Αναδημοσιεύουμε ένα προφητικό κείμενο του Serge Latouche, γραμμένο στις 22 Φλεβάρη 2004, το οποίο όχι μόνο αποδεικνύει το αδιέξοδο της πολιτικής της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τις τραγικές αντιφάσεις που τη διέπουν.
Αναδημοσίευση από την "Le Monde diplomatique".
Μήπως η οικονομική μεγέθυνση, η οποία αποτελεί σύνθημα των κυβερνήσεων -τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών- αλλά και δεδηλωμένο στόχο των περισσότερων κινημάτων της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, αποτελεί παγίδα; Δεδομένου ότι στηρίζεται στη συσσώρευση του πλούτου, καταστρέφει τη φύση και δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες. Είτε πρόκειται για «βιώσιμη» είτε για «αειφόρο» οικονομική μεγέθυνση, εξακολουθεί να καταστρέφει την ευημερία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, θα πρέπει να στρέψουμε τις προσπάθειές μας προς την κατεύθυνση της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας: προς μια κοινωνία που θα στηρίζεται περισσότερο στην ποιότητα και λιγότερο στην ποσότητα, περισσότερο στη συνεργασία και λιγότερο στον ανταγωνισμό, η οποία θα επιδιώκει να απαλλάξει την ανθρωπότητα από τον οικονομισμό και θα έχει ως κυριότερο στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη.
«Γιατί θα μπορούσε να αντλήσει κανείς απόλυτα θετική ικανοποίηση από το να τρώει υγιεινά τρόφιμα, να υφίσταται λιγότερο θόρυβο, να ζει μέσα σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον, να μην υφίσταται πια τους καταναγκασμούς του κυκλοφοριακού...», Ζακ Ελούλ [1]
Στις 14 Φεβρουαρίου του 2002, ο Τζορτζ Μπους έκανε την εξής δήλωση, στο Σίλβερ Σπρινγκ, στους αμερικανούς εκπρόσωπους του κλάδου της μετεωρολογίας : «Όσον αφορά την πρόοδο στα περιβαλλοντικά ζητήματα, η οικονομική μεγέθυνση είναι η λύση και όχι το πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει επειδή παρέχει οικονομικούς πόρους που επιτρέπουν την επένδυση σε καθαρές τεχνολογίες». [2] Κατά βάθος, η αριστερά συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό αυτή την άποψη, όπως και πολλοί υπέρμαχοι της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι θεωρούν ότι η οικονομική μεγέθυνση [3] αποτελεί επίσης μια λύση για τα κοινωνικά προβλήματα, καθώς δημιουργεί θέσεις εργασίας και ευνοεί μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού πλούτου. Έτσι, για παράδειγμα, ο Φαμπρίς Νικολινό, οικολόγος αρθρογράφος της παρισινής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Politis» και προσκείμενος στο κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, εγκατέλειψε πρόσφατα αυτό το έντυπο μετά την εσωτερική σύγκρουση που προκάλεσε το ζήτημα... της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος.
Κρίση της αριστεράς!
Ο δημόσιος διάλογος που ακολούθησε είναι ενδεικτικός της κρίσης που αντιμετωπίζει η αριστερά. [4] Κατά την άποψη ενός αναγνώστη, η αιτία της σύγκρουσης συνίσταται χωρίς αμφιβολία στο ότι «τόλμησε να προχωρήσει πέρα από ένα είδος ενιαίας σκέψης, την οποία συμμερίζεται σχεδόν όλος ο γαλλικός πολιτικός κόσμος, και η οποία διακηρύσσει ότι η ευτυχία μας πρέπει υποχρεωτικά να συνίσταται στην ολοένα μεγαλύτερη οικονομική μεγέθυνση, στην ολοένα μεγαλύτερη παραγωγικότητα, στην ολοένα μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και -συνεπώς- στην ολοένα μεγαλύτερη κατανάλωση ». [5]
Έπειτα από μερικές δεκαετίες ξέφρενης σπατάλης, φαίνεται ότι έχουμε μπει πλέον στο μάτι του κυκλώνα, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά... Οι κλιματικές διαταραχές συνοδεύονται από πολέμους για το πετρέλαιο, τους οποίους θα ακολουθήσουν στο μέλλον πόλεμοι για το νερό, [6] αλλά, πιθανότατα, και πανδημίες και εξαφάνιση σημαντικών ζωικών και φυτικών ειδών, η οποία θα οφείλεται σε βιογενετικές καταστροφές που είναι προβλέψιμες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε και επιθυμητή. Είναι λοιπόν αναγκαίο να περάσουμε στην κοινωνία της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε αυτή η κοινωνία να είναι γαλήνια και φιλική προς τους ανθρώπους που θα ζουν σ’ αυτήν.
Η κοινωνία της μεγέθυνσης μπορεί να οριστεί ως η κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η οικονομία της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτή η κοινωνία έχει την τάση να αφεθεί να απορροφηθεί πλήρως από την οικονομία της μεγέθυνσης. Έτσι, η μεγέθυνση για τη μεγέθυνση μετατρέπεται στον κύριο -αν όχι στον μοναδικό- στόχο της ζωής. Μια κοινωνία αυτού του είδους δεν είναι βιώσιμη στο μέλλον, δεδομένου ότι προσκρούει στους περιορισμούς της βιόσφαιρας. Εάν υιοθετήσουμε ως δείκτη των επιβαρύνσεων που προκαλεί ο τρόπος ζωής μας στο περιβάλλον την «αποτύπωση» της εδαφικής έκτασης που απαιτείται για τη διαιώνιση αυτού του τρόπου ζωής, καταλήγουμε σε αποτελέσματα απαράδεκτα από τη σκοπιά της ισότητας στην απολαβή των φυσικών πόρων αλλά και μη βιώσιμα στο μέλλον, δεδομένου ότι υπερβαίνουν τη δυνατότητα αναπλήρωσης και αναγέννησης της βιόσφαιρας.
Ένας πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών « καταναλώνει » κατά μέσο όρο 96 στρέμματα βιόσφαιρας, ένας Καναδός 72, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος 45. Ετσι, είμαστε πολύ μακριά, τόσο από την ισότητα σε πλανητικό επίπεδο όσο και από έναν τρόπο ζωής που να συμβαδίζει με τον αειφόρο πολιτισμό, ο οποίος θα απαιτούσε τον περιορισμό στα 14 στρέμματα, εάν υποθέσουμε ότι ο σημερινός πληθυσμός θα παρέμενε σταθερός. [7]
Για να συμφιλιωθούν αυτές οι δύο αντιφατικές προσταγές, η οικονομική μεγέθυνση και ο σεβασμός του περιβάλλοντος, οι ειδικοί πιστεύουν ότι βρήκαν το μαγικό φίλτρο της «οικο-αποτελεσματικότητας», της έννοιας-κλειδιού και, ουσιαστικά, της μοναδικής σοβαρής βάσης της «βιώσιμης ανάπτυξης».
Πρόκειται για τη σταδιακή μείωση των συνεπειών στο περιβάλλον και της έντασης της κατανάλωσης φυσικών πόρων, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης το οποίο να είναι συμβατό με την αναγνωρισμένη «φέρουσα ικανότητα» του πλανήτη. [8]
Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι έχει αυξηθεί η οικολογική αποτελεσματικότητα της οικονομίας σε σημαντικό βαθμό, ωστόσο, ταυτόχρονα, η διαιώνιση της ξέφρενης οικονομικής μεγέθυνσης επιφέρει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μείωση των ρύπων που επιτυγχάνεται ανά μονάδα προϊόντος εξουδετερώνεται συστηματικά από την αύξηση των παραγόμενων μονάδων που διατίθενται στο εμπόριο (αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε «φαινόμενο της αναπήδησης»).
Ανεπιθύμητη μεγέθυνση!
Βέβαια, η «νέα οικονομία» είναι σχετικά άυλη ή, τουλάχιστον, λιγότερο υλική. Ωστόσο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αντί να υποκαταστήσει την παλαιά οικονομία, αποτελεί απλά συμπλήρωμά της. Τελικά, όλοι οι δείκτες μάς αποδεικνύουν ότι η κατανάλωση φυσικών πόρων συνεχίζει να αυξάνεται. [9]
Τέλος, για να υιοθετήσει κανείς αυτή την άποψη, θα πρέπει να συμμερίζεται την ακλόνητη πίστη των ορθόδοξων οικονομολόγων, οι οποίοι πιστεύουν ότι η επιστήμη του μέλλοντος θα λύσει όλα τα προβλήματα και ότι είναι δυνατή η απεριόριστη υποκατάσταση της φύσης από τεχνικά επιτεύγματα που θα επινοήσει ο άνθρωπος.
Σύμφωνα με τον Ιβάν Ιλιτς, η προγραμματισμένη εξαφάνιση της κοινωνίας της οικονομικής μεγέθυνσης δεν είναι απαραίτητα μια κακή είδηση. «Η καλή είδηση είναι ότι δεν πρόκειται για την εγκατάλειψη ενός καλού σε γενικές γραμμές τρόπου ζωής λόγω των παρενεργειών του. Δεν πρόκειται για το δίλημμα εάν θα πρέπει να στερηθούμε έναν νοστιμότατο μεζέ λόγω των κινδύνων που κρύβει η κατανάλωσή του. Όχι, αυτό το φαγητό είναι αφ’ εαυτού κακό και θα ήμασταν πολύ πιο ευτυχείς εάν το καταργούσαμε από το διαιτολόγιό μας. Πρέπει να ζήσουμε διαφορετικά για να ζήσουμε καλύτερα». [10]
Η κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης δεν είναι επιθυμητή για τρεις τουλάχιστον λόγους: επιφέρει την αύξηση των ανισοτήτων και των αδικιών και προκαλεί μια ευημερία που είναι σε μεγάλο βαθμό απατηλή. Ακόμα και για τους ίδιους τους «κατέχοντες», δημιουργεί μια κοινωνία που δεν τους είναι φιλική, μια «αντικοινωνία» που είναι άρρωστη από τον ίδιο της τον πλούτο.
Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου την οποία πιστεύουν ότι απολαμβάνουν οι πολίτες του Βορρά είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Βέβαια, έχουν τη δυνατότητα να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για να αποκτήσουν εμπορευματοποιημένα αγαθά και υπηρεσίες, αλλά ξεχνούν να συνυπολογίσουν την αύξηση των διάφορων μορφών κόστους που αυτό συνεπάγεται.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν μπορούμε να μετρήσουμε αυτό το κόστος, όπως στην περίπτωση της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής την οποία υφιστάμεθα εξαιτίας του σύγχρονου μοντέλου διαβίωσης. Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις των «αντισταθμιστικών» και των επανορθωτικών δαπανών που καθίστανται αναγκαίες από τον σύγχρονο τρόπο ζωής (φάρμακα, αυξημένες μεταφορές, διασκέδαση και δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου) και την άνοδο της τιμής αγαθών που έχουν γίνει σπάνια (εμφιαλωμένο πόσιμο νερό, ενέργεια, χώροι πρασίνου...).
Ο Χέρμαν Ντάλι έχει δημιουργήσει ένα σύνθετο δείκτη, τον Αυθεντικό Δείκτη Προόδου (ΙΡΑ: Genuine Progress Indicator), ο οποίος διορθώνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, αφαιρώντας το κόστος που συνεπάγεται η ρύπανση και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Εφάρμοσε δε αυτόν τον δείκτη στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών από τη δεκατία του 1970: ενώ το ΑΕΠ της χώρας ακολουθεί ανοδικούς ρυθμούς, [11] ο ΑΔΠ βρίσκεται σε στασιμότητα ή είναι αρνητικός.
Ο μύθος της ευημερίας.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι κανένας στη Γαλλία δεν επιχείρησε να πραγματοποιήσει παρόμοιους υπολογισμούς. Έχουμε κάθε λόγο να υποθέτουμε ότι αυτό το εγχείρημα θα οδηγούσε σε παρόμοια αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, η οικονομική μεγέθυνση είναι ένας μύθος, ακόμα και στη σφαίρα της φαντασίας της οικονομίας της ευημερίας και της καταναλωτικής κοινωνίας! Γιατί, αυτό που αυξάνεται από τη μια πλευρά, μειώνεται έντονα από την άλλη πλευρά.
Δυστυχώς, όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να μας οδηγήσουν στο να εγκαταλείψουμε τη βολίδα, η οποία, στην ξέφρενη κούρσα της, μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στον γκρεμό, και να ακολουθήσουμε την αντίθετη κατεύθυνση.
Ας το πάρουμε απόφαση. Η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας είναι μια αναγκαιότητα. Δεν πρόκειται για ιδανικό, ούτε και αποτελεί τον μοναδικό στόχο της «κοινωνίας που θα διαδεχτεί την ανάπτυξη» και του άλλου κόσμου που είναι εφικτός. Ωστόσο, ας κάνουμε την ανάγκη φιλοτιμία και ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε, για τις κοινωνίες του Βορρά, την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας ως έναν στόχο από τον οποίο μπορούμε να αποκομίσουμε και ορισμένα πλεονεκτήματα. [12]
Ο κυριότερος στόχος του συνθήματος της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας είναι η εγκατάλειψη του παράλογου στόχου της οικονομικής μεγέθυνσης για τη μεγέθυνση. Ειδικότερα, η ελάττωση δεν είναι η αρνητική μεγέθυνση (καθώς αυτή η έννοια είναι παράλογη και οξύμωρη και στην κυριολεξία σημαίνει : «προχωρώ οπισθοχωρώντας»).
Η δυσκολία που συναντάμε στη μετάφραση του γαλλικού όρου «décroissance» (ελάττωση) στα αγγλικά αποκαλύπτει το μέγεθος της κυριαρχίας του οικονομισμού στη σκέψη των ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά όμως, συναντάμε αντίστοιχη αδυναμία της μετάφρασης του όρου «ανάπτυξη» ή «μεγέθυνση» στις αφρικανικές γλώσσες (και φυσικά, πόσο μάλλον του όρου «décroissance»).
Γνωρίζουμε ότι μια μικρή επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης βυθίζει τις κοινωνίες μας στην απόγνωση, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας και της εγκατάλειψης των κοινωνικών, πολιτισμικών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας ζωής. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τι καταστροφή θα επέφερε ένας αρνητικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης!
Όπως δεν υπάρχει τίποτα το χειρότερο από μια κοινωνία οργανωμένη με βάση την εργασία και στην οποία η εργασία έχει αρχίσει να σπανίζει, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία της οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς μεγέθυνση.
Αυτό ακριβώς καταδικάζει τη θεσμική αριστερά στον σοσιαλφιλελευθερισμό, επειδή δεν τολμάει να προχωρήσει στην απελευθέρωση του φαντασιακού της κοινωνίας από τις παραπάνω έννοιες που το στοιχειώνουν. Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας μονάχα μέσα στην «κοινωνία της ελάττωσης», της οποίας και θα πρέπει να προσδιορίσουμε την έννοια.
Περιορισμός εργασίας!
Κατ’ αρχάς, μια πολιτική ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα μπορούσε να συνίσταται στον περιορισμό, αν όχι στην κατάργηση, των ενεργειών που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον χωρίς να προσφέρουν κάποια ικανοποίηση αναγκών. Για παράδειγμα, στην επανεξέταση του τεράστιου όγκου μετακινήσεων ανθρώπων και εμπορευμάτων σε πλανητικό επίπεδο, οι οποίες έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (φυσικά, αυτό θα συνεπάγεται και την αντιστροφή της κυρίαρχης τάσης για μεταφορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε μακρινές χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και τον επαναπατρισμό τους στις χώρες όπου καταναλώνονται τα προϊόντα τους).
Το ίδιο ισχύει και για τον ορυμαγδό της διαφήμισης, ο οποίος πολύ συχνά έχει σοβαρές επιπτώσεις, όπως και για την ολοένα ταχύτερη απαξίωση των προϊόντων και την ανάπτυξη των συσκευών μιας χρήσης, που έχουν ως μοναδικό στόχο να κινείται η ανεξέλεγκτη γιγάντια μηχανή της οικονομίας με ολοένα πιο γρήγορους ρυθμούς. Όλα αυτά δημιουργούν σημαντικά περιθώρια ελάττωσης της κατανάλωσης αγαθών. Από αυτή την άποψη, η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας δεν συνεπάγεται απαραίτητα την υποχώρηση της ευημερίας.
Το 1848, ο Κάρολος Μαρξ θεωρούσε ότι είχε έρθει η στιγμή για την κοινωνική επανάσταση και ότι το σύστημα ήταν ώριμο για το πέρασμα στην κομμουνιστική οικονομία της αφθονίας. Η απίστευτη υπερπαραγωγή βαμβακερών υφασμάτων και άλλων βιομηχανικών αγαθών τού φαινόταν κάτι παραπάνω από αρκετή για να θρέψει, να στεγάσει και να ντύσει αξιοπρεπώς τον πληθυσμό (τουλάχιστον τον δυτικό), εάν καταργείτο το μονοπώλιο του κεφαλαίου.
Κι όμως, ο υλικός «πλούτος» εκείνης της εποχής ήταν ασύγκριτα μικρότερος από αυτόν που υπάρχει σήμερα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλαστικές ύλες, πλυντήρια, ψυγεία, υπολογιστές, βιοτεχνολογία, αλλά ούτε και φυτοφάρμακα, χημικά λιπάσματα και πυρηνική ενέργεια! Παρά τις άνευ προηγουμένου ανατροπές που είχε επιφέρει εκείνη την εποχή η βιομηχανοποίηση, οι ανάγκες εξακολουθούσαν να είναι μικρές για τα σημερινά δεδομένα και η ικανοποίησή τους δυνατή. Η ευτυχία -τουλάχιστον στο βαθμό που εξαρτιόταν από υλικούς παράγοντες- φαινόταν εφικτή στο εγγύς μέλλον.
Για να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσε να είναι μια γαλήνια κοινωνία της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, θα πρέπει κυριολεκτικά να εγκαταλείψουμε τη σφαίρα της οικονομίας και να αμφισβητήσουμε την κυριαρχία της στην υπόλοιπη ζωή μας, στη θεωρία, στην πράξη και κυρίως μέσα στο μυαλό μας.
Γι’ αυτό, θα πρέπει να υλοποιηθεί κατ’ αρχάς η εξής σημαντική προϋπόθεση: να πραγματοποιηθεί σημαντική μείωση του χρόνου εργασίας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μια ικανοποιητική θέση εργασίας για τον καθένα. Ήδη από το 1981, ο Ζακ Ελούλ, ένας από τους πρώτους διανοητές που προώθησαν την κοινωνία της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, όριζε ως στόχο το να μην υπερβαίνει η εργασία τις δύο ώρες ημερησίως. [13]
Υπερίσχυση αξιών.
Μπορούμε να αντλήσουμε έμπνευση από τη «Χάρτα για την κατανάλωση και τους τρόπους ζωής» που προτάθηκε το 1992 στο Φόρουμ των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων του Ρίο, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης κορυφής για την ανάπτυξη και το περιβάλλον, και να συνθέσουμε όλα όσα προβλέπονται σ’ αυτήν μέσα σε ένα πρόγραμμα που μπορεί να συνοψιστεί σε έξι λέξεις: επαναξιολόγηση, αναδιάρθρωση, αναδιανομή, περιορισμός, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση.
Αυτοί οι έξι στόχοι που βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους, μπορούν να πυροδοτήσουν έναν «ενάρετο κύκλο» ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αρμονία και στην αειφορία. Θα μπορούσαμε μάλιστα να διευρύνουμε αυτούς τους στόχους προσθέτοντας την επανεκπαίδευση, τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων, την αλλαγή χρήσης των παραγωγικών εγκαταστάσεων και, φυσικά, την επιστροφή της παραγωγής κοντά στον χώρο της κατανάλωσής της, παρά το αυξημένο εργατικό κόστος. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι στόχοι περιλαμβάνονται λίγο πολύ στους έξι πρώτους.
Έτσι, είναι προφανές ποιες είναι οι αξίες που πρέπει να προβάλλουμε και οι οποίες πρέπει να υπερισχύσουν των αξιών που κυριαρχούν σήμερα. Πρέπει ο αλτρουισμός να νικήσει τον εγωισμό, η συνεργασία τον ξέφρενο ανταγωνισμό, η ευχαρίστηση που προσφέρει ο ελεύθερος χρόνος να διαδεχτεί την εργασιομανία, η σπουδαιότητα της κοινωνικής ζωής την αλόγιστη κατανάλωση, η αγάπη για τα καλοδουλεμένα και τα όμορφα πράγματα την «παραγωγικίστικη» αποτελεσματικότητα, η λογική τον ανορθολογισμό κ.λπ. Το πρόβλημα είναι ότι οι αξίες που επικρατούν σήμερα είναι συστημικές: δημιουργούνται και ενισχύονται από το σύστημα και -μέσα από μια αμφίδρομη σχέση- συμβάλλουν στην ενίσχυσή του.
Βέβαια, η επιλογή μιας διαφορετικής προσωπικής ηθικής, όπως η εκούσια απλότητα, μπορεί να οδηγήσει στην αναστροφή αυτής της τάσης και να υποσκάψει τις βάσεις στις οποίες στηρίζεται το φαντασιακό του συστήματος, ωστόσο, χωρίς μια ριζική αμφισβήτηση του συστήματος, υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η αλλαγή να παραμείνει περιορισμένη.
Ωστόσο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα ουτοπικό και υπερβολικά μεγάλης εμβέλειας πρόγραμμα. Είναι άραγε δυνατή αυτή η μετάβαση χωρίς να προϋποθέτει μια βίαιη επανάσταση, ή, για την ακρίβεια, μπορεί να γίνει η επανάσταση στη νοοτροπία χωρίς ξέσπασμα κοινωνικής βίας;
Η δραστική μείωση των συνεπειών στο περιβάλλον -και, συνεπώς, της παραγωγής αξιών ανταλλαγής που ενσωματώνονται σε υλικά αντικείμενα- δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη μείωση της παραγωγής αξιών χρήσης, μέσα από την παραγωγή άυλων προϊόντων. Αυτά -ή τουλάχιστον ένα μέρος τους- μπορούν να διατηρήσουν μια εμπορική αξία.
Καταστροφές «παιδαγωγικές»!
Ωστόσο, αν και είναι δυνατόν να επιβιώσουν η αγορά και το κέρδος ως δείκτες, δεν θα αποτελούν πλέον τα θεμέλια του συστήματος. Μπορούμε να σχεδιάσουμε μέτρα που θα εφαρμοστούν σταδιακά και θα αποτελέσουν τους ενδιάμεσους σταθμούς αυτής της μετάβασης, ωστόσο, είναι αδύνατον να προβλέψουμε εάν θα γίνουν αποδεκτά από τους «προνομιούχους» τους οποίους θα θίξουν ή από τα σημερινά θύματα του συστήματος, των οποίων το μυαλό αλλά και το σώμα έχει ναρκωθεί από το σύστημα.
Ο ανησυχητικός καύσωνας του καλοκαιριού του 2003 στη Νοτιοδυτική Ευρώπη, ο οποίος προκάλεσε χιλιάδες θύματα, ήταν πολύ πιο πειστικός απ’ όλα μας τα επιχειρήματα για την ανάγκη της αλλαγής πλεύσης προς την κοινωνία της ελάττωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, στο μέλλον, για να πραγματοποιήσουμε την αναγκαία απελευθέρωση του φαντασιακού της κοινωνίας από την έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης που το έχει στοιχειώσει, μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να βασιζόμαστε στον παιδαγωγικό χαρακτήρα των καταστροφών.
Notes:
[1] «Entretiens avec Jacques Ellul», Patrick Chastenet, «La Table ronde», Παρίσι, 1994.
[2] «Le Monde», 16 Φεβρουαρίου 2002.
[3] ΣτΜ: την οποία πολύ κακώς αποδίδουμε συνήθως στα ελληνικά ως «ανάπτυξη», συγχέοντας τις λέξεις développement και croissance.
[4] Fabrice Nicolino, «Retraite ou déroute...», «Politis», 8 Μαΐου 2003. Η κρίση πυροδοτήθηκε από μάλλον ατυχείς διατυπώσεις του Φαμπρίς Νικολινό, ο οποίος χαρακτήρισε το κοινωνικό κίνημα «φεστιβάλ συντεχνιακών τσιρίδων» και αναφερόταν «στον κύριο που θέλει να βγει στη σύνταξη μετά τα 50, γιατί, ναι, οδηγάει τρένα, σκληρή δουλειά σαν το ανθρακωρυχείο• οϊμέ, ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Ζερμινάλ !».
[5] « Politis », αρ. 755, 12 Ιουνίου 2003.
[6] «Vandana Shiva», «La Guerre de l’eau», Parangon, Παρίσι, 2003.
[7] Υπό την επιμέλεια του Gianfranco Bologna, «Italia capace di futuro», WWF-EMI, Μπολόνια 2001, σελ. 86-88.
[8] «The Business Case for Sustainable Development», το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια της διάσκεψης κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2002).
[9] Mauro Bonaiuti, «Nicholas Georgescu-Roegen. Bioeconomia. Verso un’ altra economia ecolοgicamente e socialmente sostenible», Bollati Boringhieri, Τορίνο και ιδιαίτερα σελίδες 38-40.
[10] «Le Monde», 7 Δεκεμβρίου 2002.
[11] C. Cobb, Τ. Halstead, J. Rowe, «The Genuine Progress Indicator: Summary of Data and Methodology, Redefining Progress», 1995. Επίσης, το έργο των ιδίων, «If the GDP is Up, Why is America Down...» «Atlantic Monthly», αρ. 276, Σαν Φρανσίσκο, Οκτώβριος 1995.
[12] Όσον αφορά τις κοινωνίες του Νότου, αυτός ο στόχος δεν είναι πραγματικά στην ημερήσια διάταξη : παρά το γεγονός ότι διακατέχονται από την ιδεολογία της μεγέθυνσης, στην πλειονότητά τους δεν είναι στ’ αλήθεια «κοινωνίες της μεγέθυνσης».
[13] Βλέπε «Changer de révolution», στο οποίο παραπέμπει ο Jean-Luc Porquet, στο «Ellul, l’homme qui avait (presque) tout prévu», «Le Cherche-Midi», 2003, σελ. 212-213.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου