Emiliano Zapata Salazar (Anenecuilco Morelos, 8 Αυγούστου 1879 - Chinameca Morelos, 10 Απριλίου 1919).
Ηγέτης της Μεξικανικής Επανάστασης του 1910 ενάντια στον πρόεδρο Πορφύριο Δίαζ (Porfirio Diaz), ιδρυτής και διοικητής του «Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου» («Ejercito Libertador del Sur»), προστάτης των φτωχών χωρικών συμπατριωτών του.
Γεννήθηκε μιγάς από καταγωγή (mestizo) και παιδί πολυτέκνων (το 9ο από τα 10 παιδιά των Gabriel Zapata και Cleofas Salazar) στο χωριό Σαν Μιγκέλ Ανενκουϊλκο (Anenecuilco) της μεξικανικής πολιτείας Μορέλος. Σε ηλικία 16 ετών έμεινε ορφανός από τον μικροϊδιοκτήτη γης πατέρα του και αφιερώθηκε στην στήριξη όλης της οικογένειάς του, εργαζόμενος ως δαμαστής αλόγων. Παρ’ όλο που δεν απέκτησε μόρφωση, είχε πηγαία όσο και έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα του δικαίου και βαθιά πολιτική συνείδηση και πολύ γρήγορα έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στον απλό λαό για τον ακέραιο χαρακτήρα του.
Το 1897 σε ηλικία μόλις 18 ετών, συνελήφθη για πρώτη φορά, όταν πήρε το μέρος των φτωχών χωρικών του Μορέλος, που αντιδρούσαν στην κατάποση των μικροϊδιοκτησιών τους από τις μεγάλες «χασιέδας». Το κοινωνικό σύστημα της εποχής εκείνης ήταν πρωτόγονα καπιταλιστικό ημι-φεουδαρχικό, οργανωμένο γύρω από τις μεγάλες ιδιοκτησίες γης (τις «χασιέδας», «haciendas», που αποτελούσαν το 85% της γης και ανήκαν στο μόλις 2% του πληθυσμού), οι οποίες έκαναν σχεδόν αδύνατη την επιβίωση των ανεξάρτητων κοινοτήτων των αυτοχθόνων ινδιάνων ή των μιγάδων, οι περισσότεροι των οποίων είχαν πέσει σε καθεστώς δουλείας («peonaje») στις «χασιέδας», λόγω χρεών.
Το φθινόπωρο του 1909 σε ηλικία 30 ετών, εκλέχτηκε επικεφαλής της πολιτικής επιτροπής άμυνας του χωριού του για την διεκδίκηση της καλλιεργήσιμης γης, που είχαν κατασχέσει οι γαιοκτήμονες από τους φτωχούς και εκμεταλλεύθηκε τις αρμοδιότητές του για ν’ αρχίσει να συγκροτεί έναν μικρό δικό του στρατό, ο οποίος την άνοιξη του 1911 ξεπέρασε τους 1.000 ένοπλους: «στις 29 Μαρτίου 1911 ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και οι άντρες του εισέβαλαν στον περίβολο της Τσιναμένα, πήραν στην κατοχή τους 40 τουφέκια Σάβατζ και όλα τα πυρομοχικά και τα άλογα... Μέσα σε λίγες βδομάδες ο στρατός του Ζαπάτα διέθετε περισσότερους από 1.000 άνδρες» περιγράφει ο Αντόλφο Τζίλι.
Εν τω μεταξύ τον Νοέμβριο του 1910 είχε ήδη ξεσπάσει μεγάλη αγροτική εξέγερση, σε υποστήριξη του πολιτικού αντιπάλου του Πορφύριου Δίαζ, Μαδέρο (Francisco I. Madero), στην διάρκεια της οποίας οι εξαθλιωμένοι χωρικοί πήραν τα όπλα, πυρπόλησαν «χασιέδας» και κατέστρεψαν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ο Ζαπάτα προσχώρησε στις ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων, και τον Μάϊο του 1911 μαζί με τους Πάντσο Βίγια (Pancho Villa) και Πασκουάλ Ορότσκο (Pascual Orozco) βοήθησε τον Μαδέρο να νικήσει τον Δίαζ στην μάχη της Ciudad Juarez. Kαθώς όμως ο Μαδέρο, παρ’ όλο που είχε μπει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού, συμβιβάστηκε τελικά με τους πλουτοκράτες και τους Αμερικανούς και ουσιαστικά εγκατέλειψε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του το καλοκαίρι του 1911 αρνούμενος να διατάξει αναδιανομή της γης, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα προχώρησε με την βοήθεια του αναρχικού, θαυμαστή του Κροπότκιν δασκάλου Σάντσεζ (Otilio Montano Sanchez, στρατηγού αργότερα στον στρατό του Ζαπάτα, που εκτελέστηκε στις 17 Μαϊου 1917) σε κατάρτιση δικού του επαναστατικού αγροτικού προγράμματος (του «προγράμματος Ayala», «Plan de Ayala»), το οποίο προέβλεπε δήμευση και μοίρασμα στους ακτήμονες του ενός τρίτου των γαιών των φεουδαρχών hacendados, δήμευση όλης της γης των ξένων και των αντιστεκόμενων στην επανάσταση (όσοι hacendados αρνούνταν να παραδώσουν προς αναδιανομή το ένα τρίτο των γαιών τους, θα την έχαναν όλη!), επιστροφή στους μικροϊδιοκτήτες όλων των κατασχεμένων λόγω χρεών περιουσιών τους και παροχή συντάξεων στις χήρες και τα ορφανά όλων των πεσόντων στην επανάσταση.
Πριν προχωρήσει στην κατάρτιση του «προγράμματος Ayala», ο Ζαπάτα είχε έλθει σε επαφή με τις ανθούσες εκείνη την εποχή ιδέες του Αναρχισμού, στον οποίο ήδη ανήκαν ιδεολογικά πολλοί σύντροφοί του, όπως λ.χ. ο Ρικάρντο Φλόρες Μαγκόν (Ricardo Flores Magon), ο Σάντσεζ κ.ά. Στις 27 Νοεμβρίου 1911 κατήγγειλε δημόσια τον Μαδέρο ως απρόθυμο να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του κοινωνικού προγράμματός του και δημοσίευσε την «ζαπατίστικη» διακήρυξη για την κοινωνική αλλαγή με το σύνθημα που εισήγαγε ο Μαγκόν: «Tierra y Libertad» («Γη και Ελευθερία»). Για την εφαρμογή του προγράμματός του, ο Ζαπάτα ηγήθηκε εκατοντάδων ανταρτών, απελευθερώνοντας και μοιράζοντας καλλιεργήσιμα εδάφη και σύντομα αναγορεύθηκε στρατηγός της επαναστατικής στρατιάς της περιοχής Μορέλος, που πήρε το όνομα «Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου» («Ejercito Libertador del Sur»). Μάταια ο Μαδέρο έστελνε ξανά και ξανά διάφορους στρατηγούς τους για να πείσουν τον Ζαπάτα να παραδώσει τα όπλα και να διαλύσει τον στρατό του, παίρνοντας την στερεότυπη απάντηση «εάν δεν βρίσκουμε τώρα το δίκιο μας που είμαστε οπλισμένοι, θα το βρούμε όταν είμαστε άοπλοι;».
Το χλιαρό πολιτικό κίνημα του Μαδέρο τερματίστηκε άδοξα τον Φεβρουάριο του 1913, όταν ο ίδιος ανατράπηκε από τον οπαδό του Δίαζ («porfirista») στρατηγό Βικτοριάνο Χουέρτα (Victoriano Huerta) και εκτελέστηκε, ωστόσο ο Ζαπάτα συνέχισε τον αγώνα αφού πρώτα φρόντισε να ενώσει τις δυνάμεις του τού Νότου με εκείνες του Βορρά υπό τον Βίγια, που αρχικά είχε εναντιωθεί στο «πρόγραμμα Ayala». Οι δύο επαναστάτες, που ίδρυσαν την «Αγροτική Τράπεζα Δανεισμού» και οργάνωσαν τους πρώτους αγροτικούς συνεταιρισμούς του Μεξικού, αγωνίστηκαν μαζί ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις από το 1914 μέχρι το 1919, όμως ο αγώνας τους ήταν άνισος. Παρά την ογκώδη υπεροπλία των κυβερνητικών δυνάμεων, το αγροτικό επαναστατικό κίνημα στον Νότο κατόρθωσε ωστόσο να εφαρμόσει σε μεγάλο τμήμα του το επαναστατικό πρόγραμμα ως «Κομμούνα της Μορέλος», έχοντας κοινωνικοποιήσει τα 24 εργοστάσια της ζάχαρης, έχοντας συγκροτήσει λαϊκές πολιτοφυλακές και έχοντας καθιερώσει κολεκτιβισμό στην καλλιέργεια της γης από τους χωρικούς. Σε όλη την εξεγερμένη επικράτεια χιλιάδες απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι όλων των ηλικιών και των δύο φύλων ύψωναν μία εντυπωσιακή αλληλεγγύη και όταν κάποτε έπεφταν στα χέρια των κυβερνητικών βάδιζαν ήρεμοι προς την κρεμάλα σιγοσφυρίζοντας τον γνωστό σκοπό «Λα Κουκαράτσα» («La Cucaracha»), που είχε γίνει ο ύμνος των ανταρτών.
Οι πολεμιστές του Ζαπάτα εργάζονταν στα χωράφια με τα τουφέκια στους ώμους, οπλίζονταν χτυπώντας κυβερνητικά στρατεύματα σε ενέδρες και διεξήγαγαν συστηματικό ανταρτοπόλεμο. Στο βιβλίο του «Επαναστατημένο Μεξικό», ο Τζων Ρηντ έχει καταγράψει την ελπίδα ενός «Ζαπατίστα» αξιωματικού σε ένα καλύτερο μέλλον: «όταν κερδίσουμε την Επανάσταση θα εγκαθιδρύσουμε μια κυβέρνηση για ανθρώπους, όχι για τους πλούσιους. Προχωρούμε επάνω σε γη ανθρώπων, που ανήκε πριν στους πλούσιους, τώρα όμως ανήκει σε εμένα και τους συντρόφους». Οι ελπίδες των μαχητών του Βίγια και του Ζαπάτα, ενός μεικτού λαϊκού στρατού από αγράμματους χωρικούς, αριστερούς διανοούμενους και βετεράνους της επανάστασης, δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην διάρκεια της συντονισμένης αλλά από ένα σημείο και ύστερα απελπισμένης επαναστατικής δράσης τους, οι Ζαπάτα και Βίγια κατόρθωσαν ακόμα και να καταλάβουν προσωρινά 3 φορές την πόλη του Μεξικού (όπου οι αγράμματοι χωρικοί αντάρτες δεν προέβησαν σε ούτε μία κλοπή, θανάτωση ανθρώπου ή βιασμό), όμως το 1917 οι κυβερνητικοί, που υποστηρίζονταν από τους αμερικανούς, κατατρόπωσαν τον στρατό του Πάντσο Βίγια.
Ο μεγάλος εκείνος επαναστάτης, ο «τίγρης του Νότου» («El Tigre del Sur»), όπως τον αποκαλούσε ο λαός, που δήλωνε ότι «είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός» («es mejor morir a pie que vivir arrodillado»), προστάτης ήρωας για τους αυτόχθονες χωρικούς και «μηδενιστής» και «αρχιλήσταρχος» για τους γαιοκτήμονες και την κυβέρνηση που τον είχε επικηρύξει ελπίζοντας μάταια στην προδοσία από δυσαρεστημένους αντάρτες του, δολοφονήθηκε τελικά με καταιγισμό πυρών από τις κυβερνητικές δυνάμεις στις 10 Απριλίου 1919 στην χασιέδα de San Juan της Τσιναμέκα (Chinameca) του Μορέλος, μετά από ενέδρα που του στήθηκε από τον στρατηγό Πάμπλο Γκονζάλες (Pablo Gonzalez, που είχε καταστρέψει παλαιότερα ολόκληρα χωριά και είχε κρεμάσει εκατοντάδες χωρικούς). Για να παρασύρει τον Ζαπάτα στην ενέδρα, ο Γκονζάλες είχε προσποιηθεί πως ενδιαφερόταν να προσχωρήσει στους «Ζαπατίστας», για να γίνει μάλιστα περισσότερο πιστευτός, ο πρόεδρος Venustiano Carranza του είχε επιτρέψει επίθεση σε κυβερνητικό απόσπασμα, κατά την οποία είχαν χάσει την ζωή τους 57 στρατιώτες.
Λίγο μετά την εξόντωση του ηγέτη του, ο «Απελευθερωτικός Στρατός» διαλύθηκε, ενώ όμοιο τέλος με τον Ζαπάτα είχε και ο συναγωνιστής του Βίγια, που δολοφονήθηκε και αυτός το 1923. Για τον Ζαπάτα γράφτηκαν πολλές ιστορίες και τραγούδια, πολλά ακόμα και από την εποχή που ακόμα ζούσε, ενώ μέχρι και σήμερα ο τάφος του αποτελεί σημείο προσκυνήματος για τους ιθαγενείς του Νότιου Μεξικού, ο ίδιος λατρεύεται από αρκετούς ως ενσάρκωση του υπερασπιστή του λαού Θεού Βοτάν των αρχαίων Μάγιας (ως Votan Zapata) και στο όνομά του (ως «Ζαπατίστικος Στρατός για την Εθνική Απελευθέρωση», «Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional» ή EZLN ή «Ζαπατίστας») έχει συγκροτηθεί από το 1994 το επαναστατικό κίνημα των αυτοχθόνων Ινδιάνων στην περιοχή Τσιάπας (Chiapas).
Βιβλιογραφία: Womack John, «Zapata and the Mexican Revolution», Νέα Υόρκη, 1970 Πουλ Ντέηβ - Νιούελ Πήτερ, «Ο Ζαπάτα, ο Μαγκόν και η Μεξικανική Επανάσταση», Αθήνα, 1997 Τζίλι Αντόλφο, «Η Μεξικάνικη Επανάσταση 1910 - 1920», Αθήνα, 2006
Copyright 2007, Bλάσης Γ. Ρασσιάς.
Γεννήθηκε μιγάς από καταγωγή (mestizo) και παιδί πολυτέκνων (το 9ο από τα 10 παιδιά των Gabriel Zapata και Cleofas Salazar) στο χωριό Σαν Μιγκέλ Ανενκουϊλκο (Anenecuilco) της μεξικανικής πολιτείας Μορέλος. Σε ηλικία 16 ετών έμεινε ορφανός από τον μικροϊδιοκτήτη γης πατέρα του και αφιερώθηκε στην στήριξη όλης της οικογένειάς του, εργαζόμενος ως δαμαστής αλόγων. Παρ’ όλο που δεν απέκτησε μόρφωση, είχε πηγαία όσο και έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα του δικαίου και βαθιά πολιτική συνείδηση και πολύ γρήγορα έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στον απλό λαό για τον ακέραιο χαρακτήρα του.
Το 1897 σε ηλικία μόλις 18 ετών, συνελήφθη για πρώτη φορά, όταν πήρε το μέρος των φτωχών χωρικών του Μορέλος, που αντιδρούσαν στην κατάποση των μικροϊδιοκτησιών τους από τις μεγάλες «χασιέδας». Το κοινωνικό σύστημα της εποχής εκείνης ήταν πρωτόγονα καπιταλιστικό ημι-φεουδαρχικό, οργανωμένο γύρω από τις μεγάλες ιδιοκτησίες γης (τις «χασιέδας», «haciendas», που αποτελούσαν το 85% της γης και ανήκαν στο μόλις 2% του πληθυσμού), οι οποίες έκαναν σχεδόν αδύνατη την επιβίωση των ανεξάρτητων κοινοτήτων των αυτοχθόνων ινδιάνων ή των μιγάδων, οι περισσότεροι των οποίων είχαν πέσει σε καθεστώς δουλείας («peonaje») στις «χασιέδας», λόγω χρεών.
Το φθινόπωρο του 1909 σε ηλικία 30 ετών, εκλέχτηκε επικεφαλής της πολιτικής επιτροπής άμυνας του χωριού του για την διεκδίκηση της καλλιεργήσιμης γης, που είχαν κατασχέσει οι γαιοκτήμονες από τους φτωχούς και εκμεταλλεύθηκε τις αρμοδιότητές του για ν’ αρχίσει να συγκροτεί έναν μικρό δικό του στρατό, ο οποίος την άνοιξη του 1911 ξεπέρασε τους 1.000 ένοπλους: «στις 29 Μαρτίου 1911 ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και οι άντρες του εισέβαλαν στον περίβολο της Τσιναμένα, πήραν στην κατοχή τους 40 τουφέκια Σάβατζ και όλα τα πυρομοχικά και τα άλογα... Μέσα σε λίγες βδομάδες ο στρατός του Ζαπάτα διέθετε περισσότερους από 1.000 άνδρες» περιγράφει ο Αντόλφο Τζίλι.
Εν τω μεταξύ τον Νοέμβριο του 1910 είχε ήδη ξεσπάσει μεγάλη αγροτική εξέγερση, σε υποστήριξη του πολιτικού αντιπάλου του Πορφύριου Δίαζ, Μαδέρο (Francisco I. Madero), στην διάρκεια της οποίας οι εξαθλιωμένοι χωρικοί πήραν τα όπλα, πυρπόλησαν «χασιέδας» και κατέστρεψαν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ο Ζαπάτα προσχώρησε στις ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων, και τον Μάϊο του 1911 μαζί με τους Πάντσο Βίγια (Pancho Villa) και Πασκουάλ Ορότσκο (Pascual Orozco) βοήθησε τον Μαδέρο να νικήσει τον Δίαζ στην μάχη της Ciudad Juarez. Kαθώς όμως ο Μαδέρο, παρ’ όλο που είχε μπει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού, συμβιβάστηκε τελικά με τους πλουτοκράτες και τους Αμερικανούς και ουσιαστικά εγκατέλειψε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του το καλοκαίρι του 1911 αρνούμενος να διατάξει αναδιανομή της γης, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα προχώρησε με την βοήθεια του αναρχικού, θαυμαστή του Κροπότκιν δασκάλου Σάντσεζ (Otilio Montano Sanchez, στρατηγού αργότερα στον στρατό του Ζαπάτα, που εκτελέστηκε στις 17 Μαϊου 1917) σε κατάρτιση δικού του επαναστατικού αγροτικού προγράμματος (του «προγράμματος Ayala», «Plan de Ayala»), το οποίο προέβλεπε δήμευση και μοίρασμα στους ακτήμονες του ενός τρίτου των γαιών των φεουδαρχών hacendados, δήμευση όλης της γης των ξένων και των αντιστεκόμενων στην επανάσταση (όσοι hacendados αρνούνταν να παραδώσουν προς αναδιανομή το ένα τρίτο των γαιών τους, θα την έχαναν όλη!), επιστροφή στους μικροϊδιοκτήτες όλων των κατασχεμένων λόγω χρεών περιουσιών τους και παροχή συντάξεων στις χήρες και τα ορφανά όλων των πεσόντων στην επανάσταση.
Πριν προχωρήσει στην κατάρτιση του «προγράμματος Ayala», ο Ζαπάτα είχε έλθει σε επαφή με τις ανθούσες εκείνη την εποχή ιδέες του Αναρχισμού, στον οποίο ήδη ανήκαν ιδεολογικά πολλοί σύντροφοί του, όπως λ.χ. ο Ρικάρντο Φλόρες Μαγκόν (Ricardo Flores Magon), ο Σάντσεζ κ.ά. Στις 27 Νοεμβρίου 1911 κατήγγειλε δημόσια τον Μαδέρο ως απρόθυμο να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του κοινωνικού προγράμματός του και δημοσίευσε την «ζαπατίστικη» διακήρυξη για την κοινωνική αλλαγή με το σύνθημα που εισήγαγε ο Μαγκόν: «Tierra y Libertad» («Γη και Ελευθερία»). Για την εφαρμογή του προγράμματός του, ο Ζαπάτα ηγήθηκε εκατοντάδων ανταρτών, απελευθερώνοντας και μοιράζοντας καλλιεργήσιμα εδάφη και σύντομα αναγορεύθηκε στρατηγός της επαναστατικής στρατιάς της περιοχής Μορέλος, που πήρε το όνομα «Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου» («Ejercito Libertador del Sur»). Μάταια ο Μαδέρο έστελνε ξανά και ξανά διάφορους στρατηγούς τους για να πείσουν τον Ζαπάτα να παραδώσει τα όπλα και να διαλύσει τον στρατό του, παίρνοντας την στερεότυπη απάντηση «εάν δεν βρίσκουμε τώρα το δίκιο μας που είμαστε οπλισμένοι, θα το βρούμε όταν είμαστε άοπλοι;».
Το χλιαρό πολιτικό κίνημα του Μαδέρο τερματίστηκε άδοξα τον Φεβρουάριο του 1913, όταν ο ίδιος ανατράπηκε από τον οπαδό του Δίαζ («porfirista») στρατηγό Βικτοριάνο Χουέρτα (Victoriano Huerta) και εκτελέστηκε, ωστόσο ο Ζαπάτα συνέχισε τον αγώνα αφού πρώτα φρόντισε να ενώσει τις δυνάμεις του τού Νότου με εκείνες του Βορρά υπό τον Βίγια, που αρχικά είχε εναντιωθεί στο «πρόγραμμα Ayala». Οι δύο επαναστάτες, που ίδρυσαν την «Αγροτική Τράπεζα Δανεισμού» και οργάνωσαν τους πρώτους αγροτικούς συνεταιρισμούς του Μεξικού, αγωνίστηκαν μαζί ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις από το 1914 μέχρι το 1919, όμως ο αγώνας τους ήταν άνισος. Παρά την ογκώδη υπεροπλία των κυβερνητικών δυνάμεων, το αγροτικό επαναστατικό κίνημα στον Νότο κατόρθωσε ωστόσο να εφαρμόσει σε μεγάλο τμήμα του το επαναστατικό πρόγραμμα ως «Κομμούνα της Μορέλος», έχοντας κοινωνικοποιήσει τα 24 εργοστάσια της ζάχαρης, έχοντας συγκροτήσει λαϊκές πολιτοφυλακές και έχοντας καθιερώσει κολεκτιβισμό στην καλλιέργεια της γης από τους χωρικούς. Σε όλη την εξεγερμένη επικράτεια χιλιάδες απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι όλων των ηλικιών και των δύο φύλων ύψωναν μία εντυπωσιακή αλληλεγγύη και όταν κάποτε έπεφταν στα χέρια των κυβερνητικών βάδιζαν ήρεμοι προς την κρεμάλα σιγοσφυρίζοντας τον γνωστό σκοπό «Λα Κουκαράτσα» («La Cucaracha»), που είχε γίνει ο ύμνος των ανταρτών.
Οι πολεμιστές του Ζαπάτα εργάζονταν στα χωράφια με τα τουφέκια στους ώμους, οπλίζονταν χτυπώντας κυβερνητικά στρατεύματα σε ενέδρες και διεξήγαγαν συστηματικό ανταρτοπόλεμο. Στο βιβλίο του «Επαναστατημένο Μεξικό», ο Τζων Ρηντ έχει καταγράψει την ελπίδα ενός «Ζαπατίστα» αξιωματικού σε ένα καλύτερο μέλλον: «όταν κερδίσουμε την Επανάσταση θα εγκαθιδρύσουμε μια κυβέρνηση για ανθρώπους, όχι για τους πλούσιους. Προχωρούμε επάνω σε γη ανθρώπων, που ανήκε πριν στους πλούσιους, τώρα όμως ανήκει σε εμένα και τους συντρόφους». Οι ελπίδες των μαχητών του Βίγια και του Ζαπάτα, ενός μεικτού λαϊκού στρατού από αγράμματους χωρικούς, αριστερούς διανοούμενους και βετεράνους της επανάστασης, δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην διάρκεια της συντονισμένης αλλά από ένα σημείο και ύστερα απελπισμένης επαναστατικής δράσης τους, οι Ζαπάτα και Βίγια κατόρθωσαν ακόμα και να καταλάβουν προσωρινά 3 φορές την πόλη του Μεξικού (όπου οι αγράμματοι χωρικοί αντάρτες δεν προέβησαν σε ούτε μία κλοπή, θανάτωση ανθρώπου ή βιασμό), όμως το 1917 οι κυβερνητικοί, που υποστηρίζονταν από τους αμερικανούς, κατατρόπωσαν τον στρατό του Πάντσο Βίγια.
Ο μεγάλος εκείνος επαναστάτης, ο «τίγρης του Νότου» («El Tigre del Sur»), όπως τον αποκαλούσε ο λαός, που δήλωνε ότι «είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός» («es mejor morir a pie que vivir arrodillado»), προστάτης ήρωας για τους αυτόχθονες χωρικούς και «μηδενιστής» και «αρχιλήσταρχος» για τους γαιοκτήμονες και την κυβέρνηση που τον είχε επικηρύξει ελπίζοντας μάταια στην προδοσία από δυσαρεστημένους αντάρτες του, δολοφονήθηκε τελικά με καταιγισμό πυρών από τις κυβερνητικές δυνάμεις στις 10 Απριλίου 1919 στην χασιέδα de San Juan της Τσιναμέκα (Chinameca) του Μορέλος, μετά από ενέδρα που του στήθηκε από τον στρατηγό Πάμπλο Γκονζάλες (Pablo Gonzalez, που είχε καταστρέψει παλαιότερα ολόκληρα χωριά και είχε κρεμάσει εκατοντάδες χωρικούς). Για να παρασύρει τον Ζαπάτα στην ενέδρα, ο Γκονζάλες είχε προσποιηθεί πως ενδιαφερόταν να προσχωρήσει στους «Ζαπατίστας», για να γίνει μάλιστα περισσότερο πιστευτός, ο πρόεδρος Venustiano Carranza του είχε επιτρέψει επίθεση σε κυβερνητικό απόσπασμα, κατά την οποία είχαν χάσει την ζωή τους 57 στρατιώτες.
Λίγο μετά την εξόντωση του ηγέτη του, ο «Απελευθερωτικός Στρατός» διαλύθηκε, ενώ όμοιο τέλος με τον Ζαπάτα είχε και ο συναγωνιστής του Βίγια, που δολοφονήθηκε και αυτός το 1923. Για τον Ζαπάτα γράφτηκαν πολλές ιστορίες και τραγούδια, πολλά ακόμα και από την εποχή που ακόμα ζούσε, ενώ μέχρι και σήμερα ο τάφος του αποτελεί σημείο προσκυνήματος για τους ιθαγενείς του Νότιου Μεξικού, ο ίδιος λατρεύεται από αρκετούς ως ενσάρκωση του υπερασπιστή του λαού Θεού Βοτάν των αρχαίων Μάγιας (ως Votan Zapata) και στο όνομά του (ως «Ζαπατίστικος Στρατός για την Εθνική Απελευθέρωση», «Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional» ή EZLN ή «Ζαπατίστας») έχει συγκροτηθεί από το 1994 το επαναστατικό κίνημα των αυτοχθόνων Ινδιάνων στην περιοχή Τσιάπας (Chiapas).
Βιβλιογραφία: Womack John, «Zapata and the Mexican Revolution», Νέα Υόρκη, 1970 Πουλ Ντέηβ - Νιούελ Πήτερ, «Ο Ζαπάτα, ο Μαγκόν και η Μεξικανική Επανάσταση», Αθήνα, 1997 Τζίλι Αντόλφο, «Η Μεξικάνικη Επανάσταση 1910 - 1920», Αθήνα, 2006
Copyright 2007, Bλάσης Γ. Ρασσιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου