21/5/12

Περί της παρακμής των αυτοκρατοριών.


O Eric Hobsbawm συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση των κοινωνικών επιστημών με αντικείμενο την ιστορική προσέγγιση του σύγχρονου καπιταλισμού και των παγκόσμιων μετασχηματισμών από το τέλος του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και εντεύθεν. H διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν αλλά και ανάμεσα στην ιστορία και στην πολιτική αποτελεί από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της σκέψης του Βρετανού ιστορικού.Το έργο του Eric Hobsbawm αποτελεί εμβληματική απόπειρα ερμηνείας και κατανόησης της ιστορίας του νεότερου και σύγχρονου κόσμου με έμφαση στη διαδικασία του μετασχηματισμού. Ο Hobsbawm πιστεύει ότι η παγκοσμιοποίηση «γεννάει περιφερειακές ανισότητες σε όλο τον πλανήτη», ενώ «αντίθετα με ότι ισχύει για την κίνηση του κεφαλαίου, τα κράτη και η πολιτική έχουν μέχρι στιγμής θέσει δραστικά εμπόδια στην μετανάστευση της εργατικής δύναμης». Βασική θέση του Hobsbawm είναι ότι η παγκοσμιοποίηση έχει σηματοδοτήσει την παρακμή της αγροτιάς και την αστικοποίηση του πλανήτη, σε ένα οικονομικό υπόβαθρο βασισμένο στις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες δρουν ανεξέλεγκτα και πέρα από κάθε έλεγχο. Η πιο πρόδηλη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης κατά τον Hobsbawm είναι πως «στέρησε τα κράτη από τους πόρους για τη διανομή του δημόσιου πλούτου, λόγω της αποβιομηχανοποίησης και της μετατόπισης της παγκόσμιας οικονομίας στην Ανατολή. Μέχρι την κατάρρευση του 2008 αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε και δεν ελέγχθηκε από την πολιτική. Είχαμε τη συστηματική αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα προς όφελος ενός υπερδιογκωμένου ιδιωτικού πλουτισμού.» Τα έθνη-κράτη θεωρείται ότι χάνουν διαρκώς σε νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών τους, εξαιτίας και της απώλειας των προνομιακών χαρακτηριστικών τους. «Οι παλιές δυτικές οικονομίες» κατά τον Hobsbawm«που τώρα βρίσκονται σε παρακμή, χάνουν το βιοτικό επίπεδο της ζωής που είχαν κατακτήσει, ενώ οι ανερχόμενες ονειρεύονται να φτάσουν το επίπεδο της Δύσης. Αυτό προκαλεί μια διπλή πίεση: από τη μια μεριά, σ’ αυτόν που βλέπει να βουλιάζει η κοινωνική του θέση και από την άλλη σ’ αυτόν που θέλει να την ανυψώσει -- πράγμα βάζει σε κρίση την ιδέα της ανάπτυξης.» Ο  Hobsbawm  επίσης, ασκεί συντριπτική κριτική στην αλαζονεία της αμερικάνικης ηγεμονίας, που στηρίζεται σε πήλινα πόδια, παρατηρώντας εύστοχα ότι οι ΗΠΑ «είναι η πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία που είναι ταυτόχρονα μεγάλος οφειλέτης». Όσον αφορά τις προοπτικές της δημοκρατίας στον 21ο αιώνα, ο Hobsbawm είναι βαθιά σκεπτικιστής, καθώς θεωρεί ότι η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, με την επιθετική μορφή του νεοφιλελευθερισμού, βρίσκεται σε αντίθεση με τη δημοκρατία: «Η συμμετοχή στην αγορά αντικαθιστά τη συμμετοχή στην πολιτική, με τον καταναλωτή να υποκαθιστά τον πολίτη». Σ’ αυτό το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον εντάσσει ο  Hobsbawm και την πλανητική τρομοκρατία που θεωρεί ότι αφορά περισσότερο την πολιτική βία των ΗΠΑ και λιγότερο ομάδες όπως η Αλ Κάιντα, που δεν εγκυμονούν στην πραγματικότητα σοβαρούς κινδύνους για τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου. Η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία του Hobsbawm βάζουν στο στόχαστρο την αγοραία παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ από την σκοπιά των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων και όσων αγωνίζονται για την ειρήνη. Στο άρθρο του αυτό ο κορυφαίος ιστορικός της εποχής μας συγκρίνει τη σύγχρονη αμερικανική αυτοκρατορία, όπως την αποκαλεί, με τη βρετανική του 19ου αιώνα και αναδεικνύει τις διαφορές τους
Το φαινόμενο ΗΠΑ!

Tου Eric Hobsbawm.
Αναδημοσίευση από την "Le Monde diplomatique".

Η Ισπανία του 16ου αιώνα και η Ολλανδία του 17ου αποτέλεσαν ισχυρές αυτοκρατορίες. Η Μεγάλη Βρετανία, όμως, από τον 18ο ώς τα μέσα του 20ού αιώνα και, έκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι τα μοναδικά παραδείγματα παγκοσμιοποιημένων αυτοκρατοριών, πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές διάσπαρτες σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτοκρατορίες οι οποίες μπορούν να τρέφουν φιλοδοξίες σε διεθνές επίπεδο χάρη σε ένα γιγαντιαίο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων.
Η Μεγάλη Βρετανία χρωστούσε τη δύναμή της στην υπεροχή του στόλου. Οι ΗΠΑ στη δυνατότητα καταστροφής μέσω βομβαρδισμών. Εν τούτοις, οι στρατιωτικές νίκες δεν στάθηκαν ποτέ αρκετές για να εγγυηθούν την εσαεί επιβίωσή τους. (...) Η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες επωφελήθηκαν από ένα πρόσθετο πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: κυριάρχησαν αμφότερες στη διεθνή βιομηχανία, χάρη στον σημαντικό μηχανισμό παραγωγής τους που τις έκανε «εργαστήρια του κόσμου». Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1920 και, εν συνεχεία, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ κάλυπτε το 40% του πλανήτη. Σήμερα, ακόμα, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 22% και 25%. Οι δύο αυτοκρατορίες είχαν γίνει επίσης πρότυπα τα οποία προσπαθούσαν να αντιγράψουν οι άλλες χώρες. Βρίσκονταν στο σταυροδρόμι της ροής των διεθνών συναλλαγών, οι αποφάσεις τους σχετικά με την οικονομία και το εμπόριο καθόριζαν το περιεχόμενο, τον όγκο και την κατεύθυνση της ροής αυτής. Τέλος, οι δύο χώρες έχουν ασκήσει μια δυσανάλογα μεγάλη πολιτιστική επιρροή, κυρίως χάρη στην εντυπωσιακή εξάπλωση της αγγλικής (...)
Πέρα από αυτά τα κοινά σημεία, όμως, υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Η πλέον εμφανής έγκειται στο μέγεθός τους. Η Μεγάλη Βρετανία είναι νησί, όχι ήπειρος, και δεν είχε ποτέ σύνορα -με την αμερικανική έννοια. Αποτέλεσε τμήμα διαφόρων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών: κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μετά την κατάκτηση της Νορμανδίας και, για ένα σύντομο διάστημα, όταν η Μαρία Τιδόρ παντρεύτηκε τον Φίλιππο τον Β’ της Ισπανίας, το 1554. Δεν υπήρξε ποτέ το κέντρο αυτών των αυτοκρατοριών. Μόλις η χώρα άρχιζε να πλεονάζει πληθυσμιακά, προωθούσε τη μετανάστευση ή ίδρυε αποικίες, μετατρέποντας τα βρετανικά νησιά σε σημαντική πηγή εξαγωγής Βρετανών.
Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, ήταν και είναι, κυρίως χώρα υποδοχής που γέμισε τις απέραντες εκτάσεις της χάρη στην αύξηση του πληθυσμού της όσο και στα μεγάλα κύματα μεταναστών τα οποία έως τη δεκαετία του 1880 προέρχονταν βασικά από την Ανατολική Ευρώπη. Μαζί με τη Ρωσία, είναι οι μόνες αυτοκρατορίες που δεν γνώρισαν ποτέ τη διασπορά. (...) Λογικό επακόλουθο μιας εξάπλωσης που βασίζεται στη καθολική, σχεδόν, ταύτιση ανάμεσα στη χώρα και στην ήπειρο: αυτή είναι η αμερικανική αυτοκρατορία.
Στους ευρωπαίους μετανάστες που ήταν συνηθισμένοι σε υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, οι αμερικανικές εκτάσεις πρέπει να φαίνονταν απέραντες και συγχρόνως έρημες. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε από τον ολικό σχεδόν αφανισμό των αυτοχθόνων πληθυσμών μέσω ασθενειών τις οποίες μετέδιδαν οι έποικοι είτε ακούσια είτε ηθελημένα. (...)
Μια άλλη διαφορά με τη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη γενικότερα, είναι ότι οι Αμερικανοί δεν είδαν ποτέ τη χώρα τους ως κομμάτι ενός διεθνούς συστήματος που απαρτίζεται από έθνη ανάλογης ισχύος.
(...) Η αμερικανική ηγεμονία δεν θα μπορούσε να λάβει εκτός του ηπειρωτικού της εδάφους τη μορφή της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας ή της Κοινοπολιτείας. Εφόσον δεν είχε στείλει εποίκους στα πέρατα του κόσμου, δεν μπορούσε να αφήσει πίσω της κτήσεις, εκείνες τις λευκές αποικίες που, είτε συμπεριλαμβάνοντας τους αυτόχθονες πληθυσμούς είτε όχι, κέρδιζαν σταδιακά την αυτονομία τους, όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Νότια Αφρική.
Μετά τη νίκη των Βορείων και αφότου οποιαδήποτε αποσχιστική απόπειρα από την Ένωση είχε καταστεί αδιανόητη σε νομικό, πολιτικό, ακόμα και ιδεολογικό επίπεδο, η αμερικανική δύναμη θα μπορούσε να εκδηλωθεί εκτός συνόρων μόνο μέσω ενός συστήματος δορυφορικών ή υποτελών κρατών.
Η δικιά τους ελευθερία!
Η τρίτη θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες είναι ότι οι ΗΠΑ γεννήθηκαν μέσα από μια επανάσταση η οποία είχε ίσως τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις επαναστάσεις που ενέπνευσαν οι ελπίδες του Αιώνα του Διαφωτισμού. Εάν επρόκειτο να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία, αυτό θα το επιτύγχαναν με τη μεσσιανική αντίληψη ότι η «ελεύθερη» κοινωνία τους ήταν ανώτερη από όλες τις άλλες, επομένως ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνουν πρότυπο για ολόκληρο τον κόσμο. Όπως σωστά κατάλαβε ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, ο πολιτικός προσανατολισμός ενός τέτοιου εγχειρήματος θα είχε κατ’ ανάγκην έναν φιλολαϊκό χαρακτήρα και θα στρεφόταν κατά της αριστοκρατίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η Αγγλία και η Σκωτία έκαναν τις δικές τους επαναστάσεις τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Μόνο που εκείνες οι επαναστάσεις δεν άντεξαν στον χρόνο.
Ανακυκλώθηκαν μέσα σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς που εκσυγχρονίστηκε μεν, παρέμεινε, ωστόσο, αγκυλωμένο στην ιεραρχία και τις ανισότητες, και τα ηνία του ώς τον 20ό αιώνα κρατούσαν κάποιες μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν βεβαίως πεπεισμένη για την ανωτερότητά της έναντι των άλλων κοινωνιών, όμως δεν είχε τη μεσσιανική αντίληψη ούτε τη θέληση να προσηλυτίσει τους ξένους λαούς στον βρετανικό τρόπο διακυβέρνησης ή, έστω, στον προτεσταντισμό. Η βρετανική αυτοκρατορία δεν στήθηκε από τους ιεραπόστολους ούτε γι’ αυτούς.
Η τέταρτη διαφορά είναι ότι, από την εποχή του Doomsday Book, [1] τον 11ο αιώνα, το βασίλειο της Αγγλίας -και, μετά το 1707, η Μεγάλη Βρετανία- συστάθηκε γύρω από ένα πολύ συγκεντρωτικό δικαστικό σύστημα και μία συγκεντρωτική κυβέρνηση, που το καθιστούσαν το αρχαιότερο έθνος στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, η ελευθερία είναι αντίπαλος της κυβέρνησης και μάλιστα κάθε κρατικής εξουσίας η οποία κωλύεται σκόπιμα από τον διαχωρισμό των εξουσιών. (...)
Ας μην λησμονούμε και άλλη μία βασική διαφορά: την ηλικία των δύο χωρών. Τα έθνη-κράτη, περισσότερο από μία σημαία κι έναν ύμνο, έχουν ανάγκη από ιδρυτικούς μύθους τους οποίους πρέπει να αναζητήσουν στην ιστορία τους. Όμως, οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμα ιστορία από την οποία θα μπορούσαν να αντλήσουν τέτοιους μύθους, σε αντίθεση με την Αγγλία, τη Γαλλία της επανάστασης ή ακόμα και την ΕΣΣΔ. Η Αμερική δεν είχε αρχαιότερους προγόνους από τους πρώτους άγγλους εποίκους, τη στιγμή που οι Πουριτανοί είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως μη Ινδιάνοι και οι ιθαγενείς, όπως και οι σκλάβοι, αποκλείονταν εξ ορισμού από τον «λαό» στον οποίο αναφέρονταν οι ιδρυτές πατέρες του έθνους.
(...) Τέλος, καθώς οι ΗΠΑ είχαν ταχθεί εναντίον των Άγγλων κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ο μόνος σύνδεσμος με την αρχέγονη πατρίδα περιοριζόταν στη γλώσσα.
Η αμερικανική εθνική ταυτότητα δεν μπορούσε, επομένως, να οικοδομηθεί πάνω σε ένα κοινό παρελθόν με τη Μεγάλη Βρετανία, ακόμα και πριν από την εισροή μη αγγλοσαξόνων μεταναστών. Θα μπορούσε να στηριχτεί μόνο στην επαναστατική της ιδεολογία και τους νεότευκτους δημοκρατικούς θεσμούς της. Τα ευρωπαϊκά έθνη στην πλειονότητά τους έχουν γείτονες και εχθρούς απέναντι στους οποίους αυτοπροσδιορίζονται.
Οι ΗΠΑ, η οντότητα των οποίων δεν απειλήθηκε ποτέ, με εξαίρεση τον πόλεμο της απόσχισης, δεν δύνανται να προσδιορίζουν τους εχθρούς τους με βάση την ιστορία τους, γεγονός που τους αφήνει μόνο το ιδεολογικό επίπεδο: όσους, δηλαδή, απορρίπτουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Με τις αυτοκρατορίες συμβαίνει ό,τι και με τα κράτη. (...) Η αυτοκρατορία, είτε με την αυστηρή είτε με την ανεπίσημη έννοια, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας και της παγκόσμιας ισχύος της. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ για τις ΗΠΑ, που η σημαντικότερη απόφασή τους ήταν να μην γίνουν ένα κράτος μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ένας γίγαντας ηπειρωτικών διαστάσεων. Η γη ήταν εκείνη που έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξή τους, όχι η θάλασσα.
Ομοιότητες με τη Ρωσία!
(...) Οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μεγαλύτερες ομοιότητες με τη Ρωσία, που και αυτή εξάπλωσε την επιρροή της μέσα από αχανείς πεδιάδες, «από τη μία θάλασσα στην άλλη», από τη Βαλτική ώς τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ειρηνικό. Όσοι και αν δεν αποτελούσαν αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ θα παρέμεναν το πολυπληθέστερο έθνος του δυτικού ημισφαιρίου και το τρίτο σε παγκόσμια κλίμακα.
(...) Κάτι ακόμα πιο σημαντικό... Καθώς η βρετανική οικονομία είχε εμπλακεί στις περισσότερες διεθνείς συναλλαγές, η αυτοκρατορία αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας τον 19ο αιώνα. Ως τη δεκαετία του 1950, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των τεράστιων βρετανικών επενδύσεων είχαν για προορισμό τις αναπτυσσόμενες χώρες. Και κατά τον μεσοπόλεμο, οι περισσότερες από τις μισές εξαγωγές με αφετηρία τη Μεγάλη Βρετανία κατευθύνονταν προς τις περιοχές που ανήκαν στη ζώνη της βρετανικής επιρροής.
Με την εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία θα πάψει να είναι το εργαστήρι του κόσμου, θα διατηρήσει, ωστόσο, πρωταγωνιστικό ρόλο στο δίκτυο των διεθνών μεταφορών. Θα παραμείνει ο έμπορος και ο τραπεζίτης του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και ο σημαντικότερος εξαγωγέας κεφαλαίου. (...)
Οι ΗΠΑ δεν διατήρησαν ποτέ μια τόσο συμβιωτική σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Αλλά, καθώς είναι μακράν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της υφηλίου, διατηρούν σημαντική βαρύτητα χάρη και μόνο στο τεράστιο μέγεθος της εσωτερικής τους αγοράς. Τα επιτεύγματα στους τομείς της τεχνολογίας και της οργάνωσης της εργασίας τις κατέστησαν πρότυπο από τη δεκαετία του 1870 και, κυρίως, τον 20ό αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αμερική έγινε η πρώτη κοινωνία μαζικής κατανάλωσης.
Μέχρι τον μεσοπόλεμο, αυτή η άκρως προστατευτική οικονομία αναπτύχθηκε κυρίως χάρη στους δικούς της φυσικούς πόρους και την εσωτερική της αγορά. (...)
Η οικονομική κυριαρχία του Νέου Κόσμου επί του Παλαιού επισφραγίστηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. (...)
Αντιδρώντας στην εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η βικτοριανή Μεγάλη Βρετανία, ήδη μαζικά εκβιομηχανισμένη και πάντα πρώτη στις εξαγωγές κεφαλαίων, έστρεψε τις επενδύσεις της προς τη ζώνη της αποικιακής της επιρροής. Οι ΗΠΑ του 21ου αιώνα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. (...) Σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, η πολιτιστική κυριαρχία της Αμερικής είναι ολοένα και λιγότερο συνώνυμη της οικονομικής κυριαρχίας. Μπορεί οι ΗΠΑ να ανακάλυψαν το σουπερμάρκετ, όμως ο όμιλος Carrefour είναι αυτός που κατέκτησε τη Λατινική Αμερική και την Κίνα. Συνέπεια αυτής της βασικής διαφοράς με τη Μεγάλη Βρετανία είναι ότι η αμερικανική αυτοκρατορία χρειαζόταν πάντοτε να επιδεικνύει την πυγμή της προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της.
Δίχως την υποταγή του «ελεύθερου κόσμου» στις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου, το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας θα ήταν άραγε αρκετό για να την κάνει πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο; Για να κατοχυρώσει την κυριαρχία των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (Credit rating agencies), των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (IFRS) ή της αμερικανικής εμπορικής νομοθεσίας; Για να κατοχυρώσει τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» ως τη Βίβλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας ; Είναι μάλλον αμφίβολο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η βρετανική αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρότυπο που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε το αμερικανικό ηγεμονικό σχέδιο. Πόσω μάλλον, που η Μεγάλη Βρετανία είχε επίγνωση των ορίων της, κυρίως ως προς τη στρατιωτική της δύναμη.
(...) Όταν η εποχή των ναυτικών αυτοκρατοριών έφτασε στο τέλος της, γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία ένιωσε τον άνεμο να αλλάζει πριν από τις άλλες αποικιακές δυνάμεις. Καθώς η οικονομική της ευρωστία δεν εξαρτιόταν από τη στρατιωτική της υπεροχή, αλλά από το εμπόριο, προσαρμόστηκε ευκολότερα στην απώλεια του αυτοκρατορικού ρόλου της, όπως είχε κάνει και παλαιότερα, όταν ήρθε αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο πισωγύρισμα στην ιστορία της, την απώλεια των αποικιών της στην Αμερική.
Οι ΗΠΑ, άραγε, θα κατανοήσουν αυτό το δίδαγμα ; Ή, μήπως, θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν μια παγκόσμια κυριαρχία μόνο μέσω της πολιτικής και της στρατιωτικής επιβολής, σπέρνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερες συγκρούσεις, αναρχία και βαρβαρότητα;

Notes:
[1] Τεκμήριο καταγραφής κτημάτων, το οποίο συνέταξε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής και ολοκληρώθηκε το 1806. Χρησίμευσε ως βάση για την καθιέρωση του βασιλικού φόρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: