Η Υπόθεση.
Η ταινία «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» αφουγκράζεται την συνταρακτική ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου που δεν έχει νικητές και ηττημένους, παρά μόνο ανθρώπινες, τραγικές ιστορίες να διηγηθεί.
Χρόνος: οι τελευταίοι μήνες του πολέμου.
Τόπος: ο Γράμμος και το Βίτσι, τα πανέμορφα και ματωμένα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.
Πρόσωπα: δύο αδέλφια, ο Ανέστης (Χρήστος Καρτέρης), 17 χρονών και ο Βλάσης (Γιώργος Αγγέλκος), 14. Έχουν επιστρατευτεί, ο Ανέστης από τον Εθνικό στρατό, ο Βλάσης από τον Δημοκρατικό στρατό. Μεγαλωμένα στα χωριά και τα βουνά της περιοχής, χρησιμοποιούνται ως οδηγοί, σε άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια και περάσματα. Η τύχη τους, τύχη των τότε καιρών. Πολυβόλα, αμερικάνικες βόμβες Ναπάλμ, παράσημα ηρώων, στρατοδικεία, τόποι εκτελέσεων. Μαζί τους ο καπετάν-Ντούλας (Βαγγέλης Μουρίκης), η πολυβολήτρια Γιαννούλα (Βικτώρια Χαραλάμπίδου), ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος (Γεώργιος Σιμεωνίδης), ο ταξίαρχος Τσαγκλής (Κώστας Κλεφτόγιαννης), ο Καλαματιανός δεκανέας (Ιούλιος Τζιάτας), η 14χρονη αντάρτισσα Φούλα (Άννα Παρτσάνη), δεκάδες στρατιώτες και αντάρτες, όλοι τους πολύ νέοι που σκοτώνουν και σκοτώνονται σ’ αυτόν τον παράλογο πόλεμο. Οι μικρές ιστορίες του καθενός γράφονται στις μάχες που φουντώνουν στα υψώματα. Η «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» είναι φόρος τιμής για αυτά τα χιλιάδες ανώνυμα θύματα ενός ολέθριου πολέμου που δεν ανέδειξε νικητή.Τόπος: ο Γράμμος και το Βίτσι, τα πανέμορφα και ματωμένα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.
Λίγα λόγια από τον σκηνοθέτη.
Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Παντελής Βούλγαρης: «Από νέος ήθελα να κάνω μια ταινία γι’ αυτό το δύσκολο και οδυνηρό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας μας. Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό πού μέσα μου, επιμένει να με συγκλονίζει. Σε κάθε πόλεμο σκληραίνουν οι άνθρωποι, τα πρόσωπα σκοτεινιάζουν. Στον Εμφύλιο η διάσταση είναι πιο δραματική γιατί καμία εξήγηση δεν πείθει απόλυτα, δεν παρηγορεί. Η εμφύλια αναμέτρηση είναι η πιο τραγική εκδοχή πολέμου. Αφήνει για χρόνια ανοιχτές πληγές. Καμία πλευρά δεν μπορεί να είναι υπερήφανη, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα ήταν καλά καμωμένα.»
Οι πρωταγωνιστές.
Στην ταινία συμμετέχει ο Θανάσης Βέγγος μ’ ένα χαρακτηριστικό ρόλο ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βλέπουμε τρεις νέους ηθοποιούς, τον Χρήστο Καρτέρη, τον Γιώργο Αγγέλκο και την Άννα Παρτσάνη.
Πρωταγωνιστούν επίσης οι: Βαγγέλης Μουρίκης, Γεώργιος Σιμεωνίδης, Βικτώρια Χαραλαμπίδου, Κώστας Κλεφτόγιαννης, Μάριος Ποντίκας, Μίλτος Πολυβίου, Ian Robertson, Βασίλης Νανάκης, Αλεξάνδρα Καζάζου, Κλέα Σαμαντά, Ιούλιος Τζιάτας, Γιώργος Τζώρτζης και Αργυρώ Αποστολίδη.
Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Σίμου Σαρκετζή, η σκηνογραφία του Απόστολου Βέττα, τα κουστούμια της Λουκίας Χατζέλου, ο ήχος του Στέφανου Ευθυμίου, το μακιγιάζ της Κυριακής Μελλίδου και το μοντάζ του Πάνου Βουτσαρά.
Βοηθοί σκηνοθέτη είναι ο Κώστας Αθουσάκης και ο Ντάνυ Μπόλντα.
Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Γιάννης Αγγελάκας.
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στη Δυτική Μακεδονία: Απόσκεπο, Αρρένες, Βίτσι, Βυσσινιά, Γράμμο, Καζάνι, Καστοριά, Κορέστεια, Κρανιώνα, Λιθιά, Μάνκοβιτς, Μαύροβο, Μαυρόκαμπο, Νεστόριο, Οξυά, Πολυκάρπι, Πολυκέρασο, Σιδεροχώρι, Τυχιό, Χαλάρα και Χάρο.
ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ:
Καθαγιασμένη από την πάλη χιλιάδων αγωνιστών.
Με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας του Π. Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», περισσεύει αυτές τις μέρες το κλάμα διαφόρων για τον εμφύλιο. Ενα κλάμα που μέσα από το συναίσθημα επιδιώκει να αφαιρέσει τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης στιγμής της ταξικής πάλης όπως εκφράστηκε στο διάστημα 1946-1949 στη χώρα μας. Στην κατεύθυνση της απονεύρωσης του εμφυλίου από την ταξική δυναμική του συμβάλλει και η συγκεκριμένη ταινία.
Μέχρι τώρα τον αγώνα του ΔΣΕ άλλοι τον βάφτισαν «συμμοριτοπόλεμο» και άλλοι τον επικρίνουν και τον ξορκίζουν ως έναν εμφύλιο αλληλοσπαραγμό. Ομως κανένας πόλεμος δεν είναι ουδέτερος. Υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι. Ο πόλεμος είτε με τη μορφή της αντίστασης, είτε μ' αυτήν της εσωτερικής ταξικής ένοπλης σύγκρουσης δεν είναι προκαταβολική επιλογή των κομμουνιστών, των αγωνιστών, των λαών. Επιβάλλεται από τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τους ξένους ιμπεριαλιστές.
Η κομμουνιστική θεωρία είναι απολύτως συνυφασμένη με την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους πολέμους. Οι αστικές δυνάμεις, αλλά και οι πάσης φύσεως οπορτουνιστές από τη δική τους πλευρά δε θέλουν και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την ερμηνεία της ουσίας, των αιτιών και της φύσης των πολέμων. Οι πόλεμοι δεν εξαπολύονται από παράλογους και ψυχοπαθείς, ούτε καν από εκείνους που έχουν μεμονωμένα ιδιοτελή συμφέροντα.
Σε κάθε ταξική κοινωνία υπήρχαν και υπάρχουν πόλεμοι ως συνέχεια της πολιτικής των εκμεταλλευτριών τάξεων με τα λεγόμενα ειρηνικά μέσα. Υπάρχουν αντιδραστικοί και επαναστατικοί πόλεμοι. Και θα καταργηθούν μόνον όταν πάψουν να εξουσιάζουν αυτοί που καταπιέζουν και δολοφονούν λαούς, αυτοί που χρησιμοποιούν τα όπλα εκεί που δεν μπορεί να γίνει η με ειρηνικά πολιτικά μέσα διείσδυση των κεφαλαίων.
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα και συνεχίζει να αποτελεί βασικό στόχο κατασυκοφάντησης από τις κάθε λογής αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας. Τα όσα γράφτηκαν και γράφονται από τους νικητές του 1949 επιβεβαιώνουν απόλυτα την ορθότητα και το βαθύτερο νόημα της φράσης του Λένιν ότι: «Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει "αμερόληπτη" κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη».
Αυτή η ελεεινή προπαγάνδα κατασυκοφάντησης του ΔΣΕ αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή όπλα της αστικής τάξης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα δε μετά την αντεπανάσταση, προκειμένου να στείλει στο πυρ το εξώτερον την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και, προπαντός, την πολιτική πάλη για το ζήτημα της εξουσίας. Προκειμένου να φρενάρει όσο γίνεται την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάργηση της εκμετάλλευσης και την κίνηση της ιστορίας προς τα μπρος. Αλλωστε, η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι εποχή της άκρατης αντίδρασης, των πολέμων, αλλά και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και το ξέρουν καλά οι κεφαλαιοκράτες. Με τη συκοφαντική προπαγάνδα κατά της λαϊκοεπαναστατικής δράσης του ΔΣΕ επιδιώκουν ιδιαίτερα να τσακίσουν τη συνείδηση της νεολαίας, που έλκεται από κάθε τι το προοδευτικό, που μπορεί να ασπαστεί τις επαναστατικές ιδέες και να συμμετάσχει στον αγώνα για ένα κομμουνιστικό μέλλον.
Ετσι προσπάθησαν και προσπαθούν να μπολιάσουν τις λαϊκές και νεανικές συνειδήσεις με τον αντικομμουνισμό και να σβήσουν από τις μνήμες τα ιδανικά και τις αξίες της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, που είχαν θεριέψει κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, και είχαν φλογίσει τις καρδιές των Ελλήνων.
Το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους του οδήγησε το λαό στον ένοπλο αγώνα και στον εμφύλιο πόλεμο, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιώσει την αστική εξουσία. Ζήτημα το οποίο δε σταμάτησε να απασχολεί την πλουτοκρατία και τα κόμματά της, ούτε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, όπως απασχολούσε επίσης και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κοινωνικοπολιτική συμμαχία του ΕΑΜ. Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ» στο ζήτημα της εξουσίας.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Υπήρχε επίσης και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό. Στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του, αφού ήδη από την περίοδο της κατοχής στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί βεβαίως να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ. Αλλά και μετά την ήττα του κινήματος το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων.
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ξεπήδησε και αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της μεγάλης όξυνσης που πήρε η ταξική πάλη στην Ελλάδα. Και ήταν αγώνας δίκαιος, αντιιμπεριαλιστικός, διεθνιστικός. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα λαϊκά οράματα, κόντρα στην επίθεση που εξαπέλυσαν κατά του ΕΑΜικού κινήματος, κατά του ΚΚΕ, τα συνασπισμένα αστικά κόμματα. Ηταν αγώνας ενάντια στους συμμάχους της εγχώριας αστικής τάξης, στην εγγλέζικη και στην αμερικανική στρατιωτικοπολιτική και οικονομική δύναμη, στα ψυχροπολεμικά «σχέδιο Μάρσαλ» και «δόγμα Τρούμαν».
Η τρίχρονη ηρωική εποποιία του ΔΣΕ αποτελεί ανεκτίμητο κεφάλαιο του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος της Ελλάδας, κεφάλαιο που καθαγιάστηκε με τη θυσία χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, ανδρών, γυναικών, νέων, που άλλοι δίνοντας τη ζωή τους και άλλοι τραυματίες και ανάπηροι, με το αίμα τους πότισαν κι έθρεψαν τις ρίζες μιας λαϊκοδημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ελλάδας.
Αυτήν την εποποιία κανείς δεν έχει δικαίωμα να την υποβιβάσει σε ένα μελό που, με ολίγον από εμπορικό Χόλιγουντ και ολίγον από σκηνοθετικό «Τζέιμς Πάρις», στήνει ξανά στο απόσπασμα τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ που, με το ΚΚΕ οργανωτή και καθοδηγητή της πάλης τους, συνειδητά πάλεψαν και μάτωσαν για να υπάρξει η λαϊκή εξουσία.
Μέχρι τώρα τον αγώνα του ΔΣΕ άλλοι τον βάφτισαν «συμμοριτοπόλεμο» και άλλοι τον επικρίνουν και τον ξορκίζουν ως έναν εμφύλιο αλληλοσπαραγμό. Ομως κανένας πόλεμος δεν είναι ουδέτερος. Υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι. Ο πόλεμος είτε με τη μορφή της αντίστασης, είτε μ' αυτήν της εσωτερικής ταξικής ένοπλης σύγκρουσης δεν είναι προκαταβολική επιλογή των κομμουνιστών, των αγωνιστών, των λαών. Επιβάλλεται από τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τους ξένους ιμπεριαλιστές.
Η κομμουνιστική θεωρία είναι απολύτως συνυφασμένη με την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους πολέμους. Οι αστικές δυνάμεις, αλλά και οι πάσης φύσεως οπορτουνιστές από τη δική τους πλευρά δε θέλουν και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την ερμηνεία της ουσίας, των αιτιών και της φύσης των πολέμων. Οι πόλεμοι δεν εξαπολύονται από παράλογους και ψυχοπαθείς, ούτε καν από εκείνους που έχουν μεμονωμένα ιδιοτελή συμφέροντα.
Σε κάθε ταξική κοινωνία υπήρχαν και υπάρχουν πόλεμοι ως συνέχεια της πολιτικής των εκμεταλλευτριών τάξεων με τα λεγόμενα ειρηνικά μέσα. Υπάρχουν αντιδραστικοί και επαναστατικοί πόλεμοι. Και θα καταργηθούν μόνον όταν πάψουν να εξουσιάζουν αυτοί που καταπιέζουν και δολοφονούν λαούς, αυτοί που χρησιμοποιούν τα όπλα εκεί που δεν μπορεί να γίνει η με ειρηνικά πολιτικά μέσα διείσδυση των κεφαλαίων.
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα και συνεχίζει να αποτελεί βασικό στόχο κατασυκοφάντησης από τις κάθε λογής αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας. Τα όσα γράφτηκαν και γράφονται από τους νικητές του 1949 επιβεβαιώνουν απόλυτα την ορθότητα και το βαθύτερο νόημα της φράσης του Λένιν ότι: «Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει "αμερόληπτη" κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη».
Αυτή η ελεεινή προπαγάνδα κατασυκοφάντησης του ΔΣΕ αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή όπλα της αστικής τάξης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα δε μετά την αντεπανάσταση, προκειμένου να στείλει στο πυρ το εξώτερον την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και, προπαντός, την πολιτική πάλη για το ζήτημα της εξουσίας. Προκειμένου να φρενάρει όσο γίνεται την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάργηση της εκμετάλλευσης και την κίνηση της ιστορίας προς τα μπρος. Αλλωστε, η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι εποχή της άκρατης αντίδρασης, των πολέμων, αλλά και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και το ξέρουν καλά οι κεφαλαιοκράτες. Με τη συκοφαντική προπαγάνδα κατά της λαϊκοεπαναστατικής δράσης του ΔΣΕ επιδιώκουν ιδιαίτερα να τσακίσουν τη συνείδηση της νεολαίας, που έλκεται από κάθε τι το προοδευτικό, που μπορεί να ασπαστεί τις επαναστατικές ιδέες και να συμμετάσχει στον αγώνα για ένα κομμουνιστικό μέλλον.
Ετσι προσπάθησαν και προσπαθούν να μπολιάσουν τις λαϊκές και νεανικές συνειδήσεις με τον αντικομμουνισμό και να σβήσουν από τις μνήμες τα ιδανικά και τις αξίες της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, που είχαν θεριέψει κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, και είχαν φλογίσει τις καρδιές των Ελλήνων.
Το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους του οδήγησε το λαό στον ένοπλο αγώνα και στον εμφύλιο πόλεμο, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιώσει την αστική εξουσία. Ζήτημα το οποίο δε σταμάτησε να απασχολεί την πλουτοκρατία και τα κόμματά της, ούτε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, όπως απασχολούσε επίσης και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κοινωνικοπολιτική συμμαχία του ΕΑΜ. Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ» στο ζήτημα της εξουσίας.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Υπήρχε επίσης και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό. Στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του, αφού ήδη από την περίοδο της κατοχής στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί βεβαίως να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ. Αλλά και μετά την ήττα του κινήματος το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή στην απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων.
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ξεπήδησε και αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της μεγάλης όξυνσης που πήρε η ταξική πάλη στην Ελλάδα. Και ήταν αγώνας δίκαιος, αντιιμπεριαλιστικός, διεθνιστικός. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα λαϊκά οράματα, κόντρα στην επίθεση που εξαπέλυσαν κατά του ΕΑΜικού κινήματος, κατά του ΚΚΕ, τα συνασπισμένα αστικά κόμματα. Ηταν αγώνας ενάντια στους συμμάχους της εγχώριας αστικής τάξης, στην εγγλέζικη και στην αμερικανική στρατιωτικοπολιτική και οικονομική δύναμη, στα ψυχροπολεμικά «σχέδιο Μάρσαλ» και «δόγμα Τρούμαν».
Η τρίχρονη ηρωική εποποιία του ΔΣΕ αποτελεί ανεκτίμητο κεφάλαιο του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος της Ελλάδας, κεφάλαιο που καθαγιάστηκε με τη θυσία χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών, ανδρών, γυναικών, νέων, που άλλοι δίνοντας τη ζωή τους και άλλοι τραυματίες και ανάπηροι, με το αίμα τους πότισαν κι έθρεψαν τις ρίζες μιας λαϊκοδημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ελλάδας.
Αυτήν την εποποιία κανείς δεν έχει δικαίωμα να την υποβιβάσει σε ένα μελό που, με ολίγον από εμπορικό Χόλιγουντ και ολίγον από σκηνοθετικό «Τζέιμς Πάρις», στήνει ξανά στο απόσπασμα τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ που, με το ΚΚΕ οργανωτή και καθοδηγητή της πάλης τους, συνειδητά πάλεψαν και μάτωσαν για να υπάρξει η λαϊκή εξουσία.
«Ψυχή βαθιά» στον «πόλεμο» που συνεχίζεται...
της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ.
«για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!»
Αιμ. Βεάκης
Στη συγκυρία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας για την «αναθεώρηση» της ιστορίας από τη σκοπιά των «νικητών» με παραποιήσεις και ψέματα, κάθε δημιουργός καλείται να αποφασίσει αν θα «παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις και τις αυταπάτες, ή θα παραδώσει τον κόσμο στον άνθρωπο». Θα περίμενε κανείς ο Παντελής Βούλγαρης, ένας από τους σκηνοθέτες που άνοιξαν νέους θεματικούς και αισθητικούς ορίζοντες στον ελληνικό κινηματογράφο, να σηκώσει και πάλι το ανάστημά του απέναντι στη νέα και σφοδρότερη επίθεση των επικυρίαρχων κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς με την τελευταία ταινία του «Ψυχή βαθιά», προσθέτει και τη δική του φωνή στα κηρύγματα της λαϊκής υποταγής και συμμόρφωσης.
Η ταινία «Ψυχή βαθιά» πραγματεύεται το τελευταίο διάστημα του εμφύλιου στις βουνοκορφές του Γράμμου το 1949. Οι ήρωες είναι δύο αδέλφια τσοπανόπουλα, ο Ανέστης, 17 χρονών και ο 15χρονος Βλάσης - σύμβολα ενός γενικά «τυχαίου» κατά το σκηνοθέτη διχασμού του ελληνικού λαού - που επειδή γνωρίζουν τα περάσματα, βρέθηκαν ο πρώτος στις γραμμές του Εθνικού στρατού και ο δεύτερος του Δημοκρατικού.
Μετά τις πρώτες σκηνές γίνεται φανερό ότι η ταινία παρακάμπτει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων που εξιστορεί. Περιγράφεται ένας πόλεμος και μάλιστα με εξαντλητικές για τη βία του λεπτομέρειες: ποιες οι αιτίες του, ποιος ο χαρακτήρας και ο σκοπός του, ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν οι αντιμαχόμενες πλευρές; Ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρουν τέτοιου είδους θέματα, καθώς αποτελούν αντικείμενο των πολιτικών. Τον ίδιον απασχολεί η ανθρώπινη πλευρά αυτής της αδελφοκτόνας αιματοχυσίας. Λες και αυτή είναι έξω και ανεξάρτητη από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ωστόσο αναπότρεπτα το έργο κάνει πολιτική, εισχωρώντας μάλιστα στον ίδιο τον πυρήνα της: την ταξική πάλη. Το κεντρικό μήνυμα που από την αρχή ως το τέλος και με ομολογουμένως υψηλή αισθητική εκπέμπει σε διαφορετικές εντάσεις και αποχρώσεις, είναι το ανώφελο, ανέφικτο και ουτοπικό, αλλά συνάμα ζοφερό κι ολέθριο της κοινωνικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή, όπως στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, είναι το αναπόφευκτο προϊόν της απροκάλυπτης βίας από το συνασπισμό της ντόπιας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών κατά του ΕΑΜικού κινήματος για να εδραιώσουν την απειλούμενη εξουσία τους. «Ελληνες να σκοτώνουν Ελληνες;» αναφωνεί με ραγισμένη φωνή ο Θανάσης Βέγγος στο ρόλο ενός χωρικού που πηγαίνει στο αρχηγείο του τακτικού στρατού για να παραλάβει το σκοτωμένο στη μάχη από τους αντάρτες εγγονό του, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της ταινίας σκηνή.
Στην κεντρική επιδίωξη της ταινίας να υποβάλει στο θεατή με συγκινησιακούς και συναισθηματικούς προπαντός όρους την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας», και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», υποτάσσεται και η ιστορική αλήθεια. Στην όλη απλοϊκή και ευθύγραμμη αντιμετώπιση του θέματος, ως «κακοί» προβάλλονται μόνον οι ξένοι και όχι όλοι (ο αγγλικός παράγοντας αποσιωπάται): Από τη μια οι Αμερικανοί απαιτούν γρήγορο ξεκαθάρισμα και από την άλλη οι Σοβιετικοί αφήνουν αβοήθητους τους αντάρτες να περιμένουν μάταια τον Κόκκινο Στρατό, μια ευθεία παραπομπή στη θεωρία των υπερδυνάμεων, που αυτές τελικά και όχι η λαϊκή πάλη καθορίζουν τις τύχες του κόσμου. Αντίθετα όλοι οι Ελληνες, θύτες και θύματα εξισωμένοι, τόσο ο λαός (αντάρτες και φαντάροι) όσο και πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας, είναι «καλοί» και γεμάτοι ανθρωπιά. Η πολιτική ηγεσία του τόπου παρουσιάζεται αμήχανη και απρόθυμη να πάρει θέση (ας όψονται το αιματοκύλισμα του λαού το Δεκέμβρη του '44, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπισμοί και οι στυγερές δολοφονίες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των μελών του ΚΚΕ). Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού εμφανίζεται να αποφεύγει την αποφασιστική αναμέτρηση και να εξαναγκάζεται από τους Αμερικανούς στην τελική αιματηρή σύγκρουση με τη χρήση των βομβών Ναπάλμ. Οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ντόπιου πληθυσμού - μετά τη βίαιη εκκένωση των χωριών από τον τακτικό στρατό για να αποκοπούν οι αντάρτες από τα λαϊκά στηρίγματά τους - προβάλλονται ειδυλλιακές, με τη μάνα (Ελλάδα) να περιμένει τα δυο παιδιά της, τον Ανέστη και το Βλάση, ψήνοντας καλαμπόκι για τους φαντάρους.
Σ' αυτό το έδαφος ως αναμφισβήτητη αναδεικνύεται από την ταινία και η ηθική υπόσταση των ανταρτών με στοιχεία μάλιστα υπεροχής. Η αντάρτισσα Γιαννούλα αποστομώνει από το χωνί τον αξιωματικό του κυβερνητικού στρατού στο απέναντι χαράκωμα. Οι νεαροί μαχητές της ομάδας - που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή - δε μετανιώνουν για την επιλογή τους μπροστά στους δικαστές και βαδίζουν περήφανα στο θάνατο. Οι κακουχίες δεν τους λυγίζουν, «τραγουδούν και πολεμούν» χωρίς τροφή, γιατρούς, υποδομές και κατορθώνουν όχι απλά να αντέχουν, αλλά και να νικούν, παρά τη συντριπτική υπεροπλία των αντιπάλων τους. Σ' αυτόν τον άνισο αγώνα ηττήθηκαν, σύμφωνα με την ταινία, μόνον μετά τη χρήση των τρομερών βομβών Ναπάλμ, που για πρώτη φορά δοκιμάστηκαν στα βουνά του Γράμμου.
Ποια δύναμη όμως όπλιζε τους αντάρτες με τέτοιον αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, «τι φούντωνε τη θεϊκή ορμή τους;» όπως γράφει ο Αιμίλιος Βεάκης στο εξαίρετο ποίημά του με τον ομώνυμο τίτλο «Ψυχή βαθιά»; Να υποθέσουμε ότι είναι το παράτολμο της νιότης, το μίσος για τις βιαιότητες που διέπραξε και η αντίθετη πλευρά, το ξεμυάλισμα των ανήλικων χωριατόπαιδων από τους «αιθεροβάμονες ή τυχοδιώκτες» κομμουνιστές; Πληθώρα τέτοιων απαντήσεων μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από την ταινία. Η μόνη απάντηση που λείπει, είναι η αληθινή: Οτι δηλαδή οι αγωνιστές του ΔΣΕ έγραψαν αυτή την τρίχρονη εποποιία ψυχωμένοι από τη δύναμη της επαναστατικής τους ιδεολογίας, από το ιδανικό ενός καινούριου κόσμου, μιας ανώτερης ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς πολέμους, στερήσεις και εκμετάλλευση.
«Η αγάπη για την πατρίδα του λαού και όχι των αστών, για τόν ίδιο το Λαό, ο λαϊκοδημοκρατικός πατριωτισμός ήταν η ιδεολογία του ΔΣΕ, αντιιμπεριαλιστικός-διεθνιστικός, για τη λαϊκή εξουσία, ήταν ο χαρακτήρας της πάλης του. Τα στρατιωτικοπολεμικά κατορθώματά του προκαλούν μέχρι σήμερα το θαυμασμό ακόμη και αντιπάλων, γιατί ήταν ένας αληθινός λαϊκός επαναστατικός στρατός, από τους πιο δυναμικούς στον κόσμο, με στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση και οργάνωση και όχι ομάδες από γυναικόπαιδα, που συμπτωματικά βρέθηκαν στη φωτιά των χαρακωμάτων, όπως διαφαίνεται στην ταινία. Τα βήματα των μαχητών του καθοδηγούσαν οι μεγάλες αγωνιστικές παρακαταθήκες που άφησε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στη συνείδηση του λαού, μαζί και των νέων ακόμη και των ανήλικων, αφού κι αυτοί μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ήταν αξεχώριστο κομμάτι του αγώνα «για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία». Αυτή τη νέα ζωή οι μαχητές του ΔΣΕ δεν την είχαν ζήσει μόνο στη φαντασία τους. Είχαν αγγίξει χειροπιαστά το όνειρό τους, την εξουσία του λαού, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Γι' αυτό και γνώριζαν καλά για ποιο σκοπό πολεμούσαν. Ούτε μετάνιωσαν, ούτε τρελοί από τον πόνο ή τις τύψεις για το χαμό των συντρόφων τους παραδόθηκαν, όπως ο ήρωας της ταινίας Καπετάν Ντούρλας, σε μια από τις τελευταίες σκηνές της. Αντίθετα, προτιμούσαν το θάνατο από την αιχμαλωσία, όπως οι τρεις αντάρτες που έχοντας ξοδέψει στη μάχη και το τελευταίο τους βόλι, έπεσαν από την τρομερή κορυφή «Χάρος» στο ύψωμα Κοτύλι του Γράμμου. Αυτό το μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την απελευθέρωσή του από κάθε είδους καταναγκασμό, που καμιά δύναμη, κανένας στρατός δεν μπορεί να την ανακόψει, αυτό που τελικά αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης υπόστασης, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παραλείπεται μεγαλόφωνα από μια ταινία που φιλοδοξεί να είναι «ανθρωποκεντρική». Με λίγα λόγια το περιεχόμενό της βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον τίτλο της. Γιατί «βαθιά ψυχή» είναι η επαναστατική ψυχή.
Ομως πράγματι χρειάζεται πολύ θάρρος, χρειάζεται «ψυχή βαθιά» για να παραδεχτεί κανείς στις μέρες μας πως ο πόλεμος αυτός χάθηκε, όχι επειδή οι νικημένοι δεν είχαν το δίκιο με το μέρος τους, αλλά επειδή δεν ήταν έγκαιρα έτοιμοι για να νικήσουν. Και αν αυτή την ψυχή οι περισσότεροι από τους μεγάλους δημιουργούς μας την έχουν χάσει μέσα στο σημερινό συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων, θα τη φέρει και σ' αυτούς η λαϊκή πάλη, που με καινούριους μαχητές και μαχήτριες συνεχίζει την πορεία της, βέβαιη πως θα 'ρθει εκείνη η ώρα, που η ιστορία θα δικαιώσει τα ιδανικά, τους σκοπούς και τη θυσία των αγωνιστών του ΔΣΕ.
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!»
Αιμ. Βεάκης
Στη συγκυρία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας για την «αναθεώρηση» της ιστορίας από τη σκοπιά των «νικητών» με παραποιήσεις και ψέματα, κάθε δημιουργός καλείται να αποφασίσει αν θα «παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις και τις αυταπάτες, ή θα παραδώσει τον κόσμο στον άνθρωπο». Θα περίμενε κανείς ο Παντελής Βούλγαρης, ένας από τους σκηνοθέτες που άνοιξαν νέους θεματικούς και αισθητικούς ορίζοντες στον ελληνικό κινηματογράφο, να σηκώσει και πάλι το ανάστημά του απέναντι στη νέα και σφοδρότερη επίθεση των επικυρίαρχων κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς με την τελευταία ταινία του «Ψυχή βαθιά», προσθέτει και τη δική του φωνή στα κηρύγματα της λαϊκής υποταγής και συμμόρφωσης.
Η ταινία «Ψυχή βαθιά» πραγματεύεται το τελευταίο διάστημα του εμφύλιου στις βουνοκορφές του Γράμμου το 1949. Οι ήρωες είναι δύο αδέλφια τσοπανόπουλα, ο Ανέστης, 17 χρονών και ο 15χρονος Βλάσης - σύμβολα ενός γενικά «τυχαίου» κατά το σκηνοθέτη διχασμού του ελληνικού λαού - που επειδή γνωρίζουν τα περάσματα, βρέθηκαν ο πρώτος στις γραμμές του Εθνικού στρατού και ο δεύτερος του Δημοκρατικού.
Μετά τις πρώτες σκηνές γίνεται φανερό ότι η ταινία παρακάμπτει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων που εξιστορεί. Περιγράφεται ένας πόλεμος και μάλιστα με εξαντλητικές για τη βία του λεπτομέρειες: ποιες οι αιτίες του, ποιος ο χαρακτήρας και ο σκοπός του, ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν οι αντιμαχόμενες πλευρές; Ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρουν τέτοιου είδους θέματα, καθώς αποτελούν αντικείμενο των πολιτικών. Τον ίδιον απασχολεί η ανθρώπινη πλευρά αυτής της αδελφοκτόνας αιματοχυσίας. Λες και αυτή είναι έξω και ανεξάρτητη από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ωστόσο αναπότρεπτα το έργο κάνει πολιτική, εισχωρώντας μάλιστα στον ίδιο τον πυρήνα της: την ταξική πάλη. Το κεντρικό μήνυμα που από την αρχή ως το τέλος και με ομολογουμένως υψηλή αισθητική εκπέμπει σε διαφορετικές εντάσεις και αποχρώσεις, είναι το ανώφελο, ανέφικτο και ουτοπικό, αλλά συνάμα ζοφερό κι ολέθριο της κοινωνικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή, όπως στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, είναι το αναπόφευκτο προϊόν της απροκάλυπτης βίας από το συνασπισμό της ντόπιας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών κατά του ΕΑΜικού κινήματος για να εδραιώσουν την απειλούμενη εξουσία τους. «Ελληνες να σκοτώνουν Ελληνες;» αναφωνεί με ραγισμένη φωνή ο Θανάσης Βέγγος στο ρόλο ενός χωρικού που πηγαίνει στο αρχηγείο του τακτικού στρατού για να παραλάβει το σκοτωμένο στη μάχη από τους αντάρτες εγγονό του, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της ταινίας σκηνή.
Στην κεντρική επιδίωξη της ταινίας να υποβάλει στο θεατή με συγκινησιακούς και συναισθηματικούς προπαντός όρους την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας», και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», υποτάσσεται και η ιστορική αλήθεια. Στην όλη απλοϊκή και ευθύγραμμη αντιμετώπιση του θέματος, ως «κακοί» προβάλλονται μόνον οι ξένοι και όχι όλοι (ο αγγλικός παράγοντας αποσιωπάται): Από τη μια οι Αμερικανοί απαιτούν γρήγορο ξεκαθάρισμα και από την άλλη οι Σοβιετικοί αφήνουν αβοήθητους τους αντάρτες να περιμένουν μάταια τον Κόκκινο Στρατό, μια ευθεία παραπομπή στη θεωρία των υπερδυνάμεων, που αυτές τελικά και όχι η λαϊκή πάλη καθορίζουν τις τύχες του κόσμου. Αντίθετα όλοι οι Ελληνες, θύτες και θύματα εξισωμένοι, τόσο ο λαός (αντάρτες και φαντάροι) όσο και πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας, είναι «καλοί» και γεμάτοι ανθρωπιά. Η πολιτική ηγεσία του τόπου παρουσιάζεται αμήχανη και απρόθυμη να πάρει θέση (ας όψονται το αιματοκύλισμα του λαού το Δεκέμβρη του '44, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπισμοί και οι στυγερές δολοφονίες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των μελών του ΚΚΕ). Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού εμφανίζεται να αποφεύγει την αποφασιστική αναμέτρηση και να εξαναγκάζεται από τους Αμερικανούς στην τελική αιματηρή σύγκρουση με τη χρήση των βομβών Ναπάλμ. Οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ντόπιου πληθυσμού - μετά τη βίαιη εκκένωση των χωριών από τον τακτικό στρατό για να αποκοπούν οι αντάρτες από τα λαϊκά στηρίγματά τους - προβάλλονται ειδυλλιακές, με τη μάνα (Ελλάδα) να περιμένει τα δυο παιδιά της, τον Ανέστη και το Βλάση, ψήνοντας καλαμπόκι για τους φαντάρους.
Σ' αυτό το έδαφος ως αναμφισβήτητη αναδεικνύεται από την ταινία και η ηθική υπόσταση των ανταρτών με στοιχεία μάλιστα υπεροχής. Η αντάρτισσα Γιαννούλα αποστομώνει από το χωνί τον αξιωματικό του κυβερνητικού στρατού στο απέναντι χαράκωμα. Οι νεαροί μαχητές της ομάδας - που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή - δε μετανιώνουν για την επιλογή τους μπροστά στους δικαστές και βαδίζουν περήφανα στο θάνατο. Οι κακουχίες δεν τους λυγίζουν, «τραγουδούν και πολεμούν» χωρίς τροφή, γιατρούς, υποδομές και κατορθώνουν όχι απλά να αντέχουν, αλλά και να νικούν, παρά τη συντριπτική υπεροπλία των αντιπάλων τους. Σ' αυτόν τον άνισο αγώνα ηττήθηκαν, σύμφωνα με την ταινία, μόνον μετά τη χρήση των τρομερών βομβών Ναπάλμ, που για πρώτη φορά δοκιμάστηκαν στα βουνά του Γράμμου.
Ποια δύναμη όμως όπλιζε τους αντάρτες με τέτοιον αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, «τι φούντωνε τη θεϊκή ορμή τους;» όπως γράφει ο Αιμίλιος Βεάκης στο εξαίρετο ποίημά του με τον ομώνυμο τίτλο «Ψυχή βαθιά»; Να υποθέσουμε ότι είναι το παράτολμο της νιότης, το μίσος για τις βιαιότητες που διέπραξε και η αντίθετη πλευρά, το ξεμυάλισμα των ανήλικων χωριατόπαιδων από τους «αιθεροβάμονες ή τυχοδιώκτες» κομμουνιστές; Πληθώρα τέτοιων απαντήσεων μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από την ταινία. Η μόνη απάντηση που λείπει, είναι η αληθινή: Οτι δηλαδή οι αγωνιστές του ΔΣΕ έγραψαν αυτή την τρίχρονη εποποιία ψυχωμένοι από τη δύναμη της επαναστατικής τους ιδεολογίας, από το ιδανικό ενός καινούριου κόσμου, μιας ανώτερης ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς πολέμους, στερήσεις και εκμετάλλευση.
«Η αγάπη για την πατρίδα του λαού και όχι των αστών, για τόν ίδιο το Λαό, ο λαϊκοδημοκρατικός πατριωτισμός ήταν η ιδεολογία του ΔΣΕ, αντιιμπεριαλιστικός-διεθνιστικός, για τη λαϊκή εξουσία, ήταν ο χαρακτήρας της πάλης του. Τα στρατιωτικοπολεμικά κατορθώματά του προκαλούν μέχρι σήμερα το θαυμασμό ακόμη και αντιπάλων, γιατί ήταν ένας αληθινός λαϊκός επαναστατικός στρατός, από τους πιο δυναμικούς στον κόσμο, με στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση και οργάνωση και όχι ομάδες από γυναικόπαιδα, που συμπτωματικά βρέθηκαν στη φωτιά των χαρακωμάτων, όπως διαφαίνεται στην ταινία. Τα βήματα των μαχητών του καθοδηγούσαν οι μεγάλες αγωνιστικές παρακαταθήκες που άφησε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στη συνείδηση του λαού, μαζί και των νέων ακόμη και των ανήλικων, αφού κι αυτοί μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ήταν αξεχώριστο κομμάτι του αγώνα «για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία». Αυτή τη νέα ζωή οι μαχητές του ΔΣΕ δεν την είχαν ζήσει μόνο στη φαντασία τους. Είχαν αγγίξει χειροπιαστά το όνειρό τους, την εξουσία του λαού, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Γι' αυτό και γνώριζαν καλά για ποιο σκοπό πολεμούσαν. Ούτε μετάνιωσαν, ούτε τρελοί από τον πόνο ή τις τύψεις για το χαμό των συντρόφων τους παραδόθηκαν, όπως ο ήρωας της ταινίας Καπετάν Ντούρλας, σε μια από τις τελευταίες σκηνές της. Αντίθετα, προτιμούσαν το θάνατο από την αιχμαλωσία, όπως οι τρεις αντάρτες που έχοντας ξοδέψει στη μάχη και το τελευταίο τους βόλι, έπεσαν από την τρομερή κορυφή «Χάρος» στο ύψωμα Κοτύλι του Γράμμου. Αυτό το μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την απελευθέρωσή του από κάθε είδους καταναγκασμό, που καμιά δύναμη, κανένας στρατός δεν μπορεί να την ανακόψει, αυτό που τελικά αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης υπόστασης, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παραλείπεται μεγαλόφωνα από μια ταινία που φιλοδοξεί να είναι «ανθρωποκεντρική». Με λίγα λόγια το περιεχόμενό της βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον τίτλο της. Γιατί «βαθιά ψυχή» είναι η επαναστατική ψυχή.
Ομως πράγματι χρειάζεται πολύ θάρρος, χρειάζεται «ψυχή βαθιά» για να παραδεχτεί κανείς στις μέρες μας πως ο πόλεμος αυτός χάθηκε, όχι επειδή οι νικημένοι δεν είχαν το δίκιο με το μέρος τους, αλλά επειδή δεν ήταν έγκαιρα έτοιμοι για να νικήσουν. Και αν αυτή την ψυχή οι περισσότεροι από τους μεγάλους δημιουργούς μας την έχουν χάσει μέσα στο σημερινό συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων, θα τη φέρει και σ' αυτούς η λαϊκή πάλη, που με καινούριους μαχητές και μαχήτριες συνεχίζει την πορεία της, βέβαιη πως θα 'ρθει εκείνη η ώρα, που η ιστορία θα δικαιώσει τα ιδανικά, τους σκοπούς και τη θυσία των αγωνιστών του ΔΣΕ.
«Ψυχή βαθιά» και η ... αλήθεια πέρα!
Μια πρώτη προσέγγιση για τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που ασχολείται με τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα.
Μια πρώτη προσέγγιση για τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που ασχολείται με τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα.
της Τζία Γιοβάνη
Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας - Θεωρίας και Αισθητικής Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τις ολέθριες για το ΕΑΜικό κίνημα Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, η αστική τάξη της χώρας μας δεν είχε μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη ιδεολογική και πολιτική της κυριαρχία στο λαό. Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν το συσχετισμό δύναμης σε όφελός τους και να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους κατέφυγαν, με τη βοήθεια των Εγγλέζων συμμάχων τους, στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία. Χιλιάδες αγωνιστές, που αντιπάλεψαν τους φασίστες κατακτητές, διωκόμενοι από τις εγκληματικές συμμορίες των Σούρληδων και άλλων που έστησε το αστικό κράτος, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με τα όπλα στο χέρι. Το λαϊκό κίνημα βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή, ταπείνωση, εξανδραποδισμός ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση; Αν και με καθυστέρηση, επέλεξε το δεύτερο δρόμο. Στα βουνά γεννήθηκε το νέο αντάρτικο, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) και ο ηρωικός μεγαλειώδης ένοπλος αγώνας του, με ψυχή του το ΚΚΕ, ενάντια στο συνασπισμό των αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους, Εγγλέζων και, στη συνέχεια, Αμερικανών.
Τα παραπάνω εισαγωγικά στοιχεία θα έπρεπε να αναγιγνώσκονται στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, εφόσον το θέμα της άπτεται όχι απλά της μοίρας των απλών ανθρώπων ή των «λησμονημένων θυμάτων» και των δύο πλευρών του εμφύλιου πολέμου, στο Γράμμο και το Βίτσι, όπως διατείνεται ο σκηνοθέτης, αλλά των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, που επέλεξαν να βρίσκονται στις γραμμές του ΔΣΕ, που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Αυτήν την καθοριστική ιδιότητα, των ...«άκλαυτων θυμάτων», ο σκηνοθέτης φαίνεται να προσπερνά σκοπίμως. Γι' αυτό εξάλλου επέλεξε για τους κεντρικούς ρόλους τόσο νεαρούς ήρωες, που να υπάρχει λόγος να αναρωτιέται κανείς, καλά αυτά τα παιδαρέλια ξέρουν τι κάνουν; Γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται; Φρόντισε ο Βούλγαρης, κάνοντας μια ταινία μυθοπλασίας, να έχει καλυμμένα τα νώτα όταν θα κατηγορηθεί για παραχάραξη και διαστρέβλωση της Ιστορίας. Βέβαια θέση έχει ήδη πάρει, με το να αντιμετωπίζει το κατ' εξοχήν πολιτικό θέμα με το οποίο καταπιάνεται, με όρους αποκλειστικά ηθικούς - καλού και κακού - και να μεριμνά επιμελώς, ώστε η αφήγησή του να κινείται αυστηρά σε πλαίσιο πολιτικο-ιδεολογικού κενού αέρος.
Η μυθοπλασία της ταινίας
Η ιστορία διαδραματίζεται στα πεδία των μαχών. Ο ένοπλος αγώνας κορυφώνεται, η έκβασή του παραμένει ακόμη άγνωστη, οι μάχες μαίνονται στις βουνοκορφές του Γράμμου το '49, νυχθημερόν, ακατάπαυστες, άνισες, σώμα με σώμα. Η αφήγηση εστιάζει στη μοίρα δύο αδελφών - τσοπάνων και σε δεύτερο πλάνο αρχίζουν να διακρίνονται και να αποκτούν υπόσταση και τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν τις ομάδες των στρατιωτικών και ανταρτών, μέσα στις οποίες κινούνται οι δύο ήρωες. Τα ανήλικα τσοπανόπουλα έχουν την ιδιότητα να γνωρίζουν με κλειστά μάτια τα περάσματα στα βουνά. Ο μεγάλος, ο 17χρονος Ανέστης, φαίνεται ότι παραμένει οδηγός στον κυβερνητικό στρατό από φόβο μην κάνουν κακό στη μητέρα του, ενώ ο μικρότερος, ο 14χρονος Βλάσης που επέλεξε να περάσει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού, έχει ήδη προβιβαστεί σε πολυβολητή και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Δημοκρατικού Στρατού. Στην τελετή απονομής των παρασήμων και στο αντάρτικο γλέντι που ακολουθεί, γνωρίζουμε τους μαχητές και άλλων αντάρτικων ομάδων που δρουν στην περιοχή, όλοι τους νεαρά παιδιά.
Και μέσα από την ταινία φαίνεται ότι παρά την κλιμακούμενη θηριωδία οι ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι αντάρτες δε λένε να ηττηθούν. Οι Αμερικανοί, που έχουν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους, βιάζονται να τελειώνουν με τους κομμουνιστές. Εμφανίζεται και ο Τρούμαν, που απαιτεί συντριβή της «ανταρσίας» σε σύντομο διάστημα και ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στρατηγός Βαν Φλιτ, να συμπεριφέρεται ως εκλήθη να συμπεριφερθεί από τον «εξαίρετο» πατριώτη, τότε υπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο τού «Στρατηγέ! Ιδού ο στρατός σας!» (ο τελευταίος δεν εμφανίζεται στην ταινία).
Σε ρόλο αρχιστράτηγου, λοιπόν, ο Βαν Φλιτ αναμειγνύεται, όχι μόνο στα πολιτικά πράγματα των Αθηνών, αλλά και στην οργάνωση και διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του ΔΣΕ, υπό την αδιάλειπτη συνεργασία της Αμερικανικής Πρεσβείας και του Σταθμαρχείου της CIA στην Ελλάδα. Το όνομα του Βαν Φλιτ συνδέθηκε άρρηκτα με τη χρήση των ναπάλμ. Οι ανθρώπινοι στόχοι βομβαρδίζονται αλύπητα, με το που σκάει η βόμβα στο έδαφος και λόγω της τρομακτικής θερμοκρασίας που δημιουργεί, κατακαίει τα πάντα σε απόσταση πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Οι βόμβες ναπάλμ πρωτοδοκιμάστηκαν στο Γράμμο με πειραματόζωα τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και την πλήρη συγκατάβαση του ανωτάτου κλιμακίου της ηγεσίας του κυβερνητικού στρατού (παρ' όλα αυτά, στην ταινία εμφανίζεται δήθεν ο Ελληνας αξιωματικός να δυσανασχετεί). Ολα αυτά με κάποιο τρόπο εμφανίζονται στην οθόνη. Ομως, ο σκηνοθέτης επιμένει κυρίως να βρίσκεται και να απεικονίζει τις σφαγές που εκτυλίσσονται στα πεδία των μαχών τις οποίες αναπαριστά με δομικά στοιχεία χολιγουντιανής αισθητικής: Αναβλύζον - πέραν του δέοντος - αίμα, εμμονή σε λεπτομέρειες διαμελισμένων σωμάτων υπό τον ήχο επιθανάτιου ρόγχου, παρατεταμένη διάρκεια πλάνων, κατάχρηση της θεματικής επανάληψης, σε βαθμό που κάπου να αγγίζει τα όρια της υπερβολής και ίσως του κακού γούστου, ενώ δε λείπει και ...μια ιστορία αγάπης των αντιμαχόμενων πλευρών.
Ξαναγράψιμο της Ιστορίας
«Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό που μέσα μου επιμένει να με συγκλονίζει», δηλώνει ο σκηνοθέτης και με αυτόν τον τρόπο «καθαρίζει» για τη φαινομενική απουσία πολιτικής και ιστορικής προσέγγισης.
Ετσι, δεν απομένει παρά η ανθρωπιστική, «σύγχρονη», «στρογγυλεμένη» και αριστερή υποτίθεται προσέγγιση. Πανέξυπνα, λοιπόν, συνθέτει προσωπογραφίες μεμονωμένων «λησμονημένων θυμάτων» του ΔΣΕ και όχι συλλογικά πορτρέτα είτε μιας ομάδας ή του συνόλου των ομάδων των ανταρτών. Στο στόμα των όχι τόσο νεαρών ηλικιακά στελεχών του ΔΣΕ βάζει ξεκάρφωτες αποφθεγματικές φράσεις «Πού είναι οι Σοβιετικοί σύντροφοι; Πότε θα έχουμε υποστήριξη; Το Κρεμλίνο θα έχει πολλούς διαδρόμους...», λόγια που παραπέμπουν ξεκάθαρα στις αντιδραστικές θεωρίες για το «μοίρασμα του κόσμου» και συνοδεύονται από συναισθήματα βαθιάς απογοήτευσης κι απόγνωσης που οδηγούν στην αυτοκτονία.
Κάποιος που δε γνωρίζει, ουδέποτε πρόκειται να μάθει την πραγματική ιστορία του ΔΣΕ, εάν φυσικά δεν ενδιαφερθεί ο ίδιος. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τους φορείς που χρηματοδότησαν την παραγωγή της ταινίας απ' τη μια, μεταξύ αυτών αρκετά υπουργεία, καθώς και τη συνταγή και τις δόσεις υλικών για άσφαιρα καλλιτεχνικά προϊόντα, θα τολμούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν απέχει πολύ η ώρα που το συγκεκριμένο φιλμ θα συνιστά ...υλικό εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Η ταινία του Βούλγαρη, όπως το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αποτελεί ένα έγκυρο βήμα προς την - όσο παίρνει - αλλοίωση, προς το - όσο περνάει - ξαναγράψιμο της Ιστορίας. Αν βάλει κανείς την εθνική περιπέτεια στην οποία οι «αιθεροβάμονες» κομμουνιστές έσυραν το έθνος στη μια πλευρά και στην άλλη τις βόμβες ναπάλμ, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις και τις φυλακές, η πλάστιγγα κάπου ισοφαρίζει.
Εν μέσω έξαρσης μιας οργανωμένης αντικομμουνιστικής εκστρατείας, με μετέωρη συναισθηματική φόρτιση και μελοδραματικά γυρίσματα, η ταινία, με τον τρόπο που είναι φτιαγμένη, σχεδόν υποχρεώνει το κοινό της να καταδικάσει τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, ειδικά όταν πηγάζει από ...έναν, χωρίς νόημα, αδελφοκτόνο παραλογισμό. Συμπληρωματικό στοιχείο στα παραπάνω, ώστε να ολοκληρωθεί η άκρως επικίνδυνη θέση της νέας τάξης πραγμάτων, συνιστά η σοσιαλδημοκρατικής χροιάς έννοια κλειδί «συμφιλίωση», σύγκλιση δηλαδή των ταξικών διαφορών και συμφερόντων, ειδικά σήμερα.
Τα παραπάνω εισαγωγικά στοιχεία θα έπρεπε να αναγιγνώσκονται στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, εφόσον το θέμα της άπτεται όχι απλά της μοίρας των απλών ανθρώπων ή των «λησμονημένων θυμάτων» και των δύο πλευρών του εμφύλιου πολέμου, στο Γράμμο και το Βίτσι, όπως διατείνεται ο σκηνοθέτης, αλλά των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, που επέλεξαν να βρίσκονται στις γραμμές του ΔΣΕ, που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Αυτήν την καθοριστική ιδιότητα, των ...«άκλαυτων θυμάτων», ο σκηνοθέτης φαίνεται να προσπερνά σκοπίμως. Γι' αυτό εξάλλου επέλεξε για τους κεντρικούς ρόλους τόσο νεαρούς ήρωες, που να υπάρχει λόγος να αναρωτιέται κανείς, καλά αυτά τα παιδαρέλια ξέρουν τι κάνουν; Γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται; Φρόντισε ο Βούλγαρης, κάνοντας μια ταινία μυθοπλασίας, να έχει καλυμμένα τα νώτα όταν θα κατηγορηθεί για παραχάραξη και διαστρέβλωση της Ιστορίας. Βέβαια θέση έχει ήδη πάρει, με το να αντιμετωπίζει το κατ' εξοχήν πολιτικό θέμα με το οποίο καταπιάνεται, με όρους αποκλειστικά ηθικούς - καλού και κακού - και να μεριμνά επιμελώς, ώστε η αφήγησή του να κινείται αυστηρά σε πλαίσιο πολιτικο-ιδεολογικού κενού αέρος.
Η μυθοπλασία της ταινίας
Η ιστορία διαδραματίζεται στα πεδία των μαχών. Ο ένοπλος αγώνας κορυφώνεται, η έκβασή του παραμένει ακόμη άγνωστη, οι μάχες μαίνονται στις βουνοκορφές του Γράμμου το '49, νυχθημερόν, ακατάπαυστες, άνισες, σώμα με σώμα. Η αφήγηση εστιάζει στη μοίρα δύο αδελφών - τσοπάνων και σε δεύτερο πλάνο αρχίζουν να διακρίνονται και να αποκτούν υπόσταση και τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν τις ομάδες των στρατιωτικών και ανταρτών, μέσα στις οποίες κινούνται οι δύο ήρωες. Τα ανήλικα τσοπανόπουλα έχουν την ιδιότητα να γνωρίζουν με κλειστά μάτια τα περάσματα στα βουνά. Ο μεγάλος, ο 17χρονος Ανέστης, φαίνεται ότι παραμένει οδηγός στον κυβερνητικό στρατό από φόβο μην κάνουν κακό στη μητέρα του, ενώ ο μικρότερος, ο 14χρονος Βλάσης που επέλεξε να περάσει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού, έχει ήδη προβιβαστεί σε πολυβολητή και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Δημοκρατικού Στρατού. Στην τελετή απονομής των παρασήμων και στο αντάρτικο γλέντι που ακολουθεί, γνωρίζουμε τους μαχητές και άλλων αντάρτικων ομάδων που δρουν στην περιοχή, όλοι τους νεαρά παιδιά.
Και μέσα από την ταινία φαίνεται ότι παρά την κλιμακούμενη θηριωδία οι ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι αντάρτες δε λένε να ηττηθούν. Οι Αμερικανοί, που έχουν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους, βιάζονται να τελειώνουν με τους κομμουνιστές. Εμφανίζεται και ο Τρούμαν, που απαιτεί συντριβή της «ανταρσίας» σε σύντομο διάστημα και ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στρατηγός Βαν Φλιτ, να συμπεριφέρεται ως εκλήθη να συμπεριφερθεί από τον «εξαίρετο» πατριώτη, τότε υπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο τού «Στρατηγέ! Ιδού ο στρατός σας!» (ο τελευταίος δεν εμφανίζεται στην ταινία).
Σε ρόλο αρχιστράτηγου, λοιπόν, ο Βαν Φλιτ αναμειγνύεται, όχι μόνο στα πολιτικά πράγματα των Αθηνών, αλλά και στην οργάνωση και διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του ΔΣΕ, υπό την αδιάλειπτη συνεργασία της Αμερικανικής Πρεσβείας και του Σταθμαρχείου της CIA στην Ελλάδα. Το όνομα του Βαν Φλιτ συνδέθηκε άρρηκτα με τη χρήση των ναπάλμ. Οι ανθρώπινοι στόχοι βομβαρδίζονται αλύπητα, με το που σκάει η βόμβα στο έδαφος και λόγω της τρομακτικής θερμοκρασίας που δημιουργεί, κατακαίει τα πάντα σε απόσταση πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Οι βόμβες ναπάλμ πρωτοδοκιμάστηκαν στο Γράμμο με πειραματόζωα τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και την πλήρη συγκατάβαση του ανωτάτου κλιμακίου της ηγεσίας του κυβερνητικού στρατού (παρ' όλα αυτά, στην ταινία εμφανίζεται δήθεν ο Ελληνας αξιωματικός να δυσανασχετεί). Ολα αυτά με κάποιο τρόπο εμφανίζονται στην οθόνη. Ομως, ο σκηνοθέτης επιμένει κυρίως να βρίσκεται και να απεικονίζει τις σφαγές που εκτυλίσσονται στα πεδία των μαχών τις οποίες αναπαριστά με δομικά στοιχεία χολιγουντιανής αισθητικής: Αναβλύζον - πέραν του δέοντος - αίμα, εμμονή σε λεπτομέρειες διαμελισμένων σωμάτων υπό τον ήχο επιθανάτιου ρόγχου, παρατεταμένη διάρκεια πλάνων, κατάχρηση της θεματικής επανάληψης, σε βαθμό που κάπου να αγγίζει τα όρια της υπερβολής και ίσως του κακού γούστου, ενώ δε λείπει και ...μια ιστορία αγάπης των αντιμαχόμενων πλευρών.
Ξαναγράψιμο της Ιστορίας
«Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό που μέσα μου επιμένει να με συγκλονίζει», δηλώνει ο σκηνοθέτης και με αυτόν τον τρόπο «καθαρίζει» για τη φαινομενική απουσία πολιτικής και ιστορικής προσέγγισης.
Ετσι, δεν απομένει παρά η ανθρωπιστική, «σύγχρονη», «στρογγυλεμένη» και αριστερή υποτίθεται προσέγγιση. Πανέξυπνα, λοιπόν, συνθέτει προσωπογραφίες μεμονωμένων «λησμονημένων θυμάτων» του ΔΣΕ και όχι συλλογικά πορτρέτα είτε μιας ομάδας ή του συνόλου των ομάδων των ανταρτών. Στο στόμα των όχι τόσο νεαρών ηλικιακά στελεχών του ΔΣΕ βάζει ξεκάρφωτες αποφθεγματικές φράσεις «Πού είναι οι Σοβιετικοί σύντροφοι; Πότε θα έχουμε υποστήριξη; Το Κρεμλίνο θα έχει πολλούς διαδρόμους...», λόγια που παραπέμπουν ξεκάθαρα στις αντιδραστικές θεωρίες για το «μοίρασμα του κόσμου» και συνοδεύονται από συναισθήματα βαθιάς απογοήτευσης κι απόγνωσης που οδηγούν στην αυτοκτονία.
Κάποιος που δε γνωρίζει, ουδέποτε πρόκειται να μάθει την πραγματική ιστορία του ΔΣΕ, εάν φυσικά δεν ενδιαφερθεί ο ίδιος. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τους φορείς που χρηματοδότησαν την παραγωγή της ταινίας απ' τη μια, μεταξύ αυτών αρκετά υπουργεία, καθώς και τη συνταγή και τις δόσεις υλικών για άσφαιρα καλλιτεχνικά προϊόντα, θα τολμούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν απέχει πολύ η ώρα που το συγκεκριμένο φιλμ θα συνιστά ...υλικό εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Η ταινία του Βούλγαρη, όπως το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αποτελεί ένα έγκυρο βήμα προς την - όσο παίρνει - αλλοίωση, προς το - όσο περνάει - ξαναγράψιμο της Ιστορίας. Αν βάλει κανείς την εθνική περιπέτεια στην οποία οι «αιθεροβάμονες» κομμουνιστές έσυραν το έθνος στη μια πλευρά και στην άλλη τις βόμβες ναπάλμ, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις και τις φυλακές, η πλάστιγγα κάπου ισοφαρίζει.
Εν μέσω έξαρσης μιας οργανωμένης αντικομμουνιστικής εκστρατείας, με μετέωρη συναισθηματική φόρτιση και μελοδραματικά γυρίσματα, η ταινία, με τον τρόπο που είναι φτιαγμένη, σχεδόν υποχρεώνει το κοινό της να καταδικάσει τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, ειδικά όταν πηγάζει από ...έναν, χωρίς νόημα, αδελφοκτόνο παραλογισμό. Συμπληρωματικό στοιχείο στα παραπάνω, ώστε να ολοκληρωθεί η άκρως επικίνδυνη θέση της νέας τάξης πραγμάτων, συνιστά η σοσιαλδημοκρατικής χροιάς έννοια κλειδί «συμφιλίωση», σύγκλιση δηλαδή των ταξικών διαφορών και συμφερόντων, ειδικά σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου