25/6/09

Οι «βασιλείς των ορέων»...

Το φαινόμενο της «ληστοκρατίας» κράτησε ένα ολόκληρο αιώνα στη χώρα μας (που φυσικά δεν έχει και το μονοπώλιο σε παρόμοιες καταστάσεις). Συνδέεται με την εξελικτική πορεία του νεοελληνικού αστικού κράτους γνωρίζοντας περιόδους ύφεσης και έξαρσης που σχετίζονται με συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα κοινωνικές αλλά και εθνικές εξελίξεις. Μελετητές του φαινομένου, σχηματικά χωρίζουν τη «ληστοκρατία» στις παρακάτω περιόδους: α)1835-1870 (συμπίπτει με τη βασιλεία του Όθωνα) όπου έχουμε την εμφάνιση και τηνέξαρση του φαινομένου. β)1870-1920 την παγίωση του (συνδέεται με την ανάπτυξη των εδαφών της χώρας μας καθώς την παγίωση του αστικού καθεστώτος, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, το «εθνικό διχασμό» κ.α)
και γ) την περίοδο 1921-1936 (με την καθοριστική σφραγίδα της Μικρασιατικής καταστροφής) με την εκ νέου έξαρση και την εξάλειψή της.
Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως και στο φαινόμενο αυτό υπήρχε αντιστροφή των εννοιών με προφανή στόχο την συσκότιση του φαινομένου και τη συκοφάντηση των πρωταγωνιστών του. Έτσι οι αγωνιστές της επανάστασης του ’21 (οι αντίθετοι με τους τούρκους αλλά και τους κοτσαμπάσηδες) ονομάστηκαν «κλέφτες». Στη συνέχεια κυρίως στην περίοδο της «Βαυαροκρατίας» όσοι δεν συμφωνούσαν με την επίσημη πολιτική των κοτσαμπάσηδων και της τότε ανερχόμενης άρχουσας αστικής τάξης και έβγαιναν στο «κλαρί» χαρακτηριζόταν συλλήβδην σε «ληστές» και «ρέμπελοι» ενώ η λέξη επανάσταση εξοστρακιζόταν. Ας μην ξεχνάμε πως το καθεστώς της αντιβασιλείας επικήρυξε το 1834 ως «ληστές» τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη και αργότερα τους φυλάκισε και τους δίκασε ως εγκληματίες κατά του καθεστώτος. Εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει η προσέγγιση του Hobsbawm που χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνικός ληστής» που τον διαφοροποιεί από τον κοινό ληστή. «Αυτό που έχει σημασία σχετικά με τους κοινωνικούς ληστές είναι ότι είναι χωρικοί που ζουν στην παρανομία, τους οποίους ο αφέντης και το κράτος θεωρούν εγκληματίες, αλλά που παραμένουν στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας και θεωρούνται από τους χωρικούς ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, πολεμιστές της ελευθερίας, ακόμη και αρχηγοί απελευθερωτικών αγώνων και οπωσδήποτε άνδρες που αξίζουν το θαυμασμό και την υποστήριξη τους» (Bandits). Όσο όμως απομακρυνόμαστε από το 1821 τα χαρακτηριστικά αυτά συχνά ξεθωριάζουν και επομένως η διαφοροποίηση των «κοινωνικών» από τους «κοινούς» ληστές γίνεται δύσκολη ή και αυθαίρετη όπως παραδέχεται ο ίδιος. Η γέννηση της «ληστοκρατίας» (συμβατική και όχι ουσιαστική ονομασία) συνδέεται άμεσα με τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης του ’21 ήταν ότι αυτή είχε ως αποτέλεσμα αφενός την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, υπό τη κηδεμονία των τότε Μεγάλων Δυνάμεων και αφετέρου σε κοινωνικό επίπεδο άφησε άλυτα βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως αυτό της γης διατηρώντας ταπρονόμια των κοτσαμπάσηδων και τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην αγροτική οικονομία. Ο κυβερνήτης Καποδίστριας το 1827 παρά την προσπάθεια διοργάνωσης του ελληνικού κράτους στάθηκε ανίκανος να λύσει το καίριο πρόβλημα της εποχής, τη διανομή δηλαδή στους εξαθλιωμένους αγρότες των λεγόμενων εθνικών γαιών που άνηκαν στους Τούρκους μπέηδες. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος αυτών (πάνω από το μισό του καλλιεργήσιμου εδάφους της χώρας) πέρασε στα χέρια των προκρίτων, ενώ το 80% των αγροτών έμειναν ακτήμονες όπως στη τουρκική κατοχή, εξαρτημένοι από τους πρόκριτους, πλούσιους γαιοκτήμονες κι εκμισθωτές των φόρων.Η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα επιδεινώνεται με τον ερχομό του Όθωνα και τη δημιουργία μοναρχικού κράτους υπό τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε οικονομικό επίπεδο έχουμε δύο χαρακτηριστικά. Αφενός την εφαρμογή φορολογικού συστήματος που δεν διέφερε από το αντίστοιχο της τουρκοκρατίας και σε ορισμένα ζητήματα ήταν και χειρότερο. Έτσι είχαμε την δεκάτη πάνω στην αγροτική παραγωγή και την επικαρπία στα εθνικά κτήματα. Οι δύο αυτοί άμεσοι φόροι ξεπερνούσαν το 25%. Αφετέρου παραμένει άλυτο το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Από τα 721.000 εκτάρια των εθνικών γαιών μόνο τα 28.000 παραχωρήθηκαν μέχρι το 1856 έναντι ετήσιας εξόφλησης, ενώ μεγάλο μέρους τους περίπου 300.000 εκτάρια έγιναν αντικείμενο σφετερισμού από τους ισχυρούς της εποχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 80% των αγροτών (πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού) να μην έχει ιδιοκτησία, ενώ οι υπόλοιποι να διαθέτουν από 1/2 - 1 εκτάριο στις ορεινές περιοχές και 5-20 εκτάρια στις πεδιάδες. Σε νομικό επίπεδο ο αυταρχισμός της διακυβέρνησης δένεται με την κατάργηση των στοιχειωδών δημοτικών ελευθεριών και την εφαρμογή του «βυζαντινού δικαίου» (1835), που ουσιαστικά αποτελούσε την εφαρμογή του ρωμαϊκού δικαίου όπως αυτό λειτουργούσε στη Γερμανία. Ξεχωριστή απόφαση που συνέβαλλε μαζί με όλα τα παραπάνω στο φαινόμενο της «ληστοκρατίας» ήταν η αντιμετώπιση του στρατιωτικού ζητήματος από την Αντιβασιλεία. Η Αντιβασιλεία έλυσε το πρόβλημα αυτό με πνεύμα στρατιωτικής κατοχής σε ξένη χώρα, απολύοντας όλα τα ελληνικά στρατεύματα και αντικαθιστώντας τα μ’ ένα εθελοντικό σώμα στρατολογημένο στη Βαυαρία με γερό μισθό. Μόνο μία δύναμη 1.000 ελλήνων στρατιωτών μπορούσε να μπει στο νέο στρατό και στη χωροφυλακή. Τα μέτρα αυτά άφησαν χωρίς πόρους ζωής περίπου 10.000 παλιούς αγωνιστές του πολέμου της Ανεξαρτησίας που μάλιστα πολλοί από αυτούς προερχόταν από περιοχές που είχαν μείνει έξω από το ελληνικό κράτος. Κοντά σ’ αυτά θα πρέπει ως αιτίες να προστεθούν και άλλες αδικίες όπως ο κομματισμός, ο χρηματισμός των δημοτικών αρχόντων, το διοικητικό χάος και η υποχρεωτική τετραετής θητεία με το σύστημα των «κληρουχιών» καθώς και η γενικευμένη ζωοκλοπή και η βεντέτα που ανάγκαζε τους «φυγόδικους» να καταφύγουν στα βουνά. Ταυτόχρονα θα πρέπει να τονιστεί πως με κάθε νεοαπελευθερωμένο έδαφος η ληστοκρατία άνθιζε και απλωνόταν κι’ αυτή. Οι λεγόμενοι «ιππότες των ορέων» στην Ελλάδας ήταν κατά πλειοψηφία τους χωρικοί (αγρότες-κτηνοτρόφοι) που η κοινωνική αδικία με βάση τη δική τους αντίληψη, τους ανάγκαζε να βγουν στο κλαρί. Στη βία αντιτάσσανε τη βία. Ήταν τηρουμένων των αναλογιών οι συνεχιστές της κλεφτουριάς της προεπαναστατικής περιόδου και ορισμένοι από αυτούς είχαν συμμετάσχει και στον αγώνα για την Ανεξαρτησία. Ορισμένα χαρακτηριστικά της δράσης τους είναι γεγονός πως οι ληστές είχαν δικούς τους άγραφους νόμους και κώδικες τιμής που τους κρατούσαν απαραβίαστους. Είχαν δηλαδή μπέσα (που συμπεριλάμβανε ορισμένες φορές και τους διώκτες τους χωροφύλακες), λεβεντιά, ηρωισμό και θάρρος και μπροστά στο θάνατο. Μισήθηκαν θανάσιμα κυρίως από την καθεστηκυία τάξη (που εκπρόσωποι της όμως αξιοποίησαν το φαινόμενο αυτό και για ίδιο όφελος-πολιτικοί εκβιασμοί αλλά για τη λήψη μέτρων σε βάρος κάθε «ενοχλητικού»), αλλά αγαπήθηκαν από μεγάλο μέρος του λαού που έβλεπε σ’ αυτούς τους απροσκύνητους, τους εκδικητές των χαμένων τους ονείρων.
Σε δημοσίευματα σχετικά με τον «Κώδικα Τιμής» και ανάμεσα στα 16 άρθρα του αναφέρεται: «Εάν τις των ληστών παρέχει υπονοίας επιβουλής κατά της ζωής συναδέλφων του τιμωρείται με θάνατον» (10), «Να μην πλησιάζωσι γυναίκας» (16), «Να απαγάγωσι αιχμαλώτους τους πλουσίους και ζητώσι παρ’ αυτών τόσα λύτρα όσα ήσαν δυνατόν να δώσωσιν, χωρίς να χειροτερεύωσι την κοινωνικήν των θέσιν, εξερχόμενοι της αιχμαλωσίας» (3), «Να σέβωνται τους κομιστάς των λύτρων και να δίδωσι αυτοίς μετά το πέρας της παραβολής των λύτρων δώρα χρηματικά»(8). Οι περισσότεροι συμπεριφερόταν σε μεγάλο βαθμό ως σύγχρονοι «Ρομπέν των Δασών». Πολλές πράξεις τους υπήρξαν ευγενικές, τίμιες, δίκαιες. Σχολεία, εκκλησίες επισκευάστηκαν με τα χρήματα που έδωσαν απλόχερα, ενώ νέες προικίστηκαν. Συχνά όχι μόνο μοίραζαν κλοπιμαία σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους αλλά απένειμαν και δικαιοσύνη: αν κάποιος π.χ έλεγε πως θα παντρευτεί καμία και δεν το έκανε λάβαινε ένα προειδοποιητικό γράμμα για να το ξανασκεφτεί!
Ήταν οργανωμένοι σε ομάδες 10-20 ατόμων που συνήθως ενωνόταν και με συγγενικούς δεσμούς. Γύρω φυσικά από τη «συμμορία» υπήρχαν διάφοροι «δορυφόροι» όπως πληροφο-ριοδότες, τροφοδότες, κλεπταποδόχοι και φίλοι. Στην υπάρχουσα ιεραρχία διακρινόταν ο καπετάνιος ή λήσταρχος, το «πρωτοπαλλήκαρο», οι απλοί ληστές και τα «τσιράκια». Συχνά ο καπετάνιος συναποφάσιζε με τους παλιούς ληστές για σοβαρά ζητήματα, ενώ η μοιρασιά είχε και αυτή την ιεραρχία της (π.χ ο καπετάνιος έπαιρνε το 1/10, οι παλιοί το 1/3 κ.α). Η πειθαρχία στις αποφάσεις ήταν απαράβατη και κάθε παράβαση σήμαινε θάνατο ή ακρωτηριασμό. Η σκληρότητα στην «τιμωρία» προς τους «εχθρούς» είτε επειδή τους πρόδωσαν, είτε επειδή τους φέρθηκαν άπιστα αλλά και προς τα θύματα τους αν δεν κατέβαλαν οι δικοί τους τα λύτρα ή προσπαθούσαν να δραπετεύσουν ήταν φρικιαστική. Συνήθως δρούσαν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ενώ το υπόλοιπο διάστημα λούφαζαν ή παριστάνοντας τους εμπόρους έφθαναν μέχρι και τη Ρουμανία. Τα καλύτερα κρησφύγετά τους υπήρξαν τα μοναστήρια. Σε μοναστήρι του Ολύμπου ξεκουραζόταν ο Γιαγκούλας και μοναχοί φρόντιζαν και υπέθαλπαν τους συνεργάτες του τον Μπαμπάνη και Μπλαντέμη.
Οι επιθέσεις τους είχαν ως χαρακτήρα τη ληστεία- λεηλασία περιουσιακών στοιχείων («δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω για την οικογένεια τους και το εαυτόν τους» Φ. ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ), την απαγωγή προσώπων για λύτρα, την επίθεση για εκφοβισμό -τρομοκράτηση αντιπάλων συγκεκριμένου πολιτικού, ορισμένες φορές είχε και εθνικό χρώμα (π.χ αιχμαλωσία του Μπερτώ γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής από τον Νταβέλη) ή και ως μέσο εκβιασμού στο κράτος να δώσει αμνηστία. Στην εμφάνιση τους δεν ήταν «αγριάνθρωποι» όπως ήθελαν να τους εμφανίσουν, αντίθετα ορισμένοι ήταν ονομαστής ομορφιάς (π.χ Γιαγκούλας). Ξεχώριζαν για το ότι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί (ασημοκαπνισμένα ντουφέκια, τεράστια σπαθιά, μικρά εγχειρίδια, πιστόλια) αλλά και για την φουστανέλα που φορούσαν καθώς και για τα ασημικά και χρυσά που συμπλήρωναν την επιβλητική τους εμφάνιση. Μαλλιά ή γένια άφηναν κατά περίσταση, ενώστο κεφάλι φορούσαν συνήθως μαυρομάντηλο όπως π.χ οι πειρατές. Το οξυμένο πρόβλημα της υπόδησης αντιμετωπιζόταν με το κουβάλημα των απαραίτητων «πετσωμάτων» (σόλες για τα γουρουνοτσάρουχα).Οι γυναίκες αποτελούσαν ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή τους και συχνά αιτία για να «βγουν στο κλαρί». Αρκετοί ήταν αυτοί που συναντούσαν τις ερωμένες τους στα φαράγγια της υπαίθρου αλλά και στα σπίτια τους στα χωριά. Τα ειδύλλια τους έγιναν τραγούδια. Οι περισσότεροι ήταν άγαμοι αλλά σίγουρα γενναιόδωροι σε χήρες, ορφανά, ανύπαντρες κοπέλες. Φυσικά υπήρχαν και γυναίκες λησταρχίνες όπως η περίφημη-πανέμορφη Μαρία Πενταγιώτισσα. Ο βιασμός γυναίκας ήταν απαράδεκτος από ληστές.Κανείς τους σχεδόν δεν είχε προσωπική περιουσία. Όποια διέθεταν την κουβαλούσαν μαζί τους κατάσαρκα ή την έκρυβαν σε μέρη που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Τα λεφτά που διέθεταν στο μεγαλύτερο τους μέρος πήγαιναν σε ληστοτρόφους, πληροφοριοδότες και κουμπάρους. Συχνά αισθανόταν την ανάγκη να δικαιολογούν τις πράξεις τους . Ο Φ. Γιαγκούλας άφηνε στο θύμα του ένα επεξηγηματικό κείμενο γραμμένο μάλιστα και σφραγισμένο που το έλεγε «ψυχοχάρτι».
Οι κυβερνήσεις όλο αυτό το διάστημα με διάφορα νομοθετήματα, καθώς και με καλύτερη οργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών (π.χ δημιουργία χωροφυλακής 1833, αναδιάρθρωση του στρατού κ.α) επιχείρησε να αντιμετωπίσειτο φαινόμενο. Έτσι για παράδειγμα ήδη από τις 28 Απριλίου το 1836 έθεσε σε ισχύ τον νόμο περί αμνηστίας αλλά εξαιρούσε 16 περιβόητους λήσταρχους. Το φαινόμενο των ληστειών με αυτό το νόμο περιορίσθηκε σχετικά. Από το 1845 όμως η πολιτική διαφθορά που επικρατούσε στη χώρα μας ,(με την συμβολή της Αντιπολίτευσης που ήθελε να κτυπήσει τη Κυβέρνηση) ενθάρρυνε και δημιούργησε νέες συμμορίες. Η Κυβέρνηση τότε βρέθηκε μπροστά σε μία χαώδη κατάσταση κυρίως στην ύπαιθρο. Με το νόμο ΤΟΔ της 27 Φεβρουαρίου 1871,περί καταδιώξεως της ληστείας έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο της επικήρυξης των ληστών και της εκτόπισης όλων όσων τους υπέθαλπαν και τους πρόσφεραν κάλυψη. Οι επικηρύξεις έφταναν σε μυθικά ποσά. Ο Φώτης Γιαγκούλας είχε επικηρυχτεί τρεις φορές και το 1925 το ποσό είχε φτάσει τις 600.000 δρχ. Παρά τις δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά.
Στον 20 αιώνα από νομικής άποψης ξεχωρίζουν: Το νομοθετικά διάταγμα για την ίδρυση στις πρωτεύουσες κάθε νομού «Επιτροπής επί της Δημοσίας Ασφαλείας» (21/4/1924) με σκοπό την «τελεία αποκατάσταση της δημοσίας ασφαλείας και τάξεως» καθώς και το Νομοθετικό Διάταγμα «Περί αμνηστίας ληστών φονευόντων ληστήν κ.λπ.» (14/11/25). Εδώ να τονίσουμε πως τα μέτρα αυτά (π.χ εκτόπιση, επι-κήρυξη) χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια (και με προσθήκες) στους άλλους «εχθρούς του κοινωνικού καθεστώτος», αριστερούς, κομμουνιστές κ.α. οδηγώντας τους στις φυλακές και στους τόπους της εξορίας. Οι ποινές για τη ληστεία διακρινόταν σε αποζημιώσεις, φυλακίσεις αλλά και θάνατο με αποκεφαλισμό με την εισαγωγή της λαιμητόμου από τους Βαυαρούς. Ο αποκεφαλισμός να θυμίσουμε πως χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα της περίοδο της τουρκοκρατίας. Συχνά μάλιστα μετά από συμπλοκές τα καταδιωκτικά αποσπάσματα έκοβαν το κεφάλια των ληστών και τα έθεταν σε κοινή θέα (όπως έγινε και με τα κεφάλια των Γιαγκούλα-Μπαμπάνη και Τσαμήτρα στον σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης το 1925). «Συνήθεια» που εφαρμόστηκε και την περίοδο του εμφυλίου από τους ΜΑΥδες (να θυμίσουμε το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη και του συντρόφου Τζαβέλα σε κοινή θέα στους φανο στάτες των Τρικάλων)…Το φαινόμενο της «ληστοκρατείας» τερματίστηκε από την οργάνωση και την πυγμή του αστικού κράτους κατά την περίοδο του Ε. Βενιζέλου. Οι εναπομείναντες ληστές κατά την περίοδο της Κατοχής σε μεγάλο βαθμό εντάσ σονται στις ένοπλες ομάδες της Εθνικής Αντίστασης (ΕΛΑΣ π.χ Νάκος Μπελής) βρίσκοντας εκεί ηρωισμό, λεβεντιά και συντροφικότητα στο αγώνα για το δίκιο και την κοινωνική απελευθέρωση, ενώ ορισμένοι έρχονται σε σύγκρουση και τιμωρούνται.
«Οι λήσταρχοι Λαφαζάνης, Κακαράπης, Νταβέλης, Τσουλής και Παπακυριακόπουλος, Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Ρετζαίοι, Τζατζάς, Κουμπαίοι, Δικαιόπουλος, Μουσακή - Γκέκας, Αρβανιτάκηδες, Πενταγιώτισσα, Τζακιτζής κ.λ.π. δεν ήταν παρά φιλήσυχοι καθημερινοί άνθρωποι, ίσως κάπως θερμόαιμοι, που αναγκάστηκαν να γίνουν θηριάκια για να αντιμετωπίσουν την μυριαπλάσια δύναμη ενός άλλου θηριωδέστερου αντιπάλου που τους έλαχε να στραφεί εναντίον τους: ο αιώνιος κρυφός προστάτης - καταπιεστής του ανθρώπου: το κράτος» γράφει ο Κυριάκος Κ. Κάσσης.
Η δράση.
Οι «βασιλείς των ορέων», όπως αποκάλεσε ο Αμπού Εντμόντ τους λήσταρχους, κυριάρχησαν στην ελληνική ύπαιθρο περισσότερο από έναν αιώνα. Μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης εξαφανίστηκε η ληστοκρατία.
Οι ληστές στο μεγαλύτερό τους μέρος κολυμπούσαν στο έγκλημα. Ο ερευνητής Δημήτρης Χαλατσάς σπεύδει να διευκρινίσει:
«Οταν λέμε έγκλημα δεν εννοούμε μόνο τη ζωοκλοπή ή τη λιποταξία ή την απαγωγή ή ακόμα την καθαυτό ληστεία με λύτρα, αλλά κυρίως την ανθρωποκτονία, τον φόνο. Οι βασικοί εκπρόσωποι της ληστοκρατίας στα χρόνια εκείνα, έξω από τα άλλα, βαρύνονταν κυρίως με ανθρωποκτονίες, που τις περισσότερες φορές δεν είναι απλώς φονικά, αλλά αποτρόπαια και ειδεχθή, στυγερά κακουργήματα, που φτάνουν έως τη θηριωδία».
Οι ληστές στήνουν το καρτέρι τους σε κλειστό τόπο (κλεισούρα) ή σε μονοπεράσματα (σύρτες). Τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι κάνουν την επιχείρηση. Ο αρχηγός με τους υπόλοιπους λουφάζουν κάπου κοντά με στημένα καραούλια.
Οταν εμφανιστεί το θύμα βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπο με τα προτεταμένα όπλα και τις φωνές των κλεφτών: «Ψηλά τα χέρια! Μην κουνηθεί κανένας! Στον τόπο!». Οποιος τολμήσει και αντισταθεί χάνει τη ζωή του επιτόπου.
Η τακτική.
Η ομάδα κρούσης αφαιρεί από τον συλληφθέντα τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα. Αυτά τα κρατά για λογαριασμό της. Δεν έχει μερίδιο ούτε ο αρχισυμμορίτης ούτε οι άλλοι σύντροφοί του. Ο αιχμάλωτος οδηγείται στον αρχιληστή, που ορίζει το ποσό των λύτρων για την εξαγορά, ποιοι θα το φέρουν, πώς και πού.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι όμηροι θεωρούνται ιερό πράγμα και τυγχάνουν περιποίησης από τη συμμορία. Σε περίπτωση μετακίνησης συχνά του δένουν τα μάτια για να μην ξέρει πού βρίσκεται και πού πάει. Η προσκόμιση της εξαγοράς γίνεται από δαιδαλώδη δρόμο για ασφάλεια.
Οι ληστές ορίζουν όποιος θα φέρει την εξαγορά να ακολουθήσει για ώρα μια συγκεκριμένη διαδρομή πολλών χιλιομέτρων και δύσβατη. Σε κάποιο άγνωστο σημείο θα βγουν και θα πάρουν τα λύτρα. Αλλοτε πάλι διατάσσουν τους συγγενείς να αφήσουν τα χρήματα σε κάποιο δύσβατο σημείο και να εξαφανιστούν.
Με την είσπραξη των λύτρων ο όμηρος αφήνεται ελεύθερος. Σε αυτό το θέμα ο λόγος τους είναι συμβόλαιο. Αν δεν αποδοθεί η εξαγορά ή αν ειδοποιηθεί η Χωροφυλακή και εμφανιστεί καταδιωκτικό απόσπασμα, ο κρατούμενος κατακρεουργείται.
Η Παπαλάμπραινα.
Το δημοφιλές τσάμικο «Παπαλάμπραινα» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν το 1860 στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας.
Εφημέριος του χωριού ήταν ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας. Ενας συγχωριανός του έφερε κρυφά από τη γειτονική Αρκαδία σαράντα ληστές για να του πάρουν ό,τι πολύτιμο μπορούσε να είχε στο σπίτι, αλλά και να του απαγάγουν την κόρη του, την Παναγιώτα. Οι ληστές κρύφτηκαν στο δάσος, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού. Δύο απ αυτούς προχώρησαν προς το σπίτι του ιερέα. Προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να αγοράσουν το βόδι, που πουλούσε ο παπάς. Πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Ο παπα-Λάμπρος προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει.
Οταν όλοι κοιμήθηκαν, ένας από τους μουσαφίρηδες βγήκε αθόρυβα έξω και έτρεξε να ειδοποιήσει τους κρυμμένους στο δάσος. Δεν άργησε το σπίτι να γεμίσει ληστές, που έψαχναν για λεφτά και χρυσαφικά.
Κάποια στιγμή η Παναγιώτα κατάφερε να ξεφύγει από την επιτήρηση των ληστών και χρησιμοποιώντας τη σκάλα βγήκε στο κατώγι. Με ουρλιαχτά άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα εξαδέλφια της Γιώργη και Κώστα Ζέρβα.
Ολόκληρο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Οι άντρες αρπάξανε τους γκράδες τους κι άρχισαν να πυροβολούν προς πάσα κατεύθυνση. Οι ληστές πανικόβλητοι έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι. Ενας δικός τους τραυματίστηκε θανάσιμα και τον έθαψαν στη θέση Χίλια Χωριά.
Αυτή, λοιπόν, η Παναγιώτα ήταν «η λυγερή» του δημοτικού τραγουδιού, που «φώναξε και τους κλέφτες τους ετρόμαξε».
Ο Φώτης Γιαγκούλας.


Ο Φώτης γεννήθηκε στα 1900 στο χωριό Λιβαδερό του νομού Κοζάνης. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή.Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που η ζωοκλοπή ανθούσε, όταν ο Φωτης κατηγορήθηκε από συγχωριανούς του ότι χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή και υπαίτειος ήταν αυτός .Ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώος (ποιος ξέρει ?) αλλά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και με κάποια χρήματα που έδωσε αποφυλακίστηκε .Δεν ξαναγύρισε στο χωριό και πήρε τον «κακό τον δρόμο».
Ένα χρόνο μετά ένας φίλος του Γιαγκούλα αγαπούσε μια κοπέλα από τον Πολύραχο αλλά ενώ το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο.Ο Γιαγκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου.Ένα τέτοιο γεγονός στις κλειστές κοινωνίες δεν μένει κρυφό. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και ένα μήνα αργότερα περικύκλωσε το κονάκι που κρύβοταν και τον συλλαμβάνει για δεύτερη φορά.
Τον πήγανε στις φυλακές της Αίγινας και εκεί παρεμεινε δύο χρόνια μετά ίσως γιατί θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία ξεκίνησαν να τον πάνε σιδηροδέσμιο στο Γεντι Κουλέ .Λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας ξέφυγε από τη επιτήρηση και πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες έμειναν να τον παρακολουθούν να την κοπανάει και να μην κάνουν τίποτε.Ο Φώτης λοιπόν, κουβάλησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς..
Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας την απαγάγει και ζεί μαζί της στο λημέρι του κλέβοντας τους περαστικούς και ότι άλλο έβρισκε πρόχειρο στα γύρω χωριά.Κάποια μέρα πήγε στα Σέρβια και τυχαία συνάντησε τον αστυνόμο Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος ήταν ο άνθρωπος που τον συνέλαβε και τον έχωσε φυλακή πριν τρία χρόνια.«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλιά του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα.» (μαρτυρία του αδερφού του.)
Κατά μια άλλη εκδοχή τον Σούλιο το σκότωσε υπερσπιζόμενος την τιμή μιας εξαδέλφης του ονόματι Μαρίας.Όπως και να έχει στα 1920 ο Φώτης Γιαγκούλας είναι διάσημος πια , με όλη την αστυνομία στο κατόπιν του και την αμοιβη για το κεφάλι του να εκτινάσεται από 20.000 στις 600.000 δραχμές ποσο αστρονομικό για την εποχή.Λέγεται πως πρίν φύγει από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του.Μετά από ένα χρόνο όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα .Τελικά ο καθένας απ' τους πέντε πήρε το μερτικό του. Σε μια νύχτα ο Γιαγκούλας αποκεφάλισε και τους πέντε.Στις ράχες του Ολύμπου ο ρωμαλέος και μοβόρος Γιαγκούλας φτιάχνει ευκαιριακές συμμορίες με άλλους του συναφιού. Τους Τζαμίτρα, Πάνο Μπαμπάνη και Λεωνίδα Μπαμπάνη και μοιράζεται την επικράτεια της Θεσσαλίας με τον διαβόητο ληστή Μήτρο Τζατζά.Στο ενεργητικό του Γιαγκούλα καταχωρούνται πάνω απο 20 φονικά.
Ο Γιαγκούλας αποκεφαλίζεται για την αρπαγή εξαδέλφων.
Η απαγωγή δύο νεαρών εξαδέλφων σήμανε το τέλος για τη συμμορία του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή που έδρασε τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ηταν ο μικρός Μήτσος Ράπτης και ο μεγαλύτερος Νίκος, φοιτητής της Ιατρικής, που οι ληστές είχαν αιχμαλωτίσει. Τους οδήγησαν στο λημέρι τους στον Ολυμπο, δεκατέσσερις ώρες δρόμο με τα πόδια από την Κατερίνη και οκτώ από τη Βροντού, στη θέση Κόκκαλα, πάνω από τη Κλεφτόβρυση.
Ο Γιαγκούλας είχε συντροφιά άλλους τρεις ληστές: τους αδελφούς Πάντο και Λεωνίδα Μπαμπάνη, και τον εξάδελφό τους, Κώστα Τσαμήτα. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ημέρα Κυριακή, τους εντόπισε ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από είκοσι τέσσερις χωροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες, που τους συνόδευε ως οδηγός ένας κτηνοτρόφος.
Οι ληστές ζητούσαν για την απελευθέρωση 3.000.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Προδίδονται όμως από το ληστή Αγριόκωτσο και περικυκλώνονται από καταδιωκτικό απόσπασμα 30 ανδρών.
Οι άνδρες του αποσπάσματος περικύκλωσαν τα μέλη της συμμορίας, που έτρεξαν να ταμπουρωθούν στο βάθος μιας γειτονικής ρεματιάς, που σε λίγο μεταβλήθηκε σε κόλαση φωτιάς.
Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, τα δύο εξαδέλφια προσπαθούν να λουφάξουν πίσω από βράχια και να μείνουν αλώβητα από τις σφαίρες. Ο Γιαγκούλας δεν θα αργήσει να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των χωροφυλάκων. Είχε προηγηθεί ο Τσαμήτας. Μία ώρα αργότερα θα ακολουθήσει ο Πάντος Μπαμπάνης.
Ο τελευταίος επιζών, Λεωνίδας Μπαμπάνης, δολοφονεί εν ψυχρώ τον Μήτσο Ράπτη, ένα παλικαράκι 12 χρόνων. Ο άλλος όμηρος, σε μια απελπισμένη προσπάθεια για τη σωτηρία του, ορμά πάνω στον σφαγέα και καταφέρνει να τον αφοπλίσει. Τελικά ο Λεωνίδας Μπαμπάνης είναι ο μόνος που συλαμβάνεται. (αργότερα δραπέτευσε και ξαναβγήκε στο κλαρί.)
Τα κεφάλια των σκοτωμένων θα εκτεθούν σε δημόσια θέα στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης και αργότερα μεταφέρθηκαν και μουμιοποιήθηκαν στο μουσειό Ιατροδικαστικής.
Ρετζαίοι - Οι Βασιλείς της Ηπείρου.


Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος γεννήθηκαν στο μικρό χωριό Ανώγι της Πρέβεζας το 1896 και το 1899, αντιστοίχως και ήταν τα δύο από τα πέντε παιδιά (τρία αγόρια και δύο κορίτσια) του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέ(ν)τζου. Την άνοιξη του 1909, ο κτηνοτρόφος πατέρας τους δολοφονήθηκε άγρια από τρεις ζωοκλέφτες, αλλά οι δράστες του εγκλήματος παρέμειναν, για αρκετά χρόνια, άγνωστοι. Τα χρόνια περνούν τα Γιάννενα ελευθερώνονται απο τους Τούρκους και ο Γιάννης πάει φαντάρος. Εκεί κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε ταδε και τάδε. Μια και δυό λοιπόν λιποτακτεί μαζί με τον οπλισμό του πάει στο χωριό βρίσκει τον μικρό αδερφό τον Θύμιο και πάνε να πάρουν εκδίκηση.Βγαίνουν λοιπόν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τους σκοτώνουν: επρόκειτο για τους Βασίλη Καρατζά, Κώστα Βέτσο και Βαγγέλη Παππά.
Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά.Το ρίχνουν στις ληστείες και στις απαγωγές . Τον Μάρτιο του 1917, μαζί με άλλους λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000 κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα.Μέρα με την μέρα ληστεία με την ληστεία το κύρος τους μεγαλώνει στα χωριά ανάμεσα στις περιοχές Πρεβέζης Αρτας και Ιωαννίνων. Μοίραζουν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους απονέμουν και "δικαιοσύνη" .Αυτό τους εξιδανικεύει στα μάτια των χωρικών.
Στα χρόνια εκείνα τα «κακοποιά στοιχεία» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο δρούσαν τελείως ανεξέλγκτα Το τότε κράτος δικαίου στην δίνη των πολέμων και των πολιτικών ανακατάξεων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην καταστολή.Ανδρες για αποσπάσματα δεν υπήρχαν και το μέτρο της επικήρυξης απο μόνο του δεν έφτανε.
Οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο (1924) που έλεγε ότι "Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρυγμένο, παίρνει αμνηστία".Όπως ήταν φυσικό έγινε χαμός μέγας .Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι "πούλησαν" στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών μικρότερης ικανότητας για την αμνηστεία και την άρση της επικύρηξης.
Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη ( συντρόφους τους ίσως ), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, και επειδή ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται αγοράζουν ένα αρχοντικό στη κεντρική πλατεία.Και βέβαια όταν έχεις χρήματα είναι όλοι φίλοι σου , η κοινωνία τους αποδέχεται και τους αποθεώνει.Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί.Αλλά όπως λέει και ο λαός "πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι". Σε κάποια στιγμή σε συνεργασία με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 9.

Ετσι στις οκτώ και μισή το πρωί της 13 Ιουνη του '26 στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων -Πρεβέζης, στη θέση Πέτρα η χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης ακινητοποιήται με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου και μέσα σε μια κόλαση πυρός σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν τα λεφτά και γίνονται μπουχός . Κάνουν όμως ένα λάθος. Νομίζουν για νεκρό τον φρουρό που καθόταν συνοδηγός . Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη».Ενα τέτοιο γεγονός όμως δεν μένει εντός των τοιχών της κοινωνίας των Ιωαννίνων. Ο τύπος των Αθηνών ωρύεται και τα πράγματα για τους Ρεντζαίους είναι ζόρικα. Φεύγουν πάραυτα για την Αλβανία .Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Βελιγράδι , Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας.Ο καιρός περνάει αλλά το γεγονός δεν ξεχνιέται και τον Νοέμβρη του 1928 συλλαμβάνονται στην Βουλγαρία και μπαίνουν σιδηροδέσμιοι στην Ελλάδα (λέγεται ότι τους πρόδωσε ο πεθερός του Γιάννη.) Στους σταθμούς του τρένου, πλήθος κόσμου συνέρρεε να δει από κοντά τους Ρεντζαίους μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα όπου πλήθος τους «υποδέχθηκε» στο σταθμό Λαρίσης και στις φυλακές Συγγρού.Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας για να περάσουν απο δίκη την «δίκη των δικών» όπως την ανέφερε ο τύπος της εποχής .Μεχρι την δίκη συμβαίνει ένα γεγονός που αγγίζει τα όρια του θρύλου.Οι Ρεντζαίοι, άγνωστο με ποιο τρόπο «ένα βράδυ βρέθηκαν έξω από τη φυλακή στο Βίδο, πήδηξαν σε μία βάρκα και με την απειλή μαχαιριού εξανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει απέναντι στην Αλβανία, διαφορετικά θα τον σκότωναν του είπαν.-Τραβάτε κουπιά ,τους είπε ο πονηρός βαρκάρης, αν θέλετε να φτάσουμε γρήγορα.Οι δυο Ρεντζαίοι που να ήξεραν από θάλασσα και κουπιά. Έτσι οι δυο λύκοι βρέθηκαν να τραβούν κουπιά το πρωί από τους λιμενικούς λίγο έξω από την Κέρκυρα. Ο πονηρός βαρκάρης κρυφά είχε καταφέρει να ρίξει την άγκυρα και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί, χωρίς να πάρουν χαμπάρι πως η βάρκα ήταν στο ίδιο σημείο. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια γύρισαν στα κελιά τους.»
Η δίκη γίνεται το 1929 και το κακουργοδικείο Κερκύρας αποφασίζει "είς θάνατον".Στις 5 Μαρτίου του 1930 τα ξημερώματα περνάνε στην σφαίρα του μύθου. Τα πτώματά του μένουν σε κοινή θέα μέχρι στις μία το μεσημέρι και μετά παραδίδονται στην μάνα τους.Λέγεται ότι τις τελευταίες στιγμές μπροστά στο απόσπασμα ο Θύμιος φώναξε «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!» άλλοι λένε ότι ζήτησε να τους πυροβολήσουν στο στήθος και όχι στο πρόσωπο και ο Γιάννης φώναξε «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!»
Η σφαγή στο Δήλεσι.
Ενα συνταρακτικό γεγονός για την Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών ήταν η σφαγή στο Δήλεσι. Πρόκειται για τη θανάτωση από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες ομάδας Αγγλων και Ιταλών περιηγητών, κατά τον Απρίλιο του 1870 στο Δήλεσι Αττικής. Ο αντίκτυπος που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Ιταλία ήταν τέτοιος που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαϊμη.
«….Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: “Στον τόπο !” που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη…» Με αυτόν τον υπέροχο τρόπο ο Εμπειρίκος στο έργο του «Ο Δρόμος» περιγράφει ανάγλυφα τα γεγονότα της εποχής,...
Ήταν άνοιξη του 1870 και η παλιά Ελλάδα πασχίζει να γίνει κράτος δικαίου.
Η ληστεία ήταν ένα καθημερινό γεγονός . Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι ληστές έφταναν μέχρι τις παρυφές της πόλης των Αθηνών. Είχαν γίνει προσπάθειες με κάποια επιτυχία να απομακρυνθούν τουλάχιστον, αλλά η Αττική ήταν ακόμα γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση . Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν μια χέρσα περιοχή και ότι εκεί που βρίσκεται το σημερινό αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» ήταν πυκνό δάσος με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα.
Μια ομάδα Ξένων Περιηγητών εκδράμει προς τον Μαραθώνα. Την ομάδα των περιηγητών αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγό του και την εξάχρονη κόρη τους, ο εγγονός του κόμη Γκρέι, Φρειδερίκος, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας Αλβέρτος ντε Μπόιλ. Τους συνόδευε ένας Ελληνας ξεναγός, ονόματι Αλέξανδρος Ανεμογιάννης. Για την ασφάλειά τους ταξίδευαν μαζί και τέσσερις χωροφύλακες.
Οι ταξιδιώτες έφτασαν στον προορισμό τους, που ήταν ο Μαραθώνας, και επισκέφθηκαν το πεδίο, όπου πραγματοποιήθηκε η περίφημη μάχη του 490 π.Χ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και φτάνοντας στο Πικέρμι, δέχτηκαν επίθεση από συμμορία περίπου 25 ατόμων, με επικεφαλής τους αδελφούς Τάκη και Χρήστο Αρβανιτάκη.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι δύο από τους τέσσερις χωροφύλακες. Η συμμορία, αφού λήστεψε τους ξένους επισκέπτες, τους αιχμαλώτισε και τους οδήγησε σε μια σπηλιά της Πεντέλης, που τότε ήταν πνιγμένη στα πεύκα. Κατόπιν άφησαν ελεύθερους τους δύο επιζήσαντες, αλλά βαριά τραυματισμένους χωροφύλακες, καθώς και τις γυναίκες της συντροφιάς. Τους άφησαν για να διαβιβάσουν τους όρους τους στην κυβέρνηση. Ζητούσαν το αστρονομικό για την εποχή εκείνη ποσό των 50.000 χρυσών λιρών και την παροχή αμνηστίας.
Η αγγλική πρεσβεία ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Ομως, ο Σκαρλάτος Σούτσος, υπουργός Στρατιωτικών, ήταν ανένδοτος.
Η απάντηση καθυστερούσε και αυτό εξόργισε τους ληστές. Η κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους κακοποιούς, οι οποίοι μαζί με τους ομήρους μετακινήθηκαν βορειότερα, προς τον Ωρωπό. Η διαπραγμάτευση για την αποχώρηση του αποσπάσματος ναυάγησε. Οι ληστές θανάτωσαν τέσσερις από τους αιχμαλώτους. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκότωσαν και δέκα στρατιώτες.
Οι ληστές κατάφεραν να διαφύγουν και συνελήφθησαν αργότερα. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε με λαιμητόμο που στήθηκε στο Πεδίον του Αρεως. Στο μεταξύ ξέσπασε σάλος στην Αγγλία και το Λονδίνο χαρακτήρισε την Ελλάδα ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Στην ίδια τη δίκη φάνηκε ο καταχθόνιος ρόλος που η Βρετανία είχε παίξει σε βάρος της Ελλάδας. Ως εγκέφαλος της απαγωγής φωτογραφήθηκε ο Φρανκ Νόελ, ένας Αγγλος τσιφλικάς με τεράστια κτηματική περιουσία στην ελληνική επικράτεια.
Ο Λήσταρχος  Νταβέλης
Ο Χρήστος Νταβέλης (πραγματικό όνομα Χρήστος Νάτσιος) ήταν περιβόητος ληστής της Αττικοβοιωτίας, ο οποίος έζησε τον 19ο αιώνα.
Γεννήθηκε στο Στύρι Βοιωτίας περί το 1832. Ανήκε σε οικογένεια κτηνοτρόφων, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο. Ο ίδιος εργάστηκε για πολύ λίγο ως γαλατάς και κατόπιν στράφηκε στη ληστεία. Σχημάτισε δική του ληστρική συμμορία, η οποία καταδυνάστευσε την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα. Ο Νταβέλης ηταν γαλατάς της Μονής Πετράκη... Εγινε ένα περιστατικό με εναν καλόγερο και τον διωξανε απο την Μονή. Μετα πηγε πισω στο χωριο του και δημιούργησε σχέση με την κορη του παπα του χωριού ,ομως ο παπας ειχε ταξει την κορη του σε εναν πλουσιο τσελινκα.Κάποια στιγμή ήρθε στο χωριο ενα στρατιωτικο αποσπασμα και εψαχνε εναν λιποτακτη με το επιθετο "Ναστος"..Ρωτησανε στο χωριο και ο τσελινκας τους κατεδειξε τον Νταβελη για να τον εκδικηθει. Ο Νταβελης λεγοτανε Νατσος και οχι Ναστος το ειπε στους στρατιώτες αλλα εκεινοι δεν τον πιστεψαν.. Πηγανε να τον συλλαβουν και αυτός στην προσπάθειά του να διαφύγει, σκώτωσε εναν στρατιωτη...Τελικα τους ξεφυγε και αναγκαστικα βγηκε στα βουνα..Σύντομα κατάφερε και εγινε αρχηγος μιας συμμοριας, και τοτε επέστρεψε στην μονη Πετράκη και τιμωρησε τον καλογερο που τον ειχε κατατρεξει,σαμαρωνοντας τον και γυρνωντας τον στα βουνα σαν γαιδαρο.
Αργοτερα επιασε φιλια με τον Γιαννη Μεγα,εναν παλιο ληστη,εκεινος του ανεθεσε να κλεψει και να του φερει μια ιταλιδα κομμισσα για αυτον,ο Νταβελης την εκλεψε αλλα ηταν τοσο ομορφη που έκανε σχέση μαζι της και δεν την πηγε στον Μεγα.Έτσι εκεινος τον μισησε και εγιναν ασπονδοι εχθροί. Κάποια στιγμή ο Νταβέλης ζητησε σε μονομαχια τον Μεγα.Ομως ενω δεχθηκε ο Μεγας πριν καν αρχησει η μονομαχια,απο ενα πυροβολισμο τραυτιζεται ελαφρα ο Νταβελης και πεφτει στο εδαφος θελοντας να δειξει οτι ηταν νεκρος.Τοτε ο Μεγας παει για να του παρει το κεφαλι και αμεσως ακουγεται μια φωνη: Ουτε ο Νταβελης στα βουνα,ουτε και ο Μεγας στα παλατια. Ηταν ο Νταβελης που αμεσως μετα βγαζει ενα πιστολι και πυροβολει τον Μεγα.Τοτε πεφτει και ο Μεγας κατω.Βγαζουν και οι δυο απο ενα μαχαιρι και αρχιζουν να σφαζονται μεταξυ τους...
Πολλα εχουν ακουστει για κρυφη σχεση του Νταβελη με την Δούκισσα της Πλακεντίας . Οι συναντησεις γινονταν μεσω των στοων του βουνου της Πεντελης.. Εξάλου στα κρησφύγετά του συγκαταλέγεται και το Σπήλαιο Νταβέλη ή Αμώμων Σπήλαιο, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά από την πλατεία Αγίας Τριάδας Πεντέλης. Η είσοδος του σπηλαίου είναι εντυπωσιακή. Στο κέντρο της αίθουσας υπάρχει λεκάνη συλλογής νερού και η αίθουσα καταλήγει σε βάραθρο.
Το 1855 επιτέθηκε σε Γάλλο αξιωματικό του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσσίας. Το επεισόδιο αυτό παρολίγον να οδηγήσει στην παράταση της κατοχής του Πειραιά. Και χάρη σ'αυτό πήρε τη φήμη εθνικού ήρωα σε σημείο που ο κόσμος στους δρόμους φώναζε «Ζήτω ο Νταβέλης!».
Ο Νταβέλης καταδιωκόταν για πολύ καιρό από στρατό και χωροφυλακή, ακόμη και στα βουνά και στα κρησφύγετα που κατέφευγε. Στις 12 Ιουλίου 1856 πολιορκήθηκε σε ένα τέτοιο κρησφύγετό του στο Ζεμενό, κοντά στο Δίστομο. Μαζί του μερικοί από τους πιο ξακουστούς ληστές της εποχής: Μπελούνιας, Ζαφείρης, Φουντούκης, Κουκουβίνος.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση είχε πληροφορίες πως ο Νταβέλης θα προχωρούσε σε απαγωγή «προσώπου επισήμου» και θα εκβίαζε το κράτος για τη χορήγηση αμνηστίας, πράγμα που ήταν πάγιο αίτημα όλων ανεξαιρέτως των ληστών. Ετσι με δυνάμεις της Χωροφυλακής άσκησε πίεση στη συμμορία, που κυνηγημένη άφησε την Αττική και πέρασε στη Βοιωτία.
Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους. Επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας. Ο θρύλος θέλει αυτόν τον αξιωματικό να είναι παλιός αδελφικός φίλος του Νταβέλη και πρωτοπαλίκαρό του σε παράτολμες επιδρομές. Ομως κατάφερε και πήρε αμνηστία, οπότε πέρασε στο στρατόπεδο των διωκτών του.
Το πρωί, πριν αρχίσει η μάχη, οι ληστές ζήτησαν καταφύγιο στη Μονή Ιερουσαλήμ, κοντά στη Χαιρώνεια. Εντοπίστηκαν από τους διώκτες τους και οχυρώθηκαν στο Ζεμενό.
Πολιορκήθηκαν στενά από τους άνδρες του αποσπάσματος. Αντεξαν ώσπου τους σώθηκαν τα πυρομαχικά. Τότε ο Μέγας έδωσε το σύνθημα της εφόδου και ρίχτηκε πρώτος στα ληστρικά ταμπούρια. Τον σκότωσαν με τα γιαταγάνια τους οι έτσι κι αλλιώς ξεγραμμένοι άνδρες του Νταβέλη.
Στρατιώτες και χωρικοί είχαν ακολουθήσει τον Μέγα και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας εξόντωσαν τη συμμορία. Μόνο ένας κατάφερε να διαφύγει, αλλά πιάστηκε σε λίγες μέρες στην Παρνασσίδα. Το κομμένο κεφάλι του Νταβέλη εκτέθηκε στην Πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα.
Ο λήσταρχος Μήτρος Τζατζάς.
Ο Τζατζάς, είναι ένας από τους πιο γνωστούς ληστές, που ταλαιπώρησε τη Θεσσαλία τα πρώτα σχεδόν 30 χρόνια του 20ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από την Κρανιά Ολύμπου. Στην δραπέτευσή του από το Γεντί-Κουλέ θα χρησιμοποιήσει μια ανοιχτή ομπρέλα. Την Πρωτομαγιά του 1928, έξω από τη Λάρισα θα αιχμαλωτίσει τους αδελφούς Κουκουμπάνη: ο ένας είναι διευθυντής των σιδηροδρόμων Πελοποννήσου.

Είναι όμως στις μέρες μας άγνωστο, ότι κατόρθωσε να συλλάβει όμηρο και να απαγάγει στα βουνά των Τρικάλων, το γερουσιαστή Σωτήριο Χατζηγάκη, παππού του σημερινού Α΄ αντιπροέδρου της Βουλής.Ήταν φθινόπωρο του 1929 και οι Τρικαλινοί παραθεριστές μάζευαν τα πράγματά τους για να κατεβούν στα πεδινά. Από τη μια χαλούσε άσχημα ο καιρός, από την άλλη κάποιοι ψίθυροι για ύποπτες κινήσεις στην περιοχή, έκανε τους Τρικαλινούς να θέλουν να εγκαταλείψουν γρήγορα τα ορεινά.Ήταν 9 Σεπτεμβρίου 1929, όταν ένα μεγάλο καραβάνι με περίπου 130 άτομα, μέλη πολλών οικογενειών, ξεκίνησε από το Περτούλι κατηφορίζοντας προς τα Τρίκαλα. Το καραβάνι συνόδευε και ένας ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής, ο Καραμπέτσος.Το πολυπληθές αυτό καραβάνι, τελικά έπεσε σε ενέδρα που είχε στήσει η ληστοσυμμορία του διαβόητου Τζατζά, στη θέση Τύρνα Περτουλίου. Όλοι συνελήφθησαν όμηροι, αλλά οι ληστές στην πραγματικότητα αναζητούσαν τα παιδιά του προύχοντα Αναστάσιου Αβέρωφ, το Μιχάλη και το Βαγγέλη, τον μετέπειτα υπουργό και αρχηγό της ΝΔ για να διεκδικήσουν λύτρα. Επειδή όμως δεν βρήκαν τα παιδιά του Αβέρωφ που δεν ταξίδεψαν γιατί είχαν κάνει τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατά του τύφου, κράτησαν το Μελέτη Σταματόπουλο, εγγονό του γερουσιαστή Χατζηγάκη και ορισμένους άλλους που τους θεωρούσαν πλούσιους.Τότε παρενέβη ο Χατζηγάκης λέγοντας ότι ο εγγονός του πάσχει δήθεν από επιληψία και θα τους δημιουργήσει προβλήματα. Προσφέρθηκε ο ίδιος να παραμείνει όμηρος αντί του εγγονού του. Ταυτόχρονα προσφέρθηκε ο γιατρός Κώστας Ζάχος να παραμείνει όμηρος για να απελευθερωθούν τα δυο παιδιά της χήρας Παπαϊωαννίδου, μέχρι ότου αυτή συγκεντρώσει τα λύτρα. Όμηροι κρατήθηκαν επίσης ο Αθανάσιος Μπαλιάκος και ο γιος του πιλοποιού Ραφτάκου, συνολικά πέντε άτομα.Η απαγωγή του γερουσιαστή και των άλλων συντάραξε το Πανελλήνιο και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο γερουσιαστής Χατζηγάκης με έντονη πολιτική δράση από το 1882, ήταν προσωπικότητα μεγάλου κύρους.Η αιχμαλωσία του συγκίνησε πολύ κόσμο και ιδιαίτερα η ηρωική πρωτοβουλία του να κρατηθεί αυτός ως όμηρος αντί του ανήλικου εγγονού του. Ο Τύπος ξεσπάθωσε κατά της ληστοκρατίας και πίεζε την κυβέρνηση να πάρει μέτρα.Τελικά η χήρα Παπαϊωανίδου κατόρθωσε να στείλει κρυφά τα λύτρα στους ληστές 250.000 δραχμές και να αποκτήσει ελευθερία κινήσεων ο γιατρός Ζάχος, που επιπλέον νοσήλευσε και τον Τζατζά, αλλά η συγκέντρωση των λύτρων για το γερουσιαστή Χατζηγάκη καθυστερούσε. Οι ληστές απαιτούσαν 400.000 δραχμές, αλλά συγκεντρώθηκαν μόνο 250.000. Η ζωή των ομήρων κινδύνευε, ενώ η κατάσταση του υπερήλικα Χατζηγάκη χειροτέρευε γιατί έπασχε από προστάτη. Οι διαπραγματεύσεις για την συλλογή των χρημάτων, κρατούσαν πολύ και ίσως αυτό, υπήρξε σωτήριο για τους ομήρους.Ο κλοιός των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γίνονταν μέρα με τη μέρα πιο ασφυκτικός. Τελικά τη δέκατη μέρα της αιχμαλωσίας ο γιατρός Ζάχος που ανεβοκατέβαινε στα λημέρια των ληστών συνέστησε στο Τζατζά να αφήσει ελεύθερους τους ομήρους μια και ο ασθενής Χατζηγάκης δεν μπορούσε να μετακινηθεί εύκολα και να διαφύγει με την ομάδα του από ασφαλές πέρασμα. Ο Τζατζάς πείσθηκε από τον Κώστα Ζάχο και άφησε ελεύθερους τους ομήρους, ενώ ο ίδιος διέφυγε προς την περιοχή Περλιάγκο, τη σημερινή Γλυκομηλιά.Οι απελευθερωμένοι όμηροι, το απόγευμα της ίδια μέρας κατάκοποι, κατόρθωσαν να φτάσουν στα Τρίκαλα όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους.Η περιπέτεια όμως του γερουσιαστή Χατζηγάκη, ήταν η αφετηρία λήψης αποφασιστικών μέτρων για να χτυπηθεί η ληστοκρατία, που τόσο πολύ είχε ταλαιπωρήσει όλη την Ελλάδα και τη διέσυρε διεθνώς ως ληστοκρατούμενη χώρα. Η συμμορία του Τζατζά εξοντώθηκε στις 23 Μαρτίου 1930, όταν περικυκλώθηκε από 15 άνδρες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων στη θέση Παλαιοκαρυά, κοντά στην Ελάτεια.Ο γερουσιαστής Χατζηγάκης πέθανε πλήρης ημερών.