17/5/09

Το τέλος πριν την αρχή.

Η δική μας ομάδα - μπουλούκι το έλεγα εγώ, έτσι που ήταν χαλαρή και απείθαρχη - τράβηξε προς την τοποθεσία που είχε αποφασιστεί, που εγώ και ο Κερασοβίτης δε συμφωνήσαμε, αλλά πήγαμε. Φτάσαμε εκεί, βάλαμε παρατηρητή τον Κερασοβίτη ψηλά σε μια βελανιδιά κι εμείς ξαπλώσαμε στα κοντόκλαδα. Ενας συναγωνιστής, ο Θανάσης Λιούρας, είχε μαζί του και το σκυλί που τον ακολουθούσε, γιατί η οικογένειά του είχε φύγει. Αυτό έγινε αιτία να προδοθούμε. Απέναντι από εμάς είχε παρατηρητήριο το επιτελείο ενός τάγματος της 9ης Μεραρχίας. Από εκεί με το τηλέμετρο είδαν το σκυλί και υποψιάστηκαν ότι μοναχό σκυλί εκείνη την ώρα δε θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί, αφού ούτε άνθρωποι ούτε κοπάδι ήταν, γιατί ήταν μέρες που έφυγαν. Δίνει διαταγή ο ταγματάρχης στα γύρω τμήματα να κυκλώσουν το μέρος αυτό. Ετσι κι έγινε. Δεν πέρασε μια ώρα, κατεβαίνει ο παρατηρητής και μας λέει: «Ερχεται στρατός κι απ' ό,τι φαίνεται πάνε να μας κυκλώσουν». Κουβεντιάσαμε λίγο πού θα πάμε και διαλέξαμε μια κατεύθυνση που νομίζαμε ότι εκεί δεν υπήρχε στρατός. Οταν ξεκινήσαμε, το παρατηρητήριό τους μας είδε που περπατούσαμε μέσα στα κοντόκλαδα και σε τι κατεύθυνση. Δίνει εντολή σε άλλα τμήματα να κλείσουν κι από κει, χωρίς εμείς να μπορούμε να φανταστούμε ότι είμαστε κυκλωμένοι από παντού. Πιστεύαμε ότι είναι μόνο αυτοί που είδε ο παρατηρητής μας. Κατεβήκαμε στις κακές Σούδες, που είναι δασωμένες και πραγματικά κακές, αλλά είδαμε πως και από τη μεριά της Τσούκας κατέβαινε στρατός για να κλείσει το πέρασμά μας, αν τραβούσαμε προς τα κει. Είχαν τα μέσα να συνεννοούνται. Τρέξαμε στο ποτάμι, αυτοί από πέρα δε μας είδαν. Πήραμε το ποτάμι πάνω και ύστερα από ένα διάστημα θα παίρναμε το λάκκο Μαυρελίου. Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν έτσι! Εκεί που τρέχαμε μέσα στο χαλίκι του ποταμού δεχτήκαμε καταιγιστικά πυρά από αυτόματα. Αιφνιδιαστήκαμε και γυρίσαμε πίσω γιατί δεν υπήρχε μέρος να καλυφθούμε και τα παιδιά της αυτοάμυνας άφησαν κάπου εκεί τα όπλα γιατί είδαν ότι δεν υπήρχε ελπίδα να γλιτώσουμε. Φτάσαμε σε ένα μέρος που δεν αποτελούσαμε πια στόχο βολής, σταθήκαμε και μετρηθήκαμε. Ελειπε ο Θανάσης Λιούρας, αυτός που είχε και το σκυλί. Ολοι είπαμε ότι σκοτώθηκε. Οταν όμως ήμασταν στο στρατόπεδο Τρικάλων και έφερναν κι άλλους εκεί, μάθαμε ότι δε χτυπήθηκε, αλλά χώθηκε σε έναν κούφιο πλάτανο που τον ήξερε, γιατί είχαν πρόβατα κατά κει, και γλίτωσε. Οχι όμως και το σκυλί. Αυτός σκοτώθηκε αργότερα σε μάχη. Τότε είπα στα παιδιά να διαλυθούμε κι όποιος γλιτώσει. Αλλά αυτό δεν έγινε. «Παίρνω την Ντόνα», λέω «και χωρίζουμε», αλλά έρχονταν από κοντά. Τότε λέω να τραβήξουμε για τη Φυλουριά. Γνωστό μέρος, δασωμένο, και από κει θα γείρουμε προς τη Λίρα, μεγάλο δάσος έξω από τον κλοιό. Αλλά και δω ήταν πιασμένο. Οταν βγήκαμε σε κάποια καθάρα, από κει θα περνούσαμε, δεχτήκαμε πυρά από οπλοπολυβόλα και ατομικά. Μικρά αυτόματα δεν έφταναν. Στρίψαμε δεξιά ν' ανεβούμε την καθάρα που βαλλόταν και αν γλιτώναμε από τα πυρά που έπεφταν βροχή. Κάναμε τον ανήφορο τρέχοντας, όσο άκουγαν τα πόδια του καθένα. Οσο να πάρουμε το γέρμα στου παπα-Φώτη το αλώνι, (τοποθεσία), τα παιδιά έφτασαν κι έγειραν. Εφτανα κι εγώ που είχα και την έγνοια της Ντόνας, που φώναζε «Γιώργο, βοήθα με, δεν μπορώ άλλο». Πώς να τη βοηθήσω; Εγειρα κι έπεσα. Εφτασε και η Βαγγελή κι έπεσε δίπλα μου. Τώρα δεν υπάρχει ελπίδα, θα μας πιάσουν. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε η ιδέα να σκοτώσω τη Βαγγελή, την αρραβωνιαστικιά μου, και να αυτοκτονήσω. Ξεκουμπώνω τη θήκη του πιστολιού και εκείνη τη στιγμή ακούω τη φωνή του Κερασοβίτη: «Γιώργο, χανόμαστε! Πού πάμε;». Ενιωσα την ευθύνη του ομαδάρχη κι ας μην ήμουν, και λέω: «Μπροστά από την Τσιτσιούλα και βολίδα προς τη Λίρα!». Τρέχοντας όλοι προς τα κει, αλλά βγαίνοντας στο υψωματάκι του Καραπούλιου είδαμε ότι ήταν όλα πιασμένα από τον στρατό. Καθίσαμε σε μια πατουλιά, (πολλά κοντόκλαδα). Από πέρα έριχναν και φώναζαν «παραδοθείτε» κι έρχονταν προς εμάς. «Δώστε μου τη χειροβομβίδα», λέω, «να την ανοίξω, να τελειώνουμε!». «Οχι!», λένε όλοι. «Ας αιχμαλωτιστούμε. Εσύ άμα θέλεις να πεθάνεις πήγαινε παραπέρα». Με πιάνει η Βαγγελή απ' το χέρι και μου λέει: «Οχι. Δε θα πεθάνουμε. Θέλω να ζήσουμε για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε άμα ζήσουμε. Θα υπάρξει τρόπος». Ανέβηκαν αυτοί προς τα πάνω, κατεβήκαμε κι εμείς και συναντηθήκαμε. Μας δέχτηκαν με τα ματσούκια και χτυπούσαν όπου έφταναν. Ενας στρατιώτης με χτύπησε με την κάννη του όπλου του στα πλευρά και μου έσπασε ένα πλευρό, που δε μ' άφηνε να αναπνεύσω. Σ' ένα σημείο μας σταμάτησαν, μας έβαλαν να καθίσουμε και χτυπούσε όλη η ομάδα. Μας έκαναν έρευνα και ζητούσαν όπλα. Τα παιδιά που είχαν και τα είχαν αφήσει κάπου, πήγαν με συνοδεία και τα πήραν. Εγώ το είχα κρύψει και τα παιδιά, που ρώτησαν, είπαν ότι δεν είχα. Οι τέσσερις δεν ήξεραν αν έχω, γιατί δυο μέρες είχαν περάσει που είχαμε συναντηθεί. Ρωτούσαν ποιος ήταν ο αρχηγός μας, από πού ερχόμασταν και πού πηγαίναμε. Ολοι είπαμε ότι είμαστε από τούτο το χωριό και ήμασταν παρέα. Μας χώρισαν έναν - έναν και χτυπούσαν για να πούμε αν είναι άλλοι εδώ γύρω. «Δεν ξέρουμε», είπαμε όλοι. Την Ντόνα, (Τέλιου σήμερα), την πήγαν σ' ένα σπίτι, τη χτύπησαν πολύ, τόσο που έκανε ένα μήνα να περπατήσει, και την κούρεψαν με τα μαχαίρια. Τα παιδιά που έφεραν τα όπλα δεν τα χτυπούσαν τώρα, γι' αυτό και μπόρεσαν να μεταφέρουν τη Βαγγελή στον Κονισκό πάνω σε δύο ξύλα. Ηταν εκεί και οι ΜΑΥδες από το χωριό μας, που δεν παρουσιάστηκαν σε μας, αλλά έδωσαν πληροφορίες για το ποιοι είμαστε. Με πήραν γύρω στα 100 μέτρα μακριά και μου έλεγαν σε ποιον τομέα δούλευα. «Δεν ξέρω», είπα, «τι είναι τομέας και τι δουλιά είναι αυτή. Στα χωράφια και στα πρόβατα δούλευα». Με έβαλαν φάλαγγα τέσσερις φορές, λιποθυμούσα, μου έριχναν νερό στο κεφάλι να συνέρχομαι και στις πατούσες για να πονώ περισσότερο. Με φόρτωσαν σ' ένα μουλάρι και πήγαμε στον Κονισκό. Αφού μας κράτησαν εκεί κάμποσες μέρες, στην εκκλησία, (Αγία Παρασκευή), και συνήλθαμε λίγο με τη φροντίδα των δικών μας, αλλά και από τις γυναίκες που ήταν κρατούμενες εκεί, μας έβαλαν στην καρότσα ενός ανοιχτού αυτοκινήτου και μας μετέφεραν στο στρατόπεδο Τρικάλων. Στο δρόμο δυο φορές σταμάτησαν το αυτοκίνητο να μας πάρουν οι ΜΑΥδες, αλλά γλιτώσαμε χάρη στην αποφασιστική στάση ενός στρατιώτη, συνοδού, από τη Δεσκάτη, που δε θυμάμαι τώρα το όνομά του. Το απόγευμα φτάσαμε στα Τρίκαλα και μας παρέδωσαν στο στρατόπεδο. Εδώ είναι το τέλος μιας ιστορικής περιπέτειας, ταυτόχρονα και η αρχή μιας άλλης, δύσκολης κι αυτής, που θα κρατήσει πολλά χρόνια.
Του Γιώργου ΤΕΛΙΟΥ
Ο Γιώργος Τέλιος γεννήθηκε στο χωριό Φλαμπουρέσι Τρικάλων. Οι γονείς του ήταν μυλωνάδες και ο ίδιος, ως τα 21 χρόνια του, υπήρξε τσοπάνος. Στο σχολείο πήγε ως την Ε΄ Δημοτικού. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο της Πίνδου και της Αλβανίας, στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο με το ΔΣΕ. Συνελήφθη, δικάστηκε ισόβια, έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια και πέρασε από 11 φυλακές και τρία στρατόπεδα. Σήμερα ζει στη Λάρισα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: