Σχεδόν οι περισσότερες σπηλιές των Ευρυτανικών οχθών του Ασπροποτάμου είναι κυψέλαι Αγριομελισσών. Παρακολουθούμεν πρωί βράδυ το θέαμα της καταδιώξεώς των. Σύννεφα πουλιών, τα οποία λέγονται μελισσοφάγοι, περιφέρονται αυτήν την εποχήν επάνω εις τας όχθας του ποταμού, στας σχισμάδας των οποίων είναι ριζωμένα τ’ αγριομελίσσια. Οι μελισσοφάγοι αναμένουν την πρωινήν έξοδον ή την βραδινήν επιστροφήν των μελισσών από την βοσκήν των. Η Αγριομέλισσα αλλάσσει τακτικά δρόμον, αλλά και οι μελισσοφάγοι ευρίσκονται παντού εμπρός της. Καταλαμβάνουν τα κατάλληλα σημεία της διαβάσεως των και εκεί της επιτίθενται καταστρεπτικώς.
Δύο πλάσματα του Θεού, το πρόβατον και η μέλισσα, έχουν τον αλτρουϊσμόν ή την παραφροσύνην τόσον ισχυράν, ώστε εκεί όπου ώρμησεν ο αρχηγός, να ακολουθούν πιστά, έστω και αν βλέπουν τον θάνατον εμπρός των. Επήδησεν ο αρχηγός των προβάτων το (γκεσέμι) εις ένα γκρεμόν; Τον ακολουθούν όλα τα πρόβατα και πρέπει να σπάση γκλίτσαις επάνω των ο τζαπάνης, διά ν’ ανακόψη το πήδημα των· Επήρε μία μέλισσα αυτόν τον δρόμον; Σχηματίζεται όπισθέν της αλυσίδα, όλο το μελίσσι και δεν πλαγιοδρομεί, χίλιοι μελισσοφάγοι να είναι παρατεταγμένοι δεξιά και αριστερά.
Οι μελισσουργοί γνωρίζουν την ηλιθίαν αυτήν αφοσίωσιν των μελισσών προς τον αρχηγόν των και άμα το πρωί πρόκειται να εκκινήσουν τα μελίσσια των διά την βοσκήν, θα τουφεκίσουν εις τον αέρα διά να διώξουν τους μελισσοφάγους, οι οποίοι αναμένουν γύρω από τα μελισσιμάντρια, για να πιάσουν την μελισσογραμμήν. Άμα οι μέλισσες φθάσουν εις την βοσκήν οι μελισσοφάγοι δεν ματαιοπονούν, διότι εκεί τα σμήνος σκορπίζεται επάνω στα έλατα να βυζάξη το μάνα, την καλυτέραν δηλαδή μελισσοτροφήν, από την οποίαν γίνεται το τριγανιστό μέλι, που ονομάζεται ζαχαρόμελο.
Αλλά τα κακόμοιρα τ’ αγριομελίσσια δεν έχουν μόνον τον μελισσοφάγον εχθρόν. Τα καταδιώκουν κατ’ εξοχήν τα κουνάβια. Αυτά είναι η μεγάλη καταστροφή των. Αναρριχώνται στις απόκρημνες φωλιές των και ρημάζουν το μέλι τους, μη αφήνοντα ούτε κηρήθρας. Κατά δεύτερον λόγον τα κυνηγά η αλεπού, άλλ’ αυτή διά πολλούς λόγους, αποφεύγει αυτάς τας επικινδύνους επιχειρήσεις και προτιμά τα χαμηλά κοτέτσια. Εις μίαν καταδίωξιν αγριομελισσιού έπεσεν εις το ποτάμι, όπου ιδούσα τας δεξιά και αριστερά απότομους όχθας, εις τας οποίας θα ήτο μάταιον να επιχειρήση ν’ αναρριχηθή, εστρογγυλοκάθισεν επάνω στα νερά και είπε φιλοσοφικώς:
- Ξέρω τώρα πως στο Αιτωλικό θα με βγάλη τα ποτάμι, αλλά βαρυούμαι τα κλωθογυρίσματα...
Έκτοτε ο μύθος λέγει, ότι η αλεπού μόνον αν την πάρη καμμία μεγάλη πείνα κινδυνεύει εις ηρωισμούς κατά των αγριομελισσιών, τα οποία άλλως τε την μάχονται τόσον φοβερά, ώστε πρέπει να απουσιάζουν διά να επιτεθή εις το μέλι των.
Οι άνθρωποι, τολμηρότεροι της αλεπούς, καταδιώκουν τα αγριομελίσσια, τα οποία εδώ εις τα μέρη μας είναι το επικερδέστερο κυνήγι, όσον σχεδόν τα κουνάβια και τα αλεποδέρματα. Διότι πρώτον τα αγριομελίσσια, ως ευρισκόμενα πλησίον των ελατιών, κάνουν το ζαχαρόμελο, το οποίον είναι το ακριβώτερο μέλι. Δεύτερον, επειδή δεν τα τρυγούν τακτικά, όπως τα ήμερα μελίσσια, έχουν άφθονο μέλι· ημπορεί λόγου χάριν να φθάση ένα εβδομήκοντα οκάδες μέλι, από το οποίον θα βγάλη πέντε οκάδας κερί, ώστε 70 δραχ. από μέλι και άλλες 40 από κερί το όλον 110.
Άλλοτε το κυνήγι των αγριομελισσιών ήτο ανοργάνωτον, τουτέστι εγίνετο από τους τυχόντας και ένεκα τούτου ολιγώστεψαν πολύ τα αγριομελίσσια. Οι αυτοσχέδιοι αγριομελισσοκυνηγοί, ενδιαφερόμενοι μόνον πώς θα πάρουν περισσότερο μέλι, τα ερήμαζαν, ή αφήνοντες τις φωλιές των δίχως σταλιά μέλι εις ώραν χειμώνος, ή το βαρβαρώτερον ακόμη, πνίγοντες τας μελίσσας διά την ευκολωτέραν εξαγωγήν του μέλιτος. Έκαναν δηλαδή ένα έργον παρόμοιον προς το του αειμνήστου κλεφτομελισσά, το τέλος του οποίου, όπως και του ζωοκλέπτου, το οφείλομεν εις τον κ. Βενιζέλον.
Ο κλεφτομελισσάς εθανάτωνε το μελίσσι με θειάφι, ή και το έπνιγε μέσα στο νερό. Ευτυχώς τώρα τελευταία, διότι συνέβησαν πολλά δυστυχήματα, τα αγριομελίσσια αφέθησαν εις τους εξ επαγγέλματος κυνηγούς των. Αυτοί είναι όχι μόνον τολμηροί άνθρωποι, αλλά και τέλειοι τεχνίται. Δένονται με τριχιές και κατεβαίνουν τους γκρεμούς, όπου τα αγριομελίσσια, τα οποία πρώτα πρώτα δεν τα σκοτώνουν, αλλά τα ναρκώνουν προσωρινά με ισκοκαπνόν και τοιουτοτρόπως παίρνουν το μέλι ήσυχοι, αφήνοντες ανάλογον ποσότητα, διά να μη ψοφήση το μελίσσι από πείναν.
Τα πολύπαθα τα ζώα! Λέγει κάποιος μύθος, ότι τα ζώα διά ν’ αποφύγουν την τυραννίαν του ανθρώπου, εις του οποίου την κυριότητα ανήκον εντολή του θεού, έκαμαν συνέδριον και απεφάσισαν να παραβούν την θείαν επιταγήν. Ώρισαν λοιπόν την ημέραν της εξόδου των προς την ερημίαν και είπαν «την ημέρα εκείνη θα φύγωμε, πρώτα ο θεός». Η κότα που ήταν περισσότερον βασανισμένη από τον άνθρωπον εφώναξεν:
- Δεν έχει θεός και Ξεθεός. Ό,τι θέλει να ειπή ο θεός ημείς θα φύγωμε...
- Μάλιστα, είπαν τα σκυλιά, τα γουρούνια, τα άλογα και άλλα πολλά ζώα. Θέλει δεν θέλει ο θεός, εμείς θα φύγωμε... Δεν υποφέρεται ο παληάνθρωπος αφεντικός...
Ο Θεός ήκουσε την αυθάδη γλώσάν των και ετιμώρησε τα ασεβή διά της αιωνίου δουλείας των υπό τον άνθρωπον. Έφυγαν μόνον όσα είπαν «πρώτα με το θέλημα του Θεού».
Αλλά και αν έφυγαν τι έκαμαν; Ο άνθρωπος τα πήρε το κατόπιν, και στην ερημιά όπου εζήτησαν να κρύβουν. Μόλα ταύτα ο άνθρωπος, ως θεοσεβέστερος των ζώων, προσέχει ωσάν τα μάτια του τα αγριομελίσσια που κατέφυγαν εις ιερούς τόπους, τουτέστι περιοχάς εξωκκλησιών, μοναστηριών και προσκυνηταριών. Δεν τα πειράζει, διότι, κατά γενικήν λαϊκήν πεποίθησιν, εκείνα «κάνουν το κηρί του αγίου». Ωσαύτως δεν κρούει και τα αγριομελίσσια τα οποία είναι εις μέρη «στοιχειωμένα», διότι αυτά θρέφουν «τα στοιχειά».
Προ ετών εις μίαν όχθην του Πλατανιά, παραποτάμου του Αχελώου, κάποιος παπάς ήθελε να παραβή την κοινήν πρόληψιν και να τρύγηση ένα αγριομελίσσι,το οποίον παλαιά παράδοσις το έφερεν ως «στοιχειωμένο». Εδέθη λοιπόν με μίαν τριχιάν και εκρεμάσθη εις την μυθικήν σπηλιάν, όπου το αγριομελίσσι εδούλευε αιώνας τόσον, ώστε να κρέμωνται τα μέλια κάτω εις τον βράχον ως ξανθός καταρράκτης. Λέγεται ότι τον μελιτώδη αυτόν καταρράκτην κάποτε ετουφέκισε με συρματοδεμένα βόλια ένας αρματολός για να τον ρίψη κάτω, αλλά έσκασε το ντουφέκι του και αντί να κοπούν τα μέλια εκόπη το χέρι του. Έκτοτε κανείς δεν επάτησε εκεί πλην του παπά, ο οποίος, αφού ήρχισε να τρυγά το μέλι, ήκουσε μίαν φωνήν.
- Σώνει άλλο τώρα.
Ο παπάς ενόμισε πως του φωνάζουν οι σύντροφοι του επάνω από τον βράχον, ενώ, κατά την παράδοσιν, του εφώναξε το στοιχειό μέσα από την σπηλιά. Εγύρισε λοιπόν και απήντησε στους συντρόφους του.
- Τώρα να πάψω, που μπήκα στο παχύ στρώμα;... Αλλά μόλις εκοίταξε προς τα επάνω για να τον ακούσουν καλύτερα, είδε δίπλα του ένα φίδι και στρέψας αμέσως το μαχαίρι, με το οποίον εμελισσουργούσε, το έκοψε εις δύο. Εκείνο όμως, το οποίον αυτός εξέλαβε για φίδι, ήταν η τριχιά που τον είχαν δεμένο. Και ο ατυχής παπάς επλήρωσε την παράδοσιν, γκρεμισθείς κάτω κατά τρόπον, ώστε να μη ειμπορούν να τον περισυλλέξουν απ’ εκεί. Έκτοτε οι χωρικοί περνούν μακρυά από το «στοιχειωμένα μελίσσι», το οποίον τώρα γεμίζει με τα χρυσά μέλια του και τα χείλη της σπηλιάς.
Δύο πλάσματα του Θεού, το πρόβατον και η μέλισσα, έχουν τον αλτρουϊσμόν ή την παραφροσύνην τόσον ισχυράν, ώστε εκεί όπου ώρμησεν ο αρχηγός, να ακολουθούν πιστά, έστω και αν βλέπουν τον θάνατον εμπρός των. Επήδησεν ο αρχηγός των προβάτων το (γκεσέμι) εις ένα γκρεμόν; Τον ακολουθούν όλα τα πρόβατα και πρέπει να σπάση γκλίτσαις επάνω των ο τζαπάνης, διά ν’ ανακόψη το πήδημα των· Επήρε μία μέλισσα αυτόν τον δρόμον; Σχηματίζεται όπισθέν της αλυσίδα, όλο το μελίσσι και δεν πλαγιοδρομεί, χίλιοι μελισσοφάγοι να είναι παρατεταγμένοι δεξιά και αριστερά.
Οι μελισσουργοί γνωρίζουν την ηλιθίαν αυτήν αφοσίωσιν των μελισσών προς τον αρχηγόν των και άμα το πρωί πρόκειται να εκκινήσουν τα μελίσσια των διά την βοσκήν, θα τουφεκίσουν εις τον αέρα διά να διώξουν τους μελισσοφάγους, οι οποίοι αναμένουν γύρω από τα μελισσιμάντρια, για να πιάσουν την μελισσογραμμήν. Άμα οι μέλισσες φθάσουν εις την βοσκήν οι μελισσοφάγοι δεν ματαιοπονούν, διότι εκεί τα σμήνος σκορπίζεται επάνω στα έλατα να βυζάξη το μάνα, την καλυτέραν δηλαδή μελισσοτροφήν, από την οποίαν γίνεται το τριγανιστό μέλι, που ονομάζεται ζαχαρόμελο.
Αλλά τα κακόμοιρα τ’ αγριομελίσσια δεν έχουν μόνον τον μελισσοφάγον εχθρόν. Τα καταδιώκουν κατ’ εξοχήν τα κουνάβια. Αυτά είναι η μεγάλη καταστροφή των. Αναρριχώνται στις απόκρημνες φωλιές των και ρημάζουν το μέλι τους, μη αφήνοντα ούτε κηρήθρας. Κατά δεύτερον λόγον τα κυνηγά η αλεπού, άλλ’ αυτή διά πολλούς λόγους, αποφεύγει αυτάς τας επικινδύνους επιχειρήσεις και προτιμά τα χαμηλά κοτέτσια. Εις μίαν καταδίωξιν αγριομελισσιού έπεσεν εις το ποτάμι, όπου ιδούσα τας δεξιά και αριστερά απότομους όχθας, εις τας οποίας θα ήτο μάταιον να επιχειρήση ν’ αναρριχηθή, εστρογγυλοκάθισεν επάνω στα νερά και είπε φιλοσοφικώς:
- Ξέρω τώρα πως στο Αιτωλικό θα με βγάλη τα ποτάμι, αλλά βαρυούμαι τα κλωθογυρίσματα...
Έκτοτε ο μύθος λέγει, ότι η αλεπού μόνον αν την πάρη καμμία μεγάλη πείνα κινδυνεύει εις ηρωισμούς κατά των αγριομελισσιών, τα οποία άλλως τε την μάχονται τόσον φοβερά, ώστε πρέπει να απουσιάζουν διά να επιτεθή εις το μέλι των.
Οι άνθρωποι, τολμηρότεροι της αλεπούς, καταδιώκουν τα αγριομελίσσια, τα οποία εδώ εις τα μέρη μας είναι το επικερδέστερο κυνήγι, όσον σχεδόν τα κουνάβια και τα αλεποδέρματα. Διότι πρώτον τα αγριομελίσσια, ως ευρισκόμενα πλησίον των ελατιών, κάνουν το ζαχαρόμελο, το οποίον είναι το ακριβώτερο μέλι. Δεύτερον, επειδή δεν τα τρυγούν τακτικά, όπως τα ήμερα μελίσσια, έχουν άφθονο μέλι· ημπορεί λόγου χάριν να φθάση ένα εβδομήκοντα οκάδες μέλι, από το οποίον θα βγάλη πέντε οκάδας κερί, ώστε 70 δραχ. από μέλι και άλλες 40 από κερί το όλον 110.
Άλλοτε το κυνήγι των αγριομελισσιών ήτο ανοργάνωτον, τουτέστι εγίνετο από τους τυχόντας και ένεκα τούτου ολιγώστεψαν πολύ τα αγριομελίσσια. Οι αυτοσχέδιοι αγριομελισσοκυνηγοί, ενδιαφερόμενοι μόνον πώς θα πάρουν περισσότερο μέλι, τα ερήμαζαν, ή αφήνοντες τις φωλιές των δίχως σταλιά μέλι εις ώραν χειμώνος, ή το βαρβαρώτερον ακόμη, πνίγοντες τας μελίσσας διά την ευκολωτέραν εξαγωγήν του μέλιτος. Έκαναν δηλαδή ένα έργον παρόμοιον προς το του αειμνήστου κλεφτομελισσά, το τέλος του οποίου, όπως και του ζωοκλέπτου, το οφείλομεν εις τον κ. Βενιζέλον.
Ο κλεφτομελισσάς εθανάτωνε το μελίσσι με θειάφι, ή και το έπνιγε μέσα στο νερό. Ευτυχώς τώρα τελευταία, διότι συνέβησαν πολλά δυστυχήματα, τα αγριομελίσσια αφέθησαν εις τους εξ επαγγέλματος κυνηγούς των. Αυτοί είναι όχι μόνον τολμηροί άνθρωποι, αλλά και τέλειοι τεχνίται. Δένονται με τριχιές και κατεβαίνουν τους γκρεμούς, όπου τα αγριομελίσσια, τα οποία πρώτα πρώτα δεν τα σκοτώνουν, αλλά τα ναρκώνουν προσωρινά με ισκοκαπνόν και τοιουτοτρόπως παίρνουν το μέλι ήσυχοι, αφήνοντες ανάλογον ποσότητα, διά να μη ψοφήση το μελίσσι από πείναν.
Τα πολύπαθα τα ζώα! Λέγει κάποιος μύθος, ότι τα ζώα διά ν’ αποφύγουν την τυραννίαν του ανθρώπου, εις του οποίου την κυριότητα ανήκον εντολή του θεού, έκαμαν συνέδριον και απεφάσισαν να παραβούν την θείαν επιταγήν. Ώρισαν λοιπόν την ημέραν της εξόδου των προς την ερημίαν και είπαν «την ημέρα εκείνη θα φύγωμε, πρώτα ο θεός». Η κότα που ήταν περισσότερον βασανισμένη από τον άνθρωπον εφώναξεν:
- Δεν έχει θεός και Ξεθεός. Ό,τι θέλει να ειπή ο θεός ημείς θα φύγωμε...
- Μάλιστα, είπαν τα σκυλιά, τα γουρούνια, τα άλογα και άλλα πολλά ζώα. Θέλει δεν θέλει ο θεός, εμείς θα φύγωμε... Δεν υποφέρεται ο παληάνθρωπος αφεντικός...
Ο Θεός ήκουσε την αυθάδη γλώσάν των και ετιμώρησε τα ασεβή διά της αιωνίου δουλείας των υπό τον άνθρωπον. Έφυγαν μόνον όσα είπαν «πρώτα με το θέλημα του Θεού».
Αλλά και αν έφυγαν τι έκαμαν; Ο άνθρωπος τα πήρε το κατόπιν, και στην ερημιά όπου εζήτησαν να κρύβουν. Μόλα ταύτα ο άνθρωπος, ως θεοσεβέστερος των ζώων, προσέχει ωσάν τα μάτια του τα αγριομελίσσια που κατέφυγαν εις ιερούς τόπους, τουτέστι περιοχάς εξωκκλησιών, μοναστηριών και προσκυνηταριών. Δεν τα πειράζει, διότι, κατά γενικήν λαϊκήν πεποίθησιν, εκείνα «κάνουν το κηρί του αγίου». Ωσαύτως δεν κρούει και τα αγριομελίσσια τα οποία είναι εις μέρη «στοιχειωμένα», διότι αυτά θρέφουν «τα στοιχειά».
Προ ετών εις μίαν όχθην του Πλατανιά, παραποτάμου του Αχελώου, κάποιος παπάς ήθελε να παραβή την κοινήν πρόληψιν και να τρύγηση ένα αγριομελίσσι,το οποίον παλαιά παράδοσις το έφερεν ως «στοιχειωμένο». Εδέθη λοιπόν με μίαν τριχιάν και εκρεμάσθη εις την μυθικήν σπηλιάν, όπου το αγριομελίσσι εδούλευε αιώνας τόσον, ώστε να κρέμωνται τα μέλια κάτω εις τον βράχον ως ξανθός καταρράκτης. Λέγεται ότι τον μελιτώδη αυτόν καταρράκτην κάποτε ετουφέκισε με συρματοδεμένα βόλια ένας αρματολός για να τον ρίψη κάτω, αλλά έσκασε το ντουφέκι του και αντί να κοπούν τα μέλια εκόπη το χέρι του. Έκτοτε κανείς δεν επάτησε εκεί πλην του παπά, ο οποίος, αφού ήρχισε να τρυγά το μέλι, ήκουσε μίαν φωνήν.
- Σώνει άλλο τώρα.
Ο παπάς ενόμισε πως του φωνάζουν οι σύντροφοι του επάνω από τον βράχον, ενώ, κατά την παράδοσιν, του εφώναξε το στοιχειό μέσα από την σπηλιά. Εγύρισε λοιπόν και απήντησε στους συντρόφους του.
- Τώρα να πάψω, που μπήκα στο παχύ στρώμα;... Αλλά μόλις εκοίταξε προς τα επάνω για να τον ακούσουν καλύτερα, είδε δίπλα του ένα φίδι και στρέψας αμέσως το μαχαίρι, με το οποίον εμελισσουργούσε, το έκοψε εις δύο. Εκείνο όμως, το οποίον αυτός εξέλαβε για φίδι, ήταν η τριχιά που τον είχαν δεμένο. Και ο ατυχής παπάς επλήρωσε την παράδοσιν, γκρεμισθείς κάτω κατά τρόπον, ώστε να μη ειμπορούν να τον περισυλλέξουν απ’ εκεί. Έκτοτε οι χωρικοί περνούν μακρυά από το «στοιχειωμένα μελίσσι», το οποίον τώρα γεμίζει με τα χρυσά μέλια του και τα χείλη της σπηλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου