22/8/11

Βασίλης ο ασυμπίεστος.

Ένα διήγημα του Αντώνη Κακαρά.

Οικοδόμος ο Βασίλης, μ' ένα βιβλίο μόνιμα στο σακούλι του με τα εργαλεία και το προσφάι. Και πότε ρε Βασίλη προλαβαίνεις να διαβάσεις. Πότε προλαβαίνω, στα διαλείμματα, στην ώρα του κολατσιού, στην τουαλέτα, το βράδυ πριν κοιμηθώ, τις αργίες, πώς δεν προλαβαίνω, καημό το 'χε ο άνθρωπος γιατί δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Δε γινόταν να μορφωθούμε όλοι μας, κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω, να δουλέψει, να βοηθήσει, και γω να λαχταράω το βιβλίο, σπούδασαν όμως τ' αδέρφια μου, το ίδιο και τα παιδιά μου, θα σπουδάσουν και τα εγγόνια μου μα θα διαβάζω πάντα και περισσότερο απ' όλους, να σκεφτείς ξεκοκάλιζα την «Ακρόπολη», από μικρός γιατί την έπαιρνε ο μπάρμπας του, δε μπορεί να μην ξέρει αυτός τι διαβάζει, σκεφτόμουνα.
Σαν κατέβηκα δεκατεσσάρων χρονών στην Αθήνα κι έπιασα και δουλειά, βλέπω μια αφίσα, που καλούσε σε συγκέντρωση προς τιμήν των αγωνιστών, καθώς και να γυρίσουν πίσω οι εξόριστοι, τέτοια πράματα συγκινητικά, ωραία, μια και δυο στις ομιλίες, χειροκροτήματα μ' άρεσε σαν άκουγα για τους αγώνες τους, τραγούδια, ενθουσιασμός, πέταγα, βγαίνουμε ορμάει η αστυνομία στο έτσι, αρχίζει το ξύλο, τρέχοντας πέφτω πάνω στον ξάδερφο το χωροφύλακα. Τι θες εδώ βρε βλάκα, μου λέει αυτός. Να, ήρθα ν' ακούσω για τους ανθρώπους αυτούς που αγωνίζονται. Τσακίδια σπίτι βρε μαλάκα, θα σε ρημάξουν, θα σου χρωματίσουν το φάκελο όρνιο, έ όρνιο, δε σου 'πε τίποτα κανένας. Δρόμο λέω που θες να μάθεις γι' αγώνες απολειφάδι, Μου 'βαλε τις φωνές, δεν κατάλαβα τίποτα.
Μέχρι να φτάσω είχε βγάλει η «Ακρόπολη» παράρτημα, Οι κομμουνιστές επιτέθηκαν στην αστυνομία, επιτέθηκαν στα όργανα της τάξεως με καδρόνια και πατάτες με ξυράφια, το ίδιο σε λίγο η «Απογευματινή», έμεινα μ' ανοιχτό το στόμα, πάω στο μάστορα. Μα τι γράφει εδώ, του λέω. Και σαν τι θέλεις δηλαδή να γράφει η «Ακρόπολη» βρε τζόβενο. Γράφει ψέματα, του φωνάζω, ήμουνα εκεί, τα είδα όλα, δεν επιτέθηκαν οι άνθρωποι εκείνοι, τι πατάτες και ξυράφια τσαμπουνάει, τίποτα απ' αυτά δεν είναι αλήθεια. Μην περιμένεις παιδί μου από τέτοιες εφημερίδες την αλήθεια για τους κομμουνιστές. Μα ο θείος μου... Ο θείος σου στο χωριό δε μπορεί να διαβάσει αριστερή εφημερίδα, την Αυγή να διαβάζεις, πάω στο περίπτερο τη ζητάω. Μα εσύ παίρνεις την «Ακρόπολη». Λέει ψέματα, του κάνω, δε θα τη ματαπάρω. Να σου δώκω και μια δραχμή πασατέμπο, μου κάνει, έλα που ανοίξανε τα μάτια σου, άντε μπράβο, και μου τη δίνει διπλωμένη...
Αυτό που λέτε με την εφημερίδα, να σας πω και τ' άλλο που θυμήθηκα, σήμερα θα μ' ακούσετε θέλετε δε θέλετε, είναι η σειρά μου να βγάλω και γω τα δικά μου να ξεσκάσω, εσείς οι γραμματιζούμενοι γράφετε ό,τι κι όποτε θέλετε. Λέγε Βασίλη, λέγε και τα λες όμορφα. Μετά που λέτε, σα μοίραζα χαράματα το γάλα με το Μανώλη στα σπίτια στις εξώπορτες, όπως γινότανε τότε, κάτσαμε και ζωγραφίσαμε το σφυροδρέπανο σε κάτι χαρτόνια και μαζί με το μπουκάλι αφήναμε και το σήμα, την άλλη μέρα τρέλα οι εφημερίδες, Προβοκάτσια στου Παπάγου, Οι κομμουνιστές γέμισαν τα σπίτια των αξιωματικών με το σφυροδρέπανο, ούτε στα ιερά και τα όσια δεν δείχνουν σεβασμό τα μιάσματα, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, οι ένοχοι θα ανακαλυφθούν και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά, το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο, προβοκάτορας εγώ κατάλαβες, ποτές μου δεν το 'πα πως δικιά μας ήταν η δουλειά, θα με δούλευαν βλέπεις που 'ταν ανάποδα το σφυροδρέπανο....
Να σας πω και για τον παπά του χωριού μου, ακούστε να δείτε, μου λέει η μάνα να πάω ν' αλλάξω θέση στη γίδα μας να βοσκήσει πιο πέρα. Πάω τι να δω, η Φλόγα η σκυλίτσα της γειτόνισσάς μας της κυρά Κατίνας, στριφογύριζε κι έπαιζε μ' ένα μωρό, κατατρόμαξα. Μάνα, φωνάζω φτάνοντας με μιαν ανάσα, η Φλόγα το και το... Πω πω, κάνει εκείνη, τρέχα να το πεις του παπά γρήγορα, τρέχα παιδί μου να προκάμω του λόγου μου, πάω στον παπά που 'τρωγε κείνη την ώρα, τα ξανάπα. Να το βάφτιζαν, απάντησε ατάραχος, να το 'θαβα στο νεκροταφείο να μην το ξεθάψουν οι σκύλοι, και συνέχισε να κατεβάζει τον άμπακο ατάραχος. Κατάλαβες ο τράγος, δεν πρόλαβαν να το βαφτίσουν οι έρμοι, αρνήθηκε να το ψάλει κι απαγόρεψε να το θάψουν μέσα απ' τον περίβολο, πήγε αδιάβαστο το δόλιο. Τέλος πάντων, από τότε μόνο Πάσχα, Χριστούγεννα στην εκκλησιά, πού να πλησιάσω, μέχρι που μας ήρθε ένας άλλος άγιος, άγιος σας λέω εκείνος!
Ακούστε και τ' άλλο, ο πατέρας μου γανωτζής ήτανε τη μία, γεωργός την άλλη, να συμπληρώσει ο άνθρωπος μεροκάματο να φάμε, από κοντά και γω με τα γανώματα, κι ο γάιδαρός μας να κουβαλάει τα συμπράγκαλα... από πού είσαι είπες, Απ' τα Χάνια Βασίλη, ξέρεις εκεί στο πέρασμα. Τρεις φορές τουλάχιστον έχω περάσει απ' τα Χάνια τότες τη δεκαετία του πενήντα, άρα τα κουταλοπίρουνα και οι τεντζερέδες που τρώγατε τα 'χω γανώσει και του λόγου μου, όλη την Ελλάδα την ξέρω, ό,τι χωριό θες θα σου πω πού βρίσκεται και τι όνομα είχε πρώτα, λοιπόν... ξέχασα τι ήθελα να πω... ά, πάει που λες ο χωροφύλακας στον πατέρα μου να του πάρει λόγια για μένα που 'μουνα επιτέλους στην Αθήνα στη σχολή για να γίνω καλύτερος στα οικοδομικά. Τα 'μαθες κυρ τάδε, του κάνει, για την Τσεχοσλοβακία που μπήκανε τα τανκς, τα 'μαθες, τον ρωτάει, ο δικός σου λοιπόν με κάτι τέτοια τρέχει. Ε, δε μπήκαν κι ούλα τα τανκς, του πετάει εκείνος, όσο για το παιδί καλά κάνει, τώρα ξέρει περισσότερα από μας αφού πάει και σχολείο, κατάλαβες; Απ' την άλλη, τρίβει τα χέρια του ο χωροφύλακας και σαν πήραμε το φάκελο του γέρου μεταπολιτευτικά, Ευχήθηκε, έγραφε η καταγγελία, να είχαν εισβάλλει όλα τα τεθωρακισμένα του αμαρτωλού Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, ναι ακριβώς έτσι το γράφει...
Να σας ειπώ ακόμα μιαν ιστορία να μαθαίνετε και εσείς οι γραμματιζούμενοι, που όλα τα κατέχετε και λίγα νογάτε, Ακούστε να δείτε...


**********************************
Ο Αντώνης Κακαράς γεννήθηκε στη Γραβιά Φωκίδας το 1945. Αποφοίτησε της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων του Πολεμικού Ναυτικού το 1966.
Το 1972 καταδικάζεται σε φυλάκιση από το στρατιωτικό καθεστώς, εγκλείεται για δεκαπέντε μήνες σε φυλακές και αποτάσσεται.
Αποκαθίσταται με τη μεταπολίτευση, σταδιοδρομεί και αποστρατεύεται το 1990 ως αρχιπλοίαρχος.
Μέχρι το 1999 διευθύνει ναυτιλιακή εταιρεία και έκτοτε διδάσκει ως επιστημονικός συνεργάτης (Ν 407) στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται στην Κίνηση για την Εθνική Αμυνα (ΚΕΘΑ).
Το 1993 εκδίδεται η εργασία του «Το Πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-1974», «Γνώση», Αθήνα.
Το 2004 γίνεται δεκτός ως Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας με τη διατριβή «Οι Επαγγελματίες Στρατιωτικοί Υπό Αυταρχικά Καθεστώτα», που διαμορφούμενη, εκδίδεται υπό τον τίτλο «Οι Ελληνες Στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη Μεταπολεμική Ελλάδα», «ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ» Αθήνα 2006 (τρίτομο).
Το 2008 εκδίδεται το βιβλίο του «Οξω απ' τ' Αμπέλια ρεε», το 2010 το «OffShore αγάπη μου» και αργότερα την ίδια χρονιά το «Αλιώρι το κονάκι των χοίρων», και «Η λίστα του τσαγκάρη», ενώ το 2011 δημοσιεύει το βιβλίο «Οι Φρουροί της Συκαμινιάς» επίσης από τον «ΠΑΠΑΖΗΣΗ». Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Είναι έγγαμος από το 1974 και πατέρας δύο τέκνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: