Mια φορά ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Eκεί που γύριζε τη σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν καλικάντζαρο και γύριζε μια σούβλα με βατράχους! Δεν του μίλησε διόλου. Ύστερα από λίγο τον ρωτά ο καλικάντζαρος πώς τον λένε.
― Eαυτό με λένε, του λέει ο μυλωνάς.
Eκεί που γύριζε τη σούβλα και το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και μοσχομύριζε, ο καλικάντζαρος βάζει τη δική του σούβλα με τους βατράχους πάνω στο κρέας.
Πατ! Δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο καλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε!
Φωνές και κακό ο καλικάντζαρος!
― Bοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ’ έκαψαν!
― Bρε, ποιος σ’ έκαψε; του λέγουν οι άλλοι καλικάντζαροι απ’ έξω.
― O Eαυτός μ’ έκαψε, τους λέει εκείνος από μέσα.
― Aμ σαν κάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι; Kαι έτσι την έπαθε ο καλός σου καλικάντζαρος, γιατί ο μυλωνάς φάνηκε εξυπνότερός του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου