27/10/09

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ:ΤΟ ΛΑΦΙ.


Εις το περυσινόν Γεωργικόν Συνέδριον, το οποίον έγινεν εις την Μαδρίτην, κάποιος ενθυμήθη τους λόγους του Σατωβριάνδου:
- Προπορεύονται τα δάση, ακολουθεί ο άνθρωπος και έπεται η ερήμωσις.
Έχω την ιδέαν, ότι αν θέλετε να μάθετε πόσον επροχώρησεν εις ένα τόπον ο άνθρωπος, πόσον δηλαδή το δείνα μέρος είναι πυκνοκατοικημένον, άρα δασοπετσοκομμένον, ημπορείτε να ερωτήσητε:
- Έχετε λάφια;
Όπου επάτησεν ο άνθρωπος το Λάφι έφυγε, Σοφώτερον των Γεωργικών Συνεδρίων ενόησεν, ότι το δάσος αργά ή γρήγορα θα ανήκη εις την ιστορίαν αφού εισήλθεν ο άνθρωπος και ελάσπωσε την παρθενίαν του.
Η Ευρυτανία είναι ασφαλώς η πυκνοτέρα δασική επαρχία της Ελλάδος. Δάσος όπως ο Κελαινιάς (επει­δή είναι κατάμαυρον από την πολλήν πυκνότητά του, έχει το ομηρικόν αυτό όνομα Κελαινός = Κελαινιάς), όπως η Τσούκα της Γρανίτσας, όπως τα των Δολόπων, τα των Αγράφων, της Στεφανιάδος είναι σπάνια φαι­νόμενα εις την Ελλάδα. Μόλα ταύτα ούτε ένα Λάφι δεν βλέπομεν, όχι ημείς οι κυνηγοί, αλλ’ ούτε οι δα­σόβιοι ποιμένες της Ευρυτανίας.
Έχομεν όμως ένα πλήθος ονομασιών «Λαφοπατησιά», « Λαφοπήδημα», «Λαφοδιάσελο» και αφθόνους παρα­δόσεις, ότι τα μέρη μας προ εβδομήκοντα ετών ήσαν λιβάδια Ελαφιών. Αυτό άλλως τε αποδεικνύεται και εκ του πλήθους των ελαφοκεράτων που έχει κάθε σπίτι μεταξύ των διαφόρων βοτάνων, που να «βρίσκωνται κι αγύρευτα να ’ναι» όπως λέγουν οι γερόντισσες.
Το Λαφοκέρατο είναι το μάλλον εν χρήσει αλεξικέραυνον κατά των φιδιών. Άμα σπίτι ή στάνη νοιώση φίδια εις την περιοχήν της, καίει ολίγον ελαφοκέρατο κι εκείνα εξαφανίζονται, πράγμα το οποίον δεν το κατορθώνομεν διαφορετικά, με όλα τα «μαντολογήματα» που κάνομεν και πρώτον των οποίων είναι το από πρωίας μέχρις εσπέρας κτύπημα των ταψιών κατά την ημέραν του αγίου Μάρκου, ειδικού προστάτου μας από τα φίδια.
Λέγουν ότι τα φίδια φεύγουν άμα μυρίσουν λαφοκέρατο, διότι τα λάφια τα μάχονται πολύ. Αλλά ποίος ημπορεί να το διαβεβαιώση αυτό από ημάς τους κατοικούντας την χώραν, η οποία άλλοτε ήτο βασί­λειον των "Ελαφιών;
Ημείς Λάφι δεν βλέπομεν, όπως είπα. Ακούομεν μόνον παραδόσεις, μύθους και τραγούδια άφθονα γύρω από τα Λάφια και τα αρκούδια που αφθονούσαν άλλοτε και τώρα εξηφανίσθησαν και αυτά. Προ ολίγων ετών εσκότωσαν εις ένα μελισσομάντρι γειτονικού χωριού μίαν αρκούδαν και έμεινε θαύμα θαυμάτων. Εις ένα θαυμάσιον Ευρυτανικόν τραγούδι μια γυναίκα συμβουλεύει τον εραστήν της να φονεύση τον άνδρα της·
Για πάρε δίπλα, τα βουνά,
δίπλα τα κορφοβούνια
κι όπ’ εύρης λάφια σκότωσ’ τα
κι αρκούδια ημέρωσέ τα
κι όπ’ εύρης και τον άντρα μου
ρίξε και σκότωσε τον·
μην τον βαρέσης στο πλευρό
κι αργήση να πεθάνη.
Αλλά το θρυλικόν πλέον αυτό ζώον έχει μίαν συγκινητικήν σελίδα εις την ιστορίαν της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδος. Με αυτό εσυμβόλισαν οι Έλληνες την Ελλάδα και τα παθήματά της. Η πνιγείσα επανάστασις του Λάμπρου Κατσώνη θα έχετε ακούσει ότι ετραγουδήθη με αυτούς τους ωραίους στίχους, εις τους οποίους η Ελλάς συμβολίζεται με την Λαφίνα και η οργανωθείσα από την Αικατερίνην της Ρωσσίας απόπειρα του Κατσώνη παρουσιάζεται ως «λαφομόσκι (μοσχάρι ελαφιού).
Με γέλασε μια χαραυγή
τ’ άστρι και το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά,
νύχτα στα κορφοβούνια
κι ακούω τα πεύκα που βροντούν
και τις οξυές που τρίξουν
κι ακούω τα λάφια που βοσκάν
μι όλα τα λαφομούσκια·
και μια λαφίνα ταπεινή
δεν πάει μαζί με τ’ άλλα,
όλο τ’ απόσκια περπατεί
και τα ζερβά γυρίζει
κι όπ’ εύρη γάργαρο νερό
θολώνει και το πίνει.
Ο Ήλιος την απάντησε,
στέκει και τη ρωτάει!
- Τι έχεις Λαφίνα ταπεινή
και τα ζερβά γυρίζεις
κι όπ’ εύρης γάργαρο νερό
θολώνει και το πίνεις!
- Ήλιε μου σα με ρώτησες
να σου το μαρτυρήσω.
Δώδεκα χρόνους έκαμα
στέρφη χωρίς μοσχάρι,
κι από τους δώδεκα κι εμπρός
απόχτησα μοσχάρι
κι ο κυνηγός τ’ απάντησε
ρίχνει και το σκοτώνει,
ανάθεμά σου κυνηγέ
και συ και το καλό σου
που μ’ έκανες κι ορφάνεψα
κι από παιδιά κι απ’ άντρα.
Ιδού και άλλο, όπου ο Έλλην συμβολίζεται με λάφι, ο κλέφτης με ζαρκάδι και οι Τούρκοι με σκυλιά.
Πέρα εκεί στον Όλυμπο
και στα κοντοέλατα
βόσκει ένας γερόλαφος
κι όλο κλαιν τα μάτια του,
βγάζει δάκρυα γαλάζια
κι όλο καταγάλαζα.
Ζάρκαδος εδιάβαινε
στέκει τον ρωτάει:
- Τ’ έχεις βρε γερόλαφε
κι όλο κλαιν τα μάτια σου;
- Μπήκαν σκύλοι στο χωριό
κι όλο κλαιν τα μάτια μου
- Γω τα παίρνω τα σκυλιά
και τα πάγω στα βουνά.
Ως το γιόμα το καλό
σκότωσαν το ζάρκαδο
κι ως το δειλινό
πιάσανε τον έλαφο.
Και αφού σκότωσαν το ζάρκαδο (τον κλέφτη) τραγούδι συνεχίζει τα βάσανα του Έλληνος:
Δυο παιδιά Ρωμιόπουλα
και Γρεβενιτόπουλα
χήρα Τούρκα δούλευαν
με βουβαλοζεύγαρα,
όλη μέρα στη δουλειά
και το βράδυ στο σκιντιό.
- Βρε παιδιά Ρωμιόπουλα
γίνετε Τουρκόπουλα
να χαρήτε την Τουρκιά
και τα γρίβα τ’ άλογα,
- Γίνεσαι κυρά Ρωμηά
να χαρής την Παναγιά
να χαρής και τη Λαμπρά
με τα κόκκινα τ’ αυγά.
Αδύνατον να φαντασθήτε πόσα συμβολικά τρα­γούδια της Επαναστάσεως γύρω από τα Λάφια έχει η δημοτική ποίησις, η άγνωστος ακόμη κατά 80 τοις 0/0 και την οποίαν τώρα εγγίζω εις την λαγαρήν και άφθονον πηγήν της, εις τους Αγραφιώτας Σκηνίτας. Τι είναι οι ξανθοί αυτοί άνθρωποι; Καταρράκται στίχου, ρυθμού, ήχου, θρύλου, μύθου, παραδό­σεως.
Ο τμηματάρχης της Γεωργίας αγαπητός κ. Χασιώτης - θαρρώ δε και ο σεβαστός κ. Γαβριηλίδης - έχουν δίκαιον επιμένοντες ότι οι σκηνίται Σαρακα­τσάνοι είναι οι καταλαγαρώτεροι Έλληνες. Τους πα­ρακολουθώ δύο μήνας εις τα Ευρυτανικά βουνά και δεν χορταίνω την ομορφιάν των τραγουδιών των, της διηγήσεώς των, της φυσιογνωμίας των, της χειρονο­μίας των. Αλλ’ αρχίζουν και αυτοί να ολιγοστεύουν, υποκύψαντες εις την ολεθρίαν αντικτηνοτροφικήν πολιτικήν του Ελληνικού Κράτους.
Η τωρινή Κυβέρνησις αγωνίζεται ένα τεράστιον αγώνα να σώση την ράτσαν αυτήν, η οποία έδωκεν εις την Τουρκοκρατουμένην Ελλάδα τον Κατσαντώνην, τον Λεπενιώτην, τον Στουρνάραν, τον Χασιώτην, τον Λιακατάν, τον Τσιόγκαν, τον Δίπλαν και χίλιους άλλους Τουρκομάχους, επί πλέον δε διέσωσε την ελληνικήν κτηνοτροφίαν κατά το Εικοσιένα. Διαφορετικά οι Σαρακατσάνοι θα ήσαν μετ’ ολίγον γνω­στοί εκ της παραδόσεως, όπως και τα Λάφια, με τα οποία έχει να κάμη το πολύτροπον τραγούδι των.
Μου διηγούντο, ότι πέρυσι που επλήγωσαν ένα στα πλάγια του Κόζιακα το έβλεπαν επί τρεις ημέρας που έζησε, να κλαίη, να χύνη δάκρυα «σαν κορόμηλα». Οι πολύπαθοι Έλληνες δεν ημπορούσαν να συμβολίσουν τον εαυτόν τους με ζώον άλλο από το Λάφι, το οποίον μέσα από όλας τας διηγήσεις και τα τραγούδια παρουσιάζεται ως ένα ποίημα πόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: