Λένε πως στις μεγάλες μπόρες, στους δύσκολους καιρούς, ο άνθρωπος επιστρέφει, αποτείνεται στην ποίηση. Η ποίηση όμως σε ποιον μπορεί να επιστρέψει; Σε ποιον μπορεί ν' αποταθεί; Η ποίηση τριγυρνά σαν φάντασμα μες στο ίδιο τ’ ολοζώντανο κορμί της, στο γεμάτο αίμα κουφάρι της, γυρνά κουβαλώντας το ίδιο της το σώμα.
Θυμάμαι τις μέρες που γιορτάζαμε - ίδιοι αέναοι καρναβαλιστές. Σαν βακχικοί ημίθεοι (οι θεοί εδώ και καιρό μάς τέλειωσαν) χορεύαμε με τις λέξεις, με τα γράμματα, με τα θηρία που κατέκλυζαν τον νου μας, με τους ανθρώπους και τα σώματά τους πάνω απ' όλα. Σε θυμάμαι κι εσένα να γυρνάς με άδειο στομάχι και να αναζητάς λίγη τροφή, λίγο νερό, και να ξεχύνεσαι ξανά στον ατέλειωτο χορό. Τώρα, σιωπή. Τα μέτρα γίνονται όλο και περισσότερο χιλιόμετρα, τα παμπάλαια τείχη πέφτουν κι υψώνονται καινούργια τείχη.
Παρ' ολίγον τραγωδία. Αυτοί είναι οι δύσκολοι καιροί, νά οι μεγάλες μπόρες. Ν' αποτεθούμε, λες, στην ποίηση; Να γυρίσουμε να την κοιτάξουμε που μένει μόνη σε μιαν ηλίθια γωνιά αυτού του ανόητου σπιτιού; Όχι. Άσ' τη στην ησυχία της. Τι φταίει κι αυτή να πληρώνει τα δικά μας κρίματα; Τι λόγο έχει να χωνεύει, να καταπίνει μεμιάς τα δικά μας πάθη, τα δειλά μας λάθη; Η ποίηση είναι Μανιάτισσα μοιρολογίστρα. Το 'χω κάπου ξαναπεί αυτό. Μας περιμένει, για να θρηνήσει, λέει, πάνω στο δικό μας κουφάρι, σ' αυτό που περιφέρουμε σ' έναν κόσμο όπως αυτόν: ασήμαντο, ασυγκίνητο, πνιγηρό, τυραννικό.
Πρέπει, το ξέρουμε πια καλά, να πληρώσουμε όλα μας τα κρίματα, αυτά που θέλαμε κι αυτά που δεν μπορέσαμε ν' αποφύγουμε. Οφείλουμε να φανταστούμε κι αλλιώς τη ζωή μας - να περπατήσουμε σε καινούργιες νύχτες. Δίχως καμιάν άγκυρα να μας κρατά καλά δεμένους σε λέξεις και σκέψεις. Έχουμε ανάγκη, γιά μία ακόμη, ν' αφήσουμε πίσω όλα όσα θέλαμε, και να κοιτάξουμε όσα καταφέραμε.
Τα όνειρα είναι τσάμπα ή τσάμπα τα όνειρα;
Παρ' ολίγον τραγωδία. Αυτοί είναι οι δύσκολοι καιροί, νά οι μεγάλες μπόρες. Ν' αποτεθούμε, λες, στην ποίηση; Να γυρίσουμε να την κοιτάξουμε που μένει μόνη σε μιαν ηλίθια γωνιά αυτού του ανόητου σπιτιού; Όχι. Άσ' τη στην ησυχία της. Τι φταίει κι αυτή να πληρώνει τα δικά μας κρίματα; Τι λόγο έχει να χωνεύει, να καταπίνει μεμιάς τα δικά μας πάθη, τα δειλά μας λάθη; Η ποίηση είναι Μανιάτισσα μοιρολογίστρα. Το 'χω κάπου ξαναπεί αυτό. Μας περιμένει, για να θρηνήσει, λέει, πάνω στο δικό μας κουφάρι, σ' αυτό που περιφέρουμε σ' έναν κόσμο όπως αυτόν: ασήμαντο, ασυγκίνητο, πνιγηρό, τυραννικό.
Πρέπει, το ξέρουμε πια καλά, να πληρώσουμε όλα μας τα κρίματα, αυτά που θέλαμε κι αυτά που δεν μπορέσαμε ν' αποφύγουμε. Οφείλουμε να φανταστούμε κι αλλιώς τη ζωή μας - να περπατήσουμε σε καινούργιες νύχτες. Δίχως καμιάν άγκυρα να μας κρατά καλά δεμένους σε λέξεις και σκέψεις. Έχουμε ανάγκη, γιά μία ακόμη, ν' αφήσουμε πίσω όλα όσα θέλαμε, και να κοιτάξουμε όσα καταφέραμε.
Τα όνειρα είναι τσάμπα ή τσάμπα τα όνειρα;
*********
Αναδημοσίευση από εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου