15/3/14

Στο μυθικό «Σπήλαιο των Λιμνών»!


Το «Σπήλαιο των Λιμνών» βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά, μέσα στους ασβεστόλιθους του βουνού Αμολινίτσα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο περίπου 850 μέτρων. Απέχει περίπου 17 χλμ. από την πόλη των Καλαβρύτων και 9 χλμ. από την Κλειτορία. Εκτός από τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους, τις μυστηριώδεις στοές και τους παράξενους σταλακτιτικούς σχηματισμούς το «Σπήλαιο των Λιμνών» έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια: είναι οι αλλεπάλληλες κλιμακωτές και μάλιστα σε τρεις ορόφους λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο.
Η εξερεύνηση του σπηλαίου άρχισε το 1964 από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο με τον καθηγητή Ι. Μελέντη και την βοήθεια των κατοίκων των Καστριών που ανέβηκαν για πρώτη φορά στον δεύτερο όροφο με ξυλόσκαλες από αναβαθμίδα ύψους 9 μ. και η χαρτογράφησή του από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρία με την Σπηλαιολόγο Άννα Πετροχείλου.
Η αξιοποίηση του σπηλαίου ξεκίνησε το 1981 από τον ΕΟΤ, στη συνέχεια από την πρώην Κοινότητα Καστριών και συνεχίζεται σήμερα από τον Δήμο Κλειτορίας. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου προς το παρόν ανέρχεται σε 500 μέτρα. Περιλαμβάνει εγκατάσταση καλλιτεχνικού φωτισμού. Ο επισκέπτης μπαίνει στο σπήλαιο από τεχνητή σήραγγα, που καταλήγει κατ'  ευθείαν στο δεύτερο όροφο. Οι διαστάσεις του τμήματος αυτού προκαλούν δέος, έκσταση, θαυμασμό. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες.
Η σπηλαιογένεση οφείλεται σε ένα τεκτονικό ρήγμα αρχικά και στη συνέχεια στη χημική και στη μηχανική διάβρωση αυτού από τα υπόγεια αλλά και τα υπέργεια νερά της υδρολογικής λεκάνης του Αροανείου ποταμού. Χρονολογικά φαίνεται πως τούτο έγινε την εποχή των παγετώνων (πριν 1,5 εκατομμύρια χρόνια). Το όνομά του το οφείλει στις πολλές μικρές λίμνες που σχηματίζονται στο εσωτερικό του και η μοναδικότητά του είναι το αποτέλεσμα της εκπληκτικής εσωτερικής του διαμόρφωσης σε τρία διαφορετικά επίπεδα, γεγονός που δεν έχει εντοπιστεί σε κανένα άλλο σπήλαιο του κόσμου. Η σπηλαιολογική έρευνα απέδειξε ότι πρόκειται για την κοίτη ενός υπόγειου ποταμού, μήκους 2100μ. Το νερό, που διασχίζει ασβεστολιθικά πετρώματα ιουρασικής περιόδου, έχει σχηματίσει κατά βάση τρία επίπεδα. Το πρώτο τμήμα, αμέσως μετά την είσοδο, είναι βατό και στεγνό και διαθέτει παχιές επιχώσεις. Το δεύτερο αποτελείται από 13 μικρές και μεγάλες λίμνες σε διάφορα επίπεδα, όπου το νερό έχει δημιουργήσει λιθωματικό διάκοσμο εξόχου ωραιότητας. Τέλος, το τρίτο τμήμα είναι στεγνό και επίπεδο. Ανέκαθεν προσιτό στον άνθρωπο ήταν μόνο το πρώτο τμήμα του σπηλαίου μήκ. 80 περίπου μέτρων. 
Οι ανθρωπογενείς επιχώσεις (καύσεις, εστίες, επάλληλα δάπεδα, κεραμικά ευρήματα, τροφικά κατάλοιπα, εργαλεία, υφαντικά βάρη) καθιστούν σαφή τη συνεχή αλλά όχι αδιάκοπη χρήση του σπηλαίου από την Νεολιθική ως την Ύστερη Χαλκοκρατία. Η σημαντικότερη φάση του σπηλαίου εντάσσεται στη Νεότερη Νεολιθική, από την οποία προέρχονται και τα περισσότερα κινητά ευρήματα της προϊστορικής χρήσης του. Τα λιγοστά νεότερα κεραμικά ευρήματα καλύπτουν χρονολογικά μία ευρεία περίοδο, από τους ύστερους κλασικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Ιδιαίτερη σημασία προσδίδουν τα παλαιοντολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί, όπως απολιθωμένα οστά ανθρώπων και ζωικών ειδών μεταξύ των οποίων και ο ιπποπόταμος, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία σε διεθνές επίπεδο. 
Από την ανασκαφή του καθηγητή Ι. Μελέντη το 1965 στην φυσική είσοδο του σπηλαίου, έφεραν στην επιφάνεια αξιόλογα ευρήματα με κυριώτερα:
α) Μικρά τεμάχια της άνω γνάθου με τμήματα ζυγωματικών οστών και μερικά από τα δόντια λαγού (Lepus timidus Linne) που έζησε την πλειστόκαινο εποχή στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
β) Μερικά οστά σε πολύ καλή κατάσταση και πλήρως απολιθωμένα που ανήκουν στον χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο των Αρτιοδακτύλων (Hippopotamus antiquus Desmarest Syn. Hippopotamus antiquus major Nesti), που έζησε στη Πελοπόννησο την Άνω Πλειστοκαινική εποχή (300 χιλιάδες χρόνια πριν). Ο καθηγητής Ι. Μελέντης διακαιολογεί την παρουσία του Hippopotamus στο σπήλαιο ως αποτέλεσμα της ξηρασίας του περιβάλλοντος.
γ) Το κρανίο, τμήμα της άνω γνάθου, μερικοί σπόνδυλοι και άλλα μικρά οστά των άκρων ενός αγριοκάτσικου (Capra hireus Linne), όλα περιασβεστωμένα (βρίσκονταν στο πρώτο στάδιο της απολίθωσης).
δ) Ευρήματα από ένα κοινό ελάφι (Cervus elaphus Linne), που έζησε και ζει ακόμα σήμερα στον Ελλαδικό χώρο.
Από τα ευρύματα των ζώων αποδεικνύεται ότι το σπήλαιο κατοικήθηκε 450 χιλιάδες χρόνια πριν μέχρι και σήμερα. Ο αρχαιότερος κάτοικος του σπηλαίου ήταν ο Hippopotamus antiquus με τα οστά του να έχουν πλήρως απολιθωθεί.
Από τα ευρύματα του σπηλαίου αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος το χρησιμοποίησε από την Νεολιθική εποχή και σε όλη τη διάρκεια της Πρωτο-Μεσοελλαδικής μέχρι και την Υστεροελλαδική περίοδο, με πληθυσμούς που αποτελούσαν νεαρά άτομα, παιδιά, προέφηβοι και νεαροί ενήλικες με βιολογική συγγένεια.
Ενας υπόγειος ποταμός ευθύνεται για την δημιουργία αυτού του μοναδικού σπηλαίου, που το συνολικό εξερευνημένο μήκος ανέρχεται στα 1980 μέτρα, από τα οποία επισκέψιμα είναι περίπου τα 500, αρκετά όμως για να θαυμάσει ο επισκέπτης αυτό το εξαιρετικό δημιούργημα της φύσης. Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 λίμνες στα τρία διαφορετικά επίπεδα που διαθέτουν νερό όλο το χρόνο και αρκετές μικρότερες που συγκρατούν το νερό όταν είναι άφθονο την χειμερινή περίοδο.
Η τροφοδοσία τους γίνεται από εσωτερικές πηγές και από τα νερά της βροχής που εισέρχονται απο τις σχισμές της οροφής του σπηλαίου.
Οταν η ροή του νερού είναι αυξημένη, δημιουργούνται φυσικοί καταρράκτες σε διάφορα σημεία του σπηλαίου φανερώνοντας πανέμορφες εικόνες. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο με την υποχώρηση των νερών, αναδεικνύονται φυσικές πέτρινες λεκάνες με δαντελωτούς σχηματισμούς και φυσικά φράγματα με το ύψος τους να ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα. Η αντανάκλαση των σχηματισμών της οροφής στις λίμνες συνθέτουν ένα ιδιαίτερο σκηνικό.
Η οροφή του που σε κάποια σημεία φτάνει τα 30 μ. και οι εντυπωσιακοί σχηματισμοί σταλαγμιτών και σταλακτιτών που καθρεφτίζονται στα νερά των λιμνών, συνθέτουν ένα εκπληκτικό θέαμα, προκαλώντας το θαυμασμό του επισκέπτη.
Η είσοδος των επισκεπτών στο σπήλαιο γίνεται από τεχνητή σήραγγα που τους οδηγεί στο δεύτερο όροφο στο "Θάλαμο των Νυχτερίδων", και στη συνέχεια στους άλλους θαλάμους του σπηλαίου (Κάστρο, Υπερώο, Αποβάθρα των Πέτρινων Νούφαρων κλπ.). Η περιήγηση γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους διαδρόμους και υπερυψωμένες τεχνητές γέφυρες, με πολύ καλό φωτισμό αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του χώρου, και δίνοντας την δυνατότητα να δει και να θαυμάσει ο επισκέπτης τον πλούσιο φυσικό διάκοσμο του σπηλαίου.  Στη διάρκεια της διαδρομής θα συναντήσετε μοναδικά συμπλέγματα σταλαγμιτών και σταλακτιτών στα τοιχώματα και στην οροφή.
Συστηματικές μετρήσεις που καταγράφονται επί 24ώρου βάσεως μέσα στο σπήλαιο, παρατηρούν μια σταθερή θερμοκρασία σε όλη τη δίοδο του σπηλαίου (από 16,1 °C έως 17 °C).

Ο μύθος λέει πως οι κόρες του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου, Λυσίππη, Ιφινόη και Ιφιάνασσα, καυχήθηκαν ότι ήσαν ωραιότερες από τη θεά Ήρα και περιφρόνησαν τους θεούς και τη λατρεία του Διονύσου. Η σύντροφος του Δία δε συγχώρεσε την αλαζονεία τους και σάλεψε τα λογικά τους, με συνέπεια να πιστέψουν πως ήσαν δαμάλες (αγελάδες) και τρέχοντας σε βουνά και λιβάδια της Πελοποννήσου, μεταδίδανε μανία παιδοκτονίας στις γυναίκες της Αργολίδας. Κάποτε φτάσανε στο σπήλαιο των Καστριών, όπου τις βρήκε ο Μελάμποδας και τις θεράπευσε. Στη συνέχεια τις οδήγησε στο χωριό Λουσσοί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: