Εκείνος που παρωμοίασε τους πολιτικούς της Ελλάδος με τσακάλια έκαμε μίαν μεγάλην αδικίαν εις βάρος των επιτηδειοτέρων τετραπόδων του λόγγου. Το τσακάλι ημπορεί να σφάξη μίαν νύκτα εκατόν και πλέον πρόβατα. Ίσως δεν υπάρχει άλλο καταστρεπτικώτερον ζώον. Διότι ο λύκος, ο οποίος ωσαύτως είναι φοβερός χασάπης, δεν φθάνει τα εκατόν. Η παράδοσις λέγει ότι, άμα περάση τα 99, σκάζει ο ατυχής. Αλλά και διακόσια να κόψη το τσακάλι, είναι αδύνατον να το εννοήση ο τσοπάνης. Τον λύκον, μάλιστα. Αυτός είναι πολυθόρυβος, μουρντάρης, όπως οι πολιτικοί. Το τσακάλι όμως άμα κινήση διά να κάμη επιχείρησιν, πρώτα θα επισκεφθή τον τσοπάνην θα εξετάση αν κοιμάται, πού είναι τα σκυλιά, πού τα κοπάδια, προσχεδιάζει τα πάντα, υποπτεύεται όλα τα ενδεχόμενα και τότε αρχίζει την σφαγήν. Σφάζει εκατόν και περισσότερα. Αλλά μόνον τα σφάζει ή τα πνίγει, δίχως ούτε το αίμα να ροφά, όπως ο λύκος. Κάνει καταστροφήν, χωρίς να μένη να γευθή τους καρπούς του. Φως φανερόν λοιπόν, ότι υπήρξε πολύ ατυχής η παρομοίωσίς του με τους πολιτικούς. Διότι επί πλέον είναι σπάνιον πράγμα να πιασθή το τσακάλι. Είναι τόσον επιτήδειον, ώστε το πρωί ούτε ντορόν (ίχνη) δεν αφήνει.
Πέρυσι, μολαταύτα, συνελήφθη ένα κατά τρόπον κωμικώτατον. Επήγεν εις την στάνην διά να κατοπτεύση τον τσοπάνην. Αλλ’ εκεί εμυρίσθη γάλα, το οποίον του αρέσει. Ατυχώς όμως το γάλα ήτο εις ένα ξύλινον δοχείον, στενόν επάνω και πλατύ κάτω· έχωσε λοιπόν την μούρην του εντός και, εφ’ όσον έπινε το γάλα, τόσον επροχώρει προς τον πυθμένα, πιεζομένων των αυτιών του, τα οποία όμως, μόλις έφθασαν εις το πλατύ μέρος του δοχείου, επανέλαβον την προτέραν των θέσιν. Άμα λοιπόν έπιε το γάλα και ηθέλησε ν’ αποσυρθή, ανεκάλυψεν ότι τα αυτιά του δεν ωπισθοχωρούσαν πλέον. Άρχισε τότε να περιφέρεται προσωπιδοφόρον και να κτυπά δεξιά και αριστερά, ώστε να κατατρομάξη τον τσοπάνην, ο οποίος ενόμιζεν ότι πρόκειται περί διαβόλου. Μετά πολλούς όμως δισταγμούς, αντελήφθη περί τίνος επρόκειτο και συνέλαβε τον επισκέπτην, τον οποίον και έφερε στο χωριό προσωπιδοφορεμένον.
Το τι έτράβηξεν ο ατυχής δεν λέγεται. Αποφεύγω την περιγραφήν των βασάνων του, διότι πρόκειται περί αληθινού ιεροεξεταστικού μαρτυρίου. Ποίος να τους εμποδίση; Ελάμβανον οι χωρικοί εκδίκησιν διά προαιώνια μίση, διά καταστροφάς ατελειώτους, διά ζημίας χιλιάδων δραχμών.
Υποθέτω ότι πονηρότερα μάτια δεν έπλασεν ο Θεός. Μικρά, σπιθωτά, αστραποκίνητα, τέλειοι διάβολοι, Τα βλαχόσκυλα, τα βαρυκίνητα και απονήρευτα, δεν καταφθάνουν να προφυλάξουν τα πρόβατα από τα τσακάλια. Διότι έχουν τόσα τερτίπια, ώστε οι βοσκοί να τα θεωρούν πολυμηχανώτερα από την αλεπούν. Φαντασθήτε ότι, όταν γίνωνται κοπάδι διά να κάμουν καμμίαν επίθεσιν - λέγεται ότι έχουν και αρχηγόν ονόματι καπλάνην, είδος λύκου με νύχια σπιθαμιαία - διαιρούνται εις δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα κάμνει ψευδεπίθεσιν με τον σκοπόν ν’ αποπλανήση τα σκυλιά, να τα παρασύρη μακράν του κοπαδιού, και τοιουτοτρόπως η άλλη φάλαγξ επιτεθή ανέτως κατά των προβάτων. Οι βοσκοί γνωρίζουν την τέχνην των τσακαλιών και πάντοτε υποπτεύονται την επιδρομήν των από το αντίθετον μέρος των εικονικών εμφανίσεών των.
Άμα διασκορπίζωνται και χάνωνται, επιτυγχάνουν πάλιν την συνάντησίν των με ουρλιάσματα, εκ των οποίων οι πιστικοί εννοούν ότι πρόκειται περί γενικής προσκλήσεως προς έφοδον. Αλλ’ είναι εντελώς ανίσχυροι απέναντι των, διότι αλλού ουρλιάζονται και αλλού κάνουν τα θαύματά των! Λέγουν τόσα οι βοσκοί εις δόξαν της πονηρίας των, ώστε μερικά να τα θεωρούν μυθικά. Λέγουν, λόγου χάριν, ότι, ενώ μέρος των τσακαλιών είναι περί την στάνην ετοιμαζόμενα προς έφοδον, άλλο τάγμα ουρλιάζει εις μακρυνήν απόστασιν διά να καθησυχάση τους βοσκούς και τους βάλη εις τον ύπνον.
Τα ουρλιάσματα των είναι κάποτε προγνωστικά του καιρού. Άμα, λόγου χάριν, ουρλιάζωνται αποβραδίς, οι βοσκοί περιμένουν την επομένην βροχήν. Υπάρχουν και τσακάλια έχοντα την πονηρίαν της φυλής των και την παλληκαριάν του λύκου. Είναι τα λυκοτσάκαλα, μίγματα τσακαλιών και λύκων.
Αυτά είναι τα μάλλον επικίνδυνα, διότι άμα ορμήσουν στο κοπάδι δεν εννοούν να φύγουν με κανένα τρόπον. Όπως, ως επί το πλείστον, αι έφοδοί των είναι νυκτεριναί, ο ατυχής τσοπάνης δυσκολεύεται να πυροβολήση, διότι το πιθανώτερον είναι να σκοτώση τα πρόβατα του. Του απομένει λοιπόν ως μόνον μέσον η φωνή, η κραυγή, το πρόγκημα, οι πυροβολισμοί στον αέρα. Αλλ’ ενώ τα γνήσια τσακάλια φεύγουν μόλις ακούσουν φωνήν ή μάλλον παραμερίζουν διά να επιτεθούν αργότερον, ο λυκοτσάκαλος έχει την επιμονήν του λύκου, ο οποίος καλόν είναι να μην αποφασίση έφοδον· άπαξ πηδήση, τίποτε δεν τον αναχαιτίζει. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν νταής. Δεν κάνει τον παλληκαράν, μάλιστα έχει και κάποια ιπποτικά έθιμα, - ένα των οποίων είναι να μην πειράζη τα γειτονικά μαντριά - αλλ’ άμα κατά λάθος γίνη καμμία παρεξήγησις και πατήση το μαντρί, τότε πλέον δεν φεύγει χωρίς γενναίαν μερίδα.
Αλλά τα κατ’ αυτόν θα τα διηγηθώμεν εις την ιδικήν του ιστορίαν, η οποία θα είναι η μεγαλυτέρα μεταξύ των παραλλήλων βίων των εξαιρετικών φυσιογνωμιών του Βουνού και του Λόγγου.
Διάφοροι όμως συμπεθερολογικαί απροσεξίαι της φυλής των εισάγουν εις την ράτσαν των έξεις μικροπρεπείς. Διότι όχι μόνον με τα τσακάλια συμπεθερεύει, αλλά και με τα σκυλιά, το χείριστον δε πάντων και με την αλεπούν.
Μολαταύτα ο λυκοτσάκαλος δεν εξευτελίζει πολύ το γένος των λύκων. Και παλληκαράς είναι και έξυπνος, όπως τα βέρα τσακάλια, τα οποία, επαναλαμβάνω, είναι μεγάλη αδικία να συγχέωνται με τους πολιτικούς.
«Η ζημιά εδώ και ο τσάκαλος στο χωριό», λέγει μία παροιμία. Ποία ελληνική πονηρία ημπορεί να καυχηθή διά τόσην επιτηδειότητα;
Πέρυσι, μολαταύτα, συνελήφθη ένα κατά τρόπον κωμικώτατον. Επήγεν εις την στάνην διά να κατοπτεύση τον τσοπάνην. Αλλ’ εκεί εμυρίσθη γάλα, το οποίον του αρέσει. Ατυχώς όμως το γάλα ήτο εις ένα ξύλινον δοχείον, στενόν επάνω και πλατύ κάτω· έχωσε λοιπόν την μούρην του εντός και, εφ’ όσον έπινε το γάλα, τόσον επροχώρει προς τον πυθμένα, πιεζομένων των αυτιών του, τα οποία όμως, μόλις έφθασαν εις το πλατύ μέρος του δοχείου, επανέλαβον την προτέραν των θέσιν. Άμα λοιπόν έπιε το γάλα και ηθέλησε ν’ αποσυρθή, ανεκάλυψεν ότι τα αυτιά του δεν ωπισθοχωρούσαν πλέον. Άρχισε τότε να περιφέρεται προσωπιδοφόρον και να κτυπά δεξιά και αριστερά, ώστε να κατατρομάξη τον τσοπάνην, ο οποίος ενόμιζεν ότι πρόκειται περί διαβόλου. Μετά πολλούς όμως δισταγμούς, αντελήφθη περί τίνος επρόκειτο και συνέλαβε τον επισκέπτην, τον οποίον και έφερε στο χωριό προσωπιδοφορεμένον.
Το τι έτράβηξεν ο ατυχής δεν λέγεται. Αποφεύγω την περιγραφήν των βασάνων του, διότι πρόκειται περί αληθινού ιεροεξεταστικού μαρτυρίου. Ποίος να τους εμποδίση; Ελάμβανον οι χωρικοί εκδίκησιν διά προαιώνια μίση, διά καταστροφάς ατελειώτους, διά ζημίας χιλιάδων δραχμών.
Υποθέτω ότι πονηρότερα μάτια δεν έπλασεν ο Θεός. Μικρά, σπιθωτά, αστραποκίνητα, τέλειοι διάβολοι, Τα βλαχόσκυλα, τα βαρυκίνητα και απονήρευτα, δεν καταφθάνουν να προφυλάξουν τα πρόβατα από τα τσακάλια. Διότι έχουν τόσα τερτίπια, ώστε οι βοσκοί να τα θεωρούν πολυμηχανώτερα από την αλεπούν. Φαντασθήτε ότι, όταν γίνωνται κοπάδι διά να κάμουν καμμίαν επίθεσιν - λέγεται ότι έχουν και αρχηγόν ονόματι καπλάνην, είδος λύκου με νύχια σπιθαμιαία - διαιρούνται εις δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα κάμνει ψευδεπίθεσιν με τον σκοπόν ν’ αποπλανήση τα σκυλιά, να τα παρασύρη μακράν του κοπαδιού, και τοιουτοτρόπως η άλλη φάλαγξ επιτεθή ανέτως κατά των προβάτων. Οι βοσκοί γνωρίζουν την τέχνην των τσακαλιών και πάντοτε υποπτεύονται την επιδρομήν των από το αντίθετον μέρος των εικονικών εμφανίσεών των.
Άμα διασκορπίζωνται και χάνωνται, επιτυγχάνουν πάλιν την συνάντησίν των με ουρλιάσματα, εκ των οποίων οι πιστικοί εννοούν ότι πρόκειται περί γενικής προσκλήσεως προς έφοδον. Αλλ’ είναι εντελώς ανίσχυροι απέναντι των, διότι αλλού ουρλιάζονται και αλλού κάνουν τα θαύματά των! Λέγουν τόσα οι βοσκοί εις δόξαν της πονηρίας των, ώστε μερικά να τα θεωρούν μυθικά. Λέγουν, λόγου χάριν, ότι, ενώ μέρος των τσακαλιών είναι περί την στάνην ετοιμαζόμενα προς έφοδον, άλλο τάγμα ουρλιάζει εις μακρυνήν απόστασιν διά να καθησυχάση τους βοσκούς και τους βάλη εις τον ύπνον.
Τα ουρλιάσματα των είναι κάποτε προγνωστικά του καιρού. Άμα, λόγου χάριν, ουρλιάζωνται αποβραδίς, οι βοσκοί περιμένουν την επομένην βροχήν. Υπάρχουν και τσακάλια έχοντα την πονηρίαν της φυλής των και την παλληκαριάν του λύκου. Είναι τα λυκοτσάκαλα, μίγματα τσακαλιών και λύκων.
Αυτά είναι τα μάλλον επικίνδυνα, διότι άμα ορμήσουν στο κοπάδι δεν εννοούν να φύγουν με κανένα τρόπον. Όπως, ως επί το πλείστον, αι έφοδοί των είναι νυκτεριναί, ο ατυχής τσοπάνης δυσκολεύεται να πυροβολήση, διότι το πιθανώτερον είναι να σκοτώση τα πρόβατα του. Του απομένει λοιπόν ως μόνον μέσον η φωνή, η κραυγή, το πρόγκημα, οι πυροβολισμοί στον αέρα. Αλλ’ ενώ τα γνήσια τσακάλια φεύγουν μόλις ακούσουν φωνήν ή μάλλον παραμερίζουν διά να επιτεθούν αργότερον, ο λυκοτσάκαλος έχει την επιμονήν του λύκου, ο οποίος καλόν είναι να μην αποφασίση έφοδον· άπαξ πηδήση, τίποτε δεν τον αναχαιτίζει. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν νταής. Δεν κάνει τον παλληκαράν, μάλιστα έχει και κάποια ιπποτικά έθιμα, - ένα των οποίων είναι να μην πειράζη τα γειτονικά μαντριά - αλλ’ άμα κατά λάθος γίνη καμμία παρεξήγησις και πατήση το μαντρί, τότε πλέον δεν φεύγει χωρίς γενναίαν μερίδα.
Αλλά τα κατ’ αυτόν θα τα διηγηθώμεν εις την ιδικήν του ιστορίαν, η οποία θα είναι η μεγαλυτέρα μεταξύ των παραλλήλων βίων των εξαιρετικών φυσιογνωμιών του Βουνού και του Λόγγου.
Διάφοροι όμως συμπεθερολογικαί απροσεξίαι της φυλής των εισάγουν εις την ράτσαν των έξεις μικροπρεπείς. Διότι όχι μόνον με τα τσακάλια συμπεθερεύει, αλλά και με τα σκυλιά, το χείριστον δε πάντων και με την αλεπούν.
Μολαταύτα ο λυκοτσάκαλος δεν εξευτελίζει πολύ το γένος των λύκων. Και παλληκαράς είναι και έξυπνος, όπως τα βέρα τσακάλια, τα οποία, επαναλαμβάνω, είναι μεγάλη αδικία να συγχέωνται με τους πολιτικούς.
«Η ζημιά εδώ και ο τσάκαλος στο χωριό», λέγει μία παροιμία. Ποία ελληνική πονηρία ημπορεί να καυχηθή διά τόσην επιτηδειότητα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου