Του Γιώργου Ρούση,
Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Μήνες τώρα, είμαστε μάρτυρες της απάτης των πάσης αποχρώσεως ιδεολογικών υπηρετών του συστήματος, οι οποίοι, όχι μόνον από άγνοια αλλά και εσκεμμένα, προσπαθούν να αποκρύψουν τις πραγματικές αιτίες της οικονομικής κρίσης.
Αυτή η απάτη τούς είναι αναγκαία τόσο για να μην αποκαλυφθεί η μακροπρόθεσμη αναποτελεσματικότητα των μέτρων που παίρνονται όσο, και κυρίως, για να μην αποκαλυφθεί το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει υπερβεί τα ιστορικά του όρια και ότι συνεπώς η μόνη λύση για την επίλυση των αντιθέσεων που γεννά, στις οποίες και οφείλεται η κρίση, είναι η διά της ανατροπής υπέρβασή του.
Και ενώ ο παγκόσμιος χαρακτήρας της κρίσης είναι πια αδύνατον να συγκαλυφθεί όπως επιχειρήθηκε αρχικά -με επιχειρήματα του τύπου φταίει η τεμπελιά των Ελλήνων- όταν πια έγινε φανερό ότι αυτή πλήττει όχι μόνον την Ψωροκώσταινα αλλά ακόμη και τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αυτή εμφανίζεται ως κρίση περιορισμένη στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, άντε ως αυθυπόστατη κρίση υπερπαραγωγής-υποκατανάλωσης (οπότε και υποστηρίζεται ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιστροφή στον Κέινς), και όχι ως κρίση του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής συνολικά, ως κρίση της λογικής του καπιταλιστικού κέρδους και της απόσπασης υπεραξίας, από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Με άλλα λόγια εκείνο που αποκρύπτεται είναι το γεγονός ότι η κρίση στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο είναι η κορυφή του παγόβουνου, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ένα τμήμα του κεφαλαίου κυνηγώντας το κέρδος, μετατοπίστηκε από την παραγωγή σε αυτό το επίπεδο, διότι ήταν πια ασύμφορο να αυτοαξιοποιηθεί αρκούντως επικερδώς, στο επίπεδο της παραγωγής.
Και ο λόγος είναι ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, μέσα από την αναρχία της αγοράς, οδηγεί νομοτελειακά στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (g), δηλαδή στην αύξηση του σταθερού κεφαλαίου (σ) σε σχέση με το μεταβλητό-εργατική δύναμη (μ), που είναι το μόνο που παράγει υπεραξία. Με τη σειρά της αυτή η αύξηση οφείλεται στον αναγκαίο λόγω ανταγωνισμού τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του κεφαλαίου.
Από αυτήν την οπτική γωνία η επαναστατικότητα του καπιταλισμού, δηλαδή η συνεχής ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής που προκαλεί, λειτουργεί σαν ένας τυφλοπόντικας που σκάβει τον λάκκο του ίδιου του συστήματος.
Οσα συνοπτικά, και συνεπώς σχηματικά, αναφέρονται πιο πάνω, αναλύονται διεξοδικά από τον Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» και μπορούν να διατυπωθούν και με απλά μαθηματικά.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν με δυο διαφορετικούς τρόπους πώς λειτουργεί αυτός ο νόμος και με ποιον τρόπο επιδιώκει το κεφάλαιο να τον αντιμετωπίσει, κάτι που θα μας οδηγήσει μέσα από ένα απλό κλάσμα να αποκαλύψουμε και τον χαρακτήρα της βαρβαρότητας στον οποίο οδηγούν τα μέτρα που παίρνει το κεφάλαιο και συνεπώς να θέσουμε το πραγματικό δίλημμα της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα».
Ας ξεκινήσουμε από το ποσοστό κέρδους Κ', το οποίο είναι ίσο με το κλάσμα υ/σ+μ, όπου υ είναι η υπεραξία, σ το σταθερό κεφάλαιο και μ το μεταβλητό. Αν λοιπόν έχουμε μια σταθερή υπεραξία=100 μονάδες και αντίστοιχα το σ=50 και το μ=100, τότε το ποσοστό κέρδους Κ'=100/150 Χ 100%=66%.
Αν αυξηθεί το σταθερό κεφάλαιο και από 50 γίνει 100 μονάδες και το μ καθώς και η υπεραξία παραμείνουν σταθερά, τότε θα έχουμε ποσοστό κέρδους Κ'=100/200 Χ100%=50% .
Ενας άλλος τρόπος για να αποδειχθεί μαθηματικά ότι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου έχει σαν συνέπεια την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, είναι να διαιρέσουμε τον αριθμητή και τον παρονομαστή του κλάσματος του ποσοστού κέρδους με μ, οπότε θα έχουμε Κ'=υ/μ―σ/μ+μ/μ=υ'/g+1, όπου υ' είναι το ποσοστό υπεραξίας και g η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αν λοιπόν αυξηθεί το g και το ποσοστό υπεραξίας-εκμετάλλευσης παραμείνει σταθερό, τότε μειώνεται το Κ'.
Ενας λοιπόν από τους τρόπους που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να αντισταθμίσει αυτήν τη μείωση είναι να επιδιώκει να αυξήσει το ποσοστό της υπεραξίας-εκμετάλλευσης. Και σε αυτό κατατείνουν όλα αυτά τα μέτρα (μείωση μισθών και ημερομισθίων, εντατικοποίηση της εργασίας, απλήρωτες υπερωρίες, θεσμοθέτηση της ασυδοσίας του κεφαλαίου, συρρίκνωση του όποιου «κράτους πρόνοιας» κ.λπ.) που παίρνει το κεφάλαιο εις βάρος των εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα μέτρα, σε συνδυασμό με τη συνεχή αποπομπή εργατικής δύναμης και την ανεργία που αυτή προκαλεί, οδηγούν στην παραπέρα συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των υφισταμένων υπερεκμετάλλευση εργαζομένων, με συνέπεια, αντί να λύνεται το πρόβλημα, να οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο και μακροπρόθεσμα, μέσα από μια καθοδική πορεία με ζιγκ ζαγκ, σε ένα παραπέρα βάθεμα της κρίσης.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί οριστικά και ριζοσπαστικά όχι βεβαίως με μια πιο «συνετή» διαχείριση στο πλαίσιο του καπιταλισμού ή με το καθ' όλα ανέφικτο κλείσιμο της εισοδηματικής ψαλίδας, δηλαδή έναν δικαιότερο καπιταλισμό, αλλά με την ανατροπή του και το εφικτό πια σήμερα πέρασμα στον κομμουνισμό.
Οσο και να θέλουν οι κυρίαρχοι να αποκρύψουν αυτήν τη μεγάλη αλήθεια που περιέχει αυτό το μικρό κλασματάκι, αργά ή γρήγορα η ίδια η ζωή θα την αποκαλύψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου