8/9/12

Για να ξεβρωμίσει ο τόπος:

Όχι στον Ρατσισμό και τον Φασισμό!
Τον Αύγουστο του 1918 ένα πλήθος 50.000 καναδών «πατριωτών» επιδόθηκε για μέρες σε ένα ανελέητο πογκρόμ σε βάρος των ελληνόφωνων μεταναστών του Τορόντο. Το αποτέλεσμα αυτού του ρατσιστικού πογκρόμ ήταν ο θάνατος μεγάλου αριθμού μεταναστών, μεταξύ των οποίων 29 γυναίκες και 6 ανήλικα παιδιά καθώς και υλικές ζημιές 1.000.000 δολαρίων.
Οι "αφορμές" ήταν πολλές. Για χρόνια οι ελληνόφωνοι μετανάστες, μικροϊδιοκτήτες και εργαζόμενοι κυρίως στον επισιτισμό (στα φημισμένα "Greek restaurants") αποκαλούνταν από τους ντόπιους «slackers», δηλαδή «τεμπελχανάδες», επειδή κατά τους ρατσιστές απέφευγαν τις βαριές δουλειές του φορτοεκφορτωτή, του ξυλοκόπου ή του βιομηχανικού εργάτη και δούλευαν σαν μάγειροι, ψήστες, σερβιτόροι ή υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων. Μια σειρά από γεγονότα- την ώρα που πολλοί Καναδοί πολεμούσαν στα χαρακώματα της Ευρώπης, όπως οι καλές σχέσεις του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου με το Γερμανό Κάιζερ, η ουδετερότητα της Ελλάδας κατά τις αρχές του Α’ παγκοσμίου πολέμου και η άρνηση των ελληνόφωνων μεταναστών να καταταγούν στον στρατό, θεωρήθηκαν, επίσης, αφορμές.
Επιστρέφοντας οι χιλιάδες των βετεράνων Καναδών από τα σφαγεία των μετώπων του Α’ παγκοσμίου πολέμου, πολλοί απ’αυτούς ανάπηροι και σε άθλια οικονομική κατάσταση, βρήκαν τους ελληνόφωνους μετανάστες που αποτελούσαν μόλις το 0,5% του πληθυσμού της πόλης του Τορόντο να ευημερούν έχοντας στην κατοχή τους το 35% των μικρομεσαίων καταστημάτων.
Τον Αύγουστο του 1918, 10.000 βετεράνοι διαδήλωσαν στους δρόμους συνεπικουρούμενοι από 40.000 καναδούς πολίτες. Οι πολυήμερες διαδηλώσεις συχνά εξετράπησαν σε πογκρόμ σε βάρος μαγαζιών και σπιτιών μεταναστών με την αστυνομία στην καλύτερη περίπτωση θεατή ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου καναδοί αστυνομικοί έπαιρναν ενεργά μέρος στο πογκρόμ σε βάρος των ελληνόφωνων.
Επειδή το σκηνικό αυτό πλέον μεταφέρεται στην  Αθήνα, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, με ανεγκέφαλους "πατριώτες", θρασύδειλους "ρατσιστές", άνεργους "σεκιουριτάδες" και "νεόπτωχους" αστυνομικούς να επιδίδονται σε καθημερινά πογκρόμ κατά άτυχων μεταναστών, αλλά και κάθε είδους μειονότητας που συναντούν μπροστά τους-θρησκευτικής, φυλετικής, σεξουαλικής και πολιτικής, και επειδή ο μόνος τρόπος για  να αντιπαρατεθούμε νικηφόρα στον έρποντα σκοταδισμό του Φασισμού είναι ο δρόμος της Γνώσης, αναδημοσιεύουμε ένα επίκαιρο ιστορικό άρθρο της εφημερίδας Athens News: “Hidden history: Hunting Greeks in Toronto”    
Ο βετεράνος ανάπηρος πολέμου στρατιώτης πεζικού, Claude Cludernay ήταν σε άθλια κατάσταση όταν μπήκε στο ελληνικής ιδιοκτησίας White City Cafe στην Yonge Street του Τορόντο το απόγευμα της 1ης Αυγούστου 1918. Ο Cludernay, ο οποίος είχε χάσει το ένα του πόδι στη μάχη, ήταν ένας από τους χιλιάδες απογοητευμένους βετεράνους που επέστρεψαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ψάχνοντας υποστήριξη σε μια πόλη που έδειχνε ελάχιστη κατανόηση για αυτά που είχαν περάσει στα πεδία των μαχών της Ευρώπης και τους προσέφερε πολύ λιγότερα μιλώντας με όρους οικονομικής βοήθειας και υποστήριξης.
Αν και τακτικός θαμώνας στο White City Cafe, εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα, ο Cludernay ήταν βίαιος και χτύπησε έναν από τους σερβιτόρους, ο οποίος αναγκάστηκε να τον διώξει από το καφέ και να καλέσει την αστυνομία.
Ο πρώην στρατιώτης συνελήφθη για διατάραξη κοινής ειρήνης και πέρασε το βράδυ του μεθυσμένος στο κελί ενός κοντινού αστυνομικού τμήματος. Την επόμενη μέρα επέστρεψε στο καφέ για να ζητήσει συγνώμη για την συμπεριφορά του το προηγούμενο βράδυ.
Ο βετεράνος μπορεί να νόμισε πως η υπόθεση είχε τελειώσει, αλλά δεν γνώριζε πως το σχετικά αδιάφορο περιστατικό θα οδηγούσε σε μια 3μερη εξέγερση στους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης του Καναδά, κατά την οποία κάθε ελληνική επιχείρηση θα καταστρεφόταν και με κόστος ζημιών περισσότερο από 1.5 εκατομμύριο Καναδικά δολάρια (περίπου 750.000 ευρώ.)
Το γεγονός ότι ο Cludernay δεν επέστρεψε σπίτι του το προηγούμενο βράδυ, σε συνδυασμό με έντονες φήμες που κυκλοφόρησαν ότι οι «βρωμο-Έλληνες» τον είχαν ξυλοκοπήσει, ξύπνησε το λανθάνον αντί-μεταναστευτικό, αντί-ελληνικό αίσθημα στο Τορόντο.
Για τα επόμενα τέσσερα βράδια οι καλοί πολίτες του Τορόντο «τρελάθηκαν» και πυροδότησαν τις μεγαλύτερες συγκρούσεις στην ιστορία της πόλης και ένα από τα μεγαλύτερα αντί-ελληνικά πογκρόμ στον κόσμο.
Η πρώτη ελληνική επιχείρηση, θύμα της οργής των διαδηλωτών, ήταν το White City Cage, το οποίο άνηκε στον Paul Letros, έναν έλληνα μετανάστη που είχε μετακομίσει στην πόλη το 1911 αφού είχε ήδη ζήσει 15 χρόνια στο Σικάγο.
Οι εγκαταστάσεις του μαγαζιού καταστράφηκαν, τα τζάμια του έγιναν γυαλιά καρφιά όπως και οι 32 καθρέφτες που βρίσκονταν παρατεταγμένοι στους τοίχους και τις μαρμάρινες κορυφές.
Οι 50.000 πλήθους, στην συνέχεια ξεκίνησαν ένα ανθρωποκυνηγητό Ελλήνων. Μέχρι τις 3 το βράδυ που το πλήθος διαλύθηκε, δεκάδες επιχειρήσεις στους δρόμους Yonge και Queen, όλες ελληνικές, είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν καταστραφεί.
Όλο αυτό το διάστημα, η αστυνομία και η περιφερική εθνοφυλακή απλά κάθονταν και κοιτούσε.
Την δεύτερη νύχτα των ταραχών, το Τορόντο έμοιζε με εμπόλεμη ζώνη, καθώς διαδηλωτές και αστυνομία έδιναν μάχες για περισσότερες από τέσσερεις ώρες και περίπου 50.000 άτομα επιδίδονταν στην δύνη της βίας, αναγκάζοντας τον δήμαρχο της πόλης να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και την επέμβαση του στρατού για να καθαρίσει τους δρόμους.
Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Αυγούστου, ο δήμαρχος κατάφερε να ανακαλέσει την αστυνομία και τον στρατό από τους δρόμους.
Κανένας από τους πληγέντες επιχειρηματίες δεν θα λάμβανε αποζημίωση για τις ζημιές που είχε υποστεί, αφού γενικά υπήρχαν τριβές ανάμεσα στην Καναδική, τη Βρετανική και την Ελληνική κυβέρνηση…
Στο βιβλίο του για τα γεγονότα «The 1918 Anti-Greek Riot in Toronto», ο ιστορικός- καθηγητής   στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Thomas Gallant ανασυνθέτει την αφήγηση της εξέγερσης και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η σχετικά μικρή ελληνική κοινότητα της πόλης προσέλκυσε τόσο μίσος από τους κατοίκους.
Όπως δείχνει ο Gallant, οι Έλληνες ήταν μια πολύ «ορατή» μειονότητα: αν και περιελάμβαναν μόνο ένα 0.5% του πληθυσμού της πόλης, τους ανήκαν πάνω από το 35% από τα εστιατόρια και τις καφετέριες.
Η κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ του πληθυσμού και των βετεράνων ιδιαίτερα, ήταν ότι ενώ οι Άγγλο-Καναδοί ήταν απόντες συμμετέχοντας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο πόλεμο, οι “τεμπελό – Έλληνες που θα έπρεπε να πολεμούν και αυτοί, κέρδιζαν χρήματα στο Τορόντο”. Ήταν μια απλή περίπτωση «εξιλαστήριου θύματος», η οποία παραμελούσε την περίπλοκη νομική κατάσταση των Ελλήνων στον Καναδά εκείνη την περίοδο.
Η Ελλάδα ήταν επισήμως ουδέτερη για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, και η καναδική κυβέρνηση ήταν εχθρική προς την ιδέα της στρατολόγησης των Ελλήνων στο στρατό της από φόβο ότι η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο από την πλευρά της Γερμανίας.
Παρόλα αυτά ακόμα και ουσιαστικά αποκλεισμένοι από την ένταξη τους στον πόλεμο, οι Έλληνες του Καναδά δε σταμάτησαν να δίνουν την υποστήριξή τους. Πράγματι, ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων που έχασαν τα μαγαζιά τους κατά τις ταραχές είχαν κάνει μεγάλες δωρεές στο ταμείο του πολέμου, και οι ίδιοι ακόμα ήταν βετεράνοι πολέμου, έχοντας υπηρετήσει στους Βαλκανικούς πολέμους.
Ο καθηγητής Gallant συνέβαλε με τις ιστορικές του γνώσεις στην δημιουργία ενός καταπληκτικού ιστορικού ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία και παραγωγή του John Burry με τον τίτλο "Violent August"! Το ιστορικό αυτό ντοκιμαντέρ με τις σκληρές του εικόνες, αποτελεί μια πραγματική "γροθιά στο στομάχι" του κάθε θεατή, ακόμη και σε εποχές που το στομάχι είναι άδειο..., και δίνει έτσι την αφορμή να αντιδράσουν και να ενεργοποιηθούν τα "εν υπνώσει" εγκεφαλικά κύτταρα και να πουν "Όχι στον Ρατσισμό-Ποτέ Ξανά Φασισμός"! Αρκεί βέβαια να διαθέτουμε εγκεφαλικά κύτταρα, και να μην είμαστε κατάλοιπα της εποχής των σπηλαίων!

Δεν υπάρχουν σχόλια: