29/10/09

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ : Ο ΤΡΥΠΟΦΡΑΧΤΗΣ.


Έχει και έναν έκπτωτο Βασιληά ο Λόγγος. Ονομάζεται τρυποφράχτης. Έχετε ιδή αυτό το φτερωτό ψίχουλο; Υποθέτω, όχι, διότι ακολουθεί το αξίωμα των σοφών μετριοτήτων, αι οποίαι προτιμούν να ακούωνται παρά να φαίνωνται. Δεν ακούεται παρά μόνον όταν τα Βάτα και η αγράμπελη σκεπάσουν πλέον την φράχτη, εις τα βάθη της οποίας ζη, γονι­μοποιεί, τραγουδεί, θορυβεί μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτός λοιπόν ο μικρός κατάδικος της φράχτης ανήλθεν εις τον θρόνον των πουλιών ως εξής:
Όταν ο φτερωτός κόσμος πρωτοαπεφάσισε να συγκροτηθή εις πολιτείαν, ο Τρυποφράχτης, ο σπουδαίος ρήτωρ της πρώτης εκείνης Εθνοσυνελεύσεως (μόνον την νύχτα κλείνει το στόμα του) ηξίωσε να γίνη αυτός βασιλεύς του Κράτους των πουλιών. Το πράγμα επροκάλεσε πολύν θόρυβον, διότι ήτο πολύ μικρός το δέμας, τόσον μικρός, ώστε εις κάμποσα μέρη ονομά­ζεται και Τρυποκάρυδο, προσεπώνυμον τα οποίον μό­νον η Παπαδίτσα (Αιγίθαλος) του αμφισβητεί. Εις την Αττικήν λ.χ. καλούν τρυποκάρυδο την Παπαδί­τσα, την οποίαν οι Ακαρνάνες ονομάζουν Μελισσουργόν.
Ο Τρυποφράχτης λοιπόν ή το Τρυποκάρυδο επέμενεν εις την αξίωσίν του και επί τέλους κατάφερε τα άλλα πουλιά να τον δεχθούν ως τον γενναιότερον άνδρα μεταξύ των συγχρόνων του. Ένα πρωί έγινεν η στέψις και ο θρόνος των πουλιών άστραψεν από μεγαλείον γενναιότητος. Πολύν ή ολίγον καιρόν εστάθη εις αυτόν, πώς εκυβέρνησε και αν υπήρξε φίλαλλος η όχι, η παράδοσις δεν αναφέρει τίποτε.
Το μόνον γνωστόν κεφάλαιον της ιστορίας του μετά την αναγόρευσίν του είναι η ενθρόνισίς του, η οποία έγινεν ως εξής:.
Μια μέρα αι Αρχαί ειδοποιήθησαν, ότι εις τα σύ­νορα του βασιλείου ενεφανίσθη ένα πελώριο πουλί. Ήταν ο αετός, άγνωστος μέχρις εκείνης της στιγμής εις τους υπηκόους του Τρυποφράχτη, οι οποίοι φαί­νεται ότι δεν ήσαν και πολύ μεγαλοσωμότεροι του Βασιλέως των. Διότι καθώς λέγει ο μύθος, έκαμεν εις τους ιδόντας αυτόν τόσην τρομάραν ώστε όταν σπεύσαντες στην Πρωτεύουσαν παρουσιάθησαν στο Βασι­ληά τους, δεν κατώρθωσαν να διηγηθούν ποίου με­γέθους ήτο ο εμφανισθείς εχθρός. Ο Τρυποφράχτης έξω φρενών για την δειλία τους, τους επέπληξε διότι ενέσπειρον τον πανικόν, και προς καθησύχασιν του λαού του ενεφανίσθη και τους ενεψύχωσεν ως εξής:
- Μη φοβάσαι! Εδώ είμαι εγώ· κι όποιος είναι με­γαλύτερος από μένα ας κοπιάση...
- Τι λες, Βασιληά; του είπαν τα πουλιά που είδαν τον αετό. Ξέρεις πόσο μεγάλος είναι;
Ο Τρυποφράχτης ετέντωσεν ολίγο το δεξί του φτερούγι και ρώτησε: - Είναι τόσος;...
- Τι λες Βασιληά!... Είναι μεγάλος!... Εφώναξαν από κάτω τα πουλιά.
Ο Τρυποφράχτης ετέντωσε περισσότερο το δεξί του φτερούγι και ρώτησε πάλιν περιφρονητικώς:
- Αμ’ είναι και τόσος;
- Είναι μεγάλος, Βασιληά... Είναι πολύ μεγάλος, με­γάλος!!!
Ο Τρυποφράχτης απεφάσισε να ανοίξη όλη τη μία φτερούγα του και να ξαναρωτήση:
- Έχει γούστο να μου πήτε ότι είναι και τόσος!! Αλλ’ έξαφνα κάποιος ίσκιος σαν σύννεφο επέρασεν εμπρός του.
- Να τος Βασιληά· αυτός είναι! εφώναξαν τα που­λιά τρομαγμένα.
- Αυτός είναι; είπεν ο Τρυποφράχτης κοιτάζων κάτω τον ίσκιο του Αετού.
- Τώρα θα πηδήση επάνω του ο Βασιληάς μας είπαν τα πουλιά που ήξευραν πως ο αρχηγός των δεν εδέχετο κανένα παλληκαρώτερον του εαυτού του και ο οποίος εξηκολούθει να κοιτάζη αγριεμένος τον ίσκιο του αετού.
- Ξέρετε βρε καλά πως είναι αυτός;
- Αυτός, αυτός, Βασιληά, ο ίδιος! απήντησαν τα πουλιά.
Ο Τρυποφράχτης ώρμησεν από τον θρόνον του προς τα κάτω.
Τι μεγάλο μακελιό έχει να γίνη σήμερα!!! Είπαν τα πουλιά. Ας βάλη ο θεός το χέρι του!...
Μερικά έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Άλλα πάλιν, υποπτευθέντα μήπως ο Βασιληάς των επήρε τον ίσκιο γι’ Αετό, του φώναξαν.
- Όχι κατ’ αυτού, Βασιληά... Αυτός είναι ο ίσκιος του... Ο Αετός είναι επάνω...
- Μη με κρατάτε, μωρέ!... φώναξε ο Τρυποφράχτης.
Εν τω μεταξύ έφθασε κοντά στη φράχτη του κάμπου:
- Εδώ είναι ακόμα; ρώτησε...
- Εδώ να τος... στριφογυρίζει από επάνω μας!...
- Ε! τότε φράχτη σας και φράχτη μου και οποίος γλυτώση!!!...
Κι εχώθη στα βάθη της φράχτης, η οποία έκτοτε είναι το παλάτι του. Ανεβοκαταβαίνει μέσα στις αγράμπελαις και τα βάτα, ασώπαστος εις λάλημα το οποίον έχει ένα τέτοιον τόνον θυμού, ώστε νομίζετε ότι ευ­ρίσκεται διαρκώς εις καυγάν.
Άμα όμως πηδά καμιά φορά στην κορυφή της φράκτης, ως επί το πλείστον είναι αμίλητος. Αρπάζει το έντομον, το οποίον σπανίως καταδιώκει έως εκεί και χώνεται ή μάλλον τρυπά τη φράκτη σαν βέλος και αρχίζει πάλι το καυγατζίδικο χαβά του, ο οποίος είναι σαν βροχή στον τσίγγο. Ομοιάζει με τους αν­θρώπους εκείνους οι οποίοι έξω είναι ταπεινότατοι ραγιάδες και άμα πατήσουν την πόρτα του σπιτιού των ή του γραφείου των «ποιος είδε το Θεό και δεν εφοβήθηκε».
Ποιος ξέρει τι να τραβάη εκείνη η ατυχής κυρία Τρυποφράχτου και η λοιπή οικογένεια του από τους παλληκαρισμούς του και τας διηγήσεις του!!! Ίσως, επιστρέφων από την καταδίωξιν κανενός εντόμου, η οποία, επαναλαμβάνω, σπανίως επεκτείνεται πέραν της αγραμπελοκορυφάδας, επιμένει να την πείση ότι κατεδίωκε τον Αετόν, αλλ’ ότι εκείνος τώβαλε στα πόδια και του ξέφυγεν. Η μικρότης του σώματός του, η κωμικότης της φκιασιάς του - είναι σαν να φορή το αλησμόνητο κλος σακκάκι το αυθαδέστατο ανατίναγμα του κεφαλιού του και της ουράς του, το θυμώδες λάλημά του, το νευρικό ράμφισμά του, το πηδη­χτό περιπάτημά του μέσα στη φράχτη, η ταπεινωσύνη του άμα ξεμυτίζη από τα βάτα διά τον φόβο του Αετού, το σύνολον τέλος των σκέρτσων του δεν είναι δυνατόν να το αφήση ο ελληνικός λαός αχρησιμοποίητον. Το επήρε και έκαμε τον μύθον της θρασύτητος.
Όταν όμως ποτέ το Κράτος ή καμία Εταιρεία αποφασίση να γνωρίση εις τους Έλληνας γεωργούς τους εχθρούς των και τους φίλους των, δίχως άλλο η μι­κροσκοπική αυτή ύπαρξις, που την έχει ο αγροτικός πληθυσμός ως σύμβολον της θρασυδειλίας, θα φιγουράρη εις πίνακας και βιβλία ως ένα από τα ευεργετικώτερα πουλιά του αγρού.


Δεν υπάρχουν σχόλια: