Αφηγείται η κυρά-Λένη…
Παιδιά μου να ξέρετε ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο ο
νους του γυρίζει στα παλιά σαν τ’ αλαργινό πουλάκι που ψάχνει ξανά για την
πρώτη του φωλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα που έχουν χαραχτεί πολύ βαθιά στη δική
μου μνήμη ήταν αυτά που έζησα σαν παιδί, και λίγο πιο μετά σα νέα, τα πρώτα
χρόνια μετά το 1950. Το '50 με τον «επαναπατρισμό» γυρίσαμε ξανά στα χωριά μας.
Από το '47 μας είχε διώξει κακήν κακώς ο στρατός γιατί πολλά χωριά της
Ευρυτανίας ήτανε ανταρτοχώρια και το κράτος δεν ήθελε να βρίσκουν οι αντάρτες
μας αποκούμπι και ψωμί από τους χωρικούς. Σκορπίσαμε, τότε, στους πέντε
ανέμους, άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στ’ Αγρίνιο, άλλοι μέσα στο Καρπενήσι και όπου
βάζει ο νους. Όταν επιστρέψαμε -όχι όλοι- κοιτάγαμε να ξαναστήσουμε νοικοκυριό
απ’ το τίποτα! Εμείς ήμασταν ορφανά, αφού ο πατέρας μας χάθηκε άδικα στα
δίσεκτα εκείνα χρόνια και η μάνα μας η ηρωίδα άνοιξε τις φτερούγες της σαν
περιστέρα και μας προστάτεψε και μας ανάστησε τίμια. Ξέρω, ξέρω, θέλετε να
μάθετε κι’ άλλα για τότε, όμως τούτα θα σας τα πω άλλη φορά, σας το υπόσχομαι.
Σήμερα θα σας μιλήσω για τα Χριστούγεννα και πως τα ζούσαμε εκείνα τα χρόνια.
Από το φθινόπωρο τα προσμέναμε πως και πως και περισσότερο
εμείς τα παιδιά. Πώς να μην τα περιμένουμε, αφού τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή
της ξεγνοιασιάς και μικροί μεγάλοι ξέραμε ότι τις μέρες εκείνες θα παίρναμε
χαρά που τόσο την είχαμε ανάγκη εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια. Θυμάμαι, λοιπόν,
που το φθινόπωρο βγάζαμε, από κάτι ψευτοααμπελάκια στις πατωσιές και από κάτι
κληματαριές, το μούστο που τον βάζαμε μέσα σε ξύλινα βαρελάκια. Η μητέρα μας
έβγαζε λίγο κρασάκι και έφτιαχνε και μουστοκούλουρα. Οι άντρες του χωριού βγάζανε
το τσίπουρο κι εκεί να δείτε γλέντι και τραγούδι και ας είχαμε μαύρη φτώχεια.
Πιο πολύ όμως θυμάμαι τα φθινοπωρινά νυχτέρια με τα «ξεφλουδίσματα»! Αραδιάζαμε
σωρό τα καλαμπόκια σε ένα δωμάτιο, εκεί μέσα στα φτωχόσπιτά μας, μαζεύονταν και
οι γειτόνοι τα βράδια και καθόμασταν όλοι μαζί ολόγυρα και τα ξεφλουδίζαμε ως
αργά. Πολλές φορές πιάναμε και το τραγούδι, φτιάχναμε και κανένα γλυκό, χαλβά
ας πούμε, μερικοί βράζανε μέχρι και τραχανά! Οι άντρες σιάχνανε τα τσιγάρα τους
στο φύλλο του καλαμποκιού, αυτό το μέσα-μέσα που ήτανε λεπτούλι και ψιλό. Έτσι
τα κάνανε τότε τα τσιγάρα τα στριφτά, με λίγο καπνό που βάζανε στην άκρη στο
χωραφάκι τους. Τα «ξεφλουδίσματα» κρατούσανε πέρα ως το Νοέμβρη. Είχαμε και τη
σπορά, για να βγάζουμε και λίγο σιτάρι στα ορεινά μέρη μας!
Σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ξεκίναγε και η
νηστεία. Εδώ που τα λέμε αναγκαστική πιο πολύ ήτανε, μπας κι είχαμε τότε κρέατα
κάθε μέρα; Που και που τρώγαμε κρέας. Κάθε οικογένεια μεγάλωνε, τότε, κι ένα
γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα. Το ταΐζαμε καλαμπόκι, τριφύλλι, διάφορα
χορτάρια του βουνού, όλο υγιεινές τροφές. Μια φορά με ρώτησαν κάποιοι νέοι σαν
εσάς, αν του δίναμε και αποφάγια. Και τους είπα: «που να βρεθούν βρε παιδιά μου
για να δώσουμε και στο γουρουνάκι, πείνα υπήρχε τότε, όχι περίσσευμα»!!!
(γέλια).
Την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής κάποιοι έμπειροι
χωριανοί ετοίμαζαν το γουρουνάκι και το άφηναν λίγο να σιτέψει. Μετά φτιάχνανε
από τα έντερα τα λουκάνικα με λίγο πράσo μέσα, αλατάκι, πιπεράκι, και τα
κρεμάγανε στο κατώι. Εμείς πηγαίναμε στη βρύση και πλέναμε καλά-καλά το κρέας
με το καθαρό τρεχούμενο νερό. Το κόβαμε σε λωρίδες, το αλατίζαμε με χοντρό
αλάτι, το παστώναμε δηλαδή, μέσα σε ξύλινα δοχεία, τις καρδάρες, για να
διατηρείται. Όταν θέλαμε να μαγειρέψουμε, βγάζαμε μια λωρίδα, την ξαλατίζαμε
και τη μαγειρεύαμε. Το λίπος το βάζαμε μέσα σε ένα καζάνι σε φωτιά δυνατή και
το ανακατεύαμε καλά-καλά με ξύλινες κουτάλες. Αυτό έλιωνε και κατόπιν το
αδειάζαμε σε κάποιο καθαρό δοχείο και το χρησιμοποιούσαμε για βούτυρο. «Γλίνα»
το λέγαμε. Μερικά μικρά κομματάκια κρέας που απέμεναν μαζί με λίπος, αυτά ήτανε
οι «τσιγαρίδες». Ωραίες γινότανε, λουκούμι, μακάρι να είχαμε καμία τώρα δα που
μιλάμε! Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όλα τα αξιοποιούσε
ο κόσμος. Αφού να φανταστείτε την κύστη του ζώου, την «κατρίτσα» που λέγαμε,
την παίρναμε για «δώρο» εμείς τα παιδιά, τη φουσκώναμε και παίζαμε μπάλα.
Τέτοιες μπάλες είχαμε τότε και κάτι άλλες φτιαγμένες από τυλιχτά κουρέλια. Για
τα κοριτσάκια σκαρώνανε κάποιες πάνινες κούκλες, από κουρελάκια κι’ αυτές!
Θυμάμαι και το Χριστουγεννιάτικο τοπίο στην Ευρυτανία. Τι να
σας πω παιδιά μου! Όσοι μεγαλώνετε στις πόλεις τέτοια ομορφιά δεν έχουν δει τα
μάτια σας. Τότε, εκείνα τα χρόνια, έκανε και χιόνια πολλά, μπόια ολόκληρα. Να
πέφτουν αργά- αργά οι άσπρες πεταλουδίτσες και να ντύνουν τον τόπο όλο. Έβλεπες
τα έλατα, χιλιάδες δέντρα, στολισμένα στα ολόλευκα, τις βελανιδιές να
καμαρώνουν σα νυφούλες μέσα στα άσπρα πέπλα τους και τα ψηλά βουνά ολόγυρα
βαρυφορτωμένα από το χιονιά. Και η παγωμένη αστροφεγγιά να σου γαληνεύει την
ψυχή. Σαν παραμύθι, ήτανε! Και τα τζάκια μας να καπνίζουν και να σκορπάνε τη
μοσχοβολιά από το καμένο ξύλο. «Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται», έτσι
λέγαμε οι παλιοί.
Παίρναμε και κάποιο ελατάκι από το πυκνό δάσος του χωριού
και φτιάχναμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Μη φανταστείτε λαμπιόνια και
πολύχρωμες μπάλες και φανταχτερά στολίδια. Δεν είχαμε τότε τέτοια, ούτε ρεύμα
δεν υπήρχε στα χωριά της Ευρυτανίας. Στήναμε στον οντά το ελατάκι και το
γεμίζαμε τούφες-τούφες βαμβάκι. Αυτό ήταν, αλλά η ομορφιά του δεν συγκρίνονταν
με τίποτε!
Την παραμονή βγαίναμε τα παιδιά για τα κάλαντα των
Χριστουγέννων. Ξεκινάγαμε παρεούλες- παρεούλες από την κορφή του χωριού μέχρι
κάτω, στα τελευταία σπίτια. «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας…». Και στο τέλος «σ’ αυτό το
σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά
να ζήσει»! Όλοι μας καλοδέχονταν και τα χεράκια μας γέμιζαν κουραμπιέδες,
καρύδια, ρόδια, μήλα και καμιά δεκαρούλα.
Το προηγούμενο βράδυ των Χριστουγέννων ετοιμάζαμε όλοι μαζί
και τα φαγητά μας. Φτιάχναμε και το «Χριστόψωμο» που ήτανε μια ζυμωτή κουλούρα
με ένα ολόκληρο καρύδι στη μέση. Επάνω κάναμε σχεδιάκια χρησιμοποιώντας τις
«κουπίτσες» από το βελανίδι. Κάποιες άλλες φορές, η μητέρα μας το ομόρφαινε
πατώντας το με μια ξύλινη σφραγίδα που την έχω ακόμη για ενθύμιο.
Τη μέρα των Χριστουγέννων, στις 5 το πρωί, ανηφορίζαμε για
την εκκλησία με τα φαναράκια, αυτά με το λαδάκι και το φυτίλι, στα χέρια. Σαν
πυγολαμπίδες έφεγγαν μέσα στα χιόνια τούτα τα φαναράκια. Η μεγάλη λειτουργία
των Χριστουγέννων ήταν σημαντικό γεγονός, γιατί είχαμε και την ευκαιρία να
ανταμώσουμε όλοι οι χωριανοί ακόμη κι από τους πιο μακρινούς μαχαλάδες, για να
πούμε τα νέα μας και να χαρούμε με αυτή την επικοινωνία.
Ύστερα κατεβαίναμε στα σπίτια μας, για το γιορτινό τραπέζι!
Με τις πίτες, τις πρασόπιτες, τις τυρόπιτες και το χοιρινό με το καρμπολάχανο ή
τις πατατούλες, με το κρασάκι μας και την καλή παρέα μας. Οι νοικοκυραίοι
καψάλιζαν και ένα κλαδάκι από πουρνάρι στο τζάκι λέγοντας κάποια ευχή, το ίδιο
έκαναν και οι μουσαφιραίοι, για το καλό! Πολύ όμορφα ήτανε εκείνη τη μέρα! Τα
απογεύματα πηγαίναμε επισκέψεις στους Χρηστάδες και τις Χριστίνες. Εκεί
γίνονταν τα καλύτερα ανταμώματα με ευχές, τραγούδια και πολύ κέφι.
Χαρά μεγάλη ήτανε τα Χριστούγεννα με οικογενειακή
ατμόσφαιρα, αλλά να ξέρετε ότι πάντα
στις χαρές υπάρχει και μια μελαγχολία. Για όσους δεν ήτανε κοντά μας, αυτούς
που είχαν χαθεί στον πόλεμο που ήτανε πρόσφατος ή λίγο αργότερα με τους
ξενιτεμένους που μας λείπανε πολύ. Κι εμένα τα αδέρφια μου τα αγαπημένα,
τράβηξαν στην άλλη άκρη της γης, στην ξενιτιά, για να βοηθήσουν την οικογένειά
μας. Αχ, και να ξέρατε πως περιμέναμε στις γιορτές εκείνη την καρτούλα με τις
ευχές από τους δικούς μας στα ξένα, και που πάντα υπήρχαν μέσα και κάποια
δολάρια για τη μάνα και τα αδέρφια. Χαρά που κάναμε!
Πηγαίναμε τότε, μόλις λαβαίναμε το γράμμα, τις μέρες των
Χριστουγέννων, στα μαγαζιά στο Καρπενήσι και πιο πολύ εμείς τα κορίτσια για να
αγοράσουμε κανένα φορεματάκι, παπουτσάκια, κάτι τέλος πάντων, να δείξουμε κι
εμείς «τα κάλλη μας» στην εκκλησία, να μας δει κάποιος νεαρός να σκιρτήσει η
καρδούλα του. Έτσι είναι οι νέοι πάντα, παιδιά μου, όση φτώχεια και να υπάρχει
η αισιοδοξία τους συντροφεύει. Και έτσι να είστε κι εσείς, να μην φοβάστε
τίποτε, να πολεμάτε για τη ζωή και να κοιτάτε πάντα μπροστά, να μη σας λυγάνε
οι δυσκολίες.
Μεγάλο γούστο είχε με τους καλικάντζαρους. Εμείς τα παιδάκια
τους μεγαλοποιούσαμε στη φαντασία μας και οι γεροντότεροι φρόντιζαν ακόμη πιο
πολύ γι’ αυτό! Επειδή ήμασταν μες στη ζαβολιά μας λέγαν να καθόμαστε ήσυχα
γιατί θα κατεβούν τα «καλικαντζούρια» απ’ το τζάκι και θα ‘χουμε… κακά
ξεμπερδέματα. Θυμάμαι μια φορά που ήμασταν πιο μικρά και είχαμε αναστατώσει τον
τόπο. Τότε η μητέρα κατάβρεξε κρυφά το τζάκι κι ύστερα μας το 'δειχνε λέγοντάς
μας ότι ήρθαν οι καλικάντζαροι… προς νερού τους κι έσβησαν τη φωτιά! Για πότε
χωθήκαμε στα κρεβατάκια μας και κουκουλωθήκαμε, που να σας τα λέω!
Όλη η βδομάδα μέχρι την Πρωτοχρονιά κύλαγε με ετοιμασίες για
την αλλαγή του χρόνου. Οι μεγάλοι φρόντιζαν τα ζώα με τροφές, πιο πολύ με
τριφύλλια από τα δεμάτια που είχαν μαζεμένα από το καλοκαίρι για τις δύσκολες
μέρες του χειμώνα. Το χειμώνα, εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε και πολλές αγροτικές
δουλειές. Κάναμε και τα ωραία νυχτέρια μας μέσα στα σπίτια, αφού συνήθως είχε
κρύο και χιόνια.
Ώσπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίναμε πάλι
για τα κάλαντα, τα πρωτοχρονιάτικα αυτή τη φορά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή
μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας
χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και
Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης
έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία…»
Νωρίς το βραδάκι της παραμονής, πηγαίναμε στη βρύση του
χωριού και εκεί ρίχναμε ένα κερματάκι, ή σπόρους, κάνοντας ευχές. Λέγαμε: «όπως
τρέχει το νεράκι σου βρύση μου να τρέχει η υγεία, η χαρά και η τύχη».
Το βράδυ οι άντρες διασκέδαζαν με κανένα χαρτάκι για το
καλό, οι γυναίκες έφτιαχναν γλυκά και εμείς τα παιδιά, παίζαμε με την ψυχή μας.
Το τζάκι ήτανε γεμάτο με ξύλα, τα μεζεδάκια σιγοψήνονταν στη θράκα, το τσίπουρο
και το κρασάκι συνοδιά και όλοι μαζί λέγανε ιστορίες και τραγουδούσαν για να
μπει χαρούμενα ο νέος χρόνος. Στις 12 τα μεσάνυχτα πατάγαμε κι ένα ρόδι για το
γούρι. Ήταν έθιμο!
Το πρωί της πρωτομηνιάς πρώτα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου
αλλάζαμε ευχές και τα κεράσματα: κανένα λουκούμι ή κάνα τσιπουράκι. Μετά
γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου είχαμε πάλι
χαρές και γλέντια. Κόβαμε και τη «βασιλόπιτα». Δεν είχαμε βέβαια τις σημερινές
πολυτελείς βασιλόπιτες, αλλά τη δική μας την «αγιοβασιλιάτικη»! Τότε κάναμε την
πίτα τη ζυμαρόπιτα, με καλαμποκάλευρο, βούτυρο, αυγά, πράσο και τυράκι. Βάζαμε
μέσα για «τυχερά», ένα αχυράκι για να πάει καλά το νέο χρόνο η σοδειά, ένα
φυλλαράκι πουρνάρι για να ‘χουν προκοπή τα ζώα και μια δεκαρούλα για την
οικονομία του σπιτιού! Καλότυχος εκείνος που θα το ’βρισκε! Το βραδάκι
πηγαίναμε για τις ευχές στους Βασίληδες και τις Βασιλικές. Οι άντρες χωριστά
πρώτοι και αργότερα ακολουθούσαν οι γυναίκες μόλις τέλειωναν τις δουλειές του
σπιτιού! Καρυδόπιτες, μπακλαβάδες, βραστά κάστανα πάνω στο τραπέζι, τσίπουρο
και κρασί ήτανε τα κεράσματα για τις ονομαστικές εορτές.
Των Φώτων πάλι, ήτανε γιορτή μεγάλη. Την παραμονή των
Θεοφανίων λέγαμε ξανά τα κάλαντα! Αυτό είναι ένα παλιό έθιμο που δεν το ξέρουν
σήμερα τα παιδιά της πόλης. Τότε «τα λέγαμε» όμως με κάθε επισημότητα: «Σήμερα
είναι τα Φώτα και ο Φωτισμός και χαρά μεγάλη και ο Αγιασμός.. Κάτω στον Ιορδάνη
τον ποταμό, κάθεται η Παναγία η Δέσποινα, με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα. Και
τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί: Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις Θεού
Παιδί, δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ….» και παίρναμε
πάλι το κατιτίς μας εμείς τα παιδιά.
Στις 12 το βράδυ είχαμε ένα έθιμο ότι «ανοίγουν οι ουρανοί»
και οι ευχές μας θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν κοιμόμασταν, περιμέναμε με
λαχτάρα αυτή τη στιγμή. Βγαίναμε έξω να βλέπουμε τα αστέρια τ’ ουρανού και
κάναμε την ευχή ή γράφαμε σε χαρτάκια ευχούλες και τα κρεμάγαμε από μια
κλωστούλα στα κλαράκια στις αυλές μας, ώσπου να ξημερώσει. Ακόμη και σήμερα
κρατάει αυτό το παλιό μας έθιμο.
Ανήμερα των Θεοφανίων οι νοικοκυρές άδειαζαν το παλιό νερό
από τη βαρέλα και τη γέμιζαν με καινούργιο, της μέρας! Ο παπάς του χωριού στη
λειτουργία άγιαζε με ένα κλωνί ξερό βασιλικό τον κόσμο. Ύστερα πέρναγε και
ράντιζε τα σπίτια, τα μαντριά, τα ζωντανά και τα χωραφάκια.
Βέβαια των Φώτων είχαμε
πάλι γιορτές, τους Φώτηδες, τις Φανίτσες και τους Φάνηδες κι έτσι κάναμε
το γύρο σε όλους τους εορταζούμενους, για τα χρόνια πολλά. Του Αϊ Γιαννιού τα
ίδια, αλλά έλα που άνοιγαν και τα σχολεία μας κι έτσι τέλειωναν και οι γιορτές
της ξεγνοιασιάς!
Χάρηκα, παιδιά μου, που με κάνατε να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια
στο αγαπημένο μου χωριό. Οι νέοι πρέπει να ξέρουν για τις ρίζες των προγόνων
τους και για τα παλιά τα έθιμα. Με συγκινήσατε που ψάχνετε να τα μάθετε και να
τα μεταδώσετε για να μην χαθούν. Για το τέλος, θέλω να σας πω ότι τότε ήμασταν
όλοι σχεδόν το ίδιο, τι είχες εσύ θα μου ‘δινες, τι είχα εγώ θα σου ‘δινα, όλοι
παλεύαμε για τα ίδια πράγματα, πώς να τα φέρουμε βόλτα μέσα σε τόσες δυσκολίες.
Ανταμώναμε τα βράδια, δεν υπήρχανε τότε τηλεοράσεις για να κάθεται ο καθένας
μόνος του ξεκομμένος να κοιτάζει στο γυαλί!
Έρχονταν οι γειτόνοι, πηγαίναμε κι εμείς σ’ αυτούς, κουβεντιάζαμε,
πίναμε το κρασάκι μας και τραγουδάγαμε όλοι μαζί παρέα παλιά τραγούδια. Τέτοια
πράγματα, όμορφα κι απλά. Είχαμε όμως πολύ μεγάλη αλληλεγγύη και αυτό είναι που
μας βάστηξε! Γι’ αυτό παιδιά μου να θυμάστε ότι όταν κρατάτε το χέρι του
συγχωριανού, του γείτονα, του φίλου, παίρνετε κουράγιο και δύναμη, για να
αγωνιστείτε αντάμα για τη ζωή! Εύχομαι η Ελπίδα να σας συντροφεύει.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά σε όλους σας και πολλά
χαιρετίσματα στους ξενιτεμένους μας που ποτέ δεν τους λησμονάμε.
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση.
Τιμή μας η φιλοξενία σε αυτό τον ιστότοπο.
Δημοσίευση σχολίου