Δίχως άλλο καμμία ευρωπαϊκή πόλις δεν είναι δυνατόν να έχη την υπηρεσίαν καθαριότητος, την οποίαν έχουν τα βουνά. Επειδή, ως επί το πλείστον είναι κακοπάτητα και το χειρότερο ακόμη τα διάφορα ζώα, είτε ήμερα είτε άγρια, ευρίσκονται εις κατάστασιν διαρκούς εμφυλίου πολέμου - αυτούς τους μήνας μάλιστα οι οποίοι είναι ερωτική εποχή των προβάτων σκοτώνονται καθημερινώς κριάρια αλληλομαχόμενα διά τας Ιουλιέτας των κοπαδιών των - τα όρνια εκτελούν μεγάλην κοινωνικήν αποστολήν, καθαρίζοντα αμέσως τα βουνά από τους νεκρούς μαχητάς του Έρωτος.
Μία ποιμενική παράδοσις βεβαιοί, ότι τα όρνια ανέλαβον την εργασίαν ταύτην κατά διαταγήν αγίου ανθρώπου, του Αθανασίου, του εξομολογητού, ιδιαιτέρου προστάτου των προβάτων.
Ο άγιος Αθανάσιος διήρχετο κάποτε τα βουνά κηρύσσων τον λόγον του Θεού και εξομολογών τους αμαρτωλούς. Άμα έφθασεν εις μίαν κορυφήν της Ευρυτανίας, η οποία αποτελεί το σύνορον Θεσσαλίας, Ηπείρου και Στερεάς, επλησίασε μίαν στάνην όπου απέκρυψε την ιδιότητά του και προσποιηθείς τον στρατοκόπον εζήτησε από τους ποιμένας ολίγον γάλα.
Εδώ η παράδοσις είναι φανερά αντιποιμενική, διότι διηγείται ότι οι ποιμένες δεν του έδωκαν γάλα, πράγμα το οποίον είναι αντίθετον προς τα ποιμενικά έθιμα, όπως ημπορούν να βεβαιώσουν όλοι όσοι έτυχαν να περάσουν από στάνην. Τόσον το θεωρούν υποχρέωσίν των να περιποιηθούν διαβάτας, ώστε και μακράν της στρούγγας των αν περάσητε, θα σας καλέσουν εις τα κονάκια των, τα οποία άλλως τε υποβάλλονται εις ειδικήν φορολογίαν όπως «απαντούν τα έξοδα» της φιλοξενίας.
Εις μίαν μελέτην περί των Σαρακατσάνων (σκηνιτών) την οποίαν γράφω, παραθέτω φορολογικούς καταλόγους τσελιγγάτων, εις τους οποίους η πρώτη μερίς είναι τα «μουσαφιρλίκια». Κατά δέκα λεπτά φορολογεί ο τσέλιγγας έκαστον πρόβατον των υπ’ αυτόν σκηνιτών διά την φιλοξενίαν των διαβατών.
Η παράδοσις μόλα ταύτα επιμένει ότι εις τον Άγιον Αθανάσιον δεν έδωσαν ούτε γάλα. Εκείνος λοιπόν ύψωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και κατηράσθη την στάνην, ζητήσας να γίνουν τα πρόβατα όρνια. Αμέσως τα κοπάδια έγιναν φτερωτά και οι ποιμένες έμειναν με της γκλίτσες ξηρές.
- Εσείς δε αθώα πλάσματα του Θεού, είπεν ο Άγιος, να περιπλανάσθε εις τα βουνά και να τα καθαρίζετε από πάσαν ακαθαρσίαν.
Τα όρνια τότε πήραν τα βουνά και επεδόθησαν εις το ανατεθέν έργον των. Μερικά όμως έμειναν εκεί κοντά στο μανδρί των, όπου και σήμερον περιπλανώνται γύρω από τα ερείπια της στάνης, αναζητούντα τους πιστικούς των και τα σκυλιά.
Προχθές το βράδυ πέρασα εις την «Αφορεσμένην» - είναι το όνομα της κατηραμένης στάνης - και έμεινα εκεί δύο τρεις ώρας.
Να ιδήτε, μου έλεγαν πέντε εξ Σαρακατσαναίοι που με συνώδευαν, να ιδήτε ότι άμα βλέπουν άσπρη κάππα, που φορούμε ημείς οι βλάχοι, δεν φεύγουν γιατί θαρρούν πως είμαστε οι δικοί των οι τσοπάνηδες.
Πραγματικώς τα όρνια δεν παρεμέρισαν και επεράσαμε ανάμεσα των δίχως να διακόψουν την βοσκήν των. Εκάθησα εις τα ερείπια της στάνης και μου ήλθεν ο πειρασμός να τουφεκίσω το ορνεοκοπάδι, επειδή το κόκαλό των γίνεται λαμπρά φλογέρα.
- Μη τα ντουφεκάς, τα καημένα... Κρίμα... θάρρεψαν γιατί είδαν εμάς...
Αλλ’ εκείνα, ως αντελήφθην, δεν εκινούντο, διότι είχον προ ολίγου πέσει επάνω εις ένα γκρεμισμένο άλογο από το οποίον μόνον τα κόκαλά του είχον αφήσει. Όταν μετ’ ολίγον μας έπιασε η βροχή και απεσύρθημεν κάτω από ένα έλατον, αυτά επήγαν απέναντι μας εις ένα κέδρον και έμειναν εκεί ως πρόβατα.
Οι Σαρακατσάνοι μού επέμειναν, ότι εκεί ήταν ο «σταλός των» όταν ήσαν πρόβατα και επήγαν κατά συνήθειαν, την οποίαν έχουν τα πρόβατα την μεσημβρίαν να λημεριάζουν υπό παχύσκια δένδρα.
Όταν ο καιρός αναπήρε, συνεκεντρώθησαν εκεί πολλοί Σαρακατσάνοι και είδα πως ήτο αδιάσειστος η πεποίθησίς των, ότι όρνια προ του αφορισμού δεν υπήρχον και ότι ο δημιουργός των είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Ίσως έκτοτε οι Σαρακατσάνοι να έγιναν τόσον φιλόξενοι. Αλλά τα όρνια μένουν όρνια και καθαρίζουν τα βουνά με ηλεχτρικήν ταχύτητα. Μόλις γκρεμισθούν ή ψοφήσουν πρόβατα, άλογα, μουλάρια, κ.λ.π. επιπίπτουν τα όρνια και τα καθαρίζουν αυτοστιγμεί.
Φαίνεται δε ότι παρομοίας υπηρεσίας προσέφεραν και κατά το Εικοσιένα. Οι βοσκοί ερευνούν επιμόνως τα σπήλαια όπου κάνουν τις φωλιές των με την ιδέαν ότι θα εύρουν χρυσαφικά, ιδίως δακτυλίδια, τα οποία μετέφερον εκεί τα όρνια μαζί με τα χέρια των νεκρών κλεφτών που ήρπαζον από τα πεδία των μαχών. Ένας Σαρακατσάνος μου έδειξε χρυσό δακτυλίδι που ευρήκε μέσα εις μίαν ορνιοφωλιάν μαζί με σκελετούς ανθρωπίνων χεριών.
Ελησμόνησα να σημειώσω παραπάνω, ότι υπάρχουν και όρνια, τα οποία δεν τρώγουν μόνον το κρέας, άλλοι ροφούν και τα κόκαλα, εντεύθεν δε και ειδική ονομασία των «κοκαλιάδες». Οι κοκαλιάδες αρπάζουν τα κόκαλα και αφού προχωρήσουν πολύ υψηλά να πετούν απ’ εκεί επάνω εις πετρώδη μέρη διά να σπάσουν. Καταβαίνουν έπειτα και επιδίδονται εις την απορρόφησιν των μεδουλιών των.
Οι κλέφτες του Εικοσιένα όμως ήσαν υπερήφανοι, ώστε να μη θέλουν να φαίνωνται ότι τρώγουν τα κορμιά των τα όρνια όπως τα ψοφίμια. (Οι κλέφτες τους από φυσικόν θάνατον αποθνήσκοντας ονομάζουν ψοφίμια και ηύχοντο διά τον εαυτόν των να τελειώσουν ως σφαγάδια, τουτέστι να σκοτωθούν εις τον πόλεμον). Η υπερηφάνειά των λοιπόν δεν τους επέτρεπε να νομίζουν ότι θα γίνουν βορά των όρνιων, αλλά των σταυραετών, προς τους οποίους και απευθύνονται τα επιθανάτια τραγούδια των:
Φάγε - ν - αητέ μ’ τα νειάτα μου,
φάγε την αντρειά μου,
να κάμης πήχυ το φτερό και
σπιθαμή το νύχι.
Ίσως είναι η ποιητικωτέρα διάθεσις των πολεμιστών του Εικοσιένα το να θέλουν να μετενσαρκωθούν μέσα στις σπαθωτές φτερούγες των αητών που χαίρονται τα ύψη και δέρνουν βροντερά τον αιθέρα, όπως τα πολύηχα άρματά των. Ένα αρματολικό τραγούδι λέγει:
Το πώς βροντάει ο σταυραετός
όντας αργοκινάει,
έτσ’ όντας συναρίζεται
κι ο γλεντερός ο Κλέφτης.
Ήτο δυνατόν ο «γλεντερός κλέφτης» να παραδεχθή, ότι τα νειάτα του τρέφουν τα όρνια, τα δυσκίνητα, τα πεζότατα, τα ταπεινά αυτά ζώα; Ημείς εδώ όταν πρόκειται να επιπλήξωμεν κανένα ως βραδυκίνητον, ως μπουνταλάν, ως άχθος αρούρης, έχομεν πρόχειρον την φράσιν.
- Όρνιο της Καράβας!
Καράβα δε ονομάζεται η σειρά των κορυφών της Οξιάς όπου περιπλανώνται τα θύματα του αφορισμού του Αγίου Αθανασίου, καθαρίζοντα τους γκρεμούς από τα ψοφίμια δίχως αστυιατρικήν υπηρεσίαν, την οποίαν έχουν οι Αθηναίοι, που εκτελούν παρομοίαν υπηρεσίαν εις πολλά Αθηναϊκά ξενοδοχεία… Κατά τούτο τα όρνια διαφέρουν μερικών Αθηναίων, οι οποίοι πληρώνουν αστυιάτρους, πληρώνουν εφημερίδας διά να διαβάζουν τα «απόζοντα» εξ ακαθαρσίας ξενοδοχεία και έπειτα πηγαίνουν και τρώγουν εις τα ίδια ξενοδοχεία.
Μία ποιμενική παράδοσις βεβαιοί, ότι τα όρνια ανέλαβον την εργασίαν ταύτην κατά διαταγήν αγίου ανθρώπου, του Αθανασίου, του εξομολογητού, ιδιαιτέρου προστάτου των προβάτων.
Ο άγιος Αθανάσιος διήρχετο κάποτε τα βουνά κηρύσσων τον λόγον του Θεού και εξομολογών τους αμαρτωλούς. Άμα έφθασεν εις μίαν κορυφήν της Ευρυτανίας, η οποία αποτελεί το σύνορον Θεσσαλίας, Ηπείρου και Στερεάς, επλησίασε μίαν στάνην όπου απέκρυψε την ιδιότητά του και προσποιηθείς τον στρατοκόπον εζήτησε από τους ποιμένας ολίγον γάλα.
Εδώ η παράδοσις είναι φανερά αντιποιμενική, διότι διηγείται ότι οι ποιμένες δεν του έδωκαν γάλα, πράγμα το οποίον είναι αντίθετον προς τα ποιμενικά έθιμα, όπως ημπορούν να βεβαιώσουν όλοι όσοι έτυχαν να περάσουν από στάνην. Τόσον το θεωρούν υποχρέωσίν των να περιποιηθούν διαβάτας, ώστε και μακράν της στρούγγας των αν περάσητε, θα σας καλέσουν εις τα κονάκια των, τα οποία άλλως τε υποβάλλονται εις ειδικήν φορολογίαν όπως «απαντούν τα έξοδα» της φιλοξενίας.
Εις μίαν μελέτην περί των Σαρακατσάνων (σκηνιτών) την οποίαν γράφω, παραθέτω φορολογικούς καταλόγους τσελιγγάτων, εις τους οποίους η πρώτη μερίς είναι τα «μουσαφιρλίκια». Κατά δέκα λεπτά φορολογεί ο τσέλιγγας έκαστον πρόβατον των υπ’ αυτόν σκηνιτών διά την φιλοξενίαν των διαβατών.
Η παράδοσις μόλα ταύτα επιμένει ότι εις τον Άγιον Αθανάσιον δεν έδωσαν ούτε γάλα. Εκείνος λοιπόν ύψωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και κατηράσθη την στάνην, ζητήσας να γίνουν τα πρόβατα όρνια. Αμέσως τα κοπάδια έγιναν φτερωτά και οι ποιμένες έμειναν με της γκλίτσες ξηρές.
- Εσείς δε αθώα πλάσματα του Θεού, είπεν ο Άγιος, να περιπλανάσθε εις τα βουνά και να τα καθαρίζετε από πάσαν ακαθαρσίαν.
Τα όρνια τότε πήραν τα βουνά και επεδόθησαν εις το ανατεθέν έργον των. Μερικά όμως έμειναν εκεί κοντά στο μανδρί των, όπου και σήμερον περιπλανώνται γύρω από τα ερείπια της στάνης, αναζητούντα τους πιστικούς των και τα σκυλιά.
Προχθές το βράδυ πέρασα εις την «Αφορεσμένην» - είναι το όνομα της κατηραμένης στάνης - και έμεινα εκεί δύο τρεις ώρας.
Να ιδήτε, μου έλεγαν πέντε εξ Σαρακατσαναίοι που με συνώδευαν, να ιδήτε ότι άμα βλέπουν άσπρη κάππα, που φορούμε ημείς οι βλάχοι, δεν φεύγουν γιατί θαρρούν πως είμαστε οι δικοί των οι τσοπάνηδες.
Πραγματικώς τα όρνια δεν παρεμέρισαν και επεράσαμε ανάμεσα των δίχως να διακόψουν την βοσκήν των. Εκάθησα εις τα ερείπια της στάνης και μου ήλθεν ο πειρασμός να τουφεκίσω το ορνεοκοπάδι, επειδή το κόκαλό των γίνεται λαμπρά φλογέρα.
- Μη τα ντουφεκάς, τα καημένα... Κρίμα... θάρρεψαν γιατί είδαν εμάς...
Αλλ’ εκείνα, ως αντελήφθην, δεν εκινούντο, διότι είχον προ ολίγου πέσει επάνω εις ένα γκρεμισμένο άλογο από το οποίον μόνον τα κόκαλά του είχον αφήσει. Όταν μετ’ ολίγον μας έπιασε η βροχή και απεσύρθημεν κάτω από ένα έλατον, αυτά επήγαν απέναντι μας εις ένα κέδρον και έμειναν εκεί ως πρόβατα.
Οι Σαρακατσάνοι μού επέμειναν, ότι εκεί ήταν ο «σταλός των» όταν ήσαν πρόβατα και επήγαν κατά συνήθειαν, την οποίαν έχουν τα πρόβατα την μεσημβρίαν να λημεριάζουν υπό παχύσκια δένδρα.
Όταν ο καιρός αναπήρε, συνεκεντρώθησαν εκεί πολλοί Σαρακατσάνοι και είδα πως ήτο αδιάσειστος η πεποίθησίς των, ότι όρνια προ του αφορισμού δεν υπήρχον και ότι ο δημιουργός των είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Ίσως έκτοτε οι Σαρακατσάνοι να έγιναν τόσον φιλόξενοι. Αλλά τα όρνια μένουν όρνια και καθαρίζουν τα βουνά με ηλεχτρικήν ταχύτητα. Μόλις γκρεμισθούν ή ψοφήσουν πρόβατα, άλογα, μουλάρια, κ.λ.π. επιπίπτουν τα όρνια και τα καθαρίζουν αυτοστιγμεί.
Φαίνεται δε ότι παρομοίας υπηρεσίας προσέφεραν και κατά το Εικοσιένα. Οι βοσκοί ερευνούν επιμόνως τα σπήλαια όπου κάνουν τις φωλιές των με την ιδέαν ότι θα εύρουν χρυσαφικά, ιδίως δακτυλίδια, τα οποία μετέφερον εκεί τα όρνια μαζί με τα χέρια των νεκρών κλεφτών που ήρπαζον από τα πεδία των μαχών. Ένας Σαρακατσάνος μου έδειξε χρυσό δακτυλίδι που ευρήκε μέσα εις μίαν ορνιοφωλιάν μαζί με σκελετούς ανθρωπίνων χεριών.
Ελησμόνησα να σημειώσω παραπάνω, ότι υπάρχουν και όρνια, τα οποία δεν τρώγουν μόνον το κρέας, άλλοι ροφούν και τα κόκαλα, εντεύθεν δε και ειδική ονομασία των «κοκαλιάδες». Οι κοκαλιάδες αρπάζουν τα κόκαλα και αφού προχωρήσουν πολύ υψηλά να πετούν απ’ εκεί επάνω εις πετρώδη μέρη διά να σπάσουν. Καταβαίνουν έπειτα και επιδίδονται εις την απορρόφησιν των μεδουλιών των.
Οι κλέφτες του Εικοσιένα όμως ήσαν υπερήφανοι, ώστε να μη θέλουν να φαίνωνται ότι τρώγουν τα κορμιά των τα όρνια όπως τα ψοφίμια. (Οι κλέφτες τους από φυσικόν θάνατον αποθνήσκοντας ονομάζουν ψοφίμια και ηύχοντο διά τον εαυτόν των να τελειώσουν ως σφαγάδια, τουτέστι να σκοτωθούν εις τον πόλεμον). Η υπερηφάνειά των λοιπόν δεν τους επέτρεπε να νομίζουν ότι θα γίνουν βορά των όρνιων, αλλά των σταυραετών, προς τους οποίους και απευθύνονται τα επιθανάτια τραγούδια των:
Φάγε - ν - αητέ μ’ τα νειάτα μου,
φάγε την αντρειά μου,
να κάμης πήχυ το φτερό και
σπιθαμή το νύχι.
Ίσως είναι η ποιητικωτέρα διάθεσις των πολεμιστών του Εικοσιένα το να θέλουν να μετενσαρκωθούν μέσα στις σπαθωτές φτερούγες των αητών που χαίρονται τα ύψη και δέρνουν βροντερά τον αιθέρα, όπως τα πολύηχα άρματά των. Ένα αρματολικό τραγούδι λέγει:
Το πώς βροντάει ο σταυραετός
όντας αργοκινάει,
έτσ’ όντας συναρίζεται
κι ο γλεντερός ο Κλέφτης.
Ήτο δυνατόν ο «γλεντερός κλέφτης» να παραδεχθή, ότι τα νειάτα του τρέφουν τα όρνια, τα δυσκίνητα, τα πεζότατα, τα ταπεινά αυτά ζώα; Ημείς εδώ όταν πρόκειται να επιπλήξωμεν κανένα ως βραδυκίνητον, ως μπουνταλάν, ως άχθος αρούρης, έχομεν πρόχειρον την φράσιν.
- Όρνιο της Καράβας!
Καράβα δε ονομάζεται η σειρά των κορυφών της Οξιάς όπου περιπλανώνται τα θύματα του αφορισμού του Αγίου Αθανασίου, καθαρίζοντα τους γκρεμούς από τα ψοφίμια δίχως αστυιατρικήν υπηρεσίαν, την οποίαν έχουν οι Αθηναίοι, που εκτελούν παρομοίαν υπηρεσίαν εις πολλά Αθηναϊκά ξενοδοχεία… Κατά τούτο τα όρνια διαφέρουν μερικών Αθηναίων, οι οποίοι πληρώνουν αστυιάτρους, πληρώνουν εφημερίδας διά να διαβάζουν τα «απόζοντα» εξ ακαθαρσίας ξενοδοχεία και έπειτα πηγαίνουν και τρώγουν εις τα ίδια ξενοδοχεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου