28/6/14

Ο άνθρωπος που φύτευε βελανίδια.

Του Αντώνη Αντωνάκου.
Όταν ήμουν νέος κι έπαιρνα τα βουνά και τα λαγκάδια τότες που μεσουρανούσε η γενιά του τριάντα και βλαστημούσαμε τον Παλαμά με τα κατεβατά του.
Τότες  που αποθεώναμε τα στριφτά σβήνοντάς τα σε σταχτοθήκες πλουμιστές με λίγο νεράκι για να πνίγουμε τις κάφτρες γνώρισα ένα γέρο στο γυμνό βουνό εκεί που δε φύτρωνε ούτε ρίγανη ούτε μέντα κι ο βιοπορισμός ήτανε μέγα πρόβλημα γιατί και τα προβατάκια με δυσκολία βρίσκανε χορτάρι και σπόρους κι ο βοσκός που τα βοσκούσε ήτο σκεπτικός και παράξενος.
Το βράδυ με μάζεψε σπίτι του. Με τάισε με ζέστανε με κοίμισε. Αργά τη νύχτα έβγαλε ένα σακούλι και μετρούσε βελανίδια. Κρατούσε τα γερά αυτά που δεν είχαν σταχτώσει.
Το πρωί δε με ξύπνησε. Τον έψαξα στην πίσω πλαγιά και τον βρήκα με το λοστάρι να φυτεύει τα βελανίδια. Μόλις πλησίασα μου ψιθύρισε κάτι για τις κρίσιμες αποστάσεις. Μετρούσε με τα πόδια από ρίζα σε ρίζα. Βόρεια και νότια κι ανατολικά και το χειμώνα φτιαρίζω το λίγο χιόνι μου είπε για να χώσω τα βελανίδια μου. Φυτεύω τη μέρα εκατό ακριβώς, το μήνα βγαίνουν τρείς χιλιάδες και το χρόνο τριανταέξι. Φυτεύω εδώ και δυο χρόνια. Άλλα βγάζουν ρίζες άλλα δε πιάνουν και μένουνε στείρα. Πήρα απόφαση να φυτεύω μέχρι να πεθάνω. Βόσκω τα πρόβατα και χτίζω πέτρινα σπίτια παρατημένα. Διορθώνω τις στάνες και πίνω το σωστό καφέ και καπνίζω τα καμπίσια τσιγάρα που μου φέρνουνε.
Έφυγα. Κατέβηκα στην πόλη με το ανόθευτο τσίπουρο που μου δωσε και το έψηνε σε κατσαρόλες και μπρίκια και το τυράκι που ήταν έτοιμο να μπανιαριστεί στην αρμύρα. Σκεφτόμουν συχνά την τρέλα του βοσκού τα βελανίδια. Η πόλη μεγάλωνε ψήλωνε. Τα καπνοχώραφα γέμιζαν τον κάμπο. Γίναν εργοστάσια μηχανές και πακέτα τσιγάρων με κάτι γόησσες που καπνίζαν με γλύκα και φαινόταν η λευκή τους σάρκα και τα χειλάκια τους  να πίνουν μπίρες να χαμογελούν.
Μετά ήρθε κρίση. Δηλαδή υπερσυσσώρευση κι άλλα τέτοια νόστιμα. Οι μάζες άρχισαν να κοχλάζουν σαν πρωινός καφές στο μπρίκι. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος άρχισε. Πήγα στο μέτωπο πολέμησα γράσωσα τ’ άρβυλα πέρασα ξυστά από σφαίρες σταύρωσα φυσεκλίκια δάκρυσα κι είδα ακρίδες γαντζωμένες σε φράχτες χάιδεψα τις χιονίστρες μου στο φεγγαρόφωτο.
Ο πόλεμος τέλειωσε γύρισα πίσω έχτισα σπίτι έκανα παιδιά είδα θέατρο καραγκιόζη και κάπνισα μπόλικα στριφτά. Μόλις άρχισα να στρώνω έσκασε δεύτερος πόλεμος πιο άγριος και διαβολεμένος.
Έφυγα πάλι για το μέτωπο σα το σφαχτό κι ο δρόμος βάσταξε τριάντα μέρες κι ήταν όλο πέτρες κι αγκάθια. Χιονόνερο και χειμώνας. Αργότερα διαφωτιστής στα Γιάννενα κι αντάρτης.
Οι πόλεμοι μ’ είχαν θρέψει σωστά κι όρμησα κατά πάνω στα θεριά όμως μας σφάξανε και μας κάψανε στο Γράμμο με τους ξένους να δοκιμάζουν στα κορμάκια μας πυρωμένα σίδερα. Φίλησα το χέρι του πεθαμένου μου φίλου πέρασα το ποτάμι γλίτωσα. Πεινασμένος λύκος έκανα γιουρούσι στα χωριά τη νύχτα για κανα καρβέλι. Περπατούσα και κρυβόμουν. Χαμένος ώσπου έφτασα σ’ ένα δάσος στην κορφή του βουνού βελανιδόδασος όμορφο σκιερό. Έπεσα χάμω.
Με βρήκε ένας γέρος βοσκός και με κουβάλησε σπίτι του. Με ζέστανε με τάισε με κοίμισε. Αργά τη νύχτα μισάνοιξα τα μάτια και είδα τη φιγούρα του να τρεμοπαίζει δίπλα στη φωτιά. Ανάμεσα στα πόδια του είχε ένα σακούλι. Μετρούσε σιγοτραγουδώντας βελανίδια. Βούρκωσα κι αποκοιμήθηκα ξέροντας τώρα πια πως τίποτε δεν πάει χαμένο. Πως τα δάση χτίζονται σιγά σιγά για να’ χουν τα πουλιά κρυψώνες στις ψιχάλες και τις θύελλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: