8/4/09

Το σκιάδιον και η κουκούλα

Tου Παντελη Μπουκαλα
Δεν είναι η πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία που ένα ενδυματολογικό αξεσουάρ εκλαμβάνεται σαν σύμβολο ανταρσίας από όσους το προσθέτουν εκτάκτως στην τυπική στολή τους και σαν τεκμήριο ανομίας από όσους βλέπουν να το φορούν άλλοι και το βαθμολογούν με βάση τη δική τους κοπτοραπτική ιδεολογία. Οπως σε όλα σχεδόν τα πράγματα που ξεκινούν αυθόρμητα, και στα ενδυματολογικά το πάνω χέρι τα παίρνει κάποια στιγμή η αγορά, που, για να επιβάλει τους νόμους της ακόμα κι εκεί όπου θεωρείται παρείσακτη, επιχειρεί να αφομοιώσει ό,τι είναι ή θέλει να φαίνεται αιρετικό, επιχειρεί δηλαδή να λειάνει και να κάνει μόδα ένα όντως ή κατά φαντασίαν σημάδι ετεροδοξίας. Μήπως και το σύμβολο της ειρήνης, αλλά και της αναρχίας, δεν έχουν μεταποιηθεί σε διαφημιστική ύλη για την προώθηση ποικίλων προϊόντων; Αν έπρεπε οπωσδήποτε να προσδιορίσω ένα και μόνο ρούχο που να συμβολίζει ευκρινώς την εποχή μας, θα μιλούσα για τα πανάκριβα παντελόνια που έχουν πάνω τους κραυγαλέα σημάδια φθοράς, ξεβαψίματα και σχισίματα, δήθεν από την πολλή χρήση, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά τα «ίχνη πενίας και ανεμελιάς» ετοιμάζονται επιμελώς στα εργοστάσια. Παριστάνουμε τους φτωχούς μες στην πολλή χλιδή μας και για να ξεγελάσουμε το αίσθημα κόρου που μας προκαλεί, παίζουμε το παιχνίδι της αντισυμβατικότητας και της αδιαφορίας για τον καθωσπρεπισμό αγοράζοντας ετοιματζίδικη αντισυμβατικότητα. Είναι σαν να φοράμε και στα πόδια μας κάποιας λογής πουκάμισα αδειανά.
Γενικότερα, τα ρούχα είναι στοιχείο ταυτότητας, ατομικής, συλλογικής, εθνικής. Η φουστανέλα εξακολουθεί να συμβολίζει τον επαναστατημένο Ελληνα του 1821 και κατά δεύτερο λόγο τον εύζωνο του 1940, μολονότι μια εκδοχή της λερώθηκε από τους γερμανοτσολιάδες στα χρόνια της Κατοχής. Αυτό το μαγάρισμα μάλιστα, και η προκληθείσα σύγχυση, στάθηκε αιτία για ένα επεισόδιο με ήρωα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Οπως διηγείται ο ίδιος στο κείμενό του «Εκτοτε δεν είχα πια κανένα πάρε δώσε με το κόμμα» (πρωτοδημοσιευμένο στις «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής», στις 2.3.1997, βλ. τώρα τον τόμο «Γραφή Κατοχής», εκδ. «Αγρα», 2008), είχε βρει τον μπελά του το 1943, όταν ένα στέλεχος της οργάνωσης του ΕΑΜ της Θεσσαλονίκης, με την οποία σχετιζόταν ο συγγραφέας, του ζήτησε «να επιμεληθεί με τους φίλους του το διάκοσμο των δρόμων» της πόλης, όπου θα παρέλαυναν οι δυνάμεις των αντιστασιακών. «Δέχτηκα και τού ’καμα μια μακέτα, αλλά άμα την είδε είπε πως έτσι που παράσταινα τον ήρωα με φουστανέλα, μπορούσε κανένας να τον πάρει και για Ταγματασφαλίτη, κι έφυγε και δεν τον ξανάδαμε».
Ας πάμε ωστόσο, με όχημα την προχθεσινή εθνική επέτειο, στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, όταν η φουστανέλα δεν είχε καταχωνιαστεί ακόμα στα σεντούκια. Στις 10 και 11 Μαΐου 1859, λοιπόν, έμελλε να αρχίσει η επαλήθευση όσων προφήτευε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βλέποντας να χτίζεται το Πανεπιστήμιο: «Το σπίτι ετούτο [το Πανεπιστήμιο δηλαδή] θα φάει το σπίτι εκείνο [το Παλάτι]». Τρία χρόνια μετά την αντιδυναστική εξέγερση της σπουδάζουσας νεολαίας το 1859, σύμβολο της οποίας υπήρξε ένα στοιχείο της ενδυμασίας τους, το σκιάδιο, επιτεύχθηκε η έξωση του Οθωνα. Προσημειώνοντας ότι η ίδια η ιστορία απαγορεύει την εξίσωση εποχών και συμβόλων (το σκιάδιο αποκαλύπτει πανηγυρικά, η κουκούλα ή το μαντίλι, που φοριούνται «εξ ιδεολογίας» ή απλώς για άμυνα, όταν πέφτουν βροχή τα χημικά, καλύπτουν), θυμίζω εν συντομία όσα έλαβαν χώρα το 1859, τα λεγόμενα «Σκιαδικά»: Με αφορμή την ιδέα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, υπουργού Εξωτερικών τότε, να στηριχθεί η εγχώρια παραγωγή, οι νέοι στις κυριακάτικες εξόδους τους στο Πεδίον του Αρεως άρχισαν να εμφανίζονται φορώντας στην κεφαλή τους ένα σιφνιώτικο ψαθάκι, σκιάδιον στην καθαρεύουσα, στολισμένο με γαλανόλευκη κορδελίτσα. Με τούτη την απλή κίνηση, οι «Γαριβαλδινοί» ήθελαν να καταδείξουν την πολιτική τους αντίθεση απέναντι στους ξένους, και βέβαια απέναντι στους εν Ελλάδι ξενόφιλους ή και ξενόδουλους, τους «Αυστριακούς», που φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα. Οι εισαγωγείς ευρωπαϊκών καπέλων, βλέποντας ότι κινδύνευαν να χάσουν την πελατεία τους αν γενικευόταν η αντιξενική μόδα, έστειλαν υπαλλήλους τους στο Πεδίον το Αρεως, με κουρελιασμένα και βρώμικα σκιάδια στην κεφαλή τους, για να διακωμωδήσουν τον αγώνα των μαθητών και φοιτητών. Προκλητικοί οι μπιστικοί των εισαγωγέων εξερέθισαν τους σκιαδιοφόρους και η συμπλοκή δεν άργησε. Δεν άργησε επίσης να καταφτάσει η Χωροφυλακή, η οποία ξυλοφόρτωσε τους σπουδαστές και συνέλαβε τρεις. Με το κεφάλι τους αγύριστο κάτω από το σκιάδιό τους, οι ξυλοκοπηθέντες κινήθηκαν προς τα Εξάρχεια και πολιόρκησαν το αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης, απαιτώντας να αποφυλακιστούν οι τρεις σύντροφοί τους της «Χρυσής Νεολαίας».
Κατά το συνήθειό τους, οι δυνάμεις της τάξεως τους προπηλακίζουν εκ νέου και οι εξεγερμένοι υποχωρούν προς το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», Ερμού και Αιόλου, όπoυ ανασυγκροτούνται. Η διαδήλωσή τους, που ανέβηκε την Ερμού και στην οποία συμμετείχαν πια και «εξωφοιτητικά στοιχεία» (έτσι τα λέμε τώρα, τότε τα έλεγαν «ετερογενή»), στρέφεται κατά των Ανακτόρων. Αγριο έπεσε το ξύλο κατά των διαδηλωτών και την επομένη. Αποτέλεσμα, να καταφύγουν οι Σκιαδιστές στο Πανεπιστήμιο και να προχωρήσουν σε κατάληψή του, την πρώτη της ιστορίας του. Εκεί πολιορκούνται από τους χωροφύλακες, που τα ξημερώματα εισβάλλουν πυροβολώντας. Οι καταληψίες αμύνονται πετώντας πέτρες και ξύλα, πλην οι χωροφύλακες καταλαμβάνουν τμήμα του Πανεπιστημίου και τραυματίζουν βαριά δύο φοιτητές. Συλλαμβάνονται και παραπέμπονται περί τους σαράντα «στασιαστές», ο δε υπουργός Παιδείας κλείνει το Πανεπιστήμιο για δύο μέρες και εγκαθιστά στο εσωτερικό του στρατιωτική φρουρά τριάντα ανδρών (κάτι τέτοιο ορέγονται ίσως και τώρα οι φαιότεροι εκ των ασυλομάχων).
«Η νεολαία των Αθηνών, εξαφθείσα τυχαίως εκ της υποθέσεως των διαβοήτων σκιαδίων», έγραφε ο Μεσολογγίτης Επαμεινώδας Δεληγιώργης, φλογερός αντιδυναστικός, ηγέτης της «Χρυσής Νεολαίας» και μετέπειτα πρωθυπουργός, «επέδειξεν χαρακτήρα λαμπρόν. Απέδειξε διά του ενθουσιασμού και των πράξεών της, δύο ιδίως συμπτώματα: πρώτον ότι, καίτοι μη πάσχουσα ως μη διωκομένη, αισθάνεται τα παθήματα των άλλων. Δεύτερον ότι η παλαιά γενεά, ης είναι τέκνον, αν και υπηρέτησεν και υπηρετεί το φθοροποιόν σύστημα, μολαταύτα σώζει την συναίσθησιν του κακού». Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τη σύγχρονή μας «παλαιά γενεά», για την οποία το «κακό» είναι η ίδια η νεολαία, όταν εξεγείρεται χλευάζοντας κομματικές γραμμές και σχήματα... Γι’ αυτό και την καταδικάζει συλλήβδην σαν «κουκουλοφόρο», ακόμα κι αν διαμαρτύρεται και διεκδικεί με φανερό πρόσωπο και καθαρή φωνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: