα με την μέρα ληστεία με την ληστεία το κύρος τους μεγαλώνει στα χωριά ανάμεσα στις περιοχές Πρεβέζης Αρτας και Ιωαννίνων. Μοίραζουν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους απονέμουν και "δικαιοσύνη" .Αυτό τους εξιδανικεύει στα μάτια των χωρικών.
Στα χρόνια εκείνα τα «κακοποιά στοιχεία» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο δρούσαν τελείως ανεξέλγκτα Το τότε κράτος δικαίου στην δίνη των πολέμων και των πολιτικών ανακατάξεων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην καταστολή.Ανδρες για αποσπάσματα δεν υπήρχαν και το μέτρο της επικήρυξης απο μόνο του δεν έφτανε.
Οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο (1924) που έλεγε ότι "Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρυγμένο, παίρνει αμνηστία".Όπως ήταν φυσικό έγινε χαμός μέγας .Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι "πούλησαν" στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών μικρότερης ικανότητας για την αμνηστεία και την άρση της επικύρηξης.
Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη ( συντρόφους τους ίσως ), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, και επειδή ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται αγοράζουν ένα αρχοντικό στη κεντρική πλατεία.Και βέβαια όταν έχεις χρήματα είναι όλοι φίλοι σου , η κοινωνία τους αποδέχεται και τους αποθεώνει.Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί.Αλλά όπως λέει και ο λαός "πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι". Σε κάποια στιγμή σε συνεργασία με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 9.

Ετσι στις οκτώ και μισή το πρωί της 13 Ιουνη του '26 στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων -Πρεβέζης, στη θέση Πέτρα η χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης ακινητοποιήται με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου και μέσα σε μια κόλαση πυρός σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν τα λεφτά και γίνονται μπουχός . Κάνουν όμως ένα λάθος. Νομίζουν για νεκρό τον φρουρό που καθόταν συνοδηγός . Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη».Ενα τέτοιο γεγονός όμως δεν μένει εντός των τοιχών της κοινωνίας των Ιωαννίνων. Ο τύπος των Αθηνών ωρύεται και τα πράγματα για τους Ρεντζαίους είναι ζόρικα. Φεύγουν πάραυτα για την Αλβανία .Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Βελιγράδι , Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας.Ο καιρός περνάει αλλά το γεγονός δεν ξεχνιέται και τον Νοέμβρη του 1928 συλλαμβάνονται στην Βουλγαρία και μπαίνουν σιδηροδέσμιοι στην Ελλάδα (λέγεται ότι τους πρόδωσε ο πεθερός του Γιάννη.) Στους σταθμούς του τρένου, πλήθος κόσμου συνέρρεε να δει από κοντά τους Ρεντζαίους μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα όπου πλήθος τους «υποδέχθηκε» στο σταθμό Λαρίσης και στις φυλακές Συγγρού.Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας για να περάσουν απο δίκη την «δίκη των δικών» όπως την ανέφερε ο τύπος της εποχής .Μεχρι την δίκη συμβαίνει ένα γεγονός που αγγίζει τα όρια του θρύλου.Οι Ρεντζαίοι, άγνωστο με ποιο τρόπο «ένα βράδυ βρέθηκαν έξω από τη φυλακή στο Βίδο, πήδηξαν σε μία βάρκα και με την απειλή μαχαιριού εξανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει απέναντι στην Αλβανία, διαφορετικά θα τον σκότωναν του είπαν.-Τραβάτε κουπιά ,τους είπε ο πονηρός βαρκάρης, αν θέλετε να φτάσουμε γρήγορα.Οι δυο Ρεντζαίοι που να ήξεραν από θάλασσα και κουπιά. Έτσι οι δυο λύκοι βρέθηκαν να τραβούν κουπιά το πρωί από τους λιμενικούς λίγο έξω από την Κέρκυρα. Ο πονηρός βαρκάρης κρυφά είχε καταφέρει να ρίξει την άγκυρα και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί, χωρίς να πάρουν χαμπάρι πως η βάρκα ήταν στο ίδιο σημείο. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια γύρισαν στα κελιά τους.»
Η δίκη γίνεται το 1929 και το κακουργοδικείο Κερκύρας αποφασίζει "είς θάνατον".Στις 5 Μαρτίου του 1930 τα ξημερώματα περνάνε στην σφαίρα του μύθου. Τα πτώματά του μένουν σε κοινή θέα μέχρι στις μία το μεσημέρι και μετά παραδίδονται στην μάνα τους.Λέγεται ότι τις τελευταίες στιγμές μπροστά στο απόσπασμα ο Θύμιος φώναξε «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!» άλλοι λένε ότι ζήτησε να τους πυροβολήσουν στο στήθος και όχι στο πρόσωπο και ο Γιάννης φώναξε «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!»
Η σφαγή στο Δήλεσι.
Ενα συνταρακτικό γεγονός για την Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών ήταν η σφαγή στο Δήλεσι. Πρόκειται για τη θανάτωση από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες ομάδας Αγγλων και Ιταλών περιηγητών, κατά τον Απρίλιο του 1870 στο Δήλεσι Αττικής. Ο αντίκτυπος που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Ιταλία ήταν τέτοιος που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαϊμη.
«….Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: “Στον τόπο !” που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη…» Με αυτόν τον υπέροχο τρόπο ο Εμπειρίκος στο έργο του «Ο Δρόμος» περιγράφει ανάγλυφα τα γεγονότα της εποχής,...
Ήταν άνοιξη του 1870 και η παλιά Ελλάδα πασχίζει να γίνει κράτος δικαίου.
Η ληστεία ήταν ένα καθημερινό γεγονός . Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι ληστές έφταναν μέχρι τις παρυφές της πόλης των Αθηνών. Είχαν γίνει προσπάθειες με κάποια επιτυχία να απομακρυνθούν τουλάχιστον, αλλά η Αττική ήταν ακόμα γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση . Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν μια χέρσα περιοχή και ότι εκεί που βρίσκεται το σημερινό αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» ήταν πυκνό δάσος με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα.
Μια ομάδα Ξένων Περιηγητών εκδράμει προς τον Μαραθώνα. Την ομάδα των περιηγητών αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγό του και την εξάχρονη κόρη τους, ο εγγονός του κόμη Γκρέι, Φρειδερίκος, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας Αλβέρτος ντε Μπόιλ. Τους συνόδευε ένας Ελληνας ξεναγός, ονόματι Αλέξανδρος Ανεμογιάννης. Για την ασφάλειά τους ταξίδευαν μαζί και τέσσερις χωροφύλακες.
Οι ταξιδιώτες έφτασαν στον προορισμό τους, που ήταν ο Μαραθώνας, και επισκέφθηκαν το πεδίο, όπου πραγματοποιήθηκε η περίφημη μάχη του 490 π.Χ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και φτάνοντας στο Πικέρμι, δέχτηκαν επίθεση από συμμορία περίπου 25 ατόμων, με επικεφαλής τους αδελφούς Τάκη και Χρήστο Αρβανιτάκη.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι δύο από τους τέσσερις χωροφύλακες. Η συμμορία, αφού λήστεψε τους ξένους επισκέπτες, τους αιχμαλώτισε και τους οδήγησε σε μια σπηλιά της Πεντέλης, που τότε ήταν πνιγμένη στα πεύκα. Κατόπιν άφησαν ελεύθερους τους δύο επιζήσαντες, αλλά βαριά τραυματισμένους χωροφύλακες, καθώς και τις γυναίκες της συντροφιάς. Τους άφησαν για να διαβιβάσουν τους όρους τους στην κυβέρνηση. Ζητούσαν το αστρονομικό για την εποχή εκείνη ποσό των 50.000 χρυσών λιρών και την παροχή αμνηστίας.
Η αγγλική πρεσβεία ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Ομως, ο Σκαρλάτος Σούτσος, υπουργός Στρατιωτικών, ήταν ανένδοτος.
Η απάντηση καθυστερούσε και αυτό εξόργισε τους ληστές. Η κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους κακοποιούς, οι οποίοι μαζί με τους ομήρους μετακινήθηκαν βορειότερα, προς τον Ωρωπό. Η διαπραγμάτευση για την αποχώρηση του αποσπάσματος ναυάγησε. Οι ληστές θανάτωσαν τέσσερις από τους αιχμαλώτους. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκότωσαν και δέκα στρατιώτες.
Οι ληστές κατάφεραν να διαφύγουν και συνελήφθησαν αργότερα. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε με λαιμητόμο που στήθηκε στο Πεδίον του Αρεως. Στο μεταξύ ξέσπασε σάλος στην Αγγλία και το Λονδίνο χαρακτήρισε την Ελλάδα ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Στην ίδια τη δίκη φάνηκε ο καταχθόνιος ρόλος που η Βρετανία είχε παίξει σε βάρος της Ελλάδας. Ως εγκέφαλος της απαγωγής φωτογραφήθηκε ο Φρανκ Νόελ, ένας Αγγλος τσιφλικάς με τεράστια κτηματική περιουσία στην ελληνική επικράτεια.
Ο Λήσταρχος  Νταβέλης
Ο Χρήστος Νταβέλης (πραγματικό όνομα Χρήστος Νάτσιος) ήταν περιβόητος ληστής της Αττικοβοιωτίας, ο οποίος έζησε τον 19ο αιώνα.
Γεννήθηκε στο Στύρι Βοιωτίας περί το 1832. Ανήκε σε οικογένεια κτηνοτρόφων, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο. Ο ίδιος εργάστηκε για πολύ λίγο ως γαλατάς και κατόπιν στράφηκε στη ληστεία. Σχημάτισε δική του ληστρική συμμορία, η οποία καταδυνάστευσε την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα. Ο Νταβέλης ηταν γαλατάς της Μονής Πετράκη... Εγινε ένα περιστατικό με εναν καλόγερο και τον διωξανε απο την Μονή. Μετα πηγε πισω στο χωριο του και δημιούργησε σχέση με την κορη του παπα του χωριού ,ομως ο παπας ειχε ταξει την κορη του σε εναν πλουσιο τσελινκα.Κάποια στιγμή ήρθε στο χωριο ενα στρατιωτικο αποσπασμα και εψαχνε εναν λιποτακτη με το επιθετο "Ναστος"..Ρωτησανε στο χωριο και ο τσελινκας τους κατεδειξε τον Νταβελη για να τον εκδικηθει. Ο Νταβελης λεγοτανε Νατσος και οχι Ναστος το ειπε στους στρατιώτες αλλα εκεινοι δεν τον πιστεψαν.. Πηγανε να τον συλλαβουν και αυτός στην προσπάθειά του να διαφύγει, σκώτωσε εναν στρατιωτη...Τελικα τους ξεφυγε και αναγκαστικα βγηκε στα βουνα..Σύντομα κατάφερε και εγινε αρχηγος μιας συμμοριας, και τοτε επέστρεψε στην μονη Πετράκη και τιμωρησε τον καλογερο που τον ειχε κατατρεξει,σαμαρωνοντας τον και γυρνωντας τον στα βουνα σαν γαιδαρο.
Αργοτερα επιασε φιλια με τον Γιαννη Μεγα,εναν παλιο ληστη,εκεινος του ανεθεσε να κλεψει και να του φερει μια ιταλιδα κομμισσα για αυτον,ο Νταβελης την εκλεψε αλλα ηταν τοσο ομορφη που έκανε σχέση μαζι της και δεν την πηγε στον Μεγα.Έτσι εκεινος τον μισησε και εγιναν ασπονδοι εχθροί. Κάποια στιγμή ο Νταβέλης ζητησε σε μονομαχια τον Μεγα.Ομως ενω δεχθηκε ο Μεγας πριν καν αρχησει η μονομαχια,απο ενα πυροβολισμο τραυτιζεται ελαφρα ο Νταβελης και πεφτει στο εδαφος θελοντας να δειξει οτι ηταν νεκρος.Τοτε ο Μεγας παει για να του παρει το κεφαλι και αμεσως ακουγεται μια φωνη: Ουτε ο Νταβελης στα βουνα,ουτε και ο Μεγας στα παλατια. Ηταν ο Νταβελης που αμεσως μετα βγαζει ενα πιστολι και πυροβολει τον Μεγα.Τοτε πεφτει και ο Μεγας κατω.Βγαζουν και οι δυο απο ενα μαχαιρι και αρχιζουν να σφαζονται μεταξυ τους...
Πολλα εχουν ακουστει για κρυφη σχεση του Νταβελη με την Δούκισσα της Πλακεντίας . Οι συναντησεις γινονταν μεσω των στοων του βουνου της Πεντελης.. Εξάλου στα κρησφύγετά του συγκαταλέγεται και το Σπήλαιο Νταβέλη ή Αμώμων Σπήλαιο, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά από την πλατεία Αγίας Τριάδας Πεντέλης. Η είσοδος του σπηλαίου είναι εντυπωσιακή. Στο κέντρο της αίθουσας υπάρχει λεκάνη συλλογής νερού και η αίθουσα καταλήγει σε βάραθρο.
Το 1855 επιτέθηκε σε Γάλλο αξιωματικό του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσσίας. Το επεισόδιο αυτό παρολίγον να οδηγήσει στην παράταση της κατοχής του Πειραιά. Και χάρη σ'αυτό πήρε τη φήμη εθνικού ήρωα σε σημείο που ο κόσμος στους δρόμους φώναζε «Ζήτω ο Νταβέλης!».
Ο Νταβέλης καταδιωκόταν για πολύ καιρό από στρατό και χωροφυλακή, ακόμη και στα βουνά και στα κρησφύγετα που κατέφευγε. Στις 12 Ιουλίου 1856 πολιορκήθηκε σε ένα τέτοιο κρησφύγετό του στο Ζεμενό, κοντά στο Δίστομο. Μαζί του μερικοί από τους πιο ξακουστούς ληστές της εποχής: Μπελούνιας, Ζαφείρης, Φουντούκης, Κουκουβίνος.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση είχε πληροφορίες πως ο Νταβέλης θα προχωρούσε σε απαγωγή «προσώπου επισήμου» και θα εκβίαζε το κράτος για τη χορήγηση αμνηστίας, πράγμα που ήταν πάγιο αίτημα όλων ανεξαιρέτως των ληστών. Ετσι με δυνάμεις της Χωροφυλακής άσκησε πίεση στη συμμορία, που κυνηγημένη άφησε την Αττική και πέρασε στη Βοιωτία.
Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους. Επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας. Ο θρύλος θέλει αυτόν τον αξιωματικό να είναι παλιός αδελφικός φίλος του Νταβέλη και πρωτοπαλίκαρό του σε παράτολμες επιδρομές. Ομως κατάφερε και πήρε αμνηστία, οπότε πέρασε στο στρατόπεδο των διωκτών του.
Το πρωί, πριν αρχίσει η μάχη, οι ληστές ζήτησαν καταφύγιο στη Μονή Ιερουσαλήμ, κοντά στη Χαιρώνεια. Εντοπίστηκαν από τους διώκτες τους και οχυρώθηκαν στο Ζεμενό.
Πολιορκήθηκαν στενά από τους άνδρες του αποσπάσματος. Αντεξαν ώσπου τους σώθηκαν τα πυρομαχικά. Τότε ο Μέγας έδωσε το σύνθημα της εφόδου και ρίχτηκε πρώτος στα ληστρικά ταμπούρια. Τον σκότωσαν με τα γιαταγάνια τους οι έτσι κι αλλιώς ξεγραμμένοι άνδρες του Νταβέλη.
Στρατιώτες και χωρικοί είχαν ακολουθήσει τον Μέγα και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας εξόντωσαν τη συμμορία. Μόνο ένας κατάφερε να διαφύγει, αλλά πιάστηκε σε λίγες μέρες στην Παρνασσίδα. Το κομμένο κεφάλι του Νταβέλη εκτέθηκε στην Πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα.
Ο λήσταρχος Μήτρος Τζατζάς.
Ο Τζατζάς, είναι ένας από τους πιο γνωστούς ληστές, που ταλαιπώρησε τη Θεσσαλία τα πρώτα σχεδόν 30 χρόνια του 20ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από την Κρανιά Ολύμπου. Στην δραπέτευσή του από το Γεντί-Κουλέ θα χρησιμοποιήσει μια ανοιχτή ομπρέλα. Την Πρωτομαγιά του 1928, έξω από τη Λάρισα θα αιχμαλωτίσει τους αδελφούς Κουκουμπάνη: ο ένας είναι διευθυντής των σιδηροδρόμων Πελοποννήσου.

Είναι όμως στις μέρες μας άγνωστο, ότι κατόρθωσε να συλλάβει όμηρο και να απαγάγει στα βουνά των Τρικάλων, το γερουσιαστή Σωτήριο Χατζηγάκη, παππού του σημερινού Α΄ αντιπροέδρου της Βουλής.Ήταν φθινόπωρο του 1929 και οι Τρικαλινοί παραθεριστές μάζευαν τα πράγματά τους για να κατεβούν στα πεδινά. Από τη μια χαλούσε άσχημα ο καιρός, από την άλλη κάποιοι ψίθυροι για ύποπτες κινήσεις στην περιοχή, έκανε τους Τρικαλινούς να θέλουν να εγκαταλείψουν γρήγορα τα ορεινά.Ήταν 9 Σεπτεμβρίου 1929, όταν ένα μεγάλο καραβάνι με περίπου 130 άτομα, μέλη πολλών οικογενειών, ξεκίνησε από το Περτούλι κατηφορίζοντας προς τα Τρίκαλα. Το καραβάνι συνόδευε και ένας ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής, ο Καραμπέτσος.Το πολυπληθές αυτό καραβάνι, τελικά έπεσε σε ενέδρα που είχε στήσει η ληστοσυμμορία του διαβόητου Τζατζά, στη θέση Τύρνα Περτουλίου. Όλοι συνελήφθησαν όμηροι, αλλά οι ληστές στην πραγματικότητα αναζητούσαν τα παιδιά του προύχοντα Αναστάσιου Αβέρωφ, το Μιχάλη και το Βαγγέλη, τον μετέπειτα υπουργό και αρχηγό της ΝΔ για να διεκδικήσουν λύτρα. Επειδή όμως δεν βρήκαν τα παιδιά του Αβέρωφ που δεν ταξίδεψαν γιατί είχαν κάνει τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατά του τύφου, κράτησαν το Μελέτη Σταματόπουλο, εγγονό του γερουσιαστή Χατζηγάκη και ορισμένους άλλους που τους θεωρούσαν πλούσιους.Τότε παρενέβη ο Χατζηγάκης λέγοντας ότι ο εγγονός του πάσχει δήθεν από επιληψία και θα τους δημιουργήσει προβλήματα. Προσφέρθηκε ο ίδιος να παραμείνει όμηρος αντί του εγγονού του. Ταυτόχρονα προσφέρθηκε ο γιατρός Κώστας Ζάχος να παραμείνει όμηρος για να απελευθερωθούν τα δυο παιδιά της χήρας Παπαϊωαννίδου, μέχρι ότου αυτή συγκεντρώσει τα λύτρα. Όμηροι κρατήθηκαν επίσης ο Αθανάσιος Μπαλιάκος και ο γιος του πιλοποιού Ραφτάκου, συνολικά πέντε άτομα.Η απαγωγή του γερουσιαστή και των άλλων συντάραξε το Πανελλήνιο και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο γερουσιαστής Χατζηγάκης με έντονη πολιτική δράση από το 1882, ήταν προσωπικότητα μεγάλου κύρους.Η αιχμαλωσία του συγκίνησε πολύ κόσμο και ιδιαίτερα η ηρωική πρωτοβουλία του να κρατηθεί αυτός ως όμηρος αντί του ανήλικου εγγονού του. Ο Τύπος ξεσπάθωσε κατά της ληστοκρατίας και πίεζε την κυβέρνηση να πάρει μέτρα.Τελικά η χήρα Παπαϊωανίδου κατόρθωσε να στείλει κρυφά τα λύτρα στους ληστές 250.000 δραχμές και να αποκτήσει ελευθερία κινήσεων ο γιατρός Ζάχος, που επιπλέον νοσήλευσε και τον Τζατζά, αλλά η συγκέντρωση των λύτρων για το γερουσιαστή Χατζηγάκη καθυστερούσε. Οι ληστές απαιτούσαν 400.000 δραχμές, αλλά συγκεντρώθηκαν μόνο 250.000. Η ζωή των ομήρων κινδύνευε, ενώ η κατάσταση του υπερήλικα Χατζηγάκη χειροτέρευε γιατί έπασχε από προστάτη. Οι διαπραγματεύσεις για την συλλογή των χρημάτων, κρατούσαν πολύ και ίσως αυτό, υπήρξε σωτήριο για τους ομήρους.Ο κλοιός των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γίνονταν μέρα με τη μέρα πιο ασφυκτικός. Τελικά τη δέκατη μέρα της αιχμαλωσίας ο γιατρός Ζάχος που ανεβοκατέβαινε στα λημέρια των ληστών συνέστησε στο Τζατζά να αφήσει ελεύθερους τους ομήρους μια και ο ασθενής Χατζηγάκης δεν μπορούσε να μετακινηθεί εύκολα και να διαφύγει με την ομάδα του από ασφαλές πέρασμα. Ο Τζατζάς πείσθηκε από τον Κώστα Ζάχο και άφησε ελεύθερους τους ομήρους, ενώ ο ίδιος διέφυγε προς την περιοχή Περλιάγκο, τη σημερινή Γλυκομηλιά.Οι απελευθερωμένοι όμηροι, το απόγευμα της ίδια μέρας κατάκοποι, κατόρθωσαν να φτάσουν στα Τρίκαλα όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους.Η περιπέτεια όμως του γερουσιαστή Χατζηγάκη, ήταν η αφετηρία λήψης αποφασιστικών μέτρων για να χτυπηθεί η ληστοκρατία, που τόσο πολύ είχε ταλαιπωρήσει όλη την Ελλάδα και τη διέσυρε διεθνώς ως ληστοκρατούμενη χώρα. Η συμμορία του Τζατζά εξοντώθηκε στις 23 Μαρτίου 1930, όταν περικυκλώθηκε από 15 άνδρες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων στη θέση Παλαιοκαρυά, κοντά στην Ελάτεια.Ο γερουσιαστής Χατζηγάκης πέθανε πλήρης ημερών.