16/1/13

Έφυγε ο Ναγκίσα Όσιμα.

Έφυγε ο δημιουργός της "Αυτοκρατορίας των Αισθήσεων"!
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Σινεμά".
Σε ηλικία 80 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στην Φουτσισάβα της Ιαπωνίας ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ναγκίσα Όσιμα, δημιουργός θρυλικών ταινιών, όπως η αμφιλεγόμενη στην εποχή της «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων», η «Αυτοκρατορία του Πάθους» και «Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς». Τα τελευταία χρόνια ο Όσιμα είχε επιβαρυμένη υγεία, το 1996 είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και σύμφωνα με πληροφορίες ο θάνατός του οφείλεται σε πνευμονία.
O Όσιμα γεννήθηκε το 1932 και μετά από σπουδές πολιτικών επιστημών στο Κιότο, βρέθηκε να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινίας του «Α Town of Love and Hope», ένα ρομάντζο ανάμεσα σε ένα φτωχό νέο και μια αστή, ήδη έδειξε τη διαφοροποίησή του από το συμβατικό ιαπωνικό σινεμά, με μια βίαιη σκηνή στο φινάλε που προκάλεσε σκάνδαλο και απαγορεύτηκε σε πολλές αίθουσες. Ένα χρόνο αργότερα, το 1960, ο Όσιμα επικρίνει την παρηκμασμένη σύγχρονη κοινωνία με το «Naked Youth», ενώ πρωτοστατεί στην άνθιση του ιαπωνικού νέου κύματος, επηρεσμένος τότε από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και τον Γκοντάρ. Η ταινία του «The Sun's Burial» γίνεται έμβλημα του νέου ιαπωνικού κινηματογράφου, ενώ η επόμενη ταινία του «Night and Fog in Japan» λογοκρίνεται, όταν συνδέεται με τη δολοφονία σοσιαλιστή πολιτικού λίγες ημέρες μετά την πρώτη προβολή της.
Απογοητευμένος ο δημιουργός δηλώνει: «Η ταινία μου είναι το όπλο του αγωνιζόμενου λαού και των ανθρώπων που απαιτούν το μέλλον του ιαπωνικού κινηματογράφου να είναι συνδεδεμένο με το δικό τους μέλλον». Ο Όσιμα ιδρύει εταιρεία παραγωγής και σκηνοθετεί μια σειρά από ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση.
Με την επιστροφή του στον κινηματογράφο (με ταινίες όπως "The Pleasures of the Flesh", "Death by Hanging", "Η Τελετή") επιμένει να στηλιτεύει την ιαπωνική κοινωνία, μέχρι που το 1976 δημιουργεί την «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων», την ταινία που θα διχάσει τους κριτικούς, συνδέοντας το πολιτικό με το σεξ και δίνοντας ένα ισχυρό προηγούμενο σε κάθε μελλοντική απόπειρα χρησιμοποίησης της πορνογραφίας ως εργαλείο του καλλιτεχνικού σινεμά.
Η ταινία, που καθυστέρησε να προβληθεί στη Δύση, λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών της ενθουσιάζει τελικά το ευρωπαϊκό κοινό, με τον Όσιμα να επιστρέφει δυο χρόνια αργότερα με την «Αυτοκρατορία του Πάθους», ταινία με την οποία κέρδισε στις Κάννες το βραβείο σκηνοθεσίας.
Το κοινό της Δύσης τον γνωρίζει πλέον καλά, όταν το 1983 σκηνοθετεί μια μεταφορά του μετα-πολεμικού μυθιστορήματος του Λόρενς βαν ντερ Ποστ «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς», με τους Ντέιβιντ Μπάουι, Τομ Κόντι, Τακέσι Κιτάνο και Ριουίτσι Σακαμότο.
Η ιστορία, τοποθετημένη το 1942, σε ένα γιαπωνέζικο στρατόπεδο συγκέντρωσης, βάζει τον Βρετανό Τζον Λόρενς να γίνεται μάρτυρας της σύγκρουσης δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών, αλλά και αυτής του συγκρατούμενού του Τζακ Σέλιερς με τον διοικητή του στρατοπέδου.
Τελευταία ταινία του ήταν το «Ταμπού», μια παραγωγή του 1999, που ήταν ανάμεσα στις ταινίες που διεκδίκησαν το Χρυσό Φοίνικα.
Οι κινηματογραφικές επαναστάσεις του Ναγκίσα Όσιμα!
Είναι μάλλον κρίμα που ένας ένας από τους πιο αντισυμβατικούς και αντιδραστικούς σκηνοθέτες της ιαπωνικής κινηματογραφίας, ο Ναγκίσα Όσιμα, κατέληξε να μνημονεύεται εφ όρου ζωής λιγότερο για το σύνολο της ριζοσπαστικής φιλμογραφίας του και περισσότερο για τον θόρυβο και τα λογοκριτικά σκάνδαλα που προκάλεσε το 1976: όταν η τολμηρή «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» άλλαζε ριζικά κάθε θεώρηση περί ερωτισμού στο σινεμά.
Με τον ίδιο τρόπο, όμως, που η αριστουργηματική εκείνη ταινία κατόρθωνε να καταρρίψει διαχρονικά ταμπού σε οτιδήποτε σχετιζόταν με την ειλικρινέστερη απεικόνιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς στη μεγάλη οθόνη, έτσι και οι υπόλοιπες ταινίες του λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως μικρές πράξεις ανταρσίας κόντρα σε κραταιές υποκρισίες και χίμαιρες του μεταπολεμικού ιαπωνικού κόσμου.
Από τους πιο καταλυτικούς εκπροσώπους του ιαπωνικού Νέου Κύματος, το οποίο αναπτύχθηκε στην διάρκεια των χρόνων του '50 και άπλωσε βαθύτερες ρίζες μέσα στην επόμενη δεκαετία, ο Ναγκίσα Όσιμα εναντιώθηκε από πολύ νωρίς στην παραδοσιακή κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας του, ιδρύοντας το 1965 την δική του εταιρεία παραγωγής, με σκοπό να γυρίζει ανενόχλητος και με απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο τις ταινίες του.
Μέσω της εταιρείας αυτής και μέχρι το τέλος σχεδόν της καριέρας του, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να υψώσει ανάστημα με ένα σινεμά που θα γύριζε, κατ' αρχάς, την πλάτη του στις καλοπροαίρετες και ουμανιστικές παραβολές καταξιωμένων δημιουργών όπως ο Γιασουχίρο Όζου και ο Κον Ιτσικάουα προκειμένου να πυροβολήσει τις οθόνες με στυλιστικό θράσσος, να πειραματιστεί με το ίδιο το φιλμικό μέσο και να εξερευνήσει αθέατες και όχι ιδιαίτερα κολακευτικές πτυχές του εγχώριου συλλογικού ψυχισμού.
Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του σινεμά είναι οι ταινίες που ακολουθούν:
THE CATCH (1961).
Στην πρώτη ανεξάρτητη σκηνοθετική απόπειρα της καριέρας του, ο Οσιμα πραγματοποιούσε ένα αιχμηρό και από αρκετές απόψεις ανελέητο σχόλιο πάνω στον κρυμμένο ρατσισμό και την ξενοφοβία που καιροφυλακτούσαν στην καρδιά της πολιτισμένης ιαπωνικής κοινωνίας, διηγούμενος την ιστορία ενός αμερικανικής καταγωγής μαύρου αιχμαλώτου πολέμου που καταλήγει να γίνει αντικείμενο κακομεταχείρισης και αποδιοπομπαίος τράγος στα χέρια των κατοίκων ενός χωριού.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗ (DIARY OF A SHINJUKU THIEF, 1969).

Αφιερωμένο στον Ζαν Ζενέ, απόλυτα εναρμονισμένο με το πυρετικό πνεύμα των φοιτητικών εξεγέρσεων της εποχής και σε υπόγεια συνεννόηση με τις πάμπολλες στυλιστικές υπερβάσεις που επιχειρούσε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ με τις ταινίες του εκείνο τον καιρό, το «Ημερολόγιο ενός Κλέφτη» προσπαθούσε να αποδώσει κινηματογραφικά κάτι από το ενθουσιώδες νεανικό μεθύσι με τα πάσης φύσεως επαναστατικά καλέσματα των καιρών (πολιτικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά και, βεβαίως, ερωτικά) και κατέληγε σε έναν πανηγυρισμό της απελευθερωτικής δύναμης του σεξ και μαζί ολόκληρου του σινεμά.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ (BOY, 1969).

Ο Όσιμα εμπνεύστηκε ένα από τα καλύτερα φιλμ του από το αληθινό περιστατικό μιας οικογένειας που περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη, βάζοντας τον δεκάχρονο γιο της να πέφτει επάνω σε διερχόμενα αυτοκίνητα, ώστε να ζητά μετά αποζημίωση από τους έντρομους και ανυποψίαστους οδηγούς. Μέσα από αυτή την απλή σύνοψη, το εγκρατές σκηνοθετικά «Αγόρι» γίνεται όχι μόνο μια θαυμάσια παραλλαγή πάνω στο γνώριμο μοτίβο της αντίξοης ενηλικίωσης και του τέλους της αθωότητας αλλά, κυρίως, ένας στοχασμός πάνω στην έκπτωση των ηθών και τη φθορά των αρχετυπικών θεσμών στη μεταπολεμική ιαπωνική πραγματικότητα.
Η ΤΕΛΕΤΗ (THE CEREMONY, 1971).

Μέσα από την πορεία μιας δυσλειτουργικής αστικής οικογένειας σε μια περίοδο τριών δεκαετιών, από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τις αρχές του '70., ο Όσιμα σκαρφίζεται ένα σύνθετο μωσαϊκό χαρακτήρων, συμπεριφορών και εθιμοτυπιών, στηλιτεύοντας μέσα από αυτό την εικόνα μιας χώρας η οποία ετοιμάζεται να αγκαλιάσει την πρόοδο και την εξέλιξη την ίδια ώρα που βρίσκεται καθηλωμένη σε πολιτισμική ακαμψία, στην οικειοθελή υποδούλωσή της στο παρελθόν και στην αέναη τήρηση των πιο άδειων τελετουργιών.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ (IN THE REALM OF THE SENSES, 1976).

Το 1936 η ιαπωνική κοινή γνώμη συγκλονίζεται από το έγκλημα πάθους μιας νεαρής υπηρέτριας, η οποία στραγγάλισε τον εργοδότη εραστή της και κατόπιν συνελήφθη να κουβαλά τα κομμένα γεννητικά του όργανα μαζί της.
Το 1976 ο Όσιμα ξεσηκώνει την κινηματογραφική κοινότητα μεταφέροντας την ιστορία αυτή στην οθόνη, χωρίζοντας βίαια όσους υποδέχονται την δημιουργία του ως τέχνη και εκείνους που την καταδικάζουν ως πορνογραφία και ξεκινώντας με το φιλμ μια μακρά πορεία απαγορεύσεων και διώξεων που απέτρεψαν για καιρό τους θεατές αρκετών χωρών από το να το δουν.
Μέχρι σήμερα, η συγκλονιστική αυτή εξερεύνηση των ορίων του ανθρώπινου πάθους και του σεξ ως πράξη μέγιστης εξέγερσης εξακολουθεί να ενώνει τον έρωτα και τον θάνατο σε έναν σφικτό και αξέχαστο εναγκαλισμό.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ (IN THE REALM OF PASSION, 1978).

Καταδικασμένο να βρίσκεται μέχρι πρότινος στην σκιά του διαβόητου και πολυσυζητημένου προκατόχου του, έστω κι αν σε επίπεδο εικονογράφησης παραμένει μια λιγότερο τολμηρή δουλειά, το ερωτικό δράμα με το οποίο ο Όσιμα διάλεξε να διαδεχτεί την πολύκροτη «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» έμελλε να του χαρίσει το Βραβείο Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ των Καννών.
Αφήγηση ενός τρελού έρωτα, ενός εγκλήματος και μιας ιστορίας στοιχειώματος με φόντο μια απομονωμένη επαρχιακή τοποθεσία του 19ου αιώνα, η ταινία συνεχίζει την ενασχόληση του προηγούμενου φιλμ με ριψοκίνδυνες εκδηλώσεις του ανθρώπινου πάθους, μπορεί, ωστόσο, να «διαβαστεί» κι ως μια μεταμφιεσμένη αντίδραση του σκηνοθέτη απέναντι στις διώξεις και τις άδικες κατηγορίες που υπέστη η προηγούμενη ταινία του.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΥΡΙΕ ΛΟΡΕΝΣ (MERRY CHRISTMAS MR. LAWRENCE, 1983).

Ενα μυθιστόρημα του αφρικανικής καταγωγής συγγραφέα Λόρενς βαν ντερ Ποστ έδωσε το ερέθισμα για τη μοναδική αγγλόφωνη παραγωγή σε ολόκληρη την φιλμογραφία του Οσιμα. Με ασυνήθιστο ερμηνευτικό επιτελείο στο οποίο πρωτοστατούσαν ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Ρίτσι Σακαμότο (στον οποίο ανήκει και το αξέχαστο σάουντρακ) και ο Τακέσι Κιτάνο, η ταινία εκτυλίσσεται σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο αιχμαλώτων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, παρακολουθεί τη σύγκρουση πολιτισμών και ιδιοσυγκρασιών που συντελείται στο εσωτερικό του και αναζητά την πρακτική εφαρμογή της τιμής και της ανθρωπιάς σε συνθήκες όπου κάτι τέτοιο θεωρείται μάλλον πολυτέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: