Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου
που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,
το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,
στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη.
Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι
κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,
τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,
καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.
Μα έχει το κύμα αυτό που μ᾽αναδεύει,
τόσες ζωές απάνω μου σωριάσει,
που γνώρισα-κι ας μη με ταξιδεύει-
μες απ᾽αυτές, ολάκερη τη πλάση.
Κι αν δε μου εδόθη στου ονείρου τη χώρα
ν᾽αράξω, μου φανέρωσε τ᾽αγέρι
το ξωτικό της μύρο, κι η άγρια μπόρα,
μηνύματα από κείθε μου έχει φέρει.
Κι εσπαταλεύτηκ᾽ έτσι ο εαυτός μου,
τα μάτια μου αποστάσαν κι η καρδιά μου,
γιατί έψαξα τα πέρατα του κόσμου
δίχως να ξεμακρύνω απ᾽τη γωνιά μου...
Μυρτιώτισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου