27/10/09

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ: ΤΟ ΖΑΡΚΑΔΙ.

Υποθέτω ότι είναι από τα συγκινητικότερα ποιή­ματα της μητρικής στοργής ο περυσινός θάνατος μιας Ζαρκάδας, όπως τον διηγούνται πολλοί κυνηγοί. Εί­χαν παγάνα παρά τον Αχελώον δι’ αγριογούρουνα. Απροόπτως όμως ενεφανίσθη μία Ζαρκάδα με το παιδί της. Οι κυνηγοί επυροβόλησαν την Ζαρκάδα, η οποία προηγείτο ολίγα βήματα, αλλ’ απέτυχον. Αμέ­σως μετ’ αυτήν ήρχετο το μικρό της, το οποίον επυροβόλησαν και ελάβωσαν. Εκείνο εβέλαξε και η ατυχής μητέρα του, η οποία ήτο εκτός βολής πλέον, εγύρισε βελάζουσα και αυτή διά να ιδή την τύχην του μικρού της. Οι κυνηγοί την επυροβόλησαν και η κακή της τύχη δεν ηθέλησε να τελείωση το βάσανόν της. Αντί να την σκοτώσουν, την επλήγωσαν εις τα πόδια. Όταν την μετέφεραν εις την ακροποταμιάν, η Ζαρκάδα έπεσεν επάνω στο παιδί της και έκανε σαν άνθρωπος.
Και οι κυνηγοί, οι οποίοι γνωρίζετε τι θηριώδεις ψυχάς έχουν, ενθυμούνται ακόμη με συγκίνησιν το δράμα αυτό.
Εννοείται όμως ότι τούτο δεν τους εμποδίζει κα­θόλου να τα κυνηγούν συστηματικώς. Διότι κατ’ εξοχήν τα Ζαρκάδια, ως απονήρευτα, αγνοούν ολότελα να προφυλάσσωνται και προ παντός συχνάζουν εις μέρη καλοπάτητα.
Η γειτονική επαρχία Βάλτου είναι κυριολεκτικώς η χώρα των Ζαρκαδιών. Πρώτον διότι είναι τόπος ήμερος - εννοώ τα χώματά του και τα δένδρα του - και δεύτερον διότι είναι τόσον πυκνά δασωμένος, ώστε να ημπορήτε να περπατήτε δέκα ώρας υπό δένδρα. Ευτυχώς οι συμπατριώται του κ. υπουργού των Ναυτικών Ν, Στράτου, δεν ομοιάζουν, τους άλλους αγριανθρώπους της Ελλάδος. Ποτέ δεν ενθυμούμαι πυρκαϊάν εις τον Βάλτον.
Μία κακή γλώσσα μου έλεγεν άλλοτε, ότι οι Βαλ­τινοί τα χρειάζονται τα δάση διά τον εαυτόν τους» επειδή οπωσδήποτε ευρίσκονται εις συχνοτέρας δοσο­ληψίας με την Δικαιοσύνην. Αλλ’ οφείλομεν να ομολογήσωμεν, ότι τώρα δεν υπάρχει ο λόγος αυτός, διότι ο κατ’ εξοχήν τόπος των φυγοδίκων έγινεν επί Βενι­ζέλου κυριολεκτικώς λάδι. Και πρέπει να σημειωθή ότι επαρουσιάσθησαν μόνοι των εις τας Αρχάς, χωρίς καμμίαν επέμβασιν της εξουσίας. Τώρα εις τα άλλοτε φυγοδικοβριθή δάση μόνον βοσκούς και κυνηγούς θα απαντήσετε.
Εντόπιοι κυνηγοί, φημιζόμενοι διά τας εκδρομάς των, είναι οι κ. κ. Καραγιάννης πρώην βουλευτής, Σ. Πετίνης, Σ, Στράτος, Χαβίνης και μερικοί άλλοι. Άλ­λοτε επεσκέπτετο τους δρυμώνας του Βάλτου και ο αγαπητός κ. Σπήλιος Χαραμής. Αλλά τώρα έχομεν καιρόν να τον ιδούμε.
Τα Ζαρκάδια του Βάλτου έχουν και εις τας Αθήνας ένα αντιπρόσωπόν των, τον Κίτσον του κ. Μπενάκη, ο οποίος συλληφθείς μικρός, εχαρίσθη εις τον φίλτα­τον κ. Περικλή Καραπάνον, παρά του οποίου μετεβιβάσθη εις τον τωρινόν κύριόν του.
Ημερεύουν ευκολώτατα και είναι πολύ απονήρευτα, σχεδόν μέχρις ηλιθιότητος. Έχουν ένα βάδισμα ή μάλλον ένα πήδημα ρυθμικόν, μαθηματικώς υπολογισμένον από τους κυνηγούς, διά να τα τουφεκίζουν επιτυχώς. Είναι το ζώον της ταχύτητος και τα δημο­τικά τραγούδια δανείζονται απ’ αυτό εικόνας γληγοράδας και σβελτωσύνης:
Ποιος είν’ αξιός και γλήγορος
να τρέξη σαν ζαρκάδι
Τριών μερών περπάτημα
τρεις ώρες να το κάμη;...
Το φθινόπωρον αρχίζουν ν’ αλλάζουν χρώμα και μέχρι της ανοίξεως γίνονται κατακάστανα. Άμα όμως ανοιξιάση, αρχίζουν και παίρνουν το καφεκόκκινον χρώμα τους και όσον προχωρεί η θερινή εποχή και θρέφονται, τόσον περισσότερον κοκκινίζουν. Η ουρά τους μόλα ταύτα εις το κάτωθεν μέρος είναι άσπρη, εξ ου και η λαϊκή ευχή «ν’ ασπρίση, να γεράση σαν του ζαρκαδιού την ουρά».
Λέγεται ότι τα Ζαρκάδια τρελλαίνονται άγνωστον τι χόρτον τρώγοντα. Προ ετών ένα Ζαρκάδι εποδοτσάκισεν ένα κυνηγόν μόλις το ετουφέκισε. Τον επήρε στα πόδια και οσάκις τον επλησίαζε επηδούσε να τον σκοτώση. Εκείνος ανέβη εις ένα δένδρον και το Ζαρ­κάδι από κάτω εκουτρούσε τον κορμόν. Επί τέλους έφυγε και, όταν μετά ημέρας ευρέθη νεκρόν, τότε αντελήφθησαν ότι η παραφροσύνη του ωφείλετο εις το ότι τα σκάγια είχαν χωθή στα ριζαύτια του και διέσεισαν τον εγκέφαλόν του.
Τα καταδιώκουν μανιωδώς οι λύκοι, ανακαλύψαντες, φαίνεται, ότι έχουν νόστιμον κρέας. Αλλ’ αυτά φεύγουν ως αστραπή, και μόνον αν πιασθούν τα εύμορφα ξύλα της κεφαλής των από τίποτε κλαδιά, κατορθώνουν και τα συλλαμβάνουν οι λύκοι. Αλλ’ ούτε πέντε άνθρωποι δεν ημπορούν να κρατήσουν ένα Ζαρ­κάδι. Είναι τόσον πολυδύναμα, ώστε οι λύκοι προσ­παθούν να τ’ αρπάξουν από κρίσιμα μέλη του σώματός των διά να τα δαμάσουν. Πολλά Ζαρκάδια όμως συγυρίζουν ένα λύκον και λέγεται ότι ευρήκαν λύκους νεκρούς με ίχνη κτυπημάτων από ξύλα Ζαρκαδιών.
Άμα ημερεύουν τα Ζαρκάδια είναι ανοικονόμητα. Δεν ορίζετε κήπον, κλήματα, δένδρα, σπίτι, κουζίναν. Πρέπει να είσθε πάντοτε κλειδωμένοι. Δι’ αυτό και τα χαρίζομεν ευχαρίστως άμα οικονομούμεν κα­νένα. Αλλ’ υποθέτω ότι και ο κ. Μπενάκης θα έχη βαρεθή ήδη τον Κίτσον, διότι, όπως είπα, είναι με­γάλο βάσανον, το οποίον δεν γνωρίζω και τι σκοπόν έχει. Να θρέφω μίαν πέρδικα, ένα κόσσυφον, μάλι­στα. Μίαν αλεπού ακόμη προτιμότερον. Τουλάχιστον θα με διασκεδάζη με τας πονηρίας της. Αλλά ένα ηλίθιον πλάσμα, όσον εύμορφον και αν είναι, υποθέτω ότι μόνον εις την κατσαρόλαν είναι χρησιμώτερον. Και μάλιστα άμα είναι από τον Βάλτον, όπου, κατά τους ιστορικούς, έστελλεν ο Λούκουλλος και επρομηθεύετο τ’ αρνιά του, ούτε λόγος είναι να γίνεται, ότι δεν έχει άλλην χρησιμότητα.
Όσον διά τον μητρικόν πόνον, ο οποίος εστοίχισεν εις την ατυχή ζαρκάδαν ένα εκούσιον θάνατον, νομίζω ότι θα ήτο το μόνον που θα εδικαιολόγει κάποιαν παράτασιν της απαγορεύσεως του κυνηγίου κατά τους εαρινούς μήνας. Αλλά μαζί με τα αβλαβή ζαρκάδια θα επροστατεύοντο και ένα πλήθος επι­βλαβών ζώων, όπως οι λαγοί, τ’ αγριογούρουνα, οι έσβοι, οι αετοί, οι λύκοι, τα τσακάλια και τόσαι άλ­λαι μάστιγες της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Αν αι Κυρίαι της Εταιρείας των Ζωόφιλων έχουν αντίθετον γνώμην, ας καταργήσουν τα γουναρικά, διά να σωθούν τα ατυχή κουνάβια, τα πλέον ακίνδυνα ζώα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: