Του Γιάννη Βλαχογιάννη
Τα δυο γεροντάκια ο παππούς ο ενενηντάρης και η κυρα-μάνα ακόμα πιο τρανή στα χρόνια, λούφαζαν, καθώς πάντα, στην ισόγεια κάμαρη κατά την πίσω αυλή. Και προς το δρόμο, μέσ’ το πλατύστενο το μαγερειό, με το γυμνό του πάτο ολόλευκο από τ’ ασβεστοχυλίσματα, στον τοίχο την παραμονή γιορτής, θροΐζαν, κι αλώνιζαν με τις γλώσσες οι αγγόνες και οι αγγονίτσες, όχι λιγοστές, εφτά με το συμπάθειο, θυγατέρες του Λια του Καστελιώτη, με τις προίκες έτοιμες, μια χιλιάδα τάλαρα η καθεμιά, και με τα προικιά στο γιούκο είτε και στον αργαλειό.
Στην πίσω αυλή, του Λια η γυναίκα κάτι καταγίνεται, σκυμμένη εκεί στα λιγοστά λαχανικά. Ησυχία είναι τριγύρω, και στο στενοδρόμι αυτό το πισινό μόνο κανένα σιγανό ναύτη περπάτημα τέτοιαν ώρα ακούγεται σέρνοντας από το σπίτι στο λιμάνι.
Κοντεύει μεσημέρι, και του Λια η γυναίκα, ενώ βοτανίζει εκεί, άξαφνα ένα ξάφνισμα τη συναρπάζει. Από το τρίξιμο της σκάλας που φέρνει στ’ απάνου πατώματα, γύρισε να δει –και τί είδε ; Το γέρο τον παππού –που δεν σπάραζε ποτέ απ’ την κάμαρη του, χρόνια τώρα, μαζί με τη γριά∙ και σωριασμένος στο παραγώνι, νόμιζες ζητούσε θερμασιά χειμώνα καλοκαίρι– τώρα, να, με τα τέσσερα τον είδε εκεί συρτά, σκαρφαλωτά στη σκάλα να προβαίνει.
- Χριστός κι η Παναγιά, πού πάει ;
Ήταν από τα πιο παράξενα. Χρόνια είχε να φανεί ο γέρος στο απάνου πάτωμα, το ίδιο κι η γριά του. Όπου ο ύπνος εκεί και το φαΐ τους κι όλα χώρια από τ’ άλλο σπίτι. Από τότες που ’χανε χάσει το πρώτο τους παιδί με το καράβι του γέρου χτίσμα, εκεί που αρμένιζε και πάλευε μ’ ανθρώπους και στοιχειά, από τότε κλειστήκανε τα γεροντάκια, κατάδικα σε φυλακή. Και δεν ήτανε απ’ αυτό μονάχα, ήτανε και τα βαρειά τα γηρατειά. Κι απ’ τη μικρή την κάμαρη δεν το κουνούσαν πια. Κι ο Λιας ο γιος τους, δευτερόκλαδος αυτός κι όμοια άξιος με τον άλλο έφτεισε καράβι δεύτερο, πήρε γυναίκα, ανάστησε παιδιά –όλα θηλυκά τα βλοημένα, ας έχουνε καλή ζωή – πήγε κι ήρθε στο νησί, έστρωσε τραπέζια, κι έστησε τραγούδια, κι έκαμε χαρές και χαροκόπια, μα τα γεροντάκια δεν τα κατάφερε ποτέ να βγουν από το καμαράκι.
Εδώ και λίγες μέρες είχε γυρίσει απ’ άλλο ταξίδι πάλι ο Λιας έφαγε κ’ ήπιε σπίτι με τους φίλους, μα είχε πάψει πια να γυρεύει και καλά να καταφέρει τους γέρους του γονιούς να ξεκολλήσουν από την τρύπα τους. Και τώρα να το, ξαφνικά, το γεροντάκι, ακάλεστο, βγήκε από την τρύπα του και πήρε δρόμο. Πού, και πώς ;
Τον έτρεμε του Λια η γυναίκα το γέρο πεθερό από μικρή νυφούλα. Γιατ’ ήταν αυστηρός, σαν παλιός ναυτικός ο ίδιος, και δεν έπαιρνε από λόγια. Και εκείνη δεν έβγαλε φωνή αν και φοβήθηκε το γεροντάκι μην πέσει και τσακιστεί απ’ τη σκάλα. Κι έμεινε από πίσω του να τον κοιτάζει ορθή, βαστώντας κάτι σαλατικά στα χέρια. Έτσι τον άφησε ως απάνου ν’ ανεβεί, κι ύστερα να κάμει την παλιόπορτα να σειστεί από τα τρανταχτά τινάγματα, ως που ήρθε από μέσα κάποιος να του ανοίξει.
Αφού τον άφησε και μπήκε, έτρεξε η γυναίκα το γύρω του σπιτιού και βγήκε στην άλλη τη μπροστινήν αυλή, κι εκεί από το χαμηλό του μαγερειού παράθυρο είπε το χαμπέρι το τρανό στις θυγατέρες της.
Σύγκαιρα αυτές με τ’ άκουσμα, δείξανε την ίδια πιθυμιά στα μάτια, και θα τρέχαν τώρα από τις σκάλες από τις πόρτες, απ’ τις χαραμάδες, που άφηνε το πάτωμα, να κρυφοδούνε και να κρυφακούσουν, αν της μάνας η στεγνή ματιά κι η όψη η σοβαρή δεν τις αντίκοβε. Και μείναν εκεί όλες, βουβές και ξαφνισμένες σαν όρνιθες που μαντεύουν κάπου τριγύρω το γεράκι.
Απ’ την μικρή την κάμαρα η κυρά-μάνα κάτι ακουγότανε σα ν’ αναδεύει, κάτι σα να κράζει μουγγωτά.
-Γέρο … ε γέρο, που είσαι λέω
Έφτανε η μιλιά της ως των γυναικών τ’ αφτιά.
Η γριά απογύρευε το τρυφερό της ταίρι. Είχε ξαφνιστεί κι αυτή από τ’ απίστευτο το κάμωμά του, που τον έχασε από το πλευρό της.
Στην πόρτα είχ’ έρθει και του άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά του ο γιος του ο Λιας. Αυτός ο αλύγιστος θαλασσινός, που τ’ άτρομο το μάτι του ήξερε ν’ αντισταθεί σε κάθε φόβου απάντημα, έδειξε τρόμο τώρα κι έδειξε λαχτάρισμα∙ κι ο νους του, μαθημένος πάντα απ’ των κιντύνων τις φοβέρες, πήγε αμέσως, τάχα, σε κάποια συφορά που πλάκωνε το σπίτι. Ήτανε και του άλλου καραβιού το χάσιμο αντάμα με τον αδερφό μου, ακόμα όχι πολύ παλιό …
- Τί είναι πατέρα; έκραξε δυνατά. Κανά κακό χαμπέρι;
Εκείνος άλαλος τον έσπρωξε με το ’να χέρι θέλοντας να περάσει. Και τότε, πίσω από του γιου του το κορμί, που του ’φραζε την όψη, διάπλατη η σάλα ανοίχτηκε, κι ο γέρος είδε … Στρωμένοι καταγής στο πάτωμα, τριάντα ναυτικοί, άντρες απ’ το δικό τους το καράβι κι άλλοι, σε δυο σειρές αραδιαστοί, όπως σε φαγοπότι, δένανε φουσέκια.
Στάθηκε ο γέρος. Έδειξε σαν τότε να αποξύπνησε, και σα να ονειριαζόταν ως την ώρα∙ το γιο του κοίταξε με μάτια τεντωμένα κόκκινα κι ωμά απ’ τα χρόνια τα πολύπαθα κ’ είπε αυτά τα λόγια μονάχα με θυμό.
-Παιδί μου Λια τι πράματα είν’ αυτά;
-Για το καράβι πατέρα, πατέρα, είπε ο Λιας λιγόλογος με σεβασμό παιδιού κι όχι άντρα όπως αυτός … Κιντυνέψαμε τώρα στο γυρισμό … μας πέσαν οι Αλτζερίνοι, μα ο καιρός οι Ασμλιγριριαζ ήτανε δικός μας. Και τώρα το ταξίδι μας θα είναι πιο μακρυνό∙ είμαστε για τη Μπαρτσελόνα κι έχουμε ανάγκη από μεγάλη τοιμασιά και στο δρόμο ποιος ξέρει τί μας βρίσκει …
- Τίνος τα λες αυτά παιδί μου Λια ; είπε ο γέρος πάλι. Είναι για ταξίδι όλα τα μπαρούτια αυτά, είναι, για ταξίδι ; Άλλα πράματα είν’ αυτά.
- Βλέπεις πατέρα είμαστε και κομματιασμένοι στο νησί … Έχουμε οχτρούς … το ντουφέκι τοιμάζεται ν’ ανάψει πάλι …
- Τίνος τα λες αυτά παιδί μου Λια ; Και δεν το ξέρω ’γω πως φιλιωθήκατε όλοι και πως έδεσες το σπίτι μας στενά με τους παλιούς οχτρούς μας ; Αλλάξατε και λόγια για συμπεθεριά … μα ας είναι καλά η μικρή αγγόνα που ’ρχεται και τα μαρτυράει όλα της γριάς ..
- Όχι πατέρα, δεν είναι απ’ αυτό …
- Με γελάς και κρύβεσαι από μένα. Αυτά δεν είναι πράματα καλά, παιδί μου Λια …
- Μη κλαις, πατέρα …
- Κυβέρνα το κεφάλι σου. Έχεις εφτά παιδιά ! Μη λησμονάς το πώς τ’ απόχτησες αυτό το που ’χεις τώρα, το καράβι … Θα χαλάσεις το σπίτι σου, παιδί μου Λια θα πας κι εσύ χαμένος μ’ εμάς όλους …
- Πατέρα ησύχασε, είπα ! Μην κλαις … αφού το θέλεις, αφού το θέλεις, δεν το κρύβω, ναι … Όλα τα δίνω, και παιδιά και σπίτι – φτάνει να δούμε λευτεριά …
- Αχ, αχ, παιδί μου, Λια με φάγανε τα φίδια … το κατάλαβα. Άκουσα από κει που κείτομαι … είπα∙ «τί θέλουν τ’ ανεβάσματα, τα σύρε-κι έλα σπίτι».
- Μην κλαις … σου το ’πα τώρα∙ όλα είναι έτοιμα ! Θα το σηκώσουμε, πατέρα, για την πατρίδα όλα θα τα ρίξουμε στη θάλασσα … Ας πάνε και κορίτσια και προικιά τους κι όλο το σόι σύρριζα – για την πατρίδα !
Χοντρά δάκρυα κυλούν αυλάκια ανάμεσα από τα σκαμμένα μάγουλα του γέρου. Μα τώρα η όψη του χαμογελάει∙ έχει αυτός άξαφνα γαληνέψει. Κοιτάζει τους ανθρώπους που σκυφτοί δουλεύουν, και κάνουνε πως δεν ακούν. Σκουντά ένανε με το πόδι χαμογελαστά :
- Εσύ, βρε ζουλάπι, κάνεις σαν τον κουφό αστακό ε; Μαναβέλα που σου χρειάζεται, ζουλάπι! Έλεγα κι εγώ … Βρε, εμένα σεις θα με γελάσετε, ζουλάπια ; Ας είναι να ’χετε την ευκή μου … κι εσύ, παιδί μου Λια νάχεις την ευκή μου !
Του φιλεί ο Λιας το χέρι. Οι άλλοι σηκωτοί, και σκύβουν το κεφάλι και περνούνε με τα χέρια σταυρωτά στα στήθια, και φιλούν κι αυτοί ..
Σαν παλληκάρι ο γέρος βγαίνει από την άλλη τώρα, την μεγάλη πόρτα, και κατεβαίνει ανάλαφρα σα να ξανάνιωσε. Σε λίγο βρίσκεται από την αυλή στο μαγερειό. Οι γυναίκες βάζουν όλες μια φωνή ξαφνιασμένη τάχα, με χαρά μεγάλη γιομάτη για τον ξένο που φανίστηκε :
- Μπα καλώς τον τόν παππού ! Μπα καλώς μας ώρισες ! φωνάζουν τα κορίτσια.
- Σωπάτε σεις, ζουλάπια! λέει ο γέρος τάχα θυμωμένος∙ μα εσύ βρε νύφη κρύβεσαι κι εσύ; … Τί στέκεστ’ έτσι όλοι σας σαν χάνοι … Κάνετε τον κουτό ε; Μαναβέλα!
- Τι παππού, δεν ξέρουμε τίποτα οι κακομοίρες … λέει η πιο μεγάλη αγγόνα με πονηρό χαμόγελο.
- Οι κακομοίρες ε; Αμή το καζάνι με το ρύζι και το κριάς στο πλάι απ’ τη φωτιά; Δεν καταλαβαίνω ’γω, ε; Μαναβέλα!
Απότομα γυρίζει κι από κει, και φεύγει. Της κυρα μάνας η κλάψα η άπαυτη φτάνει από το καμαράκι. Και της αποκρίνεται τώρα άλλη βροντερή φωνή : ..
- Γέρο πού ήσουνα; Τι γίνηκες;
- Εδώ ήμουνα, μ’ έχασες; Κοίταξε μη με χάσεις ζάχαρη μου … πού ήμουνα – δική μου δουλειά! Εσύ να μην ανακατεύεσαι! Να κοιτάζεις αυτού τη γωνιά σου και τη στάχτη σου… Εγώ ξέρω πού ήμουνα! Δεν έχω λόγο να δώσω στις γυναίκες ! Χίλιες φορές σου το κοπανάω να μην ανακατεύεσαι στον αντρώνε τις δουλειές! Να μάθεις να σωπαίνεις. Να κάνεις λίγο τον κουφό .. είσαι κουφή που είσαι ! Έλα τώρα, σήκω, θα φάμε μαζί με τους άλλους … Έχουμε ξένους σπίτι μας!
Τα δυο γεροντάκια ο παππούς ο ενενηντάρης και η κυρα-μάνα ακόμα πιο τρανή στα χρόνια, λούφαζαν, καθώς πάντα, στην ισόγεια κάμαρη κατά την πίσω αυλή. Και προς το δρόμο, μέσ’ το πλατύστενο το μαγερειό, με το γυμνό του πάτο ολόλευκο από τ’ ασβεστοχυλίσματα, στον τοίχο την παραμονή γιορτής, θροΐζαν, κι αλώνιζαν με τις γλώσσες οι αγγόνες και οι αγγονίτσες, όχι λιγοστές, εφτά με το συμπάθειο, θυγατέρες του Λια του Καστελιώτη, με τις προίκες έτοιμες, μια χιλιάδα τάλαρα η καθεμιά, και με τα προικιά στο γιούκο είτε και στον αργαλειό.
Στην πίσω αυλή, του Λια η γυναίκα κάτι καταγίνεται, σκυμμένη εκεί στα λιγοστά λαχανικά. Ησυχία είναι τριγύρω, και στο στενοδρόμι αυτό το πισινό μόνο κανένα σιγανό ναύτη περπάτημα τέτοιαν ώρα ακούγεται σέρνοντας από το σπίτι στο λιμάνι.
Κοντεύει μεσημέρι, και του Λια η γυναίκα, ενώ βοτανίζει εκεί, άξαφνα ένα ξάφνισμα τη συναρπάζει. Από το τρίξιμο της σκάλας που φέρνει στ’ απάνου πατώματα, γύρισε να δει –και τί είδε ; Το γέρο τον παππού –που δεν σπάραζε ποτέ απ’ την κάμαρη του, χρόνια τώρα, μαζί με τη γριά∙ και σωριασμένος στο παραγώνι, νόμιζες ζητούσε θερμασιά χειμώνα καλοκαίρι– τώρα, να, με τα τέσσερα τον είδε εκεί συρτά, σκαρφαλωτά στη σκάλα να προβαίνει.
- Χριστός κι η Παναγιά, πού πάει ;
Ήταν από τα πιο παράξενα. Χρόνια είχε να φανεί ο γέρος στο απάνου πάτωμα, το ίδιο κι η γριά του. Όπου ο ύπνος εκεί και το φαΐ τους κι όλα χώρια από τ’ άλλο σπίτι. Από τότες που ’χανε χάσει το πρώτο τους παιδί με το καράβι του γέρου χτίσμα, εκεί που αρμένιζε και πάλευε μ’ ανθρώπους και στοιχειά, από τότε κλειστήκανε τα γεροντάκια, κατάδικα σε φυλακή. Και δεν ήτανε απ’ αυτό μονάχα, ήτανε και τα βαρειά τα γηρατειά. Κι απ’ τη μικρή την κάμαρη δεν το κουνούσαν πια. Κι ο Λιας ο γιος τους, δευτερόκλαδος αυτός κι όμοια άξιος με τον άλλο έφτεισε καράβι δεύτερο, πήρε γυναίκα, ανάστησε παιδιά –όλα θηλυκά τα βλοημένα, ας έχουνε καλή ζωή – πήγε κι ήρθε στο νησί, έστρωσε τραπέζια, κι έστησε τραγούδια, κι έκαμε χαρές και χαροκόπια, μα τα γεροντάκια δεν τα κατάφερε ποτέ να βγουν από το καμαράκι.
Εδώ και λίγες μέρες είχε γυρίσει απ’ άλλο ταξίδι πάλι ο Λιας έφαγε κ’ ήπιε σπίτι με τους φίλους, μα είχε πάψει πια να γυρεύει και καλά να καταφέρει τους γέρους του γονιούς να ξεκολλήσουν από την τρύπα τους. Και τώρα να το, ξαφνικά, το γεροντάκι, ακάλεστο, βγήκε από την τρύπα του και πήρε δρόμο. Πού, και πώς ;
Τον έτρεμε του Λια η γυναίκα το γέρο πεθερό από μικρή νυφούλα. Γιατ’ ήταν αυστηρός, σαν παλιός ναυτικός ο ίδιος, και δεν έπαιρνε από λόγια. Και εκείνη δεν έβγαλε φωνή αν και φοβήθηκε το γεροντάκι μην πέσει και τσακιστεί απ’ τη σκάλα. Κι έμεινε από πίσω του να τον κοιτάζει ορθή, βαστώντας κάτι σαλατικά στα χέρια. Έτσι τον άφησε ως απάνου ν’ ανεβεί, κι ύστερα να κάμει την παλιόπορτα να σειστεί από τα τρανταχτά τινάγματα, ως που ήρθε από μέσα κάποιος να του ανοίξει.
Αφού τον άφησε και μπήκε, έτρεξε η γυναίκα το γύρω του σπιτιού και βγήκε στην άλλη τη μπροστινήν αυλή, κι εκεί από το χαμηλό του μαγερειού παράθυρο είπε το χαμπέρι το τρανό στις θυγατέρες της.
Σύγκαιρα αυτές με τ’ άκουσμα, δείξανε την ίδια πιθυμιά στα μάτια, και θα τρέχαν τώρα από τις σκάλες από τις πόρτες, απ’ τις χαραμάδες, που άφηνε το πάτωμα, να κρυφοδούνε και να κρυφακούσουν, αν της μάνας η στεγνή ματιά κι η όψη η σοβαρή δεν τις αντίκοβε. Και μείναν εκεί όλες, βουβές και ξαφνισμένες σαν όρνιθες που μαντεύουν κάπου τριγύρω το γεράκι.
Απ’ την μικρή την κάμαρα η κυρά-μάνα κάτι ακουγότανε σα ν’ αναδεύει, κάτι σα να κράζει μουγγωτά.
-Γέρο … ε γέρο, που είσαι λέω
Έφτανε η μιλιά της ως των γυναικών τ’ αφτιά.
Η γριά απογύρευε το τρυφερό της ταίρι. Είχε ξαφνιστεί κι αυτή από τ’ απίστευτο το κάμωμά του, που τον έχασε από το πλευρό της.
Στην πόρτα είχ’ έρθει και του άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά του ο γιος του ο Λιας. Αυτός ο αλύγιστος θαλασσινός, που τ’ άτρομο το μάτι του ήξερε ν’ αντισταθεί σε κάθε φόβου απάντημα, έδειξε τρόμο τώρα κι έδειξε λαχτάρισμα∙ κι ο νους του, μαθημένος πάντα απ’ των κιντύνων τις φοβέρες, πήγε αμέσως, τάχα, σε κάποια συφορά που πλάκωνε το σπίτι. Ήτανε και του άλλου καραβιού το χάσιμο αντάμα με τον αδερφό μου, ακόμα όχι πολύ παλιό …
- Τί είναι πατέρα; έκραξε δυνατά. Κανά κακό χαμπέρι;
Εκείνος άλαλος τον έσπρωξε με το ’να χέρι θέλοντας να περάσει. Και τότε, πίσω από του γιου του το κορμί, που του ’φραζε την όψη, διάπλατη η σάλα ανοίχτηκε, κι ο γέρος είδε … Στρωμένοι καταγής στο πάτωμα, τριάντα ναυτικοί, άντρες απ’ το δικό τους το καράβι κι άλλοι, σε δυο σειρές αραδιαστοί, όπως σε φαγοπότι, δένανε φουσέκια.
Στάθηκε ο γέρος. Έδειξε σαν τότε να αποξύπνησε, και σα να ονειριαζόταν ως την ώρα∙ το γιο του κοίταξε με μάτια τεντωμένα κόκκινα κι ωμά απ’ τα χρόνια τα πολύπαθα κ’ είπε αυτά τα λόγια μονάχα με θυμό.
-Παιδί μου Λια τι πράματα είν’ αυτά;
-Για το καράβι πατέρα, πατέρα, είπε ο Λιας λιγόλογος με σεβασμό παιδιού κι όχι άντρα όπως αυτός … Κιντυνέψαμε τώρα στο γυρισμό … μας πέσαν οι Αλτζερίνοι, μα ο καιρός οι Ασμλιγριριαζ ήτανε δικός μας. Και τώρα το ταξίδι μας θα είναι πιο μακρυνό∙ είμαστε για τη Μπαρτσελόνα κι έχουμε ανάγκη από μεγάλη τοιμασιά και στο δρόμο ποιος ξέρει τί μας βρίσκει …
- Τίνος τα λες αυτά παιδί μου Λια ; είπε ο γέρος πάλι. Είναι για ταξίδι όλα τα μπαρούτια αυτά, είναι, για ταξίδι ; Άλλα πράματα είν’ αυτά.
- Βλέπεις πατέρα είμαστε και κομματιασμένοι στο νησί … Έχουμε οχτρούς … το ντουφέκι τοιμάζεται ν’ ανάψει πάλι …
- Τίνος τα λες αυτά παιδί μου Λια ; Και δεν το ξέρω ’γω πως φιλιωθήκατε όλοι και πως έδεσες το σπίτι μας στενά με τους παλιούς οχτρούς μας ; Αλλάξατε και λόγια για συμπεθεριά … μα ας είναι καλά η μικρή αγγόνα που ’ρχεται και τα μαρτυράει όλα της γριάς ..
- Όχι πατέρα, δεν είναι απ’ αυτό …
- Με γελάς και κρύβεσαι από μένα. Αυτά δεν είναι πράματα καλά, παιδί μου Λια …
- Μη κλαις, πατέρα …
- Κυβέρνα το κεφάλι σου. Έχεις εφτά παιδιά ! Μη λησμονάς το πώς τ’ απόχτησες αυτό το που ’χεις τώρα, το καράβι … Θα χαλάσεις το σπίτι σου, παιδί μου Λια θα πας κι εσύ χαμένος μ’ εμάς όλους …
- Πατέρα ησύχασε, είπα ! Μην κλαις … αφού το θέλεις, αφού το θέλεις, δεν το κρύβω, ναι … Όλα τα δίνω, και παιδιά και σπίτι – φτάνει να δούμε λευτεριά …
- Αχ, αχ, παιδί μου, Λια με φάγανε τα φίδια … το κατάλαβα. Άκουσα από κει που κείτομαι … είπα∙ «τί θέλουν τ’ ανεβάσματα, τα σύρε-κι έλα σπίτι».
- Μην κλαις … σου το ’πα τώρα∙ όλα είναι έτοιμα ! Θα το σηκώσουμε, πατέρα, για την πατρίδα όλα θα τα ρίξουμε στη θάλασσα … Ας πάνε και κορίτσια και προικιά τους κι όλο το σόι σύρριζα – για την πατρίδα !
Χοντρά δάκρυα κυλούν αυλάκια ανάμεσα από τα σκαμμένα μάγουλα του γέρου. Μα τώρα η όψη του χαμογελάει∙ έχει αυτός άξαφνα γαληνέψει. Κοιτάζει τους ανθρώπους που σκυφτοί δουλεύουν, και κάνουνε πως δεν ακούν. Σκουντά ένανε με το πόδι χαμογελαστά :
- Εσύ, βρε ζουλάπι, κάνεις σαν τον κουφό αστακό ε; Μαναβέλα που σου χρειάζεται, ζουλάπι! Έλεγα κι εγώ … Βρε, εμένα σεις θα με γελάσετε, ζουλάπια ; Ας είναι να ’χετε την ευκή μου … κι εσύ, παιδί μου Λια νάχεις την ευκή μου !
Του φιλεί ο Λιας το χέρι. Οι άλλοι σηκωτοί, και σκύβουν το κεφάλι και περνούνε με τα χέρια σταυρωτά στα στήθια, και φιλούν κι αυτοί ..
Σαν παλληκάρι ο γέρος βγαίνει από την άλλη τώρα, την μεγάλη πόρτα, και κατεβαίνει ανάλαφρα σα να ξανάνιωσε. Σε λίγο βρίσκεται από την αυλή στο μαγερειό. Οι γυναίκες βάζουν όλες μια φωνή ξαφνιασμένη τάχα, με χαρά μεγάλη γιομάτη για τον ξένο που φανίστηκε :
- Μπα καλώς τον τόν παππού ! Μπα καλώς μας ώρισες ! φωνάζουν τα κορίτσια.
- Σωπάτε σεις, ζουλάπια! λέει ο γέρος τάχα θυμωμένος∙ μα εσύ βρε νύφη κρύβεσαι κι εσύ; … Τί στέκεστ’ έτσι όλοι σας σαν χάνοι … Κάνετε τον κουτό ε; Μαναβέλα!
- Τι παππού, δεν ξέρουμε τίποτα οι κακομοίρες … λέει η πιο μεγάλη αγγόνα με πονηρό χαμόγελο.
- Οι κακομοίρες ε; Αμή το καζάνι με το ρύζι και το κριάς στο πλάι απ’ τη φωτιά; Δεν καταλαβαίνω ’γω, ε; Μαναβέλα!
Απότομα γυρίζει κι από κει, και φεύγει. Της κυρα μάνας η κλάψα η άπαυτη φτάνει από το καμαράκι. Και της αποκρίνεται τώρα άλλη βροντερή φωνή : ..
- Γέρο πού ήσουνα; Τι γίνηκες;
- Εδώ ήμουνα, μ’ έχασες; Κοίταξε μη με χάσεις ζάχαρη μου … πού ήμουνα – δική μου δουλειά! Εσύ να μην ανακατεύεσαι! Να κοιτάζεις αυτού τη γωνιά σου και τη στάχτη σου… Εγώ ξέρω πού ήμουνα! Δεν έχω λόγο να δώσω στις γυναίκες ! Χίλιες φορές σου το κοπανάω να μην ανακατεύεσαι στον αντρώνε τις δουλειές! Να μάθεις να σωπαίνεις. Να κάνεις λίγο τον κουφό .. είσαι κουφή που είσαι ! Έλα τώρα, σήκω, θα φάμε μαζί με τους άλλους … Έχουμε ξένους σπίτι μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου