Tου Παντελή Μπουκάλα.
Πώς νιώθουμε όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος δικός μας, Ελληνας, μετανάστης στην Ευρώπη, την Αμερική ή την Αυστραλία, πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενιάς ή και παραπάνω, κατάφερε να αναδειχθεί δημοτικός σύμβουλος στην πόλη του, την ξένη πόλη, ή και δήμαρχος, βουλευτής, κυβερνητικός αξιωματούχος; Χαιρόμαστε βέβαια και καμαρώνουμε. Κι αν δεν καμαρώνουμε όλοι, καμαρώνουν βέβαια και το διαλαλούν όσοι επηρεάζουν το συλλογικό αίσθημα, κανάλια, εφημερίδες, περιοδικά, ιστολόγια, τα κόμματα, η επίσημη πολιτεία μας· όλοι τους κάτι βρίσκουν να πουν για την ψυχή του Ελληνα, για το δαιμόνιό του που του δίνει τη δύναμη να διαπρέπει στα πέρατα της γης (κι όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τον κινηματογράφο, το τραγούδι). Από τον Σπύρο Αγκνιου - αντιπρόεδρο των ΗΠΑ έως τον Τζορτζ Στεφανόπουλο - δεξί χέρι του Μπιλ Κλίντον, ίδια πάνω - κάτω υπήρξε η υποδοχή: «Να, τώρα έχουμε δικούς μας στα μεγάλα πόστα της οικουμένης, κι έτσι και της φυλής μας την υπεροχή αποδεικνύουμε για μια φορά ακόμα, αυτή που της επιτρέπει να ξεχωρίζει και στα ξένα, και ικανότατους υπερασπιστές των συμφερόντων μας διαθέτουμε». Το δικαίωμα των δικών μας να εκλέγουν και να εκλέγονται στη δεύτερη πατρίδα τους το θεωρούμε αυτονόητο, ένα κεκτημένο, αν όχι μια υποχρέωση των χωρών υποδοχής προς τους επιγόνους των επινοητών της δημοκρατίας. Αλλά όταν έρχεται η συζήτηση στο δικαίωμα των εν Ελλάδι μεταναστών, Αλβανών, Πολωνών, Βουλγάρων, Πακιστανών, Αιγυπτίων, να συμμετέχουν στην εκλογή δημοτικής αρχής, ανακαλύπτουμε τον κίνδυνο νόθευσης της εκλογικής βούλησης του κοινωνικού σώματος, έστω κι αν πρόκειται για την εκλογή δημάρχoυ και όχι πρωθυπουργού.
Εντάξει, να δουλεύουν (από ήλιο σε ήλιο και δίχως ασφάλιση, αυτό είναι το πρέπον), να πληρώνουν φόρους, να ενισχύουν τα ασφαλιστικά μας ταμεία, να συμβάλλουν στον μετριασμό του δημογραφικού μας προβλήματος μέσα από τους ολονέν περισσότερους «μεικτούς» γάμους (τους οποίους οι καθαρόαιμοι εξ ημών τους θεωρούν «μοργανατικούς», αφού παντρεύεται άτομο με γαλάζιο αίμα, ελληνικό, με άτομο που το αίμα του έχει χαμηλό βαθμό καθαρότητας και ευγένειας), να κινούν κάπως την αγορά μας αφού κι αυτοί πρέπει να ντυθούν, να ποδεθούν, να σιτιστούν και να ψευτοδιασκεδάσουν, να πληρώνουν νοίκια, διόδια, βενζίνη, φροντιστήρια, τέλη κυκλοφορίας, αλλά όχι και να ψηφίζουν, όχι και να έχουν την ψευδαίσθηση έστω ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξουν μ’ ένα κομμάτι χαρτί που συνήθως αποδεικνύεται ακάλυπτη επιταγή. Δεν γίνεται να ’ρθουν τα πάνω κάτω. Δεν γίνεται να ’ρθουν οι Κάτω Πάνω δηλαδή· δεν είναι ίσα κι όμοια εδραίοι και φερτοί, καθαρομελάχρινοι και σκούροι, αφού τόσα χρόνια κι ακόμα δεν είναι ίσα κι όμοια γκαγκαραίοι και βλάχοι, Βορειοέλληνες και Νοτιοέλληνες, ορθόδοξοι Ελληνες και μουσουλμάνοι - Εβραίοι - καθολικοί Ελληνες, λευκοί Ελληνες και τσιγγάνοι Ελληνες.
Γιατί δεν είναι, γιατί δεν πρέπει να είναι ίσα κι όμοια; Την απάντηση, αντιεπιστημονική και αντιιστορική αλλά γι’ αυτό ακριβώς δημοφιλέστατη, την έχει δώσει προ πολλού δογματίζοντας ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, εκφράζοντας τις βαθύτερες σκέψεις όχι μόνο των ομοϊδεατών του αλλά και πολλών «ουδετέρων» ή «αντικειμενικών», αν νοείται ουδετερότητα και συναισθηματικά ψυχρή αντικειμενικότητα σε τέτοια ζητήματα. «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», είπε και ελάλησε λοιπόν ο κύριος νομάρχης, κι ακούστηκε καγχαστικό το γέλιο του Λουκιανού, του Μελέαγρου, του Ρωμανού του Μελωδού («ούτε καν Ελληνας δεν ήταν. Σύρος ή, κατά τον Maas, Εβραίος, έγραψε στην κοινή του καιρού του, μια μεταβατική φάση της ελληνικής», σημειώνει γι’ αυτόν όχι κανένας λειψοέλληνας αλλά ο υπεράνω πάσης υποψίας Οδυσσέας Ελύτης, που μάλλον θα λέει ότι τον θαυμάζει και ο κ. Ψωμιάδης και, βέβαια, ο κ. Σαμαράς), καθώς και ορισμένων καπεταναίων της Επανάστασης του 1821. Αν γελάει καγχαστικά και ο «μεικτός» Σοφοκλής Σχορτσιανίτης δεν το ξέρω, σίγουρα πάντως κάτι πικρό θα σκέφτεται όταν οι ίδιοι που τον αποθεώνουν σαν γνήσιο Ελληνα κάθε φορά που με τη γαλανόλευκη φανέλα κατατροπώνει Τούρκους και Αμερικανούς σε Ευρωμπάσκετ και Μουντομπάσκετ, τον καθυβρίζουν ρατσιστικότατα αν αγωνίζεται με την ερυθρόλευκη του συλλόγου του.
Ο φόβος της νόθευσης εκδηλώνεται πολύ μεγαλύτερος όταν πρόκειται όχι πια για το εκλογικό δικαίωμα αλλά για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους θα πληρούν τις προϋποθέσεις που μελετά να θεσπίσει η κυβέρνηση, προϋποθέσεις που προβάλλονται σαν πολύ περισσότερο φιλόξενες απ’ όσο πράγματι είναι. Αφού λοιπόν υποτίθεται ότι «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», υποτίθεται επίσης ότι θα αλλοιωθεί η εθνική μας ταυτότητα ακόμα κι αν δοθεί η υπηκοότητα σε παιδιά που εδώ γεννήθηκαν, εδώ σπούδασαν, εδώ ονειρεύτηκαν, εδώ αδικήθηκαν και καμιά άλλη πατρίδα δεν γνωρίζουν ούτε και τους έλκει. Ο ελληνισμός και η ελληνικότητα, για τη σωτηρία των οποίων κηρύχτηκε εκστρατεία και απαιτείται δημοψήφισμα από το ΛΑΟΣ, δεν είχαν ποτέ τη στενότητα (πνεύματος και ψυχής) που τους αποδίδουν τώρα οι κινδυνολογούντες υπερασπιστές τους· αν άντεξαν, το χρωστούν στην ανοιχτοσύνη και την ευρυχωρία τους, ικανή να σκορπίσει κάθε φοβικό σύνδρομο. Αλλά είπαμε, «η Ελλάδα στους Ελληνες» - αυτό είναι είναι το σύνθημα–δόλωμα με το οποίο η ακροδεξιά στις διάφορες εκδοχές της, από τις κοινοβουλευτικές έως τις απροκάλυπτα φιλοναζιστικές, συλλέγει υπογραφές για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ανακαλύπτοντας με μεγάλη αργοπορία τη λατρεία της για τη δημοκρατία και το πάθος της κατά του... αυταρχισμού.
Λαϊκιστικό ήταν το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» όταν το πρωτοεισήγαγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και δημαγωγικότατο παραμένει και τώρα, οπότε το ΛΑΟΣ και η «Χρυσή Αυγή», οι «πιο Ελληνες» από τους υπόλοιπους δηλαδή, διαγκωνίζονται για το ποιος δικαιούται να το χρησιμοποιήσει, με το επιγονικό ΠΑΣΟΚ αμήχανο ή και αδιάφορο. Η διαφορά έγκειται στον υπονοούμενο προσδιορισμό αυτών από τους οποίους πρέπει να αποσπαστεί η Ελλάδα ώστε να επιστρέψει στους Ελληνες. Τότε ήταν οι Μεγάλοι Ξένοι (οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ, ακόμα και η ΕΟΚ), τώρα είναι οι Μικροί Ξένοι (για να μην πω οι τιποτένιοι), μετανάστες και πρόσφυγες, σωστός δούρειος ίππος, που πρέπει να τον κάψουμε για να σωθούμε. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, οι Ελληνες προσδιορίζονται σαν πλάσματα εξωιστορικά, υπερβατικά, σχεδόν μυθικά, που, εκ γενετής ενάρετα, δεν έχουν πάθη και συμφέροντα, δεν υπακούουν σε κοινωνικές διαστρωματώσεις (Ελληνες και οι καπιταλιστές, Ελληνες και οι μισθοσυντήρητοι) και δεν τους χωρίζουν ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις. Αλλά αν η ταυτότητα είναι υπόθεση γονιδίων ή μιας ιστορικά ασταθούς συνοριακής γραμμής, θα πρέπει αν δεχτούμε ότι ο Ζυλ Ντασσέν, λόγου χάρη, δεν υπήρξε Ελληνας, ενώ Ελληνες, ελληνοψυχότατοι ήταν, και πάλι λόγου χάρη, οι δωσίλογοι και οι βασανιστές της χούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου