Tου Παντελή Μπουκάλα.
Πολλά από τα βιβλία που εμφανίζονταν επί ημέρες στη μικρή πλην μεγίστης ισχύος οθόνη μας σαν τεκμήρια συμμετοχής των συλληφθέντων έξι σε τρομοκρατική δράση, τα έχω κι εγώ στις φορτωμένες βιβλιοθήκες μου, όπως και κάμποσοι φίλοι μου και πάμπολλοι παντελώς άγνωστοί μου. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δεν είχα υποθέσει ποτέ πως η λέξη «Σύγκρουση» στον τίτλο κάποιου τόμου θα μπορούσε να πυροδοτήσει τόσες πονηρές σκέψεις στις διωκτικές αρχές ή στους ρεπόρτερ και να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εκτόξευση αιχμηρών υπονοουμένων, ιδίως όταν η λέξη αυτή συναπαρτίζει τον τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών». Αντίθετα, υπέθετα (λαθεμένα όπως αποδεικνύεται) ότι το τελευταίο για το οποίο θα έψεγε τον Σάμιουελ Χάντιγκτον ακόμα και ο υαλινότερος αναλυτής της γυάλινης οθόνης (υπό την προϋπόθεση ότι, μέσα στις τόσες βαριές υποχρεώσεις του, κάτι πρόλαβε να πάρει το αυτί του για ένα βιβλίο κατά κόρον αναφερθέν τα τελευταία χρόνια και για έναν συγγραφέα κατά κόρον κριθέντα) είναι οι αντιεξουσιαστικές του τάσεις ή οι κρυφοκομμουνιστικές ιδέες του. Αλλά, όπως και να το κάνεις, αυτή η «σύγκρουση» με τις ευανάγνωστες συνδηλώσεις της φωνάζει από μακριά για το ποιόν όποιου διαθέτει ένα βιβλίο με τη λέξη αυτή στον τίτλο του. Τι δουλειά έχουν με συγκρούσεις οι φιλήσυχοι πολίτες; Ε, πώς να μην πάει στο κακό ο νους των ξεσκολισμένων;
Δεν λέω πως η Ασφάλεια δεν διαθέτει και άλλα, βαρύτερα στοιχεία· άλλωστε, για να παρακολουθεί στενά επί δεκαπενταετία έναν άνθρωπο κι αυτός, παρά τον κλοιό, να καταφέρνει να δρα σαν αρχηγός δύο τρομοκρατικών οργανώσεων και σαν κηδεμόνας μιας τρίτης, αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι έκανε λαμπρά τη δουλειά της. Δεν είδα ωστόσο στα παρουσιασθέντα βιβλία-πειστήρια τον «Τσελεμεντέ του αναρχικού», ένα μπεστ σέλερ σε μια εποχή προ μπεστ σέλερ. Σε κάποια γωνιά, σε κάποια πίσω σειρά κάποιας βιβλιοθήκης μου θα μάχεται τώρα κι αυτός με το σαράκι, αφότου τον απέσυρα για να μην μπερδεύεται με τους υπόλοιπους τσελεμεντέδες, τους νομοταγείς. Αλλά ποιος να χρειάζεται τη σήμερον ημέραν ένα τέτοιον τσελεμεντέ όταν το Ιντερνετ σου δίνει συνταγές για τα πάντα, από μπακαλιαράκια σκορδαλιά μέχρι μολότοφ δίχως καύσιμο, δίχως μπουκάλι και δίχως στουπί.
Πολλά από τα βιβλία που εμφανίζονταν επί ημέρες στη μικρή πλην μεγίστης ισχύος οθόνη μας σαν τεκμήρια συμμετοχής των συλληφθέντων έξι σε τρομοκρατική δράση, τα έχω κι εγώ στις φορτωμένες βιβλιοθήκες μου, όπως και κάμποσοι φίλοι μου και πάμπολλοι παντελώς άγνωστοί μου. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δεν είχα υποθέσει ποτέ πως η λέξη «Σύγκρουση» στον τίτλο κάποιου τόμου θα μπορούσε να πυροδοτήσει τόσες πονηρές σκέψεις στις διωκτικές αρχές ή στους ρεπόρτερ και να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εκτόξευση αιχμηρών υπονοουμένων, ιδίως όταν η λέξη αυτή συναπαρτίζει τον τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών». Αντίθετα, υπέθετα (λαθεμένα όπως αποδεικνύεται) ότι το τελευταίο για το οποίο θα έψεγε τον Σάμιουελ Χάντιγκτον ακόμα και ο υαλινότερος αναλυτής της γυάλινης οθόνης (υπό την προϋπόθεση ότι, μέσα στις τόσες βαριές υποχρεώσεις του, κάτι πρόλαβε να πάρει το αυτί του για ένα βιβλίο κατά κόρον αναφερθέν τα τελευταία χρόνια και για έναν συγγραφέα κατά κόρον κριθέντα) είναι οι αντιεξουσιαστικές του τάσεις ή οι κρυφοκομμουνιστικές ιδέες του. Αλλά, όπως και να το κάνεις, αυτή η «σύγκρουση» με τις ευανάγνωστες συνδηλώσεις της φωνάζει από μακριά για το ποιόν όποιου διαθέτει ένα βιβλίο με τη λέξη αυτή στον τίτλο του. Τι δουλειά έχουν με συγκρούσεις οι φιλήσυχοι πολίτες; Ε, πώς να μην πάει στο κακό ο νους των ξεσκολισμένων;
Δεν λέω πως η Ασφάλεια δεν διαθέτει και άλλα, βαρύτερα στοιχεία· άλλωστε, για να παρακολουθεί στενά επί δεκαπενταετία έναν άνθρωπο κι αυτός, παρά τον κλοιό, να καταφέρνει να δρα σαν αρχηγός δύο τρομοκρατικών οργανώσεων και σαν κηδεμόνας μιας τρίτης, αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι έκανε λαμπρά τη δουλειά της. Δεν είδα ωστόσο στα παρουσιασθέντα βιβλία-πειστήρια τον «Τσελεμεντέ του αναρχικού», ένα μπεστ σέλερ σε μια εποχή προ μπεστ σέλερ. Σε κάποια γωνιά, σε κάποια πίσω σειρά κάποιας βιβλιοθήκης μου θα μάχεται τώρα κι αυτός με το σαράκι, αφότου τον απέσυρα για να μην μπερδεύεται με τους υπόλοιπους τσελεμεντέδες, τους νομοταγείς. Αλλά ποιος να χρειάζεται τη σήμερον ημέραν ένα τέτοιον τσελεμεντέ όταν το Ιντερνετ σου δίνει συνταγές για τα πάντα, από μπακαλιαράκια σκορδαλιά μέχρι μολότοφ δίχως καύσιμο, δίχως μπουκάλι και δίχως στουπί.
Ενα πάντως από τα βιβλία-αποδεικτικά στοιχεία δεν το έχω, δεν θέλησα ποτέ να το απoκτήσω. Μιλάω για τον τόμο με τις προκηρύξεις της «17 Ν». Δεν λέω, κι εγώ μια φορά κι έναν καιρό έμπαινα στον πειρασμό, όπως πολλοί, να διαβάζω τις προκηρύξεις τους, τότε που δημοσιεύονταν από τις εφημερίδες (πριν τεθεί ζήτημα απαγόρευσής τους), μήπως και ανακαλύψω κάποιον ειρμό, κάποια λογική. Αρκετά γρήγορα πήρα την απόφαση, όπως πολλοί, ότι το σαρανταπεντάρι είναι απλώς φονικό όπλο και όχι σύνεργο της γραφής, και ότι το αίμα, των δολοφονημένων το αίμα, δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει μελάνι· με αίμα, αλλά το δικό τους αίμα, έγραφαν το τελευταίο τους μήνυμα πάνω στον τοίχο της φυλακής οι προς εκτέλεση κρατούμενοι των Γερμανών (καθώς και ελληνικών κυβερνήσεων ή ανελεύθερων καθεστώτων σε άλλες χώρες). Το κλεμμένο, το σκοτωμένο αίμα ενός τρίτου, κι ας τον βαραίνουν του κόσμου τα αμαρτήματα (ή κι ας λέμε εμείς, σαν ανέλεγκτοι υπερδικαστές, σχεδόν θεοί, ότι τον βαραίνουν), δεν δίνει άλλο νόημα σε όποιον το χρησιμοποιεί για να γράψει παρά το νόημα του φόνου. Ο, τι αξίζει να μάθουμε στη μικρή και ατελή ζωή μας, και να το διδάξουμε, είναι ότι ποτέ κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, όση πλανερή ρητορική κι αν δοκιμάζει να εξυψώσει το σκοπό αυτό με το ζόρι, επιχειρώντας μάταια να τον παραστήσει σαν ιδεώδες, να τον εξιδανικεύσει.
Eν πάση περιπτώσει, τα βιβλία ετούτα των φερομένων ως τρομοκρατών τα είδαμε στη μικρή οθόνη μας σε πανομοιότυπα ρεπορτάζ, στα μισά (τουλάχιστον) από τα οποία η λέξη «φερόμενοι» έπαψε γρήγορα να χρησιμοποιείται. Ιδια η απαίδευτη βουλιμία της κάμερας, ίδιες οι εικόνες, και σχεδόν ίδιες οι λέξεις των περιγραφέων, οι οποίοι προφανώς μπήκαν στις αποκαλούμενες γιάφκες με τη σειρά (αλφαβητικά, σύμφωνα με την τηλεθέαση κάθε καναλιού ή όποια άλλη διαδοχή προτεραιότητας κρίθηκε λογική), για να καταγράψουν το υλικό και να αναμεταδώσουν σαν βεβαιότητες πια και σαν ακραδάντως αποδεδειγμένη αλήθεια τις αστυνομικές υποψίες και υποθέσεις. Τα ίδια σερλοκχολμικά ακούσαμε για τις καλαμωτές («δεν ήθελαν να τους βλέπουν, χμ! χμ!», λες και ο βίος στη Ελλάδα δεν είναι πια κλειστός, κλειστότατος και καχύποπτος), τα ίδια α λα μανιέρ ντε Πουαρό για τα ύποπτα «φτηνά κινέζικα ρολόγια», τα ίδια, τύφλα να ’χει ο Γιώργος Μπέκας του Γιάννη Μαρή, για τα σκοτεινής χρήσεως κατσαρολικά. Τίποτα και κανείς δεν διδάχτηκε από την εποχή της εξάρθρωσης της «17Ν» και του ΕΛΑ, όταν μιας κάποιας τάξεως δημοσιογραφία και ο συναφής γυάλινος ή έντυπος σχολιασμός είχαν δώσει σε πολλούς τη δυνατότητα να υποθέσουν ότι, για ορισμένους τουλάχιστον δημοσιογραφούντες και δημοσιολογούντες, το «αστυνομικό ρεπορτάζ» δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημο με το «ρεπορτάζ της Αστυνομίας», οι δε «ασφαλείς πληροφορίες» δεν μπορεί παρά να είναι οι ασφαλίτικες.
Ακούσαμε, ας πούμε, σχεδόν σε όλα τα κανάλια, τους ρεπόρτερ να λένε πως «έψαξαν στο αρχείο τους και βρήκαν ότι...» και διαπιστώναμε, όχι και τόσο έκπληκτοι είναι η αλήθεια, ότι είχαν βρει το ίδιο, μα απολύτως το ίδιο πραγματάκι, ίσως επειδή τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, ίσως πάλι επειδή έχουν τον ίδιο προμηθευτή σεναριακού υλικού. Αλλά ακόμα και όταν ο εν λόγω προμηθευτής αναιρούσε όσα προηγουμένως είχε διοχετεύσει (όπως στην περίπτωση των «κυνικών» τηλεφωνημάτων από «τρομοκράτες-αυτόπτες μάρτυρες» του θανάτου του Αφγανόπουλου από τη βόμβα στα Πατήσια), οι «έγκυροι» καναλικοί επέμεναν στο στόρι τους, βασιλικότεροι του βασιλέως και αστυνομικότεροι των αστυνομικών.
Σαν ν’ ακούω τη μομφή: Δηλαδή τι, συντάσσεσαι με τους καταληψίες της ΕΣΗΕΑ; Συντάσσομαι, προσπαθώ να συντάσσομαι, με την οιονεί ιδρυτική διακήρυξη του Μάγερ, «η δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης», γραμμένη με μεγάλα κι ωστόσο δυσδιάκριτα γράμματα στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ενωσης Συντακτών. Ο φόβος μήπως και, λέγοντας όσα πιστεύεις για τη συντεχνία σου, για την κοινωνία σου, για τον κόσμο εν γένει, βρεθείς καταγγελλόμενος πως «είσαι αντικειμενικά συνοδοιπόρος» των μεν ή των δε (από το «μη μιλάς για τους Αμερικάνους, τα λέει και η “17Ν”» ή «γίνεσαι συνοδοιπόρος του Σαντάμ» στο «μη μιλάς για τη δοτή ή ενδοτική δημοσιογραφία, τα λένε και οι καταληψίες»), μόνο να παραλύσει τη σκέψη και τη γλώσσα μπορεί, νομιμοποιώντας έτσι την κάθε λογής τρομοκρατία. Οι αυτοτρομοκρατούμενοι πολίτες καταντούν είτε αυτίτες και μονώτες κατά Αριστοτέλη είτε αχρείοι κατά Θουκυδίδη. Εχουν να διαλέξουν;
Eν πάση περιπτώσει, τα βιβλία ετούτα των φερομένων ως τρομοκρατών τα είδαμε στη μικρή οθόνη μας σε πανομοιότυπα ρεπορτάζ, στα μισά (τουλάχιστον) από τα οποία η λέξη «φερόμενοι» έπαψε γρήγορα να χρησιμοποιείται. Ιδια η απαίδευτη βουλιμία της κάμερας, ίδιες οι εικόνες, και σχεδόν ίδιες οι λέξεις των περιγραφέων, οι οποίοι προφανώς μπήκαν στις αποκαλούμενες γιάφκες με τη σειρά (αλφαβητικά, σύμφωνα με την τηλεθέαση κάθε καναλιού ή όποια άλλη διαδοχή προτεραιότητας κρίθηκε λογική), για να καταγράψουν το υλικό και να αναμεταδώσουν σαν βεβαιότητες πια και σαν ακραδάντως αποδεδειγμένη αλήθεια τις αστυνομικές υποψίες και υποθέσεις. Τα ίδια σερλοκχολμικά ακούσαμε για τις καλαμωτές («δεν ήθελαν να τους βλέπουν, χμ! χμ!», λες και ο βίος στη Ελλάδα δεν είναι πια κλειστός, κλειστότατος και καχύποπτος), τα ίδια α λα μανιέρ ντε Πουαρό για τα ύποπτα «φτηνά κινέζικα ρολόγια», τα ίδια, τύφλα να ’χει ο Γιώργος Μπέκας του Γιάννη Μαρή, για τα σκοτεινής χρήσεως κατσαρολικά. Τίποτα και κανείς δεν διδάχτηκε από την εποχή της εξάρθρωσης της «17Ν» και του ΕΛΑ, όταν μιας κάποιας τάξεως δημοσιογραφία και ο συναφής γυάλινος ή έντυπος σχολιασμός είχαν δώσει σε πολλούς τη δυνατότητα να υποθέσουν ότι, για ορισμένους τουλάχιστον δημοσιογραφούντες και δημοσιολογούντες, το «αστυνομικό ρεπορτάζ» δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημο με το «ρεπορτάζ της Αστυνομίας», οι δε «ασφαλείς πληροφορίες» δεν μπορεί παρά να είναι οι ασφαλίτικες.
Ακούσαμε, ας πούμε, σχεδόν σε όλα τα κανάλια, τους ρεπόρτερ να λένε πως «έψαξαν στο αρχείο τους και βρήκαν ότι...» και διαπιστώναμε, όχι και τόσο έκπληκτοι είναι η αλήθεια, ότι είχαν βρει το ίδιο, μα απολύτως το ίδιο πραγματάκι, ίσως επειδή τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, ίσως πάλι επειδή έχουν τον ίδιο προμηθευτή σεναριακού υλικού. Αλλά ακόμα και όταν ο εν λόγω προμηθευτής αναιρούσε όσα προηγουμένως είχε διοχετεύσει (όπως στην περίπτωση των «κυνικών» τηλεφωνημάτων από «τρομοκράτες-αυτόπτες μάρτυρες» του θανάτου του Αφγανόπουλου από τη βόμβα στα Πατήσια), οι «έγκυροι» καναλικοί επέμεναν στο στόρι τους, βασιλικότεροι του βασιλέως και αστυνομικότεροι των αστυνομικών.
Σαν ν’ ακούω τη μομφή: Δηλαδή τι, συντάσσεσαι με τους καταληψίες της ΕΣΗΕΑ; Συντάσσομαι, προσπαθώ να συντάσσομαι, με την οιονεί ιδρυτική διακήρυξη του Μάγερ, «η δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης», γραμμένη με μεγάλα κι ωστόσο δυσδιάκριτα γράμματα στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ενωσης Συντακτών. Ο φόβος μήπως και, λέγοντας όσα πιστεύεις για τη συντεχνία σου, για την κοινωνία σου, για τον κόσμο εν γένει, βρεθείς καταγγελλόμενος πως «είσαι αντικειμενικά συνοδοιπόρος» των μεν ή των δε (από το «μη μιλάς για τους Αμερικάνους, τα λέει και η “17Ν”» ή «γίνεσαι συνοδοιπόρος του Σαντάμ» στο «μη μιλάς για τη δοτή ή ενδοτική δημοσιογραφία, τα λένε και οι καταληψίες»), μόνο να παραλύσει τη σκέψη και τη γλώσσα μπορεί, νομιμοποιώντας έτσι την κάθε λογής τρομοκρατία. Οι αυτοτρομοκρατούμενοι πολίτες καταντούν είτε αυτίτες και μονώτες κατά Αριστοτέλη είτε αχρείοι κατά Θουκυδίδη. Εχουν να διαλέξουν;
Αναδημοσίευση από εδώ: Yποθέσεις Tου Παντελή Μπουκάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου