7/4/12

Ο λαός των μουνούχων.

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι απόσπασμα από την νουβέλα «Ο λαός των μουνούχων» που δημοσίευσε ο Κ. Βάρναλης  στην Αλεξάνδρεια το 1923, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Ο Κώστας Βάρναλης εξέδωσε το βιβλίο του «Ο λαός των μουνούχων» στην Αλεξάνδρεια το 1923 χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το ίδιο ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιήσει έναν χρόνο νωρίτερα για το ποιητικό του έργο «Το φως που καίει», που είχε κι αυτό εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο εκδότη, τον Στέφανο Πάργα. Έγραφε με ψευδώνυμο γιατί ήταν δημόσιος υπάλληλος (εκπαιδευτικός) και χρησιμοποιούσε σκόπιμα ένα προκλητικό, «μουτζούρικο» ψευδώνυμο, αντίθετο στα καλλιεπή ψευδώνυμα (πχ. Πορφύρας κτλ.) που συνηθίζονταν ευρέως τότε. Βέβαια, όλοι ήξεραν την πραγματική του ταυτότητα και η ψευδωνυμία δεν τον προστάτεψε από τη δίωξη λίγα χρόνια αργότερα (επί δικτατορίας Παγκάλου), οπότε και απολύθηκε. Το βιβλίο «Ο λαός των μουνούχων» περιέχει την ομώνυμη νουβέλα και άλλες δύο («Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Φυλακές»). 
Η γένεση του αστικού κράτους και της πάλης των τάξεων βρίσκονται στον πυρήνα της σκοτεινής, δυσοίωνης αλληγορίας του «Λαού των Μουνούχων». Ένας λαός αθανάτων, αποκλεισμένος στη μικρή του χώρα από τον υπόλοιπο κόσμο και το ρου της Ιστορίας, καταφεύγει στον αυτοευνουχισμό για να αντιμετωπίσει την εφιαλτική πληθυσμιακά διαιώνισή (αναπαραγωγή) του. Νάρκισσοι όσο και ανίδεοι, οι Μουνούχοι θα σκοτώσουν έναν περιπλανωμένο Ιουδαίο, τον Αχασβήρο, όταν εκείνος τους αποκαλύψει ανίδωτες αλήθειες για τον έξω κόσμο, και ύστερα θα εκλιπαρήσουν το Θεό να αποκτήσουν ξανά τη θνητή τους φύση. Οι ικεσίες τους θα εισακουστούν, όμως θα σημάνουν την αρχή ενός αλληλοκτόνου πολέμου υπό το πρόσχημα της κοινωνικής συνείδησης, στο κυνήγι της επιβίωσης, της δύναμης και της εξουσίας.
Στην «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» πνεύμα και ύλη συγκρούονται σε μια γλαφυρή διακωμώδηση της θρησκοληψίας. Ο Άγιος Παχώμιος, μέγας αναχωρητής της Αιγύπτου, βλέπει σε όραμα τη θυγατέρα του Διαβόλου, που υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί την Παρατήρηση, τη δίψα της Έρευνας και τη θέληση της Προόδου, να τον προκαλεί να εγκαταλείψει την εγωιστική, στείρα τελειότητα του ασκητικού βίου και να θυμηθεί τον ανθρώπινο προορισμό του, παλεύοντας για τα ιδανικά ενός καλύτερου κόσμου. Σε μια σφοδρή αντιπαράθεση για τις έννοιες της Ηδονής και της Αλήθειας, ο Παχώμιος καταφέρνει να αντισταθεί στα ερωτικά κελεύσματα της νεαρής οπτασίας. Η είδηση όμως ότι ο Διάβολος παραμονεύει για να κολάσει την αγιοσύνη τους, αναστατώνει τους υπόλοιπους μοναχούς και μοναχές των ασκηταριών του Νείλου και τους οδηγεί σε απονενοημένες πράξεις για να νικήσουν τον Πειρασμό.
Οι «Φυλακές», το τρίτο αφήγημα της συλλογής, αποτελούν ένα καυστικό σχόλιο για το κυνήγι του κέρδους και του εύκολου πλουτισμού, για την ανθρώπινη κτηνωδία και τη στυγνή εκμετάλλευση της ανθρώπινης δυστυχίας. Οι κάτοικοι ενός νησιού που χρόνια ζουν από την πολυποίκιλη εκμετάλλευση των τοπικών φυλακών, εξαγριώνονται στην είδηση ότι θα καταργηθούν. Με τη σιωπηρή ανοχή των Αρχών, πυρπολούν τις φυλακές, οδηγώντας στο θάνατο πεντακόσιους περίπου εξαθλιωμένους κατάδικους. Όταν όμως γίνεται γνωστό ότι η κυβέρνηση ανακάλεσε την απόφασή της, οδύρονται όχι για το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξαν αλλά γιατί κατέστρεψαν τη μοναδική σημαντική πηγή πλούτου στο νησί.
Καρπός μιας συνειδητοποιημένης πορείας, μιας μάχιμης ιδεολογίας και μιας σθεναρής κριτικής αμφισβήτησης της κατεστημένης εξουσίας, τα αφηγήματα του Βάρναλη αφυπνίζουν, προκαλούν, συγκινούν˙ επικαλούνται την απονεκρωμένη μνήμη κάθε ανθρώπου, κάθε τόπου, κάθε λαού, καθώς μας καλούν να συλλογιστούμε τους μουνούχους του χθες και του σήμερα, τους σύγχρονους αφέντες και σκλάβους, την πολιτική φαυλότητα και τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων σε περιόδους κρίσης, σ’ έναν κόσμο «μ’ αλυσίδες στα χέρια» και «μ’ αλυσίδες στην ψυχή»˙ κληροδοτούν αγώνες και αντιστάσεις, κυρίως όμως αμείλικτα ερωτήματα. Κείμενα ρεαλιστικά όσο και προφητικά, δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν έναν αιώνα από την εποχή που γράφτηκαν διατηρούν ακέραιες τη ζωντάνια, τη δραστικότητα και τη μαχητικότητά τους.
Το κείμενο προέρχεται από την Ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου.
Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ.

O che sciagura d'essere senza coglioni! ...
(Voltaire – “Candide”)
«Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ’ αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια….
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει… Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!…
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι’ αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα….
*      *      *
Αθάνατοι! … Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι….
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.
*      *      *
Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ’ έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ’ όλ’ αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ’ ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι’ αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ’ αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.
*      *      *
Ωστόσο, μ’ όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν’ αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ’ άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν’ ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ’ όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι’ αρχίσανε να μουρμουρίζουνε…
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι’ αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ’ ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ’ όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί…»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ’ όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ’ όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν’ αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ’ όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας  τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε – και πολλές απ’ την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή...»
*      *      *
«...Την άλλη μέρα οι Μουνούχοι ξύπνησαν αργά. Από μοχθηροί κι άπραγοι, που ήταν, ξύπνησαν κλέφτες και πατριώτες. 
H ιδέα πως μπορούσε να πεθάνουν ξαφνικά, σε ώρα απροσδιόριστη από πρωτύτερα, τους έκανε να προσκολληθούν με λύσσα στα υλικά αγαθά και να ζητάνε να τα χαρούν όσο το δυνατό περισσότερο. Από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος μπορούσε να κρούσει τη θύρα τους. Πώς ν' αφήσουν αυτά τ' άπειρα δώρα, τ' αξετίμητα δώρα της ζωής, πρώτου προφτάσουν να τα περάσουν όλα, ή τουλάχιστο τα περισσότερα, από μέσα τους; 
Ρίχτηκαν λοιπόν αμέσως στ' άρπαγμα της Γης. Τη μαντρώνανε γρήγορα-γρήγορα με πέτρες, με πλιθιές, με παλιούρια και δήλωνε καθένας, πως αυτό το μέρος είναι «δικό του». Στην αρχή, έλεγες, θα σκοτωθούν. Τόσο πολλή τανε η βιασύνη, που βουτούσαν τα λιβάδια και τους δεντρότοπους. Αρματωμένοι καθότανε απάνω και ξαγρυπνούσαν μερόνυχτα για τη φύλαξη τους. Μια και σε λίγες μέρες μοιράστηκαν όλη τη γη, έλεγες, πως τώρα θa ησυχάσουν και θα ευτυχήσουν. 
Μα τώρα άρχισε καθένας να ματιάζει το χτήμα του γείτονα του. Τί του χρειάζεται κείνου τόσο μεγάλο; Γιατί καθενός, αν και του 'φτανε το δικό του, όμως του φαινότανε λίγο. Κι' αν δεν του φαινότανε λίγο, όμως μια και κινδύνευε να του το πάρει ο άλλος, καλύτερα να 'παιρνε αυτός ταλλουνού. Κ' επειδή καθένας απομονώθηκε μες τη δική του μάντρα και ζούσε μονάχα με τον εαυτό του και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δημιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώματα να ζήσει και να ευτυχήσει. Έτσι δίκιο ήτανε να πάρει και το χτήμα των αλλωνών... 
Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού. 
Μα ποιος ήταν ο λαός; 
Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»


Δεν υπάρχουν σχόλια: