Σε μια περίοδο που η κατάσταση της πατρίδας του, της Γερμανίας, ήταν μάλλον απογοητευτική, ο Μαρξ λίγο πριν αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, πρωτεύουσα τότε «του νέου κόσμου», έγραφε στον Ruge: «Παρ' όλη την ανικανότητα των κυρίαρχων και την αδράνεια των κυριαρχούμενων, που με οδηγούν έτσι ώστε να μην έχω και την πιο υψηλή εκτίμηση για τη σύγχρονη εποχή, αν δεν απογοητεύομαι όσον την αφορά, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η απελπιστική αυτή κατάστασή της με γεμίζει με ελπίδα» [2].
Αλήθεια τι είναι εκείνο που μπορεί να μας γεμίζει με ελπίδα σε μια κατά τα άλλα καθ' όλα απογοητευτική κατάσταση σαν τη σημερινή; Γιατί μπορούμε να ελπίζουμε και μεις σε μια καινούρια άνοιξη;
Η πολύπλευρη επιδείνωση των συνθηκών της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα έτσι ώστε να υποσκαφθούν ορισμένοι από τους πυλώνες οι οποίοι θεμελιώνουν τη συναινετική ενσωμάτωσή της και να βοηθηθεί έτσι η ανάδειξη της μέχρι τώρα θαμμένης εν δυνάμει επαναστατικής της συνείδησης.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα, στις αναπτυγμένες χώρες, η εξουσία της αστικής τάξης γινόταν αποδεκτή από ευρύτερα λαϊκά στρώματα όχι μόνον χάρη στην άμεση πολιτική βία, την οικονομική βία ή τον φόβο της βίας, αλλά και συναινετικά, και τούτο μεταξύ άλλων για δύο κυρίως λόγους:
Ο πρώτος ήταν ότι ένα τμήμα των λαών αυτών των ιμπεριαλιστικών χωρών, της εργατικής τους τάξης συμπεριλαμβανομένης, αν και εκμεταλλευόμενοι, απολάμβαναν σε σχέση με τους λαούς των υπανάπτυκτων χωρών ορισμένα προνόμια, διαμορφώνοντας έτσι μια «εργατική αριστοκρατία» ανάλογη εκείνης της άλλοτε κραταιάς Αγγλίας του 19ου αιώνα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μεταπολεμικά ακολουθούμενη ρεφορμιστική πολιτική και το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» διευκόλυναν έτσι ώστε να αποδίδεται στο αστικό κράτος ένας ουδέτερος χαρακτήρας, πόσω μάλλον που αυτό, πέρα από τις γενικές λειτουργίες τις απαραίτητες για την ύπαρξη κάθε κοινωνικής οργάνωσης, εκπλήρωνε και ορισμένες κοινωνικές λειτουργίες που εξυπηρετούσαν τους εργαζόμενους, έστω κι αν αυτές παρέχονταν ακριβώς για να τους ρίχνουν στάχτη στα μάτια και να τους αποτρέπουν από το να επαναστατούν, έστω και αν αυτές στο πλαίσιο του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος λειτουργούσαν τελικά υπέρ του κεφαλαίου, στον βαθμό που μέσω αυτών το κράτος αναλάμβανε ένα τμήμα του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (π.χ. υγεία, παιδεία) την οποία τελικά εκμεταλλευόταν το κεφάλαιο.
Να, όμως, που η σύγχρονη κρίση έχει φέρει τα πράγματα στο σημείο όπου όχι μόνον η αστική εξουσία δεν μπορεί να βγάλει από το μανίκι της «ένα υπουργείο μεταρρυθμίσεων» [3], αλλά παίρνει πίσω μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις-κατακτήσεις, εξαφανίζοντας την όποια «εργατική αριστοκρατία», επιδεινώνοντας ραγδαία τις συνθήκες όλων των εργαζομένων και αφαιρώντας από το αστικό κράτος το όποιο προσωπείο ουδετερότητας μπόρεσε να οικοδομήσει κατά το παρελθόν.
Αυτή η τελευταία διαδικασία θα ενταθεί παραπέρα στον βαθμό που η αντιλαϊκή πολιτική, για να μπορέσει να εφαρμοστεί, θα συνοδευθεί αναπόφευκτα από την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και της βίας και τούτο διότι «μια βίαιη τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά με τη βία» [4], οπότε και η κρατική εξουσία χρησιμοποιείται πια ως δεδηλωμένο όργανο της αστικής τάξης στο πλαίσιο του ουσιαστικά κηρυγμένου εμφυλίου-ταξικού πολέμου.
Και όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν στο έπακρο μετά την τελευταία παράδοση της χώρας στους διεθνείς θεσμικούς τοκογλύφους.
Αξιοποιώντας λοιπόν την παραπάνω αντικειμενική υπόθαλψη της συναίνεσης, ας συμβάλουμε μετωπικά στην παραπέρα αποδυνάμωσή της, στην αποκάλυψη του κίβδηλου χαρακτήρα της έννοιας της εθνικής ομοψυχίας, στο βάθεμα της κρίσης της αστικής νομιμότητας, στον κλονισμό της αστικής πολιτικής τάξης, στην επαναστατική αφύπνιση των συνειδήσεων.
Αλήθεια τι είναι εκείνο που μπορεί να μας γεμίζει με ελπίδα σε μια κατά τα άλλα καθ' όλα απογοητευτική κατάσταση σαν τη σημερινή; Γιατί μπορούμε να ελπίζουμε και μεις σε μια καινούρια άνοιξη;
Η πολύπλευρη επιδείνωση των συνθηκών της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα έτσι ώστε να υποσκαφθούν ορισμένοι από τους πυλώνες οι οποίοι θεμελιώνουν τη συναινετική ενσωμάτωσή της και να βοηθηθεί έτσι η ανάδειξη της μέχρι τώρα θαμμένης εν δυνάμει επαναστατικής της συνείδησης.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα, στις αναπτυγμένες χώρες, η εξουσία της αστικής τάξης γινόταν αποδεκτή από ευρύτερα λαϊκά στρώματα όχι μόνον χάρη στην άμεση πολιτική βία, την οικονομική βία ή τον φόβο της βίας, αλλά και συναινετικά, και τούτο μεταξύ άλλων για δύο κυρίως λόγους:
Ο πρώτος ήταν ότι ένα τμήμα των λαών αυτών των ιμπεριαλιστικών χωρών, της εργατικής τους τάξης συμπεριλαμβανομένης, αν και εκμεταλλευόμενοι, απολάμβαναν σε σχέση με τους λαούς των υπανάπτυκτων χωρών ορισμένα προνόμια, διαμορφώνοντας έτσι μια «εργατική αριστοκρατία» ανάλογη εκείνης της άλλοτε κραταιάς Αγγλίας του 19ου αιώνα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μεταπολεμικά ακολουθούμενη ρεφορμιστική πολιτική και το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» διευκόλυναν έτσι ώστε να αποδίδεται στο αστικό κράτος ένας ουδέτερος χαρακτήρας, πόσω μάλλον που αυτό, πέρα από τις γενικές λειτουργίες τις απαραίτητες για την ύπαρξη κάθε κοινωνικής οργάνωσης, εκπλήρωνε και ορισμένες κοινωνικές λειτουργίες που εξυπηρετούσαν τους εργαζόμενους, έστω κι αν αυτές παρέχονταν ακριβώς για να τους ρίχνουν στάχτη στα μάτια και να τους αποτρέπουν από το να επαναστατούν, έστω και αν αυτές στο πλαίσιο του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος λειτουργούσαν τελικά υπέρ του κεφαλαίου, στον βαθμό που μέσω αυτών το κράτος αναλάμβανε ένα τμήμα του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (π.χ. υγεία, παιδεία) την οποία τελικά εκμεταλλευόταν το κεφάλαιο.
Να, όμως, που η σύγχρονη κρίση έχει φέρει τα πράγματα στο σημείο όπου όχι μόνον η αστική εξουσία δεν μπορεί να βγάλει από το μανίκι της «ένα υπουργείο μεταρρυθμίσεων» [3], αλλά παίρνει πίσω μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις-κατακτήσεις, εξαφανίζοντας την όποια «εργατική αριστοκρατία», επιδεινώνοντας ραγδαία τις συνθήκες όλων των εργαζομένων και αφαιρώντας από το αστικό κράτος το όποιο προσωπείο ουδετερότητας μπόρεσε να οικοδομήσει κατά το παρελθόν.
Αυτή η τελευταία διαδικασία θα ενταθεί παραπέρα στον βαθμό που η αντιλαϊκή πολιτική, για να μπορέσει να εφαρμοστεί, θα συνοδευθεί αναπόφευκτα από την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και της βίας και τούτο διότι «μια βίαιη τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά με τη βία» [4], οπότε και η κρατική εξουσία χρησιμοποιείται πια ως δεδηλωμένο όργανο της αστικής τάξης στο πλαίσιο του ουσιαστικά κηρυγμένου εμφυλίου-ταξικού πολέμου.
Και όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν στο έπακρο μετά την τελευταία παράδοση της χώρας στους διεθνείς θεσμικούς τοκογλύφους.
Αξιοποιώντας λοιπόν την παραπάνω αντικειμενική υπόθαλψη της συναίνεσης, ας συμβάλουμε μετωπικά στην παραπέρα αποδυνάμωσή της, στην αποκάλυψη του κίβδηλου χαρακτήρα της έννοιας της εθνικής ομοψυχίας, στο βάθεμα της κρίσης της αστικής νομιμότητας, στον κλονισμό της αστικής πολιτικής τάξης, στην επαναστατική αφύπνιση των συνειδήσεων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΗΣ
Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Ο Τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού «κατά Σαδδουκαίων».
[2] Κ. Marx, «Lettre a Ruge», de Mai 1843.
[3] Rosa Luxemburg, «La derniere lettre de Spartacus» in Rosa Luxemburg texts choisies «Editions sociales», σελίδα 216.
[4] Κ. Marx to Ruge , Cologne, May 1843.
****************
Αναδημοσίευση από εδώ: Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου