Της Όλγας Μοσχοχωρίτου,
αναδημοσίευση από τον ιστότοπο "Το Μέτωπο".
Ολο χαρά ανέλαβε τα καθήκοντά της στο Νοσοκομείο Παίδων.
Τραπεζοκόμος. Για τη Φιλιώ Κουραμέτζη, αυτό ήταν το θαύμα των Χριστουγέννων. Τη
θέση τη χάρισε ο τοπικός βουλευτής στον πατέρα της, χρέος από παλιούς καιρούς που χάνονταν στα
χρόνια του εμφύλιου κι αυτός αναφώνησε όλο δουλικότητα «για τη Φιλιώ μου, ό,τι
πρέπει για τη Φιλιώ μου, είναι άξια, μα κουτσαίνει λίγο, ποιος θα την πάρει».
Δεν την πείραζε που
ως νεώτερη έκανε τη βάρδια της Άγιας Νύχτας.
Άλλωστε εκεί ήταν πιο ζεστά απ’ ό,τι στο σπίτι της. Το μικρό
προσφυγικό έμπαζε από παντού.
Θ’ απέφευγε επίσης την εικόνα της μάνας της με κείνη τη
μαραμένη κι ανώφελη θλίψη που θύμιζε δαρμένο σκυλί και τη ξινή μυρουδιά του
πατέρα της που έμενε στον αέρα σα μπαγιάτικο, φτηνό κρασί.
Μόνο να συνηθίσει αυτή τη μυρωδιά του αντισηπτικού που
τρύπωνε ύπουλα σε κάθε πόρο του κορμιού της, σε κάθε κλωστίτσα της φτηνής της
ζακέτας.
Κι ήταν και κείνα τα μεγάλα μάτια των παιδιών που της
τρυπούσαν την καρδιά. Αλλά θα συνηθίσει.
Το πρωί ήρθαν οι κυρίες του Φιλόπτωχου, με τα γάντια τους,
τα καπέλα τους και το κόκκινο κραγιόν τους. Μοίρασαν κάτι φτηνοδωράκια ,
χαμογέλασαν τα κόκκινα δόντια επιθετικά και χάιδεψαν τα κουρεμένα κεφάλια.
Εφεραν και κάτι μικρά μελομακάρονα, που τους έλειπε το μέλι.
Στήθηκαν πέντεξι προσκοπάκια κάτω από το δέντρο, τραγούδησαν
τα κάλαντα, τους έσφιξε το χέρι ο κ. Διοικητής και έφυγαν.
Η μέρα ήταν μουντή, ψιλόβρεχε από το πρωί, το Κάστρο δίπλα
έμοιαζε μουχλιασμένο και κάτω στο λιμάνι, η θάλασσα είχε πάρει το χρώμα τ’
ουρανού. Χρώμα βαρύ, μολυβένιο. Μόνο ένα φωτισμένο πλοίο σα να’ χε εισβάλει
στην πόλη, να’ χε αφήσει το μόλο και να
κυλούσε στον κάθετο δρόμο που έφτανε στην μεγάλη πλατεία με τα σιντριβάνια και
τους φτερωτούς λέοντες.
Κατά της έξι είχε βραδιάσει. Οι λαμπτήρες έριχναν ένα
λερωμένο κίτρινο φως στ’ αποφάγια από το βραδινό γεύμα. Λίγη κοτόσουπα,
υπολείμματα κρέμας, φλούδες μήλων, κουκούτσια. Να τα μαζέψει, να πλύνει, να
φάει κι αυτή κάτι. Το δικαιούταν.
Ξαφνικά άκουσε κλάμα μωρού. Ετρεξε ακολουθώντας το
μωρουδίστικο ήχο και έφτασε δίπλα απ’ την εξώπορτα. Εκεί που κατέληγε η τρύπα
που λέγανε «βρεφοδόχο» οι παλιές νοσηλεύτριες.
Την πήραν τα κλάματα όταν έπιασε στα χέρια της το μικρούλι
φτωχοντυμένο. «Θα συνηθίσεις» άκουσε την «παλιά» πίσω της . Γύρισε, της το’
δωσε και άνοιξε ενστικτώδικα την
εξώπορτα. Η βροχή νότιζε τη σκιά που χάθηκε τρέχοντας κι εμπόδισε τους
χωροφύλακες να τρέξουν ξοπίσω της.
Εκλεισε την πόρτα και γύρισε στην κουζίνα της. Καλύτερα να μην ξεδιαλύνεις ποτέ τις δυστυχίες των
ανθρώπων. Εκτός κι αν έχεις κάτι να τους προσφέρεις, σκέφτηκε.
Εκείνη την ώρα το τραντζιστοράκι της μαγείρισσας, απόκτημα
από τον γιό της το ναυτικό, όπως δίκαια περηφανευόταν, μετέδιδε τη βραδινή θεία
λειτουργία της γέννησης του Θεανθρώπου.
Πενήντα χρόνια μετά, η
Φιλιώ Κουραμέτζη, καθηλωμένη στην
πολυθρόνα της, με το γαλαζωπό φως της τηλεόρασης να καλύπτει σεμεδάκια,
μπιμπελό από μπομπονιέρες γάμων άλλων κοριτσιών και καδράκια κεντητά στους
τοίχους, χαϊδεύει τα ρυάκια που τις χάρισε η φλεβίτιδα στα πόδια και τα σαράντα
χρόνια του Νοσοκομείου Παίδων.
Από το γυαλί περνάνε πάλι τεράστια μάτια παιδιών, άρρωστων ή
πεινασμένων.
Κάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων η Φιλιώ Κουραμέτζη γιορτάζει τα γενέθλια του
μικρού της φτωχοντυμένου.
Περιμένει τα κορίτσια του Δήμου να την φροντίσουν
στοιχειωδώς, ενώ τα ρυάκια από τα μάτια της δε λένε να στεγνώσουν. Δε συνήθισε
ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου