Να υπερνικήσουμε τη φοβερή δύναμη της συνήθειας...
«Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη», έγραφε ο Λένιν στο "Ο Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού". Και αυτή η δύναμη αποτελεί έναν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης μιας συντηρητικής συνείδησης, η οποία με τη σειρά της λειτουργεί υπέρ της διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
του Γιώργου Ρούση,
καθηγητή πολιτικής θεωρίας στο Γενικό Τμήμα Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, και επικεφαλή του Ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Πριν".
Έτσι για παράδειγμα αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους ανθρώπους ως κάτι εντελώς φυσιολογικό η κρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας ή ακόμη η μισθωτή εργασία και η σχέση κεφαλαίου εργασίας. Μάλιστα συχνά, ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι πρεσβεύουν μια ριζοσπαστική αλλαγή, ανακουφίζονται όταν μετά από μια έντονη αμφισβήτησή της η κυρίαρχη τάξη επικρατεί και πάλι. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μαζικών συντηρητικών αντανακλαστικών μετά από εξεγερτικές περιόδους, όπως για παράδειγμα ο Μάης του ’68.
Ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, που μέχρι σήμερα τουλάχιστον ακόμη και η εργατική τάξη πέρα από τις αλυσίδες της είχε και πολλές κατακτήσεις, και ένα τμήμα της αποτελούσε σε σχέση με τους κατοίκους του υπόλοιπου πλανήτη μια εργατική αριστοκρατία, ήταν πολύ δύσκολο να απαγκιστρωθεί από τις συνήθειές της.
Πώς όμως λειτουργεί αυτή η δύναμη της συνήθειας σε περιπτώσεις κρίσης όπως αυτή που διανύουμε; Ο Ερνστ Μπλοχ με τον ιδιαίτερο γλαφυρό και συνάμα υπαινικτικό τρόπο που διακρίνει τη γραφή του, δίνει μια πρώτη έμμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα, περιγράφοντας με ποιο τρόπο αυτή η δύναμη μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό της.
Ας τον παρακολουθήσουμε. «Οι συνήθειες –γράφει– προσφέρουν το πολύ μια ορισμένη ανακούφιση, όμοια με ένα πολύ ελαφρύ ναρκωτικό που δύσκολα εντοπίζεται ως τέτοιο. Όλη η ζωή στην αστική κοινωνία είναι διαποτισμένη από αυτό, κάτι που την καθιστά ανεκτή. Όταν όμως η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη, όχι μόνο μονότονη, αλλά καταστροφική, τότε διαμορφώνεται ένα πολύ πιο ισχυρό αντίβαρο σε αυτές τις συνήθειες το οποίο προέρχεται από μας τους ίδιους. Πρόκειται για την ελαφρά ζαλάδα που νοιώθουν ήδη τα κολεγιόπαιδα όταν οι βαθμοί τους γίνονται όλο και χειρότεροι και υπάρχει πραγματικά καταστροφή στον αέρα».
Αυτό το αντίβαρο λειτουργεί, κατά τον Μπλοχ, ως μια ελαφρά μέθη η οποία αποτελεί μια σπίθα μέσα στη δυστυχία, αποτελεί την απόλαυση μιας πρόκλησης η οποία έστω και στιγμιαία απελευθερώνει. Υπάρχει εν προκειμένω ένα κρυμμένο στοιχείο, «το οποίο δεν είχε λειτουργήσει, σαν στοιχείο διαβίωσης και σαν φως αλλά μόνον σαν εσωτερικό φως».
Βεβαίως αυτό το αίσθημα που περιγράφει ο Μπλοχ από μόνο του είναι ανεπαρκές για να υπερνικηθεί η τρομερή δύναμη της συνήθειας. Και στη γενικότερη συλλογιστική του Μπλοχ δεν αποτελεί παρά το ίχνος ενός πραγματικού εξανθρωπισμού που δεν υπάρχει ακόμη.
Αν όμως αξιοποιηθεί δεόντως, είναι δυνατόν να αποτελέσει το έναυσμα αμφισβήτησης της συνήθειας και να μετατραπεί από εσωτερική μικροαγαλλίαση σε εξωτερικευμένη επαναστατική αντίδραση. Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί αυτή η πρώτη αντίδραση για να προκληθεί η έκρηξη της θαμμένης επαναστατικής μελωδίας και να παραμεριστεί το συναίσθημα του αποτυχημένου μικροαστού που διέπει τμήματα του προλεταριάτου. Και έτσι μπορεί να οδηγηθούμε στον πραγματικό χειραφετημένο άνθρωπο.
Και αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Όχι να απαξιώνει, αλλά να αξιοποιεί ακόμη και την πλέον μηδαμινή, την πλέον μερική αντίδραση και να την μετατρέπει σε γενικευμένη αμφισβήτηση. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η ρήξη όχι μόνον με το συντηρητικό κατεστημένο, αλλά και με όλες εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τη δύναμη της συνήθειας σαν δύναμη αδράνειας και παραμονής εντός των τειχών του υπάρχοντος συστήματος.
Στο επίπεδο της εκλογικής συμπεριφοράς αυτή η δύναμη της συνήθειας μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους. Ο πρώτος και ιδιαίτερα μαζικός τρόπος, είναι να συνεχίζει κάποιος να ψηφίζει προς μια πολιτική κατεύθυνση ή και ένα συγκεκριμένο κόμμα, όχι λογικά σκεπτόμενος με βάση το είναι του, αλλά επειδή αυτό απαιτεί η οικογενειακή παράδοση ή η παλιότερη στάση του ίδιου του ψηφοφόρου. Πρόκειται για μια θρησκευτική, οπαδική αντιμετώπιση της πολιτικής.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να μετακινούνται οι ψηφοφόροι ανάμεσα σε κόμματα, που όπως οι ίδιοι, ενστερνίζονται τις κυρίαρχες αξίες και τα διαφοροποιεί η υποσχόμενη καλύτερη διαχείριση στα πλαίσια του συστήματος που διέπεται από αυτές τις αξίες.
Ο τρίτος τρόπος ο οποίος όπως αποδεικνύεται ιστορικά έχει ιδιαίτερη απήχηση σε περιόδους κρίσεων, είναι η μετατόπιση ψηφοφόρων προς δυνάμεις που ναι μεν αρνούνται αστικοδημοκρατικές αρχές, οι οποίες έχουν απαξιωθεί στη συνείδηση των ανθρώπων, όπως π.χ. ο κοινοβουλευτισμός, αλλά όχι μόνον δεν αρνούνται βασικές αρχές που διέπουν το σύστημα όπως ο ανταγωνισμός, η βία, ο εθνικισμός, ο κρατισμός, η τάξη, ο ρατσισμός, αλλά αντίθετα τις ωθούν στα άκρα τους.
Απέναντι σε αυτήν την πολυποίκιλα εκφρασμένη εκλογική αντίδραση της συνήθειας, καλούμαστε να παλέψουμε και σε τούτες τις εκλογές. Και ένα πρώτο βήμα για να την κατανικήσουμε είναι η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυρίως ως πολύτιμη υποθήκη για τους αγώνες που έρχονται, αγώνες ασυνήθιστους, που απαιτούν και συνάμα θα συμβάλουν στην υπέρβαση των δεσποζουσών συνηθειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου