18/5/09

Η Βλαχοπούλα.


-Θα πανδρευθήτε, παιδιά, ή να πανδρευτώ;
Τοιαύτην τινά νουθεσίαν μετ’ απειλής απηύθυνεν επανειλημμένως εις τους υιούς του ο γερο-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωρίου, γέρων εξηνταπέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδηράν υγείαν. Και ήτο ικανός, αν δεν τον ήκουαν, να το κάμει. Εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ, αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου, κειμένου εις το κέντρον γοητευτικού οροπεδίου ανάμεσα εις τέσσαρας εξεχούσας ράχεις, όπου ευωδιάζει ο θύμος, η φασκομηλιά και το ύσσωπον, και όπου τα πεύκα, ως χειροκρατούμενα παιδία, σείονται όλα ομού με μίαν ομοιόμορφον κίνησιν από την αυτήν ριπήν του βορρά, του καταφερομένου από του ύψους της επιβλητικής Πεντέλης. Εκεί η γυνή τρέχει κατόπιν του ανδρός εις το χωράφι, τον βοηθεί εις όλας τας εργασίας, με την αριστεράν κρατούσα εις την αγκάλην το τελευταίον της τρίμηνον νεογνόν, με την δεξιάν συλλέγουσα χόρτα διά την προβατίναν ή λάχανα διά το εσπερινόν δείπνον, και πολλάκις αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης, υπό την αμυγδαλέαν ανθούσαν ή υπό την μηλέαν φυλλορροούσαν, ασχολείται αυτή να βοτανίζει, να σκαλίζει ή και να σκάπτει ενίοτε. Χωρική δε οικία χωρίς γυναίκα θα ήτο ως ερημία χωρίς όασιν.
Ήκουαν την νουθεσίαν του γέροντος ο Στάμος και ο Ζήσος, οι δύο αδελφοί, και δεν επίστευον ότι ήτο ικανός να πραγματοποιήσει την απειλήν του, και ανέβαλλον από ημέρας εις ημέραν την περί γάμου σκέψιν. Αλλ’ ο Ζήσος, ο νεώτερος, εκλήθη κατά το έτος εκείνο να υπηρετήσει εις τον στρατόν, ο δε Στάμος, μένων εις το χωρίον και γεωργών, υπέσχετο εις τον πατέρα του ότι, άμα αφεθεί ο Ζήσος και επιστρέψει, τότε αυτός θα υπανδρευθεί. Αλλ’ ένεκα της απουσίας του Ζήσου η μοναξία της οικίας εφαίνετο μεγαλυτέρα και η ανάγκη του βοηθού ήτο μάλλον επαισθητή. Κατά δε την Μεγάλην Εβδομάδα, ότε λαβών άδειαν απουσίας ο Ζήσος, ήλθε να τους ιδεί, παραδόξως ο γέρων είχε παύσει να ομιλεί περί γάμου εις τον Στάμον.
Ο Στάμος εικοσιτετραέτης, ήτο υψηλός, ευτραφής, αφρόξανθος την τρίχα, ήσυχος, απονήρευτος, με αόριστον βλέμμα και με άχρουν του προσώπου την έκφρασιν. Ο Ζήσος εικοσιδιέτης, ήτο ολίγον τι βραχύτερος το ανάστημα, λιγνός, με καστανήν κόμην, πονηρός το βλέμμα, γοργός κι ευκίνητος. Την εσπέραν της Μεγάλης Πέμπτης, τρεις ημέρας μετά την άφιξιν του Ζήσου ελθόντος επ’ αδεία, είχον καθίσει περί την τράπεζάν των, σταυροπόδι κι οι τρεις επί του εδάφους της καλύβης, του αμαυρού και μη επιχρισθέντος πλέον με ασβέστην από του θανάτου της γρια-Σαράνταινας (ήτον καλή νοικοκυρά και προκομμένη πολύ, η μακαρίτισσα, Θεός σχωρέσ’ την!) και συνωμίλουν περί των αγρών των, περί των τελευταίων βροχών, προμηνυουσών ευφορίαν κατά το έτος εκείνο.
Αίφνης εισέρχεται η γραία Σιδερή, χωρική χήρα, με δύο υιούς εγγάμους, οίτινες την είχαν αφήσει εις την τύχην της, και με κόρην άγαμον, και καλησπερίζει τους τρεις άνδρας. Ο γέρων πάρεδρος της έδειξε σκαμνίον να καθίσει, και η γραία, εξηκοντούτις, εύρωστος, με κολπούμενα στήθη, διατηρούσα ίχνη καλλονής, ήρχισε, θαρρετή, να ομιλεί ελληνοαλβανιστί προς τον μπαρμπα-Σαράντην.
Η Φλώρα της, έχει μείνει ορφανή εις ηλικίαν οκτώ ετών, και ο μεγάλος ο γυιος της, διά να την ξεφορτωθεί, χωρίς να ερωτήσει την μητέρα του, την έδωκεν ως ψυχοπαίδαν, τάχα, πράγματι ως δούλαν εις ένα σπίτι, μέσα εις τας Αθήνας. Εκεί επολιτίσθη και άλλαξε την φορεσιά της (ντήοϊ φορεσιές) κι εξέχασε να ομιλεί αλμπιρίστι, κι έμαθε να ομιλεί σκληρίστι. Εις τα χέρια εκείνης της οικογενείας, εμεγάλωσε, κι έγινε δεκαεπτά χρονών, και τότε απέθανεν η κυρά της. Σαν απέθανεν η κυρά της, και είχε μεγαλώσει κι αυτή, δεν ημπορούσε «να κάμει χωριό» με τον αφέντη της, γιατί δεν ήτον, αν και με κατάλαβες, από ’κείνες που ξέρεις (αγιό σ’ ίστεν νκάτο τσεντή) κι έτσι ένα πρωί, σηκώνεται και παίρνει τα ρουχαλάκια της, και φεύγει. Της είπαν να πάει σ’ ένα άλλο σπίτι τίμιο, να υπηρετεί, μα αυτή δεν έστρεξε, κι έβαλε τα πράματά της μέσα εις το πρώτο κάρο, που έφευγε για τα Μεσόγεια, εμβήκε κι αυτή μέσα, κι επήγε στο Χαλάνδρι, που ήτον πανδρεμένος ο μικρότερος αδελφός της, ο άλλος, όχι εκείνος που την έβαλε ψυχοπαίδα στ’ Αθηναίικο σπίτι. Γιατί πρώτα, όσο ήτον ανύπανδρος ο δεύτερος ο γυιος της, τα είχαν κι οι δύο αμοίραστα, τα †πατροδικά† τους, κι εμάλωναν κάθε μέρα, ως που το ’ριξαν έξω, και δεν τα εκοίταζαν καλά, κι έτσι τ’ αμπέλια απόμειναν κλάρες, κι εχέρσωσαν, και δεν έκαναν πλια ούτε για «μισόν καιρό» το κρασί της χρονιάς τους. Και τα ποτιστικά πάλι τα μοίρασαν κι είχαν συμφωνία για το νερό, «ήλιο-μπήλιο» ο ένας, «ήλιο-μπήλιο» ο άλλος. Κι ύστερα, σαν υπανδρεύθη ο δεύτερος ο γυιος της στο Χαλάνδρι, ετράβηξε χέρι, και τα μοίρασαν όλα κι έτσι ηύρε κι αυτή την ησυχία της, οπού δεν επρόκανε πρώτα να τους μονοιάζει, που μάλωναν κάθε λίγο. Τώρα, σαν επήγε η Φλώρα στο Χαλάνδρι, έμεινε στο σπίτι του αδερφού της δυο-τρεις ’βδομάδες, ως που τα χάλασαν με τη νύφη της – νύφη κι ανδραδέλφη δεν κάνουν, βλέπεις, σ’ ένα σπίτι – κι έτσι η Φλώρα εσηκώθη, κι επήρε τα ρουχάκια της, και τα εφόρτωσε σ’ ένα κάρο, κι ανέβηκε κι αυτή απάνου στο κάρο, κι ήρθε στο χωριό, στη μητέρα της. Είναι τρεις ’βδομάδες που ήρθε, μα κρύβεται μες στο σπιτάκι, και κανείς δεν την είδε. Μόνον μια φορά την είχε καταφέρει, εψές, να βγει να πάρει λίγο τον αέρα της, και την έστειλε ν’ αλλάξει την προβατίνα, που την είχε δεμένη έξω στο χωράφι.
«Είναι μια κοπέλα ως κει επάνου, (νι βαζ εγγλιάτ ιστ ελάρτ) και δε θα την αφήσει με τις φούστες, που φορεί. Θα την φορέσει “τσεμπέρ ε ποδέ έδε γγούνε εδέ κεμίσι νε κεντήμ εδέ πεσκούλια”. Έχει αυτή μπόλιες να της φορέσει. Είναι απ’ τα μικρά της χρόνια δουλευτάρισσα, και γλήγορα πάλι θα συνηθίσει στα όξου. Ο μεγάλος ο γυιος της εδέχθηκε να της δώσει τρία στρέμματα χωράφι και δυο προβατίνες, και τον άλλον τον μικρό, αυτή, η γριά Σιδερή, θα τον καταφέρει να της δώσει κάτι τι, της Φλώρας, για να την πανδρέψουνε. Ο άνδρας της ο συχωρεμένος (τον θυμάται καλά ο κυρ Σαράντης) δεν ήτον ζευγολάτης σαν τους γυιους του, ήτον Βλάχος, τσοπάνης στο βουνό, και της βρίσκονται ακόμη κάτι φλωριά για να στολίσει την ποδιά της Φλώρας. Κάνει να της δίνει κι ο αφεντικός της, στην Αθήνα, απάνου από πεντακόσιες δραχμές για τους μισθούς της, και στο δικαστήριο, αν χρειασθεί, θα πάνε για να βρουν το δίκιο τους. Πιστεύει πως η Φλώρα της θα γίνει καλή νοικοκυρά, γιατί εφύλαξε την τιμή της, και κοντά στις δουλειές του χωραφιού, έμαθε, μες στην Αθήνα, και τις δουλειές του σπιτιού καλύτερ’ από κάθε μία. Αυτά είχε να πει.»
Ο γερο-Σαράντης ήκουσε ψυχρώς την εξήγησιν ταύτην της γραίας Σιδερής, εις το τέλος της οποίας, υπενοείτο πρότασις περί γάμου. Ο Στάμος ήκουε σχεδόν αλλόφρων, ως να μη ενόει τι ήθελε να είπει η γραία χωρική. Μόνος ο Ζήσος ήκουσε μετά προσοχής, κι έδειξέ τινα συγκίνησιν όταν ήκουσε το όνομα της ηρωίδος, και τον υπαινιγμόν, ον έκαμεν η γραία ομιλούσα περί της φυγής της κόρης της εκ της αθηναϊκής οικίας, μετά τον θάνατον της κυρίας της.
Εις την πρότασιν απήντησεν ο γέρων πάρεδρος δι’ αοριστιών και δι’ αναβολών, λέγων ότι δεν έκαμεν ακόμη σκέψιν με τους υιούς του περί γάμου (ενταύθα ο Ζήσος εστράφη κι εκοίταξεν επιτιμητικώς τον πατέρα του) ότι τα παιδιά του είν’ ελεύθερα να νυμφευθώσιν ή όχι και ότι έχουν καιρόν. Η γραία Σιδερή εξήλθε με μαραμμένον το ήθος.
Μόλις εκρύβη αύτη κάμψασα την προς τα δεξιά πρώτην γωνίαν, και όπισθεν του φράκτου αριστερόθεν, ενώ ενύκτωνεν ήδη, εξήλθεν η γειτόνισσα η Γιωργούλα. Αύτη είχεν ιδεί την γραίαν εισερχομένην εις τον οικίσκον του μπαρμπα-Σαράντου, και οκλάζουσα όπισθεν του φράκτου, επαραμόνευεν εκεί εις το προαύλιον. Ίσως να ηκροάτο, τι έλεγεν μέσα εις την καλύβην.
Εισήλθεν εξυπόλυτη, με την μπόλιαν της ανεμίζουσαν, ορμητική, ως άελλα, και ευθύς μετά την καλησπέραν, ήρχισε, χωρίς να παίρνει ανασασμόν, να λέγει:
-Τι σας είπ’ αυτή; Μην ήρθε να σας φορτώσει την τσούπα της; Τα μάτια σου
τέσσερα, Στάμο! Την ξέρετε τι παστρικιά είναι η κόρη της; Η πομπιωμένη, που κυλιότανε τόσα χρόνια στα ξένα σπίτια, μες στην Αθήνα, και ποιος ξέρει τι μπομπές, τι ρεζιλίκια έπαθε, που την έκαναν και την έδειχναν τ’ αφεντικά της ως που την έδιωξαν απ’ το σπίτι (ποιος ξέρει αν δεν την έπιασαν κλέφτρα;) και τώρα θέλει να μας κάμει την τίμια, να νοικοκυρευτεί, κιόλας! Το νου σου, Στάμο! Κοίταξε, μη σε καταφέρουν και σου τήνε φορτώσουνε! Δεν έχουμε τάχα κορίτσια να σου δώσουμε, κι είναι καμμιά ανάγκη να ξεπέσεις σ’ αυτή; Να σε ιδώ, Στάμο!
Αυτά και πολλά άλλα είπε μετά βίας και ορμής παραφόρου η Γιωργούλα, ως να επήδων αι λέξεις συνωθούμεναι και διαγκωνιζόμεναι από το στόμα της. Ο γέρων πάρεδρος έκαμνε νεύματα απελπιστικά, μη δυνάμενος ν’ ανακόψει τον χείμαρρον των λόγων της, θέλων να βεβαιώσει ότι η γραία Σιδερή ουδέν τοιούτον επρότεινε, και μη ευρίσκων στιγμήν διά να το παρενείρει. Τέλος ο ρους των λόγων έγινε βραδύτερος, και ο γέρων επρόφθασε να είπει:
-Δεν είναι τίποτε, κυρα-Γιωργούλα, ησύχασε. Ξέρω εγώ τι θα κάμω.
-Αν ήτον καθαρή, επανέλαβε με νέαν ορμήν η Γιωργούλα, χωρίς να δώσει προσοχήν εις την διακοπήν του γερο-Σαράντου, έπρεπε να βγαίνει στον κόσμο να τήνε βλέπουνε. Γιατί κρύβεται, και δε βγαίνει από το σπίτι, και ψυχή δεν την είδε, που έχει ένα μήνα στο χωριό; Άνθρωπος που έχει καθαρό αυτό (τύψασα το μέτωπον) δε φοβάται, δεν κρύβεται. Έχει μπομπές καμωμένες, και για δαύτο κρύβεται και δε βγαίνει στον κόσμο.
Επρόσθεσε πολλά άλλα η Γιωργούλα και είτα, μ’ ελαφρόν βήμα, τρέχουσα, ξυπόλυτη, με την ποδιάν ανεμίζουσαν, εξήλθεν ειπούσα: «έχω τις αυγοκουλούρες φουρνισμένες, και πάω να ξεφουρνίσω. Να με συμπαθάτε για το θάρρος!»
Μετά το δείπνον εξήλθεν ο Ζήσος και μετέβη εις το μαγαζείον του χωριού, όπου εντάμωσε δύο ή τρεις φίλους του, κι εξετάσας αυτούς μ’ επιτήδειον τρόπον, έμαθε διατί η Γιωργούλα ωμίλει με τόσον θάρρος εις τον πατέρα του, και διατί ο γέρων έπαυσε να κάμνει λόγον εις τον Στάμον περί γάμου. Η Γιωργούλα είχε μίαν αδελφήν χήραν, ήτις, μετά τον θάνατον του συζύγου της, επισυμβάντα προ ολίγων μηνών, ήλθε και κατώκησεν εις το χωρίον της γεννήσεώς της, πλησίον της αδελφής της. Την χήραν ταύτην αδελφήν, μεσόκοπην, καλοκαμωμένην, επροξένευεν η Γιωργούλα εις τον μπαρμπα-Σαράντον τον ίδιον. Και εις τον γέροντα φαίνεται ότι δεν απήρεσκον αι προτάσεις.
Η Γιωργούλα ευλόγως εσκέπτετο, ότι εν όσω έμενον άγαμοι οι δύο νέοι, ευκολώτερον θα ήτο να καταφέρει τον γέροντα να νυμφευθεί αυτός. Και διά τούτο αντέπραττεν εις πάσαν πρότασιν γινομένην διά τον Στάμον, κι έτρεχε να «βάλει μαναφούκια», οσάκις προξενιά τις διά τον νέον επαρουσιάζετο.
Ο Στάμος, καίτοι μένων διαρκώς εις το χωρίον, εφαίνετο πλέων εις μακαρίαν άγνοιαν ως προς παν το συμβαίνον πέριξ της πατρικής οικίας. Ο Ζήσος όμως τα ανεκάλυψεν όλα «μονοβραδιά».
Ο Πάνος ο Δημούλης εκοιμάτο ακόμη επί της παχείας στρωμνής της αναπαυτικής κλίνης, εις ένα θάλαμον του εξοχικού μεγάρου, μετά ραστώνης ηδυπαθούς, κι εφαίνετο ότι δεν είχε κοιμηθεί ποτέ του επί παρομοίας κλίνης. Είχε καταβιβάσει τα αμπαζούρια και τα παραπετάσματα των παραθύρων, και είχε σχηματίσει τεχνητήν νύκτα, διά να παρατείνει επί τινας ακόμη ώρας την εν μακαριότητι και ονείροις εντρύφησιν. Ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά εις τον ορίζοντα. Ο Πάνος ο Δημούλης το ήξευρεν, αλλ’ επροσποιείτο εις τον εαυτόν του ότι δεν το ηξεύρει. Είχεν απόφασιν να ψευσθεί περί τούτου και προς τον εαυτόν του και προς τους άλλους, και ησθάνετο κρυφίαν χαράν, διότι η συντροφιά του είχεν εξέλθει εις πρωινήν εκδρομήν πέριξ του χωρίου, χωρίς αυτόν. Είς εκ της συντροφίας, ο οικειότερος προς αυτόν, είχε τολμήσει να εισέλθει την αυγήν εις τον κοιτώνα, προσπαθών να τον εξυπνίσει. Ήτο ο σπουδαστής της φιλολογίας, ο Παύλος ο Βαλέντιος, όστις έτρεφεν ιδιάζουσαν στοργήν προς την αλβανικήν γλώσσαν, και ισχυρίζετο ότι όλαι αι ρίζαι των αλβανικών λέξεων ανευρίσκονται εις τας αρχαίας ελληνικάς λέξεις.
-Γκρου, ρε Πάνο! του εφώναξεν αλβανίζων. Πάνο, γκρου!
Και είτα προσέθηκε:
-Δεν ξέρεις, καημένε, ότι το γκρου (σηκώσου) είναι το ομηρικόν έγρεο;
Ο Πάνος είχε μεγάλην διάθεσιν να τον στείλει εις τον διάβολον, και αυτόν και τα ομηρικά του και την γλωσσολογίαν του. Αλλ’ ως ο μετά την ήτταν τραυματίας, ο έχων συμφέρον να κάμνει τον ψόφιον, διά να μην τον αποτελειώσωσιν οι εχθροί, είχε και αυτός συμφέρον να κάμνει τον κοιμώμενον, διά να μην αναγκασθεί να χάσει όλην την γλύκαν του πρωινού ύπνου. Εγύρισε λοιπόν από το άλλο πλευρόν, ξηροτανυσθείς κα ψελλίσας ακατανοήτους συλλαβάς προς τον Παύλον τον Βαλέντιον, όστις τον άφησεν ήσυχον κα απήλθε.
Κατά την εκ του περιπάτου όμως επιστροφήν, ο Παύλος μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον θάλαμον όπου εκοιμάτο ο Δημούλης. Τότε ο νέος ηγέρθη, ενίφθη, ενεδύθη, κι εμέμφετο τον υπηρέτην ότι είχε κλείσει όλα τα παράθυρα, και ούτω «εβγήκε ο ήλιος, χωρίς να το καταλάβει».
Επρογευμάτισαν με καφέν, με βρούβες, σπαράγγια, εκλεκτάς ελαίας και μαύρον οίνον, κι εσχεδίαζαν να εξέλθουν όλοι εις μακρινήν εκδρομήν, με τα δίκαννά των, αλλ’ ο Πάνος ο Δημούλης, όστις εβαρύνετο και τας εκδρομάς και τας θορυβώδεις κοινοτοπίας των συντρόφων του, «ξεκλέφθηκε» κι εβγήκε μόνος, χωρίς να τον παρατηρήσει κανείς. Εξήλθεν έξω της αρχοντικής επαύλεως, της ανηκούσης εις πλούσιον κτηματίαν, όπου εφιλοξενείτο χάριν των εορτών του Πάσχα, και ανήλθεν εις τον λόφον πατών επί του άκρου όχθου του χωραφίου και ως να μη είχε χορτάσει τον ύπνον, εκάθισεν επί της χλόης, κι εξηπλώθη εκεί εις το προσήλιον. Το κατωφερές χωράφιον ήτο εσπαρμένον κριθήν, και οι στάχυες (ήτο περί τας 20 Απριλίου), υψηλοί ήδη έως το γόνυ, εκυμάτιζον υπό την πνοήν της αύρας του βουνού, με χρυσοπρασίνους εναλλαγάς γλυκυτάτων αποχρώσεων υπό τας ακτίνας του ηλίου. Το οροπέδιον όλον ηλιοφεγγές ευωδίαζεν άνοιξιν και ζωήν, τα δένδρα όλα και οι θάμνοι ανθούντα εστεφάνουν λόφους και κοιλάδας, το χόρτον ηύξανεν εις τον ήλιον, τα αρνάκια περιχαρή έτρεχον χαριέντως ακούοντα τους βελασμούς των αμνάδων, και μυριάδες στρουθίων εκελάδουν χαρμονικώς εις τα δάση. Ο Πάνος ο Δημούλης είχε τον σχοίνον ως προσκέφαλον, την χλόην ως στρώμα κι έλεγε: «Τι γλυκά ημπορεί να κοιμηθεί κανείς εδώ!»
Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις την άλλην άκραν του αγρού μία κόρη ανερχομένη τον όχθον, δι’ ου και αυτός είχεν ανέλθει εις το ύψος του λόφου. Ήτο χωριατοπούλα, φορούσε την μπόλια, την ποδιάν και την μανδήλαν της, με τας πλεξίδας μακράς κρεμαμένας έως την μέσην, συμπεπλεγμένας με ταινίαν κοκκίνην μεταξωτήν, με τα στέρνα εύκολπα σχηματισμένα όπισθεν της εμπροσθέλας της της λευκής. Έβαινε με ελαφρόν αλλά και δειλόν βήμα, ως κόρη ήτις είχεν απομάθει προ πολλού την έξιν του να βαδίζει εις τα λιβάδια, και δεν είχε παρατηρήσει τον Πάνον τον Δημούλην, του οποίου η κεφαλή επεπροσθείτο υπό τινος θάμνου, το δε σώμα ήτο ανακεκλιμένον επί της χλόης. Ήτο υψηλή, λιγνή, και καθ’ όσον ανήρχετο τον λόφον, ο Πάνος ο Δημούλης έβλεπε το πρόσωπόν της ως σύνολον, χωρίς να διακρίνει τους χαρακτήρας, λάμπον ώς τινα αίγλην, κι εμάντευεν ότι ήτο ωραία. Α! οποία ποιητική εμφάνισις!
Ο Πάνος ο Δημούλης ησθάνετο την στιγμήν εκείνην επανερχόμενα εις την μνήμην του όλα τα όνειρα, όλας τας μυστηριώδεις τέρψεις, όλας τας ανεξηγήτους φρικιάσεις της πρώτης νεότητος, της ώρας καθ’ ην εξεγείρεται το πρώτον η καρδία, και η ζωή γίνεται έν με τον έρωτα, και η ποίησις υποκαθιστά την πραγματικότητα εις το πνεύμα. Α! περικαλλής μορφή! Α! όνειρον! Α! οπτασία! Ω! καλλίμορφος χωριατοπούλα.
Η νεάνις ανέβη έως το ήμισυ του ανωφερούς όχθου, είτα έκυψε κατά γης. Εκεί, πλησίον της αποσκαφής, εις το σύνορον το χωρίζον το μέγα κριθόσπαρτον χωράφιον από άλλους εγγύς αγρούς, ήτο δεμένη μία αμνάς με το αρνίον κι έβοσκε. Φαίνεται ότι η χωρική νεάνις είχεν έλθει «διά ν’ αλλάξει την προβατίνα». Έκυψεν, εξέχωσε τον πάλον, και σύρουσα διά του σχοινίου την αμνάδα, την μετέφερεν ολίγον απωτέρω, όπισθεν των θάμνων, κι εκεί εκ νέου έκυψεν, ενέπηξε, κτυπώσα διά λίθου, τον πάλον εις την γην, κι εκεί την άφησε να βόσκει. Α! η προβατίνα! Α! το μικρόν αρνάκι! Τι τρυφερόν, τι λευκόμαλλον που ήτο, και πόσον γλυκά εβέλαζε! Τι ήλθες, ω Βλαχοπούλα! Τι θέλεις από εμέ; (έλεγε καθ’ εαυτόν εν εξάρσει ο Πάνος ο Δημούλης). Φύγε, ω Βλαχοπούλα. Μη με κολάζεις χωρίς να με συμπονείς! Μη με ενοχλείς, χωρίς να με γνωρίζεις! Πώς να καταπραΰνω την φαντασίαν μου, σήμερον, Μέγα Σάββατον; Πώς να υπάγω να μεταλάβω, την νύκτα, εις την Ανάστασιν, ω Βλαχοπούλα; Αλλ’ εγώ διά τούτο ήλθα εις το χωρίον, αφού εξωμολογήθην, χθες, διά να μη προλάβω να κάμω άλλα «κρίματα» έως ου αξιωθώ να μεταλάβω αύριον. Και τώρα, πώς να μεταλάβω, ω Βλαχοπούλα!
Η νεάνις, αφού ήλλαξε την προβατίναν, εστάθη ορθία επί τινας στιγμάς, ρίπτουσα βλέμματα τριγύρω εις τους λόφους. Τι εσκέπτετο άρα; Ησθάνετο πόσον ισχυρά είναι η φύσις, ήτις δεν εξαντλείται από καταβολής κόσμου μετά τόσην και τόσην παραγωγήν, και πόσον ευμενής η άνοιξις, ήτις δεν εβαρύνθη να επανέρχεται κανονικώς κατ’ έτος, με τόσην μονοτονίαν και τόσην καλλονήν; Ή ενόει τι θα είπει το «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε!» και είχεν ακούσει ποτέ το «ουκ ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον Κτίσαντα»; Ήτο χριστιανή; Ήτο ειδωλολάτρις; Τι ήτο;
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήτο Βλαχοπούλα.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ ο Πάνος ο Δημούλης έκαμνε τας ακαίρους και υπερβολικάς ταύτας σκέψεις, και η νεάνις ίστατο βλέπουσα αορίστως εις τα πέριξ, τρίτον πρόσωπον ενεφανίσθη εις την σκηνήν. Ήτο στρατιώτης του πεζικού, λιγνός, καλοκαμωμένος, με καστανήν κόμην και λεπτόν μύστακα. Επλησίασεν εις την νέαν, ήτις κατ’ αρχάς ηθέλησε να τραπεί εις φυγήν, είτα αφήκε κραυγήν εκπλήξεως αναγνωρίσασα αυτόν.
- Συ είσαι, Φλώρα! ανέκραξεν ο στρατιώτης.
Α! η Βλαχοπούλα έχασε διά μιάς όλην την ποίησίν της διά τον Πάνον Δημούλην. Ήτο λοιπόν ανάγκη να κάμει εξοχικήν εκδρομήν, να δεχθεί την φιλοξενίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου της επαύλεως, να έλθει να κάμει Πάσχα εις το χωρίον, να κοιμηθεί σχεδόν ως το μεσημέρι το Μέγα Σάββατον, διατί; διά να γίνει μάρτυς των ερώτων ενός στρατιώτου; Αλλά δεν συνήντα καθ’ εκάστην εις την λεωφόρον του Πανεπιστημίου και εις την πλατείαν του Συντάγματος τόσους και τόσους φαντάρους, ή και σκαπανείς, ή και ελάτας, παρακολουθούντας βήμα προς βήμα τας τροφούς με τα λευκόπεπλα βρέφη των κυριών των, μετ’ ακκισμών στρεφομένας οπίσω και ανταλλασσούσας φιλικάς λέξεις, ή πυροσβέστας εντρυφώντας εις ατελεύτητον συνδιάλεξιν με τας μαγειρίσσας, εις το παράθυρον του ισογείου, εις όλας τας συνοικίας των Αθηνών; Και οι φαντάροι δεν ηρκούντο λοιπόν πλέον εις τες παραμάννες και εις τα δουλικά της πρωτευούσης, αλλ’ εξήρχοντο και εις τα χωρία θηρεύοντες χωριατοπούλας;
Την νύκτα εκείνην της Μεγάλης Πέμπτης, η Φλώρα, η πτωχή κόρη, χωρίς να υποπτεύει το διάβημα εις το οποίον είχε προβεί η μήτηρ της πλησίον του μπαρμπα-Σαράντου, μήτε τα «μαναφούκια» τα οποία έσπευσε να βάλει η φουρνάρισσα η Γιωργούλα εις την οικίαν του παρέδρου, είχε ζαρώσει, κατά το σύνηθες, εις μίαν γωνίαν του πτωχού οικίσκου, μεταξύ δέσμης καυσοξύλων και της γάττας, ήτις εκοιμάτο παραπλεύρως, χωμένη εις το πενιχρόν σκέπασμα δι’ ου ήτο τυλιγμένη η νεάνις. Η μάννα της έρρεγχεν εξηπλωμένη εκείθεν της εστίας, όπου και άνδρες ακόμη ολίγοι δύνανται να ρέγχωσιν. Η απλοϊκή γυνή εφαντάζετο ότι η Φλώρα της, μόλις επιστρέψασα εις το χωρίον, θα εύρισκε πολλούς και προθύμους γαμβρούς. Και ουδ’ ησθάνθη καν απογοήτευσιν μετά δύο ή τρία ανωφελή διαβήματα, όσα είχε κάμει πλησίον είς τινας οικογενείας, και σήμερον ακόμη πλησίον του μπαρμπα-Σαράντου. Η φήμη, προδραμούσα εις το χωρίον, έλεγεν ότι η Φλώρα εδιώχθη, όχι ότι έφυγεν οικειοθελώς από την εν Αθήναις οικίαν, και καλοθελήτριαι χωρικαί δεν έλειπαν πρόθυμοι να ρίπτωσιν εναύσματα εις την φλόγα της δυσφημίας, μετά της αυτής ευκολίας, μεθ’ ης έρριπτον ξηρά κλαδιά εις τον φούρνον, ον ήθελον ν’ ανάψωσιν. Η γραία εκοιμάτο και ωνειρεύετο την Φλώραν της στολισμένην κι εύμορφην νύμφην, φορούσαν «τσεμπέρι και ποδιάν και σιγούνι και υποκάμισον κεντητόν και πεσκούλια και κολλαΐναν με φλωριά». Και ομιλούσα εις τον ύπνον της υπεψιθύριζε: «Τσεμπέρ ε ποδέ εδέ γγούνε εδέ κεμίσι νε κεντήμ εδέ φλουρέ!»
Η Φλώρα όμως δεν είχεν ύπνον, κι εσυλλογίζετο πικρώς την φτώχειαν της, την κακομοιριάν της, την ατυχίαν της. Και η ζωή της όλη επανήρχετο εις την μνήμην της πένθιμος, θλιβερά, ως ερημία άβατος και άνυδρος, ως εσχατιά πλήρης ερειπίων καπνιζόντων και αποτεφρωμένων κορμών. Οκταέτις, χάσασα τον πατέρα της, εδόθη, χάρις εις την σκληρότητα του αδελφού της, ως θεραπαινίς εις ξένον οίκον. Και κατ’ αρχάς επερνούσε καλά, διότι η κυρία της έτυχε να είναι διακριτική και φιλάνθρωπος. Εις τας χείρας αυτής εμεγάλωσε, κι εγκαρδίως επόνεσε το σπίτι. Αλλ’ όταν ήρχισε να μεγαλώνει, ο αφέντης της, πλούσιος ιδιοκτήτης εν Αθήναις, πεντηκοντούτης, υψηλός, ευτραφής, μελαψός το πρόσωπον, μαύρος τα χείλη, ήρχισε να της ρίπτει ερωτικά βλέμματα και άπαξ ή δις εζήτησε να την θωπεύσει. Αύτη αντεστάθη αγρίως, τον ηπείλησεν ότι θα τον καταγγείλει εις την κυρίαν της. Εκείνος τότε περιεμαζεύθη, και της ωρκίσθη ότι δεν θα το ξανακάμει. Και άλλως η κόρη εσυστέλλετο να ομιλήσει περί τοιούτου πράγματος εις την κυρίαν της. Αλλ’ όταν, μετά τινα χρόνον, η δυστυχής γυνή απέθανεν, η Φλώρα, καταληφθείσα υπό αορίστου φόβου, ητοιμάζετο να φύγει αυθημερόν από την οικίαν. Αλλ’ η αδελφή της θανούσης, σύζυγος λοχαγού, κατοικούσα παρακειμένην οικίαν (αι δύο οικίαι δίδυμοι, απαράλλακτοι την αρχιτεκτονικήν, ηυλίζοντο από τον αυτόν περίβολον και είχον την αυτήν είσοδον εκ του δρόμου) την ικέτευσεν εξορκίσασα αυτήν εις την προσφιλή μνήμην της νεκράς, χάριν των ορφανών της, τεσσάρων τον αριθμόν, όλων μικροτέρων της δεκαετούς ηλικίας, να μείνει επί τινα χρόνον. Η Φλώρα πιεσθείσα υπήκουσε.
Κατά τον αυτόν χρόνον, ο λοχαγός είχε προσλάβει κατ’ οίκον ως υπηρέτην στρατιώτην τινά του λόχου του, ονόματι Ζήσον. Ο νέος εφαίνετο χωρικός, και ήτο αφελής τους τρόπους. Δεν εκοίταζε την Φλώραν (ήτις είχε γίνει ωραιοτάτη κοπέλα πράγματι, με ροδίνας παρειάς, με γλυκύτατον ήθος και με λιγυρόν ανάστημα), καθώς κοιτάζουσιν άλλοι, προπετώς, αναιδώς, επιμόνως. Την εκοίταζε κρυφά, γλυκά, ήσυχα, και η κόρη ήρχισε να συγκινήται. Ο νέος δεν της είπε ποτέ απρεπή λόγον, δεν της έκαμεν άσχημον κίνημα. Όταν δε τυχόν τα βλέμματά των συνηντώντο, ο Ζήσος εταπείνου το ιδικόν του.
Μιά των ημερών, ένα μήνα μετά τον θάνατον της κυρίας της, ενώ ο χηρεύσας κτηματίας ανέβαινε διά να γευματίσει, κατέλαβε τον Ζήσον κατοπτεύοντα την Φλώραν από του ιδικού του παραθύρου εις το ιδικόν της, και του εφάνη ότι η Φλώρα απήντα μειδιώσα εις τα βλέμματά του. Τότε, ο άνθρωπος με τα μαύρα χείλη, όστις είχεν αφήσει να κοιμηθεί προς καιρόν το προς την χωριατοπούλαν πάθος του, το ησθάνθη αποτόμως εξυπνούν. Εις την καρδίαν του ο έρως εζευγαρώθη με την ζηλοτυπίαν. Εμελέτησε δε να μεταχειρισθεί την ανταλλαγήν των βλεμμάτων, την οποίαν του εφάνη ότι είδεν, ως όπλον κατά της Φλώρας.
Ήτο περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, και η Φλώρα εκοιμάτο εις το μικρόν της δωμάτιον το συνεχόμενον με το μαγειρείον, όταν ηκούσθη σιγανόν βήμα εις τον διάδρομον και ελαφρός τριγμός εις την θύραν του θαλάμου της, ως να εδοκίμαζέ τις να την ανοίξει. Η θύρα δεν έκλειε καλώς με το μάνδαλον και η κόρη είχε βάλει μίαν καρέκλαν ως στήριγμα όπισθεν και ένα σιδηρούν μοχλόν ως αντηρίδα. Όλα ταύτα διότι, έχουσα παλαιάς αφορμάς, δεν είχε παύσει ποτέ να δυσπιστεί προς τον κύριόν της. Αλλ’ η μία ύαλος του προς τον διάδρομον μικρού παραθύρου, τρεις σπιθαμάς μόλις απέχοντος της θύρας, ευρέθη την εσπέραν εκείνην ημίθραυστος. Η Φλώρα δεν είχε μάθει ποτέ τίς την είχε θραύσει. Ίσως ο μικρός του κυρίου της να την είχε σπάσει αυθημερόν, και αυτή δεν το είχε παρατηρήσει, εκτός αν την έθραυσεν ο ίδιος ο αφέντης της, τίς οίδεν; Η Φλώρα δεν ήθελε να κολασθεί άδικα, και όμως το υπώπτευσεν.
Η χειρ του προσπαθούντος έξωθεν να παραβιάσει την θύραν, εισήχθη σιγά-σιγά διά του ρήγματος της υάλου. Η χειρ εστράφη προς το μέρος της θύρας, είτα εσταμάτησε πάλιν, ως να εφοβήθη τον κρότον ον επροξένησεν. Είτα και πάλιν εξηπλώθη εγγύτερον προς την θύραν. Η κοιμωμένη κόρη αφήκε στεναγμόν κι εκινήθη επί της κλίνης, κι επί πέντε λεπτά, ο άνθρωπος με την διά της υάλου <εισηγμένην> χείρα εστάθη, συνέχων την αναπνοήν του, κατοπτεύων προσεκτικώς την καθεύδουσαν.
Είτα μικρόν κατά μικρόν, αθορύβως, και μετ’ άκρας προφυλάξεως, όλος ο πήχυς μέχρι του αγκώνος, είτα και ο βραχίων, εισήχθη εις τα έσω του θαλάμου. Έφθασε την καρέκλαν, την έδραξε, και την ώθησεν αψοφητί προς τα ένδον. Η καρέκλα απεμακρύνθη δύο σπιθαμάς, αλλ’ η θύρα δεν ενέδιδε. Τότε ο άνθρωπος με την εισηγμένην χείρα είλκυσε την θύραν προς τα εντός, αλλ’ αυτή δεν ήνοιγεν. Εφαίνετο έχουσα και άλλο στήριγμα εκτός της καθέκλας. Τω όντι είχε τον μοχλόν, τον οποίον ο βιαστής της θύρας δεν έβλεπεν, εις το ασθενές φως της με ύδωρ και έλαιον κανδήλας, την οποίαν είχεν η νεάνις εις το δωμάτιόν της. Τέλος ο σιδηρούς μοχλός έπεσε μετά κρότου και η θύρα ήνοιξεν.
Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη έσπευσε να εισέλθει. Αλλ’ εκεί ευρέθη αντιμέτωπος της Φλώρας, ήτις εξυπνήσασα αποτόμως, ανετινάχθη, επήδησε περίτρομος από της κλίνης, ρήξασα κραυγήν, και κύψασα ήρπασεν από του δαπέδου τον σιδηρούν μοχλόν…
Ο πλούσιος ιδιοκτήτης, χωρίς να πτοηθεί, ήρχισε να ψιθυρίζει προς την νέαν «άσχημα λόγια».
-Σιώπα, Φλώρα, ησύχασε, καημένη, Φλώρα!… Αχ! πώς σε λαχταρώ… Φλώρα
μου! Φλώρα μου!
-Φεύγ’ απ’ εδώ! έκραξεν αγρίως εκείνη.
Ο μελαψός άνθρωπος ηθέλησε να την περιβάλει με τους βραχίονας, αλλ’ εκείνη επρότεινε τον μοχλόν.
-Φεύγα! Το βλέπεις αυτό; Θα σε χτυπήσω… θα φωνάξω τους γειτόνους σου…
θα κράξω το λοχαγό…
-Ξέρω γιατί θα τον φωνάξεις το λοχαγό, είπε μετά λύσσης ο χήρος… τα ’χεις
φτιαγμένα με τον υπηρέτη του, και καλοπερνάς, σκύλα!… Σας είδα εγώ…
-Ψέματα! Ψέματα! έκραξεν εν αγανακτήσει η Φλώρα. Είσαι ψεύτης, άτιμος!…
- Βρίσε με, Φλώρα, βρίσε με, δείρε με, κάμε με ό,τι θέλεις… μόνον άφες με να…
Κι εξέτεινε την χείρα να την συλλάβει. Αλλ’ η Φλώρα, ταχεία ως αστραπή, ύψωσε τον σιδηρούν μοχλόν, και του εξήρανε την χείρα.
- Ωχ! σκύλα…
-Φεύγα, φεύγα! θα φας κι άλλη…
-Αχ! άθλια! βρώμα!... αλλού ξέρεις να κάνεις ψυχικά… σ’ εμένα, τον αφέντη σου, που σε πήρα στο σπίτι μου και σε ανάστησα, κάνεις την τίμια… Ωχ! Ωχ!
Έτριβε τον πληγέντα αριστερόν του βραχίονα με την δεξιάν του χείρα.
- Φεύγα, τώρα!
Ο άνθρωπος με τον πληγέντα βραχίονα, ηρεύνησεν εις το θυλάκιόν του, κι εξήγαγε το ρεβόλβερ γεμάτον. Αλλά μόλις ύψωσε την παλάμην, και η Φλώρα, αισθανθείσα αμυδρώς τον κίνδυνον, του κατέφερε διά του σιδηρού μοχλού σφοδροτάτην πληγήν εις τον δεξιόν βραχίονα.
Η χειρ του κατέπεσεν αδρανής, και το ρεβόλβερ εκυλίσθη εις τους πόδας της Φλώρας. Ο άνθρωπος έφυγε γογγύζων, ολολύζων, βλασφημών, με τους δύο βραχίονας απεξηραμμένους.
Η Φλώρα εμόχλευσεν εκ νέου την θύραν, ωχύρωσε το παράθυρον με την τράπεζαν, με τες καθέκλες, με προσκεφάλαια και οθόνας, και καταβιβάσασα την στρωμνήν της από της κλίνης, τας μεν σανίδας και τα στρίποδα έβαλεν επικουρίαν εις την οχύρωσιν της θύρας και του παραθύρου, αυτή δε κατεκλίθη κάτω εις το πάτωμα, χωρίς να κοιμηθεί.
Άμα τη ανατολή της ημέρας, ητοίμασε την αποσκευήν της και ανεχώρησε διά το χωρίον, χωρίς να διηγηθεί ούτε εις την σύζυγον του λοχαγού τι είχε συμβεί. Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη ενοσηλεύθη κρυφά εις την οικίαν του, και εις την γυναικαδέλφην του διηγήθη ότι η Φλώρα του έκλεψεν ασημένια κουτάλια και χρήματα κι έφυγε.
-Συ είσαι, Φλώρα! εφώνησεν ο ωραίος στρατιώτης αναγνωρίσας την νέαν.
Και πώς εδώ;
-Εδώ είναι το χωριό μου! απήντησεν η Φλώρα.
-Δε μου είπες ποτέ πως είσαι χωριανή μου, είπεν ο στρατιώτης.
-Κι ελόγου σου δε μου είπες ποτέ πως είσαι χωριανός μου. Τώρα αφέθηκες;
-Επήρα άδεια κι ήρθα. Και συ πώς έφυγες απ’ το σπίτι του αφεντικού σου,
Φλώρα;
Η νεάνις ηρυθρίασεν, αλλ’ ερύθημα οργής και μίσους, όχι αισχύνης.
-Μην τα ρωτάς αυτά, είπε.
-Πε μου εμένα την αλήθεια, Φλώρα, γιατί σου θέλω το καλό σου, είπεν ο
Ζήσος
- Και τι σ’ έχω, να σου την πω; απήντησε μειδιώσα η κόρη.
-Ήθελα να ξέρω τα όσα έπαθες, γιατί η μάννα σου προχθές το βράδυ μας είπε, στο σπίτι μας, τα μισά.
-Και πώς ήρθε η μάννα μου στο σπίτι σας; ηρώτησεν ανήσυχος η νέα.
-Ήρθε να σε προξενέψει στον αδερφό μου, για γυναίκα του, μα ο Στάμος δεν
σε θέλει.
-Ας είναι καλά το γινάτι του, είπεν η Φλώρα, εγώ δεν ήξερα χαμπάρι.
- Εγώ όμως σε θέλω, Φλώρα, είπεν αφελώς ο νεαρός χωρικός. Και αν δεν σε
θέλει ο αδελφός μου, τόσο καλύτερα, γιατί θα σε πάρω εγώ.
Η Φλώρα υπεμειδίασεν ερυθριώσα.
-Και για να σε πάρω, είναι καλά να ξέρω το τι έτρεξε, εξηκολούθησεν ο νέος.
Ο αφέντης σου όταν έφυγες, ξέρεις τι της είπε, της γυναίκας του λοχαγού, της κυράς μου;
-Τι θα της είπεν; είπε πικρώς μειδιώσα η Φλώρα· χωρίς άλλο θα είπε πως του
’κλεψα τίποτε.
-Αυτό· είπεν ότι του ’κλεψες ασημένια, και λεφτά.
Η Φλώρα εστέναξε και ύψωσεν άνω τους οφθαλμούς.
-Δε μου λες, είπε, τον είδες τον αφέντη μου διόλου, τότε κοντά που έφυγα;
-Όχι· ήταν άρρωστος από πυρετό, κι έμεινε ένα μήνα στα ρούχα…
- Τι πυρετό! τα μπράτσα του τα δυο το ξέρουνε κι η βέργα η σιδερένια η χοντρή
κι ο Θεός που μας είδε.
Και διηγήθη εν ολίγοις πώς ο κύριός της εζήτησε να την βιάσει, και πώς αυτή τον εκτύπησε διά του σιδηρού μοχλού.
Όλον σχεδόν τον ανωτέρω διάλογον, τον ήκουεν ο Πάνος ο Δημούλης, εξηπλωμένος επί της χλόης εις την κορυφήν του λόφου, και ανέχων επί των θάμνων την κεφαλήν.
Ως ενόησεν ο αναγνώστης, η γραία Σιδερή είχε φορέσει εις την κόρην της τες μπόλιες και τες ποδιές και όλα όσα ωνειροπόλει, πλην των φλωρίων, τα οποία ήσαν προωρισμένα διά τας νύμφας. Την είχε καταφέρει δε, δευτέραν ή τρίτην φοράν μετά τον ερχομόν της, να εξέλθει του οικίσκου και να υπάγει ολίγα βήματα έξω του χωρίου, διά ν’ αλλάξει την προβατίναν της. Κι εκεί που άλλαζε την προβατίναν, ανελπίστως συνήντησε τον Ζήσον, τον παλαιόν γνώριμόν της εις την πόλιν, και παλαιότερον χωριανόν της εις τα Μεσόγεια.
Την επαύριον ήτο Πάσχα, μεγάλη ημέρα, καθ’ ην πάμπολλαι σούβλαι περιεστρέφοντο με τα σφαχτά εις το πυρ, και αμέτρητες κανάτες με αφρίζοντα ρητινίτην έφεραν πολλές γύρες διά κοινού ποτηρίου, από στόματος εις στόμα, εις τας οικίας των χωρικών. Και περί την εσπέραν, ο Πάνος ο Δημούλης, με τον Παύλον τον Βαλέντιον και με όλην την συντροφιάν του, επανήλθε μελαγχολικός εις την πόλιν, φθονών ολοψύχως τον Ζήσον, τον εν αδεία στρατιώτην, τον υιόν του παρέδρου Σαράντη, όστις έμελλε, μετά μίαν εβδομάδα, να στεφθεί εις γάμον μετά της ωραίας λιγυράς Βλαχοπούλας, αποκαθιστών, διά μιάς πράξεως, την νέαν εις την υπόληψίν της, εξασφαλίζων την ιδίαν του ευτυχίαν, αφήνων εις τα κρύα τον αναποφάσιστον Στάμον, ματαιών τας ραδιουργίας της γειτόνισσας της Γιωργούλας, και απαλλάττων τον γέροντα πατέρα του της φροντίδος του να ζητεί εις το γήρας του να νυμφευθεί ο ίδιος, χάριν των διπλών αναγκών της οικίας και του αγρού.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1892)

Δεν υπάρχουν σχόλια: