Τα βάσανα της Κατοχής δεν ήτανε μόνο σκληρά σα διαμαντάτσαλο και κοφτερά σα σπασμένα γυαλιά ξυράφια... ήτανε σκέτο πηχτό αίμα. Γίνονταν αερικό στην ψυχή σου κι αν χρειαζότανε, καρφιά στα μάτια δάκρυα και μια μεγάλη πέτρα στην καρδιά σου. Αμα ήθελε, γινόταν πείνα και γουργούριζε στα άδεια άντερά σου.
Το βάσανο του Σήφη ήταν στο πόδι. Λες και ήθελε τη δυστυχία του στη γη να καρφώσει κι έπεφτε το κορμί του όλο δεξιά όταν περπατούσε. Είχε πενήντα τα εκατό αγκύλωση στα γόνατα. Κούτσαβλε... τον κορόιδευαν τα παιδιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα. Οταν παίζαμε κρυφτό, έτρεχε πρώτος να ξελευτερωθεί να φτύσει στη μάνα. Προλάβαινε. Αμα έβλεπε τα ζόρια, έτρεχε μόνο με το 'να πόδι, πηδούσε σα διάολος και δεν τον έφτανε στα τελευταία μέτρα κανείς. Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε και πολύ που τον λέγανε κούτσαβλο, η μάνα του, όμως, με τις πέτρες μας κυνηγούσε και μας έδερνε και του 'λεγε να μην έρχεται μαζί μας. Μόνο να μας βλέπει από μακριά. Αχ ρε, παιδιά... Ποιος είδε το θεό και δεν τόνε φοβήθηκε... Οπως μας κοίταζε από μακριά ο Σήφης, δε μας πήγαινε καλά. Λες και μας προκαλούσε. Σα να μας έριχνε με τα μάτια πετριές που δεν ήτανε μαζί μας. Κάτι δεν πήγαινε καλά, που μας έβλεπε και μας κογιονάριζε και έκανε ό,τι κάναμε κι εμείς. Με σχέδια μάς κορόιδευε. Ετσι μου 'σαι; Πιάνει ο Θανάσης και διπλώνει το πόδι του κι αρχίζει να τον μιμείται και να περπατά όπως εκείνος... πάνω - κάτω όπως η μπάλα το σφυρί πάνω στ' αμόνι του γύφτου πάνω - κάτω... και στο τέλος, για να προλάβει δήθεν, πήδαγε με το 'να πόδι και τερμάτιζε και πάλι τα ίδια. Κι εμείς οι άλλοι παρακολουθούσαμε σα θέατρο θεατές, μέχρι που βγαίνει η μάνα του έξω, ποιος ξέρει σα ποια κατάρα ποιας τραγωδίας... ν' ανεμίζουνε τα τσεμπέρια της, φουστάνια της, τα μαλλιά της, τα χέρια της σα φονικά όργανα θανάτου και φοβέρας και μαύρης καταιγίδας κατά πάνω μας. Γινήκαμε σκόνη εμείς. Πού να μας πιάσει... Ν' αρρωστήσει ο γιος σου... να πάθει τα ίδια..., οστεομυελίτιδα να πάθει..., φώναζε στη μάνα του Θανάση.
Στην Κατοχή είχαμε γίνει πια παλικαράκια. Εγώ μια μέρα που πνιγότανε ένας Γερμανός έπεσα και τόνε βοήθησα να βγει. Στη φουρτούνα θα τον σκοτώνανε τα κύματα πάνω στα βράχια. Δεν είχε πάτημα εκεί και ήταν γεμάτο αχινούς. Δεν μπορούσες να πατήσεις. Δεν έβγαινες από κει ούτε με μπονάτσα. Ητανε απότομα, κάνανε κρέμαση τα βράχια και του είχανε δώσει και δυο τρεις και τον είχανε ξεσκίσει. Πήγα απ' τα βαθιά και του φώναζα: «Ελα προς τα εδώ... έλα μέσα... θα πάμε να βγούμε από αλλού». Και ήρθε και πήγαμε και βγήκαμε απ' το αυλάκι.
Τον είχα γνωρίσει απ' την πρώτη στιγμή. Πριν καμιά βδομάδα είχε κατέβει στα βράχια που κολυμπούσαμε, με άλλους τρεις ακόμα, με τα μπιστόλια τους και τις ξιφολόγχες και μας έλεγε πως είχαμε σκοτώσει Γερμανούς, τους κόψαμε τ' αυτιά και τα περάσαμε σ' ένα σύρμα και τα 'χαμε κάνει στεφάνι και τα 'χαμε φορέσει στο κεφάλι μας και καμαρώναμε. (Είχανε βρει σκοτωμένους Ελληνες με τ' αυτιά στο κεφάλι και Γερμανούς χωρίς αυτιά.)
Θέλετε τώρα εμείς να σας κόψουμε τ' αυτιά, να τα περάσουμε στο σύρμα και να βάλουμε στα κεφάλια μας; Κι έρχεται με την ξιφολόγχη και μου πιάνει τ' αυτί, μου το τράβαγε και με την ξιφολόγχη έκανε το σχέδιο πως θα μου το κόψει.
Τα πιτσιρίκια όλα, από ποιος ξέρει ποια αντίδραση, γελούσαμε ή κάναμε σα χαζά. Πουλούσαμε τρέλα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε. Κι εγώ ακόμα που μου κρατούσε τ' αυτί, δεν αντέδρασα. Εκανα πως γελούσα. Ούτε για μια στιγμή δεν του 'δειξα να καταλάβει ότι είχα πάρει χαμπάρι τι μου 'λεγε. Είχανε πέσει αλεξιπτωτιστές και ο κόσμος τούς είχε πετσοκόψει και κάθε μέρα εκτελούσανε διακόσιους διακόσιους, ολόκληρα χωριά ισοπεδώνανε. Αυτό γίνηκε την πρώτη μέρα. Υστερα πια δε μας ξαναφοβερίζανε, είναι η αλήθεια. Αφήνανε τα όπλα τους στα βράχια και κολυμπούσανε. Μάλλον πλενόντουσαν. Δεν ξέρανε καλό κολύμπι. Κολυμπούσανε, αλλά δεν ερχόντουσαν στα βαθιά. Ποιος ξέρει.. Φρεσκάρισε ο καιρός φαίνεται απότομα, τον παρασύρανε τα ρεύματα μέσα στα βαθιά νερά δίπλα στα βράχια και προσπαθούσε να βγει από κει, αλλά δε γινότανε αν είχε και το θεό μπάρμπα.
Και έρχεται ένας Γερμανός και μ' έψαχνε την άλλη μέρα. Και τι με θέλει τώρα ο Γερμανός... Δεν ήτανε να μη βάλει κακό ο νους σου. Εκτελούσανε κάθε μέρα. Και με πάει στο σπίτι του στρατηγού. Περάσαμε από δυο σκοπούς στην πόρτα. Ηταν ένας αξιωματικός που μιλούσε σαν Ελληνας ελληνικά. Εσύ μου λέει, βοήθησες τον Γερμανό χθες που πνιγότανε;
Αμάν σκέφθηκα... που ήτανε ματωμένος και ξεσκισμένος (τον πήρανε οι άλλοι Γερμανοί γρήγορα και δεν πρόσεξα) θα του 'χε κοπεί κανένα αυτί και θα πούνε πως εγώ του το 'κοψα.
Εγώ λέω έτρεξα να τόνε σώσω, αλλά δεν τον ακούμπησα καθόλου. Από μακριά του φώναζα τι να κάνει. Αν πήγαινα κοντά και τον έπιανα ή μ' έπιανε, θα είχαμε πνιγεί και οι δυο. Μόνος του σώθηκε, του είπα.
Εγώ μόνο του έδειξα από πού να βγει.
Και δε φοβήθηκες μου λέει, που ήτανε φουρτούνα, να μην πνιγείς κι εσύ;
Δεν ήτανε μεγάλη φουρτούνα του λέω, αλλά δεν ήξερε από πού να βγει.
Ο στρατηγός διάταξε να 'ρχεσαι εδώ κάθε μέρα και να παίρνεις ένα ψωμί. Και κτυπά τις μπότες του απότομα και τρόμαξα. Και μου διαβάζει ένα χαρτί σα να μου διάβαζε κάποια καταδίκη. Και καλό να σου κάνανε αυτοί οι άνθρωποι, βλοσυροί και ανέκφραστοι ήτανε. Ούτε που ξαναπάτησα εκεί κι ας πέθαινε ο κόσμος απ' την πείνα.
Αυτοί σκοτώνανε κόσμο και εκτελούσανε. Τι δουλειά είχα εγώ να πηγαίνω να μου δίνουνε ψωμί. Ασε που αρχίσανε τον κόσμο να τον καρφώνουνε οι ρουφιάνοι και μερικοί χωρίς κουκούλα... φανερά... Γερμανοί, δοσίλογοι, προδότες, ρουφιάνοι ήτανε από τη μια κι εμείς οι πατριώτες απ' την άλλη.
Δεν πήγα να πάρω ψωμί, αλλά όταν το 'μαθε ο Θανάσης πως άμα τους πιάσεις ας πούμε στο φιλότιμο σου δίνουνε ψωμί, σκέφθηκε να κάνει τον καραγκιόζη. Ητανε μίμος. Δεν έκανε μόνο τον κουτσό. Εκανε και τον μεθυσμένο (τότε πολλοί αλκοολικοί περπατούσανε στους δρόμους). Ξεσήκωσε σχέδια, έκανε οχταράκια και με δυσκολία στεκότανε όρθιος. Σκουντούφλαγε, έκανε λόξιγκας πως τον πιάνει και όλος καλοσύνη, τραγούδι και χαμόγελο, ερχόταν καταπάνω σου να σ' αγκαλιάσει.
Και έχει έρθει το αυτοκίνητο και μ' ανοιχτές τις πόρτες περιμένει το στρατηγό και προσπαθεί απ' το φανάρι του αυτοκινήτου ν' ανάψει ένα τεράστιο τσιγάρο που έχει στρίψει από ξερά χόρτα και χαρτί. Βάλανε οι Γερμανοί τα γέλια και του δώσανε ένα τσιγάρο και φωτιά. Πολλοί πιτσιρικάδες στην Κατοχή είχανε σιάξει κασελάκι και γυαλίζανε τα παπούτσια, τις μπότες που φορούσανε οι Γερμανοί. Και για να τους προσελκύσουνε τα λουστράκια να πάνε κοντά, τους φωνάζανε έξτρα πρίμα στούκα πουτς. Τα αεροπλάνα τα στούκας πηγαίνανε πολύ ψηλά και εφορμούσαν κάθετα στο στόχο και αμολούσαν τις βόμβες καρφωτά. Μας είχανε αφανίσει τότε... τρακόσα - τρακόσα στούκας πηγαίνανε μαζί. Βαριόμασταν να τα μετράμε. Οι Γερμανοί καμαρώνανε για τα στούκας. Αν τους έλεγες, λοιπόν, πως θα στα κάνω τα παπούτσια σου να μοιάζουνε με στούκας, ή ότι το λουστράρισμα θα είναι τέλειο όπως τα στούκας, κολακευόντουσαν κι έρχονταν κοντά.
Γελοιοποιούσαμε τα πάντα και προσπαθούσαμε να μείνουμε ζωντανοί. Δε δικαιολογήσαμε ποτέ την Πηνελόπη Δέλτα που αυτοκτόνησε μόλις μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Ούτε τον άλλο που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα γιατί έχασε τα εργοστάσια. Δηλαδή, εμείς που γεννηθήκαμε φτωχοί, τι έπρεπε να κάνουμε; Να πεθάνουμε πριν την ώρα μας; Εντάξει... δε μας μορφώσανε, δε μας ξυπνήσανε, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με το μυαλό μας, θα παλέψουμε με την ψυχή και την καρδιά μας. Και η καρδιά μας δε θέλει να πεθάνει, θέλει να ζήσει...
Οι Γερμανοί βγάλανε φιρμάνι να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα. Οποιοι έχουν ραδιόφωνο ή γαληνίτη με ακουστικά, θα εκτελούνται. Εμείς, όμως, είπαμε... θέλαμε να ζήσουμε. Θέλαμε να ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο και καμιά τριανταριά νέοι, κρυφά απ' τις μανάδες μας, πηγαίναμε σ' ένα σπίτι ανοίκιαστο, ακατοίκητο. Μαζευόμασταν δήθεν για πάρτι και ακούγαμε ραδιόφωνο. Μη ρωτάτε παραπάνω. Κανείς δε ρωτούσε τότε. Είχαμε γίνει όλοι παράνομοι, συνωμότες. Δε ρωτάς, δε λες, μόνο ακούς. Καινούριος δεν υπήρχε στην παρέα. Ημασταν όλοι οι παλιοί οι γνωστοί: Εγώ, ο Θανάσης, ο Σήφης ο κουτσός, ο Ακύλας, ο Πλάτων, η Ιοκάστη - αδέρφια ήταν αυτοί οι τρεις, ο μπαμπάς τους είχε σκοτωθεί την πρώτη μέρα που βομβάρδισαν οι Ιταλοί - ο Νικήτας, η Κατίνα, ο Μανούσος, ο Αντρέας ο πιο καλοντυμένος της παρέας (ο μπαμπάς του είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία) - κι άλλοι.
Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για να μάθουμε νέα και μόλις φεύγαμε απ' το πάρτι πλακώνανε Γερμανοί γκεσταπίτες και κάνανε έρευνα να βρούνε το ραδιόφωνο. Αυτό γίνηκε τέσσερις - πέντε φορές. Μόλις φεύγαμε, πλακώνανε οι Γερμανοί που με το νου κι η γνώση κάποιος από μας την κάρφωνε, αλλά επειδή αυτός που είχε το ράδιο το εξαφάνιζε ποιος ξέρει πώς και δεν τον ήξερε και κανένας μας ποιος ήταν, οι Γερμανοί φεύγανε άπρακτοι πάντα βλαστημώντας. Σάιζε φωνάζανε. Φλαχτ, φλουχτ βρίζανε. Νομίζανε πως είχανε πιαστεί κορόιδα. Οτι κάποιος τους κορόιδευε, τους έκανε πλάκα.
Μου λέει ο Θανάσης: Πήρες χαμπάρι πως όταν μαζευτούμε ν' ακούσουμε Λονδίνο πριν καλά καλά τελειώσει η εκπομπή, ο Σήφης φεύγει πρώτος; Και γιατί βιάζεται να φύγει και πού πάει; Αυτός την καρφώνει, χίλια τα εκατό. Μας έχει άχτι από τότε που τον κοροϊδεύαμε μικρό. Μας την έχει φυλάξει και δε θα τη γλιτώσουμε απ' αυτόν. Το συζήτησα και με όλους τους άλλους. Αυτός την καρφώνει.
Και πότε πρόλαβε, ρε Θανάση, του λέω να γίνει χαφιές και συνεργάτης των Γερμανών; Αυτός έχει το ντέρτι του που κουτσαίνει κι ούτε έξω καλά καλά δε βγαίνει. Τώρα τελευταία έμαθα πως τον πιάνει και σεληνιασμός και δεν πάει απ' το σπίτι του πιο μακριά. Πότε στο διάολο γίνηκε ρουφιάνος;
Εμείς, μου λέει, βγάλαμε το συμπέρασμα πως αυτός είναι ο καταδότης και σκεφθήκαμε με τον Ακύλα πως σε δεκαπέντε μέρες που θα είναι η Εθνική μας γιορτή να σιάξουμε χαρτάκια να τα κολλήσουμε στους στύλους και στα ντουβάρια και να 'χουν τυπωμένη απάνω την ελληνική σημαία και να γράφουν «Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821». Εσύ μου λέει, που έχεις δουλέψει σε τυπογραφείο και ξέρεις και ζωγραφίζεις, θα σου φέρω χοντρό μουσαμά να τόνε σκαλίσεις και άσπρη γομαλάκα και μπλε μελάνι να τα ανακατέψουμε και να τα κολλήσουμε να τα δει ο κόσμος να πάρει αέρα... να καταλάβει πως η Ελλάδα δεν πέθανε... είναι ζωντανή.
Τότε δούλευα δόντια. Στο εργαστήρι εκείνο με τα τροχάκια, τις φρέζες, τους δίσκους και τα σφυράκια, το έφτιαξα το στάμπο κι αρχίσαμε να τυπώνουμε τα σημαιάκια. Εβρασα και κόλλα με αλεύρι και μου λέει ο Θανάσης:
Δεν μπορούμε να πάμε δυο γι' αυτήν τη δουλειά, θα μας πάρουνε χαμπάρι. Ασε που και μόνος μου θα τα κολλήσω, δεν μπορεί... κάποιο μάτι θα βρεθεί. Λοιπόν, σκέφθηκα κάτι. Θα φορέσω μια τραγιάσκα βαθιά να μη με γνωρίζουνε και θα κουτσαίνω όπως ο Σήφης που και να με δούνε να νομίζουνε πως είναι αυτός. Ετσι κι έτσι, δικός τους έγινε. Ο,τι και να γίνει, θα γλιτώσουμε από έναν ρουφιάνο. Οταν ξημέρωσε 25 Μαρτίου, όλοι οι στύλοι του ηλεκτρικού, όλες οι κολόνες, όλα τα τηλεγραφόξυλα, είχανε κολλημένα χαρτάκια που γράφανε «Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω η 25 Μαρτίου».
Δεν ήτανε χαρτάκια... ήτανε ηλιαχτίδες που τρυπούσαν το μαύρο σκοτάδι της Κατοχής... ήτανε φαΐ στα άδεια στομάχια μας... ήτανε μπάλσαμο στην απελπισία, στην κατάρα, στον πόλεμο... Και δεν έφτανε αυτή η χαρά. Βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί πως εκτελέσανε εφτά Ελληνες, γιατί κοροϊδεύανε τα στρατεύματα κατοχής και τα στέλνανε σε ανύπαρκτους στόχους για δικό τους όφελος. Και μέσα στα ονόματα ήτανε και του Αντρέα, του γιου του γιατρού, του φίλου μας.
Οταν συνήλθαμε απ' την έκπληξη - τι συνήλθαμε δηλαδή... ακόμα ο Θανάσης χτυπιέται - Ρε συ Γιώργη, μου λέει. Ο θεός το 'κανε και δε με είδε κανείς που κόλλαγα τα χαρτάκια, θα είχα πάρει στο λαιμό μου τον Σήφη. Δε θα το άντεχα...
Να κι ο Σήφης κουτσαίνοντας. Ρε, παιδιά... τι έμαθα για τον Αντρέα... Αλήθεια είναι; Αυτός μας κάρφωνε; Τώρα που ξεκαθάρισε το πράμα, σας το λέω. Το ράδιο το 'σιαξα εγώ, αλλά στριμώχτηκε το πράμα πολύ. Να μην το ξανακούσουμε ομαδικά. Να βρούμε ποιοι έσιαξαν και κόλλησαν τις σημαίες σήμερα στις κολόνες, να γράφουμε τις πιο ενδιαφέρουσες ειδήσεις και να τις κολλάμε να τις διαβάζει ο κόσμος. Καλά που έτρεχα από πίσω απ' το σπίτι και το εξαφάνιζα αμέσως το ράδιο, θα μας είχαν εκτελέσει όλους.
ΥΓ: Του Αντρέα ο μπαμπάς ο γιατρός ήταν πεμπτοφαλαγγίτης κατάσκοπος των Γερμανοϊταλών. Τον μάθαμε στην Ηπειρο. Τον είχαν επιστρατεύσει όταν σπούδαζε. Ολη την οικογένεια δεν την ξαναείδε κανείς.
Του Γιώργη Παπάζογλου.
Το βάσανο του Σήφη ήταν στο πόδι. Λες και ήθελε τη δυστυχία του στη γη να καρφώσει κι έπεφτε το κορμί του όλο δεξιά όταν περπατούσε. Είχε πενήντα τα εκατό αγκύλωση στα γόνατα. Κούτσαβλε... τον κορόιδευαν τα παιδιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα. Οταν παίζαμε κρυφτό, έτρεχε πρώτος να ξελευτερωθεί να φτύσει στη μάνα. Προλάβαινε. Αμα έβλεπε τα ζόρια, έτρεχε μόνο με το 'να πόδι, πηδούσε σα διάολος και δεν τον έφτανε στα τελευταία μέτρα κανείς. Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε και πολύ που τον λέγανε κούτσαβλο, η μάνα του, όμως, με τις πέτρες μας κυνηγούσε και μας έδερνε και του 'λεγε να μην έρχεται μαζί μας. Μόνο να μας βλέπει από μακριά. Αχ ρε, παιδιά... Ποιος είδε το θεό και δεν τόνε φοβήθηκε... Οπως μας κοίταζε από μακριά ο Σήφης, δε μας πήγαινε καλά. Λες και μας προκαλούσε. Σα να μας έριχνε με τα μάτια πετριές που δεν ήτανε μαζί μας. Κάτι δεν πήγαινε καλά, που μας έβλεπε και μας κογιονάριζε και έκανε ό,τι κάναμε κι εμείς. Με σχέδια μάς κορόιδευε. Ετσι μου 'σαι; Πιάνει ο Θανάσης και διπλώνει το πόδι του κι αρχίζει να τον μιμείται και να περπατά όπως εκείνος... πάνω - κάτω όπως η μπάλα το σφυρί πάνω στ' αμόνι του γύφτου πάνω - κάτω... και στο τέλος, για να προλάβει δήθεν, πήδαγε με το 'να πόδι και τερμάτιζε και πάλι τα ίδια. Κι εμείς οι άλλοι παρακολουθούσαμε σα θέατρο θεατές, μέχρι που βγαίνει η μάνα του έξω, ποιος ξέρει σα ποια κατάρα ποιας τραγωδίας... ν' ανεμίζουνε τα τσεμπέρια της, φουστάνια της, τα μαλλιά της, τα χέρια της σα φονικά όργανα θανάτου και φοβέρας και μαύρης καταιγίδας κατά πάνω μας. Γινήκαμε σκόνη εμείς. Πού να μας πιάσει... Ν' αρρωστήσει ο γιος σου... να πάθει τα ίδια..., οστεομυελίτιδα να πάθει..., φώναζε στη μάνα του Θανάση.
Στην Κατοχή είχαμε γίνει πια παλικαράκια. Εγώ μια μέρα που πνιγότανε ένας Γερμανός έπεσα και τόνε βοήθησα να βγει. Στη φουρτούνα θα τον σκοτώνανε τα κύματα πάνω στα βράχια. Δεν είχε πάτημα εκεί και ήταν γεμάτο αχινούς. Δεν μπορούσες να πατήσεις. Δεν έβγαινες από κει ούτε με μπονάτσα. Ητανε απότομα, κάνανε κρέμαση τα βράχια και του είχανε δώσει και δυο τρεις και τον είχανε ξεσκίσει. Πήγα απ' τα βαθιά και του φώναζα: «Ελα προς τα εδώ... έλα μέσα... θα πάμε να βγούμε από αλλού». Και ήρθε και πήγαμε και βγήκαμε απ' το αυλάκι.
Τον είχα γνωρίσει απ' την πρώτη στιγμή. Πριν καμιά βδομάδα είχε κατέβει στα βράχια που κολυμπούσαμε, με άλλους τρεις ακόμα, με τα μπιστόλια τους και τις ξιφολόγχες και μας έλεγε πως είχαμε σκοτώσει Γερμανούς, τους κόψαμε τ' αυτιά και τα περάσαμε σ' ένα σύρμα και τα 'χαμε κάνει στεφάνι και τα 'χαμε φορέσει στο κεφάλι μας και καμαρώναμε. (Είχανε βρει σκοτωμένους Ελληνες με τ' αυτιά στο κεφάλι και Γερμανούς χωρίς αυτιά.)
Θέλετε τώρα εμείς να σας κόψουμε τ' αυτιά, να τα περάσουμε στο σύρμα και να βάλουμε στα κεφάλια μας; Κι έρχεται με την ξιφολόγχη και μου πιάνει τ' αυτί, μου το τράβαγε και με την ξιφολόγχη έκανε το σχέδιο πως θα μου το κόψει.
Τα πιτσιρίκια όλα, από ποιος ξέρει ποια αντίδραση, γελούσαμε ή κάναμε σα χαζά. Πουλούσαμε τρέλα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε. Κι εγώ ακόμα που μου κρατούσε τ' αυτί, δεν αντέδρασα. Εκανα πως γελούσα. Ούτε για μια στιγμή δεν του 'δειξα να καταλάβει ότι είχα πάρει χαμπάρι τι μου 'λεγε. Είχανε πέσει αλεξιπτωτιστές και ο κόσμος τούς είχε πετσοκόψει και κάθε μέρα εκτελούσανε διακόσιους διακόσιους, ολόκληρα χωριά ισοπεδώνανε. Αυτό γίνηκε την πρώτη μέρα. Υστερα πια δε μας ξαναφοβερίζανε, είναι η αλήθεια. Αφήνανε τα όπλα τους στα βράχια και κολυμπούσανε. Μάλλον πλενόντουσαν. Δεν ξέρανε καλό κολύμπι. Κολυμπούσανε, αλλά δεν ερχόντουσαν στα βαθιά. Ποιος ξέρει.. Φρεσκάρισε ο καιρός φαίνεται απότομα, τον παρασύρανε τα ρεύματα μέσα στα βαθιά νερά δίπλα στα βράχια και προσπαθούσε να βγει από κει, αλλά δε γινότανε αν είχε και το θεό μπάρμπα.
Και έρχεται ένας Γερμανός και μ' έψαχνε την άλλη μέρα. Και τι με θέλει τώρα ο Γερμανός... Δεν ήτανε να μη βάλει κακό ο νους σου. Εκτελούσανε κάθε μέρα. Και με πάει στο σπίτι του στρατηγού. Περάσαμε από δυο σκοπούς στην πόρτα. Ηταν ένας αξιωματικός που μιλούσε σαν Ελληνας ελληνικά. Εσύ μου λέει, βοήθησες τον Γερμανό χθες που πνιγότανε;
Αμάν σκέφθηκα... που ήτανε ματωμένος και ξεσκισμένος (τον πήρανε οι άλλοι Γερμανοί γρήγορα και δεν πρόσεξα) θα του 'χε κοπεί κανένα αυτί και θα πούνε πως εγώ του το 'κοψα.
Εγώ λέω έτρεξα να τόνε σώσω, αλλά δεν τον ακούμπησα καθόλου. Από μακριά του φώναζα τι να κάνει. Αν πήγαινα κοντά και τον έπιανα ή μ' έπιανε, θα είχαμε πνιγεί και οι δυο. Μόνος του σώθηκε, του είπα.
Εγώ μόνο του έδειξα από πού να βγει.
Και δε φοβήθηκες μου λέει, που ήτανε φουρτούνα, να μην πνιγείς κι εσύ;
Δεν ήτανε μεγάλη φουρτούνα του λέω, αλλά δεν ήξερε από πού να βγει.
Ο στρατηγός διάταξε να 'ρχεσαι εδώ κάθε μέρα και να παίρνεις ένα ψωμί. Και κτυπά τις μπότες του απότομα και τρόμαξα. Και μου διαβάζει ένα χαρτί σα να μου διάβαζε κάποια καταδίκη. Και καλό να σου κάνανε αυτοί οι άνθρωποι, βλοσυροί και ανέκφραστοι ήτανε. Ούτε που ξαναπάτησα εκεί κι ας πέθαινε ο κόσμος απ' την πείνα.
Αυτοί σκοτώνανε κόσμο και εκτελούσανε. Τι δουλειά είχα εγώ να πηγαίνω να μου δίνουνε ψωμί. Ασε που αρχίσανε τον κόσμο να τον καρφώνουνε οι ρουφιάνοι και μερικοί χωρίς κουκούλα... φανερά... Γερμανοί, δοσίλογοι, προδότες, ρουφιάνοι ήτανε από τη μια κι εμείς οι πατριώτες απ' την άλλη.
Δεν πήγα να πάρω ψωμί, αλλά όταν το 'μαθε ο Θανάσης πως άμα τους πιάσεις ας πούμε στο φιλότιμο σου δίνουνε ψωμί, σκέφθηκε να κάνει τον καραγκιόζη. Ητανε μίμος. Δεν έκανε μόνο τον κουτσό. Εκανε και τον μεθυσμένο (τότε πολλοί αλκοολικοί περπατούσανε στους δρόμους). Ξεσήκωσε σχέδια, έκανε οχταράκια και με δυσκολία στεκότανε όρθιος. Σκουντούφλαγε, έκανε λόξιγκας πως τον πιάνει και όλος καλοσύνη, τραγούδι και χαμόγελο, ερχόταν καταπάνω σου να σ' αγκαλιάσει.
Και έχει έρθει το αυτοκίνητο και μ' ανοιχτές τις πόρτες περιμένει το στρατηγό και προσπαθεί απ' το φανάρι του αυτοκινήτου ν' ανάψει ένα τεράστιο τσιγάρο που έχει στρίψει από ξερά χόρτα και χαρτί. Βάλανε οι Γερμανοί τα γέλια και του δώσανε ένα τσιγάρο και φωτιά. Πολλοί πιτσιρικάδες στην Κατοχή είχανε σιάξει κασελάκι και γυαλίζανε τα παπούτσια, τις μπότες που φορούσανε οι Γερμανοί. Και για να τους προσελκύσουνε τα λουστράκια να πάνε κοντά, τους φωνάζανε έξτρα πρίμα στούκα πουτς. Τα αεροπλάνα τα στούκας πηγαίνανε πολύ ψηλά και εφορμούσαν κάθετα στο στόχο και αμολούσαν τις βόμβες καρφωτά. Μας είχανε αφανίσει τότε... τρακόσα - τρακόσα στούκας πηγαίνανε μαζί. Βαριόμασταν να τα μετράμε. Οι Γερμανοί καμαρώνανε για τα στούκας. Αν τους έλεγες, λοιπόν, πως θα στα κάνω τα παπούτσια σου να μοιάζουνε με στούκας, ή ότι το λουστράρισμα θα είναι τέλειο όπως τα στούκας, κολακευόντουσαν κι έρχονταν κοντά.
Γελοιοποιούσαμε τα πάντα και προσπαθούσαμε να μείνουμε ζωντανοί. Δε δικαιολογήσαμε ποτέ την Πηνελόπη Δέλτα που αυτοκτόνησε μόλις μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Ούτε τον άλλο που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα γιατί έχασε τα εργοστάσια. Δηλαδή, εμείς που γεννηθήκαμε φτωχοί, τι έπρεπε να κάνουμε; Να πεθάνουμε πριν την ώρα μας; Εντάξει... δε μας μορφώσανε, δε μας ξυπνήσανε, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με το μυαλό μας, θα παλέψουμε με την ψυχή και την καρδιά μας. Και η καρδιά μας δε θέλει να πεθάνει, θέλει να ζήσει...
Οι Γερμανοί βγάλανε φιρμάνι να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα. Οποιοι έχουν ραδιόφωνο ή γαληνίτη με ακουστικά, θα εκτελούνται. Εμείς, όμως, είπαμε... θέλαμε να ζήσουμε. Θέλαμε να ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο και καμιά τριανταριά νέοι, κρυφά απ' τις μανάδες μας, πηγαίναμε σ' ένα σπίτι ανοίκιαστο, ακατοίκητο. Μαζευόμασταν δήθεν για πάρτι και ακούγαμε ραδιόφωνο. Μη ρωτάτε παραπάνω. Κανείς δε ρωτούσε τότε. Είχαμε γίνει όλοι παράνομοι, συνωμότες. Δε ρωτάς, δε λες, μόνο ακούς. Καινούριος δεν υπήρχε στην παρέα. Ημασταν όλοι οι παλιοί οι γνωστοί: Εγώ, ο Θανάσης, ο Σήφης ο κουτσός, ο Ακύλας, ο Πλάτων, η Ιοκάστη - αδέρφια ήταν αυτοί οι τρεις, ο μπαμπάς τους είχε σκοτωθεί την πρώτη μέρα που βομβάρδισαν οι Ιταλοί - ο Νικήτας, η Κατίνα, ο Μανούσος, ο Αντρέας ο πιο καλοντυμένος της παρέας (ο μπαμπάς του είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία) - κι άλλοι.
Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για να μάθουμε νέα και μόλις φεύγαμε απ' το πάρτι πλακώνανε Γερμανοί γκεσταπίτες και κάνανε έρευνα να βρούνε το ραδιόφωνο. Αυτό γίνηκε τέσσερις - πέντε φορές. Μόλις φεύγαμε, πλακώνανε οι Γερμανοί που με το νου κι η γνώση κάποιος από μας την κάρφωνε, αλλά επειδή αυτός που είχε το ράδιο το εξαφάνιζε ποιος ξέρει πώς και δεν τον ήξερε και κανένας μας ποιος ήταν, οι Γερμανοί φεύγανε άπρακτοι πάντα βλαστημώντας. Σάιζε φωνάζανε. Φλαχτ, φλουχτ βρίζανε. Νομίζανε πως είχανε πιαστεί κορόιδα. Οτι κάποιος τους κορόιδευε, τους έκανε πλάκα.
Μου λέει ο Θανάσης: Πήρες χαμπάρι πως όταν μαζευτούμε ν' ακούσουμε Λονδίνο πριν καλά καλά τελειώσει η εκπομπή, ο Σήφης φεύγει πρώτος; Και γιατί βιάζεται να φύγει και πού πάει; Αυτός την καρφώνει, χίλια τα εκατό. Μας έχει άχτι από τότε που τον κοροϊδεύαμε μικρό. Μας την έχει φυλάξει και δε θα τη γλιτώσουμε απ' αυτόν. Το συζήτησα και με όλους τους άλλους. Αυτός την καρφώνει.
Και πότε πρόλαβε, ρε Θανάση, του λέω να γίνει χαφιές και συνεργάτης των Γερμανών; Αυτός έχει το ντέρτι του που κουτσαίνει κι ούτε έξω καλά καλά δε βγαίνει. Τώρα τελευταία έμαθα πως τον πιάνει και σεληνιασμός και δεν πάει απ' το σπίτι του πιο μακριά. Πότε στο διάολο γίνηκε ρουφιάνος;
Εμείς, μου λέει, βγάλαμε το συμπέρασμα πως αυτός είναι ο καταδότης και σκεφθήκαμε με τον Ακύλα πως σε δεκαπέντε μέρες που θα είναι η Εθνική μας γιορτή να σιάξουμε χαρτάκια να τα κολλήσουμε στους στύλους και στα ντουβάρια και να 'χουν τυπωμένη απάνω την ελληνική σημαία και να γράφουν «Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821». Εσύ μου λέει, που έχεις δουλέψει σε τυπογραφείο και ξέρεις και ζωγραφίζεις, θα σου φέρω χοντρό μουσαμά να τόνε σκαλίσεις και άσπρη γομαλάκα και μπλε μελάνι να τα ανακατέψουμε και να τα κολλήσουμε να τα δει ο κόσμος να πάρει αέρα... να καταλάβει πως η Ελλάδα δεν πέθανε... είναι ζωντανή.
Τότε δούλευα δόντια. Στο εργαστήρι εκείνο με τα τροχάκια, τις φρέζες, τους δίσκους και τα σφυράκια, το έφτιαξα το στάμπο κι αρχίσαμε να τυπώνουμε τα σημαιάκια. Εβρασα και κόλλα με αλεύρι και μου λέει ο Θανάσης:
Δεν μπορούμε να πάμε δυο γι' αυτήν τη δουλειά, θα μας πάρουνε χαμπάρι. Ασε που και μόνος μου θα τα κολλήσω, δεν μπορεί... κάποιο μάτι θα βρεθεί. Λοιπόν, σκέφθηκα κάτι. Θα φορέσω μια τραγιάσκα βαθιά να μη με γνωρίζουνε και θα κουτσαίνω όπως ο Σήφης που και να με δούνε να νομίζουνε πως είναι αυτός. Ετσι κι έτσι, δικός τους έγινε. Ο,τι και να γίνει, θα γλιτώσουμε από έναν ρουφιάνο. Οταν ξημέρωσε 25 Μαρτίου, όλοι οι στύλοι του ηλεκτρικού, όλες οι κολόνες, όλα τα τηλεγραφόξυλα, είχανε κολλημένα χαρτάκια που γράφανε «Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω η 25 Μαρτίου».
Δεν ήτανε χαρτάκια... ήτανε ηλιαχτίδες που τρυπούσαν το μαύρο σκοτάδι της Κατοχής... ήτανε φαΐ στα άδεια στομάχια μας... ήτανε μπάλσαμο στην απελπισία, στην κατάρα, στον πόλεμο... Και δεν έφτανε αυτή η χαρά. Βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί πως εκτελέσανε εφτά Ελληνες, γιατί κοροϊδεύανε τα στρατεύματα κατοχής και τα στέλνανε σε ανύπαρκτους στόχους για δικό τους όφελος. Και μέσα στα ονόματα ήτανε και του Αντρέα, του γιου του γιατρού, του φίλου μας.
Οταν συνήλθαμε απ' την έκπληξη - τι συνήλθαμε δηλαδή... ακόμα ο Θανάσης χτυπιέται - Ρε συ Γιώργη, μου λέει. Ο θεός το 'κανε και δε με είδε κανείς που κόλλαγα τα χαρτάκια, θα είχα πάρει στο λαιμό μου τον Σήφη. Δε θα το άντεχα...
Να κι ο Σήφης κουτσαίνοντας. Ρε, παιδιά... τι έμαθα για τον Αντρέα... Αλήθεια είναι; Αυτός μας κάρφωνε; Τώρα που ξεκαθάρισε το πράμα, σας το λέω. Το ράδιο το 'σιαξα εγώ, αλλά στριμώχτηκε το πράμα πολύ. Να μην το ξανακούσουμε ομαδικά. Να βρούμε ποιοι έσιαξαν και κόλλησαν τις σημαίες σήμερα στις κολόνες, να γράφουμε τις πιο ενδιαφέρουσες ειδήσεις και να τις κολλάμε να τις διαβάζει ο κόσμος. Καλά που έτρεχα από πίσω απ' το σπίτι και το εξαφάνιζα αμέσως το ράδιο, θα μας είχαν εκτελέσει όλους.
ΥΓ: Του Αντρέα ο μπαμπάς ο γιατρός ήταν πεμπτοφαλαγγίτης κατάσκοπος των Γερμανοϊταλών. Τον μάθαμε στην Ηπειρο. Τον είχαν επιστρατεύσει όταν σπούδαζε. Ολη την οικογένεια δεν την ξαναείδε κανείς.
Του Γιώργη Παπάζογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου