"Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Το μέλλον φαίνεται ολοένα και πιο δυσοίωνο
στους Έλληνες. Το πρώτο από τα πακέτα διάσωσης ετοιμάστηκε πριν από
ενάμισι χρόνο, αλλά τα πακέτα αυτά δεν κατάφεραν να σώσουν κανέναν".
Έτσι αρχίζει άρθρο της γερμανικής Suddeutsche Zeitung, με τον εύγλωττο τίτλο: "Η ατυχία του να είσαι Έλληνας".
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Βήμα».
Σε άρθρο της με τίτλο «Η ατυχία του να είσαι Ελληνας», η μεγαλύτερη
γερμανική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung, εκτιμά ότι το 2012 θα είναι
έτος βαθύτερης ύφεσης για τη χώρα.
«Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Το μέλλον φαίνεται ολοένα και πιο δυσοίωνο στους Έλληνες. Το πρώτο από τα πακέτα διάσωσης ετοιμάστηκε πριν από ενάμισυ χρόνο, αλλά τα πακέτα αυτά δεν κατάφεραν να σώσουν κανέναν. Απεναντίας, η κατάσταση στη χώρα χειροτερεύει μήνα με το μήνα. Οι οικονομολόγοι από το Economist Intelligence Unit προβλέπουν για το 2012 ύφεση της τάξης του 7%. Μόνο για το Σουδάν προβλέπεται χειρότερη ύφεση.
Τί συνέβη; Οι υπολογισμοί των διασωστών ήταν λανθασμένοι; Ναι, και αυτό. Στην αρχή έγινε αποδεκτό το ότι τα μέτρα διάσωσης ήταν άδικα, ότι έπλητταν ειδικά αυτούς, που είχαν τη λιγότερη ευθύνη για την κρίση, τους απλούς εργαζομένους, μισθωτούς και συνταξιούχους – και αυτό προς επιβίωση του κράτους. Μοιραίο και θεμελιώδες λάθος ήταν, όμως, το ότι τα μέτρα αυτά έχουν αποδειχθεί προ πολλού ως αντιπαραγωγικά και ότι η χώρα κοντεύει να αυτοκαταστραφεί από την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας.
Ισχύει πάντως ότι η κρίση είναι εγχώριας παραγωγής. Μπορεί να παρουσιάζεται στα πρωτοσέλιδα ως δημοσιονομική κρίση, αλλά τα χρέη είναι σύμπτωμα της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, που μαστίζει τη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι για να αξιολογήσει κανείς τα βήματα προόδου προς εξυγίανση της χώρας, δεν αρκεί η μελέτη των μεγεθών του προϋπολογισμού. Ασφαλώς και πρέπει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά αυτό δεν πρόκειται να την εξυγιάνει. Για να υπάρξει εξυγίανση θα πρέπει πρώτα να αλλάξει το κράτος. Η Αθήνα θα πρέπει κατά συνέπεια να αξιολογηθεί από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες προωθεί.
Αρνείται το κράτος να διασωθεί; Η εντύπωση αυτή είναι σήμερα κυρίαρχη. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διαφοροποίηση. Βεβαίως και έχουν γίνει πολλά. Μισθοί και συντάξεις έχουν περικοπεί, φόροι αυξήθηκαν και νέοι επιβλήθηκαν. Οι Έλληνες έκαναν θυσίες, πολλοί υποφέρουν, ο αριθμός των αυτοκτονιών έχει αυξηθεί δραστικά. Οι πολλές περικοπές στοίχισαν στον πρώην Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου τη θέση του. Κι όμως απέτυχε: Οι πολιτικοί της Αθήνας δεν έχουν πραγματικά τολμήσει μέχρι στιγμής να αγγίζουν τα κακώς κείμενα, που εμποδίζουν την εξυγίανση. Κανένας από τους μεγάλους φοροφυγάδες δεν καταδικάστηκε, κανένας διεφθαρμένος πολιτικός δεν φυλακίστηκε. Η Δικαιοσύνη παραμένει ένα ανέκδοτο, τα σχολεία και τα νοσοκομεία είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, οι ΔΟΥ συνεχίζουν να είναι ανίκανες να εισπράξουν φόρους.
Η κυβέρνηση έβρισκε πάντα ευκολότερο το να αυξάνει τους φόρους από το να απολύσει από τον υπερδιογκωμένο κρατικό μηχανισμό τους υπαλλήλους, που διορίστηκαν με κομματικά κριτήρια, γεγονός που όξυνε την ύφεση. Ισχύει άραγε αυτό που διαπιστώνει με παραίτηση η «Καθημερινή», ότι δηλαδή η χώρα είναι «ανίκανη να αλλάξει» ακόμη και σε καιρούς έσχατης ανάγκης; Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την αλλαγή: Η βούληση και η ικανότητα να γίνει η βούληση πράξη. Στο δεύτερο σημείο υπάρχουν ακόμη πολλές δυσκολίες. Η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός, είναι τρομακτική: «Πρέπει να αντιληφθείτε ότι δεν είχαμε κράτος. Τώρα το δημιουργούμε», είχε δηλώσει πέρσι στη Sόddeutsche Zeitung κορυφαίο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών.
Οι Έλληνες δεν θέλουν ένα κράτος που να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, δηλαδή να εισπράττει φόρους και να εγγυάται την απονομή δικαιοσύνης. Είχαν αντ’ αυτού έναν τερατώδη μηχανισμό, για τον οποίο ο ΟΟΣΑ παρουσίασε τον προηγούμενο μήνα ένα πόρισμα – κόλαφο: «Ο κρατικός μηχανισμός δεν έχει ούτε την κουλτούρα ούτε την ικανότητα για προώθηση μεταρρυθμίσεων. Έχει μόνο την ικανότητα για σαμποτάζ», διαπιστώνουν οι ειδικοί.
Και όσον αφορά τη βούληση για αναγέννηση; Αυτή τη διαθέτει ο όλο και πιο απελπισμένος λαός, όπως δείχνουν συνέχεια οι δημοσκοπήσεις (σε μία μάλιστα δημοσκόπηση, ένας στους τρεις τάχθηκε υπέρ μίας «επανάστασης»). Το γεγονός ότι περίπου το 40% των πολιτών δηλώνει ότι δεν θέλει να ψηφίσει στις επόμενες εκλογές οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν βλέπει οι πολιτικοί να μοιράζονται αυτή τη βούληση για αλλαγή. Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου φαίνεται ότι τη διέθετε, αλλά και αυτός υπαναχώρησε μπροστά στις σχέσεις διαπλοκής, που χαρακτήριζαν το ΠΑΣΟΚ. Η συντηρητική Νέα Δημοκρατία, η οποία προηγείται στις δημοσκοπήσεις, δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση: Ο αρχηγός της, Αντώνης Σαμαράς, δεν διψάει για μεταρρυθμίσεις, αλλά για εξουσία.
Αυτή είναι προπάντων η ατυχία των Ελλήνων: Το ότι και πάλι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στα παλιά κόμματα, που η ίδια η φύση τους απορρίπτει τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, το ότι δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία που να μπορεί να «αδράξει» αυτή τη βούληση για αλλαγή και να τη μεταμορφώσει σε ένα κίνημα, που θα είναι σε θέση να επιφέρει μοιραίο χτύπημα στη διαπλοκή και σε ό, τι αντισκέκεται στην αλλαγή.
Εάν, όμως, δεν μπορεί να χτυπηθεί η ρίζα του κακού από μέσα, ίσως βοηθήσει η πίεση από έξω: Η ΕΕ και το ΔΝΤ έκαναν μέχρι στιγμής το λάθος να εστιάζουν υπερβολικά στους αριθμούς παρά στις μεταρρυθμίσεις. Αυτό λειτουργεί τελικά σε βάρος των συμφερόντων των ίδιων των δανειστών. Επειδή τα δισεκατομμύρια πολλές φορές δεν αξίζουν το χαρτί, στο οποίο εμφανίζονται. Προπάντων, όμως, επειδή αυτοί που υποφέρουν θέλουν επιτέλους να δουν να απονέμεται δικαιοσύνη. Όποιος συνεχίζει να το αγνοεί αυτό, δεν είναι μόνο κακός πολιτικός, αλλά και κακός οικονομολόγος. Διότι ο ελληνικός λαός θα μπορούσε σύντομα να σταματατήσει να αναγνωρίζει την εξουσία των κυβερνώντων σε Αθήνα και Βρυξέλλες και να πειθαρχεί στις επιταγές τους»
«Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Το μέλλον φαίνεται ολοένα και πιο δυσοίωνο στους Έλληνες. Το πρώτο από τα πακέτα διάσωσης ετοιμάστηκε πριν από ενάμισυ χρόνο, αλλά τα πακέτα αυτά δεν κατάφεραν να σώσουν κανέναν. Απεναντίας, η κατάσταση στη χώρα χειροτερεύει μήνα με το μήνα. Οι οικονομολόγοι από το Economist Intelligence Unit προβλέπουν για το 2012 ύφεση της τάξης του 7%. Μόνο για το Σουδάν προβλέπεται χειρότερη ύφεση.
Τί συνέβη; Οι υπολογισμοί των διασωστών ήταν λανθασμένοι; Ναι, και αυτό. Στην αρχή έγινε αποδεκτό το ότι τα μέτρα διάσωσης ήταν άδικα, ότι έπλητταν ειδικά αυτούς, που είχαν τη λιγότερη ευθύνη για την κρίση, τους απλούς εργαζομένους, μισθωτούς και συνταξιούχους – και αυτό προς επιβίωση του κράτους. Μοιραίο και θεμελιώδες λάθος ήταν, όμως, το ότι τα μέτρα αυτά έχουν αποδειχθεί προ πολλού ως αντιπαραγωγικά και ότι η χώρα κοντεύει να αυτοκαταστραφεί από την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας.
Ισχύει πάντως ότι η κρίση είναι εγχώριας παραγωγής. Μπορεί να παρουσιάζεται στα πρωτοσέλιδα ως δημοσιονομική κρίση, αλλά τα χρέη είναι σύμπτωμα της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, που μαστίζει τη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι για να αξιολογήσει κανείς τα βήματα προόδου προς εξυγίανση της χώρας, δεν αρκεί η μελέτη των μεγεθών του προϋπολογισμού. Ασφαλώς και πρέπει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά αυτό δεν πρόκειται να την εξυγιάνει. Για να υπάρξει εξυγίανση θα πρέπει πρώτα να αλλάξει το κράτος. Η Αθήνα θα πρέπει κατά συνέπεια να αξιολογηθεί από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες προωθεί.
Αρνείται το κράτος να διασωθεί; Η εντύπωση αυτή είναι σήμερα κυρίαρχη. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διαφοροποίηση. Βεβαίως και έχουν γίνει πολλά. Μισθοί και συντάξεις έχουν περικοπεί, φόροι αυξήθηκαν και νέοι επιβλήθηκαν. Οι Έλληνες έκαναν θυσίες, πολλοί υποφέρουν, ο αριθμός των αυτοκτονιών έχει αυξηθεί δραστικά. Οι πολλές περικοπές στοίχισαν στον πρώην Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου τη θέση του. Κι όμως απέτυχε: Οι πολιτικοί της Αθήνας δεν έχουν πραγματικά τολμήσει μέχρι στιγμής να αγγίζουν τα κακώς κείμενα, που εμποδίζουν την εξυγίανση. Κανένας από τους μεγάλους φοροφυγάδες δεν καταδικάστηκε, κανένας διεφθαρμένος πολιτικός δεν φυλακίστηκε. Η Δικαιοσύνη παραμένει ένα ανέκδοτο, τα σχολεία και τα νοσοκομεία είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, οι ΔΟΥ συνεχίζουν να είναι ανίκανες να εισπράξουν φόρους.
Η κυβέρνηση έβρισκε πάντα ευκολότερο το να αυξάνει τους φόρους από το να απολύσει από τον υπερδιογκωμένο κρατικό μηχανισμό τους υπαλλήλους, που διορίστηκαν με κομματικά κριτήρια, γεγονός που όξυνε την ύφεση. Ισχύει άραγε αυτό που διαπιστώνει με παραίτηση η «Καθημερινή», ότι δηλαδή η χώρα είναι «ανίκανη να αλλάξει» ακόμη και σε καιρούς έσχατης ανάγκης; Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την αλλαγή: Η βούληση και η ικανότητα να γίνει η βούληση πράξη. Στο δεύτερο σημείο υπάρχουν ακόμη πολλές δυσκολίες. Η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός, είναι τρομακτική: «Πρέπει να αντιληφθείτε ότι δεν είχαμε κράτος. Τώρα το δημιουργούμε», είχε δηλώσει πέρσι στη Sόddeutsche Zeitung κορυφαίο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών.
Οι Έλληνες δεν θέλουν ένα κράτος που να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, δηλαδή να εισπράττει φόρους και να εγγυάται την απονομή δικαιοσύνης. Είχαν αντ’ αυτού έναν τερατώδη μηχανισμό, για τον οποίο ο ΟΟΣΑ παρουσίασε τον προηγούμενο μήνα ένα πόρισμα – κόλαφο: «Ο κρατικός μηχανισμός δεν έχει ούτε την κουλτούρα ούτε την ικανότητα για προώθηση μεταρρυθμίσεων. Έχει μόνο την ικανότητα για σαμποτάζ», διαπιστώνουν οι ειδικοί.
Και όσον αφορά τη βούληση για αναγέννηση; Αυτή τη διαθέτει ο όλο και πιο απελπισμένος λαός, όπως δείχνουν συνέχεια οι δημοσκοπήσεις (σε μία μάλιστα δημοσκόπηση, ένας στους τρεις τάχθηκε υπέρ μίας «επανάστασης»). Το γεγονός ότι περίπου το 40% των πολιτών δηλώνει ότι δεν θέλει να ψηφίσει στις επόμενες εκλογές οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν βλέπει οι πολιτικοί να μοιράζονται αυτή τη βούληση για αλλαγή. Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου φαίνεται ότι τη διέθετε, αλλά και αυτός υπαναχώρησε μπροστά στις σχέσεις διαπλοκής, που χαρακτήριζαν το ΠΑΣΟΚ. Η συντηρητική Νέα Δημοκρατία, η οποία προηγείται στις δημοσκοπήσεις, δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση: Ο αρχηγός της, Αντώνης Σαμαράς, δεν διψάει για μεταρρυθμίσεις, αλλά για εξουσία.
Αυτή είναι προπάντων η ατυχία των Ελλήνων: Το ότι και πάλι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στα παλιά κόμματα, που η ίδια η φύση τους απορρίπτει τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, το ότι δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία που να μπορεί να «αδράξει» αυτή τη βούληση για αλλαγή και να τη μεταμορφώσει σε ένα κίνημα, που θα είναι σε θέση να επιφέρει μοιραίο χτύπημα στη διαπλοκή και σε ό, τι αντισκέκεται στην αλλαγή.
Εάν, όμως, δεν μπορεί να χτυπηθεί η ρίζα του κακού από μέσα, ίσως βοηθήσει η πίεση από έξω: Η ΕΕ και το ΔΝΤ έκαναν μέχρι στιγμής το λάθος να εστιάζουν υπερβολικά στους αριθμούς παρά στις μεταρρυθμίσεις. Αυτό λειτουργεί τελικά σε βάρος των συμφερόντων των ίδιων των δανειστών. Επειδή τα δισεκατομμύρια πολλές φορές δεν αξίζουν το χαρτί, στο οποίο εμφανίζονται. Προπάντων, όμως, επειδή αυτοί που υποφέρουν θέλουν επιτέλους να δουν να απονέμεται δικαιοσύνη. Όποιος συνεχίζει να το αγνοεί αυτό, δεν είναι μόνο κακός πολιτικός, αλλά και κακός οικονομολόγος. Διότι ο ελληνικός λαός θα μπορούσε σύντομα να σταματατήσει να αναγνωρίζει την εξουσία των κυβερνώντων σε Αθήνα και Βρυξέλλες και να πειθαρχεί στις επιταγές τους»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου