Στην αρχή ήτανε μονάχα ένα δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης, «αυτοάμυνας», καθώς λέγαμε, και πληγωμένης φιλοτιμίας. Μας χτύπησαν απροειδοποίητα, μάς πρόσβαλαν την αντρική μας τιμή, μας αδίκησαν βάναυσα, χυδαία, ασύστολα, μας λήστεψαν, μας υποδούλωσαν, μας πάτησαν με τις βαριές τους μπότες. Λυσσιάξαμε από το κακό μας. Γυρνούσαμε αγριεμένοι στους ηλιόλουστους δρόμους, αξύριστοι κι ατημέλητοι, σαν αλήτες. Ποιος σκοτιζότανε για την εμφάνισή του, τις μέρες εκείνες; Κοιταζόμασταν στα μάτια με άγχος, γνωστοί και άγνωστοι, πασχίζαμε να συνεννοηθούμε, να καταλάβει ο καθένας τη σκέψη του άλλου. Τί θα γίνει; ρωτούσαμε με το βλέμμα, θα το φάμε έτσι; δεν θα κάνουμε κάτι, επιτέλους; Κανείς δεν ήξερε.
Ύστερα ήρθαν εκείνοι πού πήραν πρώτοι την πρωτοβουλία, σοβαροί, αποφασισμένοι, σίγουροι. Μας ζύγωσαν έναν-έναν, σιγανά, ψύχραιμα, υπολογισμένα, με λόγια μετρημένα, χωρίς φανερό πάθος. Μας σύναξαν σε μικρές συντροφιές. Αυτοί μιλούσαν, εμείς ακούαμε ανέκφραστα, μαζεύαμε τα λόγια τους και τα δουλεύαμε μέσα μας, αργότερα, στη μοναξιά μας. Ας ενωθούμε σφιχτά, μας έλεγαν, ας δεθούμε όλοι οι έλληνες, οπουδήποτε κι αν ανήκουμε, όποια κι αν είναι τα περασμένα μας. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα κόμματα, τις Ιδεολογίες, καθετί που μπορεί να μας χωρίσει. Ας ξεχάσουμε τη Δημοκρατία, και τη Βασιλεία, τη Δεξιά και την Αριστερά, τις πολιτικές μας παρατάξεις και την κοινωνική μας θέση. Αυτά δεν είναι του παρόντος. Σήμερα, είμαστε όλοι σκλάβοι, όλοι το ίδιο χτυπημένοι, το ίδιο πονούμε από την μπότα που μας πατά. Ένας είναι ο σκοπός: η λευτεριά. Τίποτα άλλο δεν επιτρέπεται να συζητούμε κάτω από την μπότα. Ας πιαστούμε γερά απ’ τα χέρια, σαν αδέλφια δυστυχισμένα, σαν μέλη τής ίδιας, μεγάλης, μονοιασμένης, ζεστής οικογένειας που μας καλεί να τη βγάλουμε απ’ το βραχνά. Όταν, με το καλό, λευτερωθούμε, έλεγαν, θα ξαναβρούμε τα εσωτερικά μας, θα τα βάλουμε κάτω και θα δούμε τι θα πρέπει να γίνει στο εξής αυτός ο τόπος. Με το φθινόπωρο, άρχισαν να σώνονται τα αποθέματα των τροφίμων, έλειψε κι η κάποια καλοκαιρινή αφθονία από λαχανικά και φρούτα, κι έξαφνα έπεσε απάνω μας ο λιμός...
Εκείνοι πού πήραν την πρωτοβουλία μάς άφησαν ν’ αγγίσουμε τον πάτο της συμφοράς. Μας παρακολούθησαν από κοντά, με ψυχρό μάτι, σε κάθε μας ενέργεια, μας ξεχώρισαν έναν-έναν, μας ζύγισαν, μας αποτίμησαν. Κι όταν ένιωσαν πώς είμασταν—όσοι είμασταν—καλά προετοιμασμένοι, μας πήραν από το χέρι και μάς έδειξαν, μέσα από τους καπνούς, το κόκκινο άστρο.
Ένα μεσημέρι, προς τα τέλη του Οκτώβρη 1941, είχα ανεβεί μοναχός μου στο Λυκαβηττό, σφίγγοντας μέσα μου τη βουβή μου λύσσα. Ήταν όμορφη μέρα, δροσερή και καταγάλανη, δίχως ίχνος από σύννεφο. Κατεβαίνοντας, καθώς περνούσα από την πλατεία του Λυκαβηττού, άκουσα μια χαρούμενη μουσική και αρκετή φασαρία, σ’ ένα σπίτι με την πόρτα ορθάνοιχτη, και μου κινήθηκε η περιέργεια να δω τι έτρεχε. Πλησιάζοντας, κατάλαβα πως γινότανε γάμος. Ξεχώρισα τους παπάδες, τη νύφη με τ’ άσπρα της, τα κάνιστρα με τα λουλούδια, μες στη συγκέντρωση των καλεσμένων πού μιλούσανε βοερά και γελούσαν. Στο δρόμο —θέαμα σπανιότατο την εποχή εκείνη— περίμεναν δυο παμπάλαια ταξιά, απ’ αυτά που κανένας στρατός δεν θέλησε να τα επιτάξει, φορτωμένα βαλίτσες. Όλα τούτα κάπως μ’ ευχαρίστησαν κι είπα μέσα μου:
«Να η μικρή μας ζωή που συνεχίζει, κούτσα-κούτσα το δρόμο της, σαν να μη μας συνέβαινε τίποτα το εξαιρετικό».
Λίγο όμως πιο πέρα, στην οδό Αναγνωστοπούλου, είδα ένα νέο πού είχε σωριαστεί στο πεζοδρόμιο, σαν μισοπεθαμένος, με τα μάτια ανοιχτά. Είχε δίπλα του ένα δισάκι και, από το παρουσιαστικό του, θα ’λεγες πως ήταν εργάτης. Στάθηκα μπροστά του, έσκυψα και τον ρώτησα τι είχε πάθει. Ψιθυριστά, μου αποκρίθηκε:
— Ζαλίστηκα.
Ύστερα, παρακάλεσε για νερό. Κατάλαβα πώς ήταν η πείνα. Χτύπησα την πόρτα του πιο κοντινού σπιτιού. Άνοιξε μια καλοβαλμένη υπηρέτρια. Της έδειξα τον πεσμένο εργάτη και της ζήτησα να του φέρει ένα ποτήρι νερό. Σταμάτησε και μια γυναίκα μ’ ένα δίχτυ γεμάτο χορταρικά και σταφύλια και ρωτούσε τι συνέβαινε. Της είπα, αν μπορούσε, να προσφέρει τίποτα το φαγώσιμο. Έβγαλε κι έδωσε του νέου ένα τσαμπί. Αυτός το πήρε και τ’ ακούμπησε στο δισάκι του χωρίς να το φάει. Ανασηκώθηκε και βάλθηκε να πιάνει το λάρυγγά του σαν να είχε φαγούρα. Του έφεραν το νερό, το ήπιε. Είχανε μαζευτεί κι άλλοι άνθρωποι τριγύρω κι είπαν της υπηρέτριας να φέρει κονιάκ. Αυτή έτρεξε μέσα και γύρισε σε λίγο μ’ ένα ποτηράκι κονιάκ, μα ο νέος δεν θέλησε να το πιει. Της ζήτησα τότε εγώ να φέρει καμιά στερεή τροφή κι αυτή έφυγε να φροντίσει. Ένας απ’ τους διαβάτες, πού κρατούσε την ημερήσια μερίδα του του ψωμιού, έκοψε τη μισή και την έδωσε του νέου που άρχισε να την τρώει, σιγά-σιγά. Εγώ δεν βαστούσα τίποτα, είχα όμως μερικά χρήματα απάνω μου. Δυο-τρεις φορές, τα ‘πιασα μες στην τσέπη μου κι ετοιμάστηκα να τα δώσω του νέου, μα ντράπηκα και δεν τα ’δωσα. Ντράπηκα που εγώ είχα χρήματα, έστω και λίγα, ενώ αυτός δεν είχε ούτε ένα κομμάτι ψωμί και ξεψυχούσε, στο δρόμο, από την πείνα. Έφυγα με βήμα ταχύ, αμίλητος, αναστατωμένος.
Ποιος έφταιγε; Άραγε, μόνο οι γερμανοί;
— Το ζήτημα, κατά βάθος, είναι απλό, μου είπε μια μέρα ο Μαλέας. Το ζήτημα είναι ότι δεν μπορεί κανείς να ζει σε μια κοινωνία, όπου υπάρχουν άνθρωποι πού πεινούν.
Είχαμε κατέβει με το τραμ στο Παλαιό Φάληρο και καθόμασταν σ’ ένα παραθαλάσσιο βράχο, εκεί πού αρχίζει το Καλαμάκι. Δίπλα μας, έσκαγε το κύμα του Σαρωνικού και, πότε-πότε, δυνάμωνε και μας τριγύριζε, για μια στιγμή, με αφρούς. Ήτανε μεσημέρι χειμωνιάτικο· μέρα καλή. Έτσι μας είχε έρθει η όρεξη ν’ ανασάνουμε λίγο θαλασσινό αέρα, να ξεδώσουμε. Δεν κρυώναμε, η λιακάδα ήταν ευχάριστη κι ο αέρας γλυκός. Μα πώς να ξεχάσουμε την κόλαση πού περίμενε να μας ξαναπάρει μέσα της, σε λίγη ώρα; Η Αθήνα είχε γίνει τόπος φρίκης. Μορφές σκελετωμένες, ορθά πτώματα με πρόσωπο ρουφηγμένο, κιτρινωπό, με τα μάτια μαύρα ολόγυρα, βάδιζαν αργά, σιωπηλά, άσκοπα, στον ήλιο, εμπρός στις άσπρες προσόψεις των οικοδομών, κι έξαφνα σωριάζονταν αναίσθητες στα πιο κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, στην οδό Σταδίου, στο Σύνταγμα. Κάρα με άλογα κουβαλούσαν τους πεθαμένους της πείνας, σωρούς-σωρούς. Αλητόπαιδα κυκλοφορούσαν κοπαδιαστά, αγριεμένα, έτοιμα να χυμήξουν όπου θα ’βρισκαν τρόφιμα σε καμιά προθήκη ή κανένα καροτσάκι. Το αυτοκίνητο της αστυνομίας τα κυνηγούσε και τα μάζευε με τη βία, ενώ αυτά αντιστεκόντανε και τσιρίζανε σαν τρελά. Ζούσαμε σ’ έναν ατέλειωτο εφιάλτη, πνιγμένοι μες σε δρόμους φωτεινούς, με το αττικό τοπίο τριγύρω μας. Ένα βαρύ, ανυπόφορο αίσθημα από αποκαρδίωση και αηδία με κατείχε ακατάπαυστα, θα είχε ίσως παραλύσει μέσα μου κάθε θέληση, αν δεν με τόνωνε η ομαδική μας, παράνομη δράση.
Δυο μέρες πριν, είχα δει μια σκηνή πού μου είχε κόψει τον ύπνο. Το γεγονός είχε συμβεί, σχεδόν μες στα πόδια μου, στη γωνία των οδών Ιπποκράτους και Ακαδημίας, γύρω στο μεσημέρι, σε ώρα συνωστισμού. Πλανόδιοι μικροπωλητές είχανε στήσει εκεί, στην άκρη του πεζοδρομίου, τρία-τέσσερα καροτσάκια και πουλούσαν απίθανα βαθύχρωμα κατασκευάσματα από σουσάμι, μπομποτάλευρο, ύποπτα σιρόπια και ποιος ξέρει τί άλλες ουσίες: τα γλυκίσματα του λιμού. Διαβάτες σταματούσαν μια στιγμή, πλήρωναν με μερικά βρώμικα πληθωρικά χαρτονομίσματα, άρπαζαν ένα κομμάτι σε σχήμα πάστα ή πίττας και τραβούσαν το δρόμο τους, τρώγοντας με βουλιμία. Έξαφνα, από την άλλη άκρη του πεζοδρομίου, όρμησε, μέσα από τον κόσμο, ένας αλήτης ντυμένος μ’ ένα μακρύ, κουρελιασμένο πανωφόρι. Πέρασε από μπροστά μου σαν βολίδα και ρίχτηκε σ’ ένα καροτσάκι. Καραδοκούσε, ως φαίνεται, αρκετή ώρα, κι είχε μελετήσει το στόχο του καλά. Δεν ήταν παιδί· θα είχε περάσει τα είκοσι. Άρπαξε μια πίττα από το καροτσάκι, έπεσε χάμω, μπρούμυτα, εκεί που βρέθηκε, και την έχωσε μονομιάς στο στόμα του, ολόκληρη. Ο μικροπωλητής, άνθρωπος ώριμος και γεροδεμένος, ρίχτηκε απάνω του κι άρχισε να τον χτυπά με τα χέρια και τα πόδια. Ένας συνάδελφός του βάλθηκε να χτυπά κι αυτός, από εμπορική αλληλεγγύη. Ο αλήτης ήξερε πως θα τον έδερναν· το είχε προϋπολογίσει. Ήταν το αντίτιμο της πίττας και δεν είχε αντίρρηση να το πληρώσει. Δεν έκαμε καμιά προσπάθεια για να αμυνθεί ή για να ξεφύγει. Ξαπλωμένος, φαρδύς-πλατύς, μες στη σκόνη του πεζοδρομίου, μασούσε την πίττα του, αργά και καρτερικά, ενώ ταυτόχρονα, έτρωγε κλωτσιές στα πισινά.
Ωστόσο, αγωνιζόμασταν. Αθόρυβα, οργανώναμε πυρήνες, κυκλοφορούσαμε τα πρώτα, μικροσκοπικά, αντιστασιακά φύλλα. Συζητούσαμε πολύ, κάναμε σχέδια, κοντινά και μακρινά. Γενικεύαμε καμιά φορά τα θέματα. Ο Μαλέας ποτέ δεν έχανε τον ορθολογισμό του.
— Βέβαια, είπε, αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν σήμερα στην Αθήνα είναι γεγονότα εξαιρετικά. Είναι συνέπειες του πολέμου, τής Κατοχής. Αυτά θα περάσουν. Η πείνα όμως θα μείνει, αν δεν καταργήσουμε τα βαθύτερα αίτια πού τη γεννούν. Η πείνα είναι ύπουλο πράμα, ντροπιασμένο, κρυφό, σαν κακιά αρρώστια, τις περισσότερες φορές αόρατο, αν δεν κινήσεις να ψάξεις για να το ανακαλύψεις. Τώρα ζούμε μια μεγάλη κρίση, το κακό ξεχείλισε από παντού, γέμισε τους δρόμους, μας σκέπασε. Όμως αν δεν φροντίσουμε να του κόψουμε τις ρίζες, θα εξακολουθήσει να υπάρχει κι ας μην το βλέπουμε, ας μην τ’ ακούμε να ξεφωνίζει μες στην πόλη, Από τον πόνο και την απελπισία. Τούτο πρέπει να συλλάβεις, να σου γίνει βίωμα και συνείδηση: πως δεν μπορείς, δεν σου είναι δυνατό να αισθάνεσαι σαν άνθρωπος ακέραιος, περήφανος, με λευτεριά και αξιοπρέπεια, όσο βρίσκονται τριγύρω σου, στον τόπο σου, άλλοι άνθρωποι που πεινούν. Η πείνα τους εξευτελίζει την ανθρωπιά σου, τη λευτεριά σου, την αξιοπρέπεια σου, προσβάλλει την ύπαρξή σου, σε φτύνει κάθε μέρα καταπρόσωπο, έστω κι αν αυτοί το ’χουν πάρει απόφαση και δεν κάνουν τίποτα για να διαμαρτυρηθούν. Η πείνα τους είναι η άρνησή σου. Πρέπει, μια για πάντα, να την ξεπεράσεις, να την καταργήσεις, για να μπορείς, αληθινά, να σέβεσαι τον εαυτό σου.
Μιλούσε ψυχρά, με φωνή καθαρή, αλλά τα μάτια του έκαιαν, σαν αναμμένα κάρβουνα, στη μακρόστενη, μελαχρινή μορφή του. Μάντευες μέσα του μια φωτιά, μια ακοίμητη εστία από πάθος και πίστη, πού την είχε υποτάξει η αυστηρή του λογική. Η δύναμή του όμως δεν ήταν η λογική, ήταν η φωτιά. Τώρα πια το είχα καταλάβει· ήξερα τι ήταν εκείνο που με τάραζε όταν βρισκόμασταν έτσι μόνοι, οι δυο μας και κοιταζόμασταν, μιλώντας, ίσια στα μάτια.
— Συμφωνώ κατ’ αρχήν μ’ αυτά που λες, του αποκρίθηκα, κρατώντας κι εγώ τη συζήτηση στο αυστηρό επίπεδο όπου την ήθελε αυτός. Ναι, πράγματι, η πείνα —και ό,τι άλλο η πείνα σέρνει μαζί της— είναι ένα ηθικό σκάνδαλο πού δεν μπορεί να το δεχτεί η συνείδηση του λεύτερου ανθρώπου. Μα η σκληρότητά σου μου σφίγγει την καρδιά. Καλά τώρα, έχουμε πόλεμο· ό,τι κι αν είναι ανάγκη να γίνει, το δέχουμαι. Ύστερα όμως, δεν θα υπάρξει, άραγε, άλλος δρόμος από το δρόμο της σκληρότητας, για να φτάσουμε στον ίδιο σκοπό;
— Όχι, είπε, μη γελιέσαι, δεν θα υπάρξει. Δεν θα σ' αφήσουν εκείνοι που κατέχουν, θα προφασιστούν πως συμφωνούν μαζί σου ως ένα σημείο, θα σου κάμουν μερικές παραχωρήσεις, θα σου τάξουν πολλά και διάφορα, μα, την τελευταία στιγμή, θα σου τη φέρουν, εξόν αν προλάβεις να τους τη φέρεις εσύ, να τους πάρεις τη δύναμη από τα χέρια. Έτσι έγινε πάντα και τίποτα δεν με πείθει πως οι άνθρωποι, από δω και πέρα, θ’ αρχίσουνε να φέρνονται διαφορετικά απ’ ό,τι φέρθηκαν ως τώρα. Δεν έχεις εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, είπα.
— Δεν έχεις εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, είπα.
— Του έχω εμπιστοσύνη, αποκρίθηκε, όσο είναι ακτήμονας. Τότε, μόνο τότε, μπορώ να πιστέψω στην καλοσύνη του, στην αλληλεγγύη του, στο αίσθημά του της δικαιοσύνης. Από τη στιγμή όμως που κατέχει, δεν τον εμπιστεύομαι πια. Η συνείδηση της κατοχής ξεραίνει την ψυχή του, τη διαφθείρει, την εκφαυλίζει. Πρέπει να του τα πάρω όλα-όλα!—να τον κάμω να ξαναγίνει ακτήμονας, για να βρει την αληθινή του φύση και την αρετή του. Για να σωθεί.
Και πρόσθεσε μια φράση που δεν την περίμενα και μου έκαμε περίεργη εντύπωση, εκεί στους βράχους του Φαλήρου, τη μέρα εκείνη. Δεν τη σχολίασα, ωστόσο.
— Ακτήμονας, είπε, σαν το Χριστό.
Γιώργος Θεοτοκάς
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου