Χουλιαράς Νίκος
Επανακάμψας, μετά από τριάντα εννιά ολόκληρα χρόνια στην πατρίδα του, από τη Σοβιετική Ένωση ―την δεκάτην πέμπτην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― ο Έλλην πρόσφυγας Αγησίλαος Πετούσης, από την Κλειδωνιάβιστα Κονίτσης ―ο οποίος, σημειωτέον, είχεν εκτίσει εκεί ποινήν καθείρξεως είκοσι χρόνων, για πράξεις, αντιτιθέμενες στο καθεστώς― τις δύο πρώτες μέρες της ελευθερίας του τις πέρασε τελείως μόνος του, περιφερόμενος ως παρατηρητής στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών. Αφού έζησε εκ του σύνεγγυς το θαύμα μιας ζωής που αγνοούσε, παρατηρώντας έκπληκτος τους άλλους γύρω του, ν’ αναδιπλώνονται υστερικά ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός τερατώδους και απάνθρωπου μηχανισμού που τους μετέτρεπε σε καταναλωτικά νευρόσπαστα και με ασφάλεια τους οδηγούσε στην παθητικότητα και την αποξένωση, κατέληξε ―προς το βράδυ της δεύτερης, κιόλας, μέρας της ελευθερίας του― στο φοβερό συμπέρασμα πως είχε πέσει σε παγίδα: είχε καταφέρει ν’ απαλλαγεί από τη φυλακή ―όπου ζούσε τόσα χρόνια― και είχε έρθει τώρα ―με τη θέλησή του― να περάσει τα υπόλοιπα σε μιαν άλλη. Παρόλο που από καιρό είχε παραιτηθεί από τα πάντα και ήταν ήδη έτοιμος πια να δεχτεί αυτό που θα ’φερνε η μοίρα, εντούτοις ―όταν το συνειδητοποίησε― κατελήφθη, αυτόματα, από ένα είδος ναυτίας που συνοδευόταν από ένα δυσάρεστο αίσθημα κενού ―κάπου εκεί στο χώρο μεταξύ στομάχου και πνευμόνων― γι’ αυτό και οδηγήθηκε αμέσως στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε στο δρόμο του, παραγγέλνοντας ―προς αναπλήρωσιν του φοβερού κενού― ένα εξίσου μεγαλοπρεπές κομμάτι γλυκού, το οποίο και κατεβρόχθισε, απνευστί, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το κενό παρέμεινε όπως είχε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ― μόνος και άναυδος― και επ’ ολίγον μόνο στο τραπεζάκι, έχοντας τώρα επιπλέον, και το δυσάρεστο συναίσθημα ότι η παρουσία του μέσα εκεί αποτελούσε φοβερή παραφωνία, γι’ αυτό πλήρωσε αμέσως το λογαριασμό και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Και πράγματι οδηγήθηκε πάραυτα σε χώρο απαστράπτοντα όπου, αφού απάλλαξε, πρώτα, την κύστη του από το περιττό της βάρος, αμέσως, ύστερα, μια στιγμιαία έκλαμψη, τον έκανε να ανασύρει από τη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του ένα παλιό μολύβι και να λερώσει με αυτό τον πεντακάθαρο τοίχο της τουαλέτας, γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΒΙΑ
Ήρεμος βγήκε τότε από κει ο Αγησίλαος Πετούσης και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού ―που κουδούνισε διακριτικά― κι αμέσως ύστερα χάθηκε μες στο πλήθος των ανθρώπων που κατέβαιναν κατά κύματα ―τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― την ιστορική οδό του Σταδίου.
(από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991)
Επανακάμψας, μετά από τριάντα εννιά ολόκληρα χρόνια στην πατρίδα του, από τη Σοβιετική Ένωση ―την δεκάτην πέμπτην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― ο Έλλην πρόσφυγας Αγησίλαος Πετούσης, από την Κλειδωνιάβιστα Κονίτσης ―ο οποίος, σημειωτέον, είχεν εκτίσει εκεί ποινήν καθείρξεως είκοσι χρόνων, για πράξεις, αντιτιθέμενες στο καθεστώς― τις δύο πρώτες μέρες της ελευθερίας του τις πέρασε τελείως μόνος του, περιφερόμενος ως παρατηρητής στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών. Αφού έζησε εκ του σύνεγγυς το θαύμα μιας ζωής που αγνοούσε, παρατηρώντας έκπληκτος τους άλλους γύρω του, ν’ αναδιπλώνονται υστερικά ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός τερατώδους και απάνθρωπου μηχανισμού που τους μετέτρεπε σε καταναλωτικά νευρόσπαστα και με ασφάλεια τους οδηγούσε στην παθητικότητα και την αποξένωση, κατέληξε ―προς το βράδυ της δεύτερης, κιόλας, μέρας της ελευθερίας του― στο φοβερό συμπέρασμα πως είχε πέσει σε παγίδα: είχε καταφέρει ν’ απαλλαγεί από τη φυλακή ―όπου ζούσε τόσα χρόνια― και είχε έρθει τώρα ―με τη θέλησή του― να περάσει τα υπόλοιπα σε μιαν άλλη. Παρόλο που από καιρό είχε παραιτηθεί από τα πάντα και ήταν ήδη έτοιμος πια να δεχτεί αυτό που θα ’φερνε η μοίρα, εντούτοις ―όταν το συνειδητοποίησε― κατελήφθη, αυτόματα, από ένα είδος ναυτίας που συνοδευόταν από ένα δυσάρεστο αίσθημα κενού ―κάπου εκεί στο χώρο μεταξύ στομάχου και πνευμόνων― γι’ αυτό και οδηγήθηκε αμέσως στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε στο δρόμο του, παραγγέλνοντας ―προς αναπλήρωσιν του φοβερού κενού― ένα εξίσου μεγαλοπρεπές κομμάτι γλυκού, το οποίο και κατεβρόχθισε, απνευστί, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το κενό παρέμεινε όπως είχε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ― μόνος και άναυδος― και επ’ ολίγον μόνο στο τραπεζάκι, έχοντας τώρα επιπλέον, και το δυσάρεστο συναίσθημα ότι η παρουσία του μέσα εκεί αποτελούσε φοβερή παραφωνία, γι’ αυτό πλήρωσε αμέσως το λογαριασμό και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Και πράγματι οδηγήθηκε πάραυτα σε χώρο απαστράπτοντα όπου, αφού απάλλαξε, πρώτα, την κύστη του από το περιττό της βάρος, αμέσως, ύστερα, μια στιγμιαία έκλαμψη, τον έκανε να ανασύρει από τη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του ένα παλιό μολύβι και να λερώσει με αυτό τον πεντακάθαρο τοίχο της τουαλέτας, γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΒΙΑ
Ήρεμος βγήκε τότε από κει ο Αγησίλαος Πετούσης και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού ―που κουδούνισε διακριτικά― κι αμέσως ύστερα χάθηκε μες στο πλήθος των ανθρώπων που κατέβαιναν κατά κύματα ―τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1988― την ιστορική οδό του Σταδίου.
(από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου