Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά και στο Χρισσό κριάρια
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια!
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια!
Δεν υπάρχει σε όλη την Ελλάδα χωριό που να μην ακούγoνται συχνά οι στίχοι αυτοί. Τους τραγουδούν στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γλέντια, σαν ύμνο στην αιωνία ομορφιά, σα δοξολόγημα στην περίφημη Μαρία την Πενταγιώτισσα, την ιστορική και μοιραία γυναίκα. Γιατί η Μαρία υπήρξε ένας από τους γυναικείους εκείνους χαρακτήρες, τους οποίους η φύσις προορίζει για τη συμπάθεια και το θαυμασμό των ανθρώπων, οπωσδήποτε και αν φερθούν στην κοινωνία. Οι Πενταγιοί, το μικρό χωριό της, έγινε για κάμποσο καιρό τόπος τρομερών γεγονότων, που θα τα έλεγε κανείς μυθιστορηματικά, αν δεν τα εβεβαίωναν αξιόπιστοι μαρτυρίαι. Στο χωριό αυτό, κατά τους πρώτους μετά την Ελλ. Επανάσταση χρόνους, ζούσε ο Δασκαλόπουλος, νοικοκύρης τίμιος και σεβαστός, αρκετά πλούσιος. Ο Δασκαλόπουλος είχε ένα γυιo, το Θανάση, και δυο κόρες, την Ελένη και τη Μαρία. Η Μαρία από μικρή άρχισε να δείχνει σημεία ζωηρής και ανυπόταχτης καλλονής. Σ’ όλο το χωριό είχε γίνει ονομαστή για τα μάτια της, τα «μεγάλα κρασογάλανα μάτια» που ετόξευαν στον ατενίζοντα αυτά κάποιο ρεύμα που θάμπωνε και μάγευε σαν τα μάτια της Γοργόνας. Με τον καιρό η Μαρία εμέστωσε σε αδρή κοπέλλα με θαυμασία κορμοστασιά, με εύγραμμα στήθη, ενώ το θείο πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος. Και τα παλληκάρια του χωριού άρχισαν να δαιμονίζονται γι’ αυτή. Ο δρόμος από τον οποίον θα περνούσε η Μαρία για να φτάσει στη βρύση θα ήταν πάντα πιασμένος από τους νέους ερωτευμένους που περίμεναν το πέρασμά της. Τη νύχτα γύρω από το σπίτι της αντηχούσαν περιπαθή τραγούδια και τις Κυριακές, στο χοροστάσι, τα παλληκάρια εμάλωναν ποιο να πρωτοπιάσει στο συρτό το παχουλό και άσπρο χέρι της Μαρίας. Στην περιορισμένη εκείνη κοινωνία, ανάμεσα στις αυστηρές εκείνες ψυχές, όπου και απλώς να καλοκυττάξη κανείς τη γυναίκα ή την αδελφή του άλλου εθεωρείτο αμάρτημα ασυγχώρητο, τώρα εκυριαρχούσε μια αυθάδεια κι’ ένας ασυγκράτητος οργασμός. Θα έλεγε κανείς ότι η ομορφιά της λυγερής εκείνης ήρθε να καταπατήσει τις άγιες παραδόσεις, τη σεμνότητα και την αρετή του Ελληνικού χωριού.
Τώρα η μητέρα της Μαρίας πέθανε. Μετά έξη μήνες πέθανε και ο πατέρας της. Τα δυο κορίτσια μείνανε ορφανά. Ο Θανάσης, ο αδελφός τους, ερχότανε σπίτι από νύχτα σε νύχτα, γιατί όλη την ημέρα την περνούσε στα χωράφια και στ’ αμπέλια, φροντίζοντας για την πατρική περιουσία. Η Ελένη, αν και μεγαλύτερη, δε μπορούσε να επιβληθεί στη Μαρία, γιατί είχε αδύνατο χαρακτήρα. Έπειτα και αυτή σε λίγον καιρό παντρεύτηκε σ’ ένα χωριό της Ναυπάκτου και ακολούθησε τον άντρα της. Έτσι η Μαρία έμεινε μόνη, αφέντισσα του σπιτιού, της ομορφιάς της και της καρδιάς της.
Και τα παλληκάρια άρχισαν άφοβα πια τις ερωτικές τους επιθέσεις, τα λόγια, τα χαμόγελα, τα περιπαθή βλέμματα και τα τραγούδια. Και η λυγερή, της οποίας η φύση, δυνατή και ορμητική όσο και η καλλονή της, εφλόγιζε το ανθισμένο εκείνο κορμί μέσα σε τόσα νειάτα που την ετριγύριζαν, ελεύθερη πια από κάθε επίβλεψη παραδόθηκε ελαφρή, τρελλή, στο διαλεχτό της καρδιάς της, στον Τουρκάκη.
******
Ο Τουρκάκης ήταν παλληκάρι με αρκετή περιουσία, ένας από τους καλύτερους υποψηφίους γαμπρούς του χωριού. Πολλές λυγερές τον εκαμάρωναν για άντρα τους, περισσότερο όμως η Τασούλα, εξαδέλφη της Μαρίας. Και όταν η Μαρία παρασυρομένη από το πάθος της εξεμυστηρεύθη στην εξαδέλφη της τις σχέσεις της με τον Τουρκάκη και το σχεδιαζόμενο γάμο τους, η Τασούλα εμάνιασε και ορκίστηκε να εμποδίσει με όλα τα μέσα την ένωσή τους. Και επειδή άλλον τρόπο καταλληλότερο δεν είχε, ανεκοίνωσε στο Θανάση, τον αδελφό της Μαρίας, τους κρυφούς έρωτές της.
Ο Θανάσης ήτο πολύ φρόνιμο παλληκάρι και καθόλου δεν ήθελε παραδεχθεί ότι ο Τουρκάκης, στενός του φίλος, μπορούσε να επιβουλευθεί την τιμή του. Η Τασούλα όμως επέμενε καταγγέλλουσα πολλά και ωρισμένα σφάλματα της Μαρίας και του Τουρκάκη. Ο Θανάσης επείσθη να παραμονεύσει μόνος του και να βεβαιωθεί.
Μια μέρα, λοιπόν, προφασίστηκε ότι έφευγε για ταξείδι σε μακρυνό χωριό, εγύρισε κρυφά και κρύφτηκε στο πατάρι του σπιτιού, εκεί που οι χωρικοί αποθηκεύουν σιτάρι και άλλα χρήσιμα.
Ο Θανάσης δεν περίμενε και πολύ εκεί κρυμμένος. Η Μαρία, ανύποπτη, εκάλεσε ευθύς τον Τουρκάκη στο σπίτι της. Ο Θανάσης από το πατάρι έλαβε τρανή απόδειξη της ελαφρότητος της αδελφής του και της προδοσίας του φίλου του. Έξω φρενών από το θυμό του, επήδησε κάτου και όρμησε κατά του Τουρκάκη. Η Μαρία στην αρχή έμεινε ασάλευτη, σαστισμένη από το ξαφνικό φανέρωμα του αδελφού της® μα γρήγορα συνήλθε και βλέποντας τον ερωμένο της να κινδυνεύει έτρεξε να τον προστατεύσει. Ο Θανάσης εμάνιασε τότε πιο πολύ για την πράξη της αυτή. Έχοντας τώρα να παλαίψει με δυο, άρπαξε ένα τσεκούρι που βρέθηκε εκεί κοντά και χύμηξε κατά της Μαρίας, χτυπώντας την τυφλά. Η Μαρία έμπηξε τις φωνές: «-Βοήθεια! Βοήθεια! Με σκοτώνουν!». Έτρεξαν οι γείτονες και την εγλύτωσαν καταματωμένη.
******
Από τα χτυπήματα του Θανάση η Μαρία έμεινε αρκετές μέρες στο κρεββάτι. Άμα όμως σηκώθηκε και ξαναείδε τον εραστή της, τα πρώτα της λόγια ήταν η καταδίκη του αδελφού της.
-Θέλω να πιω αίμα απ’ το Θανάση! του είπε με έξαψη.
Ο Τουρκάκης στην αρχή θέλησε ν’ αντισταθεί στη φοβερή αυτή απαίτηση της ερωμένης του. Αλλ’ η Μαρία είχε την πειστική εκείνη ευγλωττία των ματιών, τη διαβολική εκείνη ευγλωττία, και ο Τουρκάκης δε μπόρεσε πια να πει όχι. Αποφασίστηκε, λοιπόν, μεταξύ τους να σκοτωθεί, να βγει από τη μέση ο Θανάσης. Να εξαφανισθεί μυστικά, ξαφνικά, ώστε ποτέ να μη μάθει ο κόσμος τι απέγινε. Και τη στιγμή εκείνη τα μάτια της Μαρίας της Πενταγιώτισσας έλαμπαν, όπως τα μάτια της αρχαίας Μήδειας, όταν απεφάσιζε το θάνατο του αδελφού της του Αψύρτου.
Ο Τουρκάκης εμπιστεύθηκε ο μυστικό του τούτο σε δυο συγγενείς του και εζήτησε τη συνδρομή τους. Και επειδή επλησίαζε η γιορτή της Αναλήψεως, -οπότε συνηθίζεται στα μέρη της Δωρίδος, εκείνοι που έχουν πρόβατα να προσκαλούν στις στάνες τους άλλους που δεν έχουν και να γλεντούν-, απεφασίσθη όπως οι δύο αυτοί καλέσουν το Θανάση στη δική τους στάνη, στο Ξεροβούνι.
Ο Θανάσης δέχτηκε την πρόταση και την ημέρα της Αναλήψεως οι τρεις νέοι έφαγαν και ήπιαν και τραγούδησαν στο Ξεροβούνι από το πρωΐ ως το βράδυ. Αλλ’ όταν ο Θανάσης επρότεινε να πάνε στο χωριό, ο ένας από τους φίλους τού είπεν εύθυμα, κρατώντας τον από τη φουστανέλλα:
-Κάτσε τώρα… Εδώ φάγαμε, εδώ και θα κοιμηθούμε!
Ο Θανάσης ήταν ζαλισμένος και από το κρασί. Δέχτηκε, λοιπόν, να μείνει. Και κοιμηθήκανε στο βουνό κατά σειρά, και οι τρεις κοντά στην άκρη ενός φοβερού και βαθυτάτου βαράθρου.
Ο Τουρκάκης παραμόνευε εκεί κοντά. Και όταν ένοιωσε ότι ο Θανάσης αποκοιμήθηκε, πήγε από πάνου του και τον εχτύπησε στο κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι. Τότε ξύπνησαν και οι άλλοι δυο και τον αποτελείωσαν με τα μαχαίρια τους. Έπειτα του βγάλανε τα τσαπράζια, του πήρανε όσα χρήματα είχε επάνω του, τα ρούχα του, τον τυλίξανε στη φλοκάτα του και τον πετάξανε μέσα στον Κάρκαρο. Ο Κάρκαρος αυτός είναι βάραθρο κατασκότεινο και με γκρεμούς. Στο βάθος του υπάρχει πάντοτε νερό και ανακράζει γοερά μόλις ρίξεις μέσα το παραμικρό λιθαράκι.
Οι τρεις δολοφόνοι εγύρισαν ήσυχοι στο χωριό τους και ο Τουρκάκης πήγε στο σπίτι της Μαρίας και χτύπησε την πόρτα της. Εκείνη τον περίμενε με αγωνία. Ο Τουρκάκης έδωσε στην ερωμένη του τα τσαπράζια του αδελφού της, τα ματωμένα του ρούχα και το τσεκούρι - το όργανο του εγκλήματος. Η Μαρία ευχαριστήθηκε. Το ανθρώπινο αυτό ζώο, στο οποίον η Φύση είχε δώσει ωραία μορφή αγγελική, αλλά καρδιά τίγρεως, έπλυνε το αίμα από το τσεκούρι, εδίπλωσε τα ρούχα και τα τσαπράζια και τα ’κρυψε στο βάθος της κασέλλας της.
Ύστερ’ από λίγες μέρες παρατηρήθηκε στους Πενταγιούς η έλλειψις του Θανάση και οι συγγενείς και οι φίλοι του άρχισαν να συχνορωτούν γι’αυτόν τη Μαρία.
-Ξέρω που πάει να κλέψει, απαντούσε στενοχωρημένη και κακότροπη η λυγερή, τον σκότωσαν, ζωντανός είναι, δεν ξέρω…
Κατά σύμπτωσιν, τις ημέρες εκείνες ήρθε από τη Βοϊτσά και η αδελφή της Ελένη να επισκεφθεί τους συγγενείς της και μην ξέροντας τίποτε για το κακούργημα.
Μόλις όμως μπήκε στο πατρικό σπίτι, η εξαδέλφη της Τασούλα έτρεξε να της ανακοινώσει την εξαφάνιση του Θανάση, τα προηγούμενα όλα και την υποψία ότι ο Θανάσης έπεσε θύμα της Μαρίας και του εραστού της.
-Άκου μένα που σου λέω: Αυτούνοι τόνε ξεμπεδέψανε, Ελένη μου!
Η Ελένη έτρεξε ευθύς και κατήγγειλε τούτο στο Δήμαρχο, ο οποίος το ανέφερε στον Έπαρχο και τον υπομοίραρχο Δωρίδος. Οι δυο τελευταίοι ήρθαν στους Πενταγιούς και άρχισαν ανακρίσεις.
Τις ενέργειες των αρχών εβοηθούσε και η Ελένη με τις ατομικές της αποκαλύψεις. Και αι ανακρίσεις επροχωρούσαν γρήγορα, επιβαρυντικές για τη Μαρία και τους συνενόχους της. Στο τέλος ο ανακριτής εζήτησε να πάνε όλοι στον Κάρκαρο, στα χείλη του οποίου διάκριναν ακόμη διατηρούμενες μερικές στάλες αίμα. Η Ελένη, έχοντας την υποψία ότι εκεί μέσα είχαν πετάξει τον αδελφό της, επρότεινε σε πολλούς συγχωρικούς της να κατέβουν εκεί και να ψάξουν, με την υπόσχεση να τους καλοπληρώσει. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να το κάμει. Όλοι έτρεμαν τα σκοτεινά βάθη του γκρεμού και ήσαν επηρεασμένοι από τις απαίσιες παραδόσεις που λέγονται για τον Κάρκαρο στα μέρη εκείνα. Η Ελένη όμως επέμενε. Επρόσφερε αμοιβή δυο χωράφια και έτσι δυο χωρικοί επείσθησαν να κατεβούν και με πολύν κόπο μπόρεσαν ν’ ανακαλύψουν ανάμεσα στις πέτρες το σώμα του Θανάση και να το τραβήξουν επάνω με σχοινιά. Σχεδόν ήτο αγνώριστος.
Τότε το έγκλημα έγινε ολοφάνερο με όλη του τη φρίκη. Εναντίον των δολοφόνων και της Μαρίας εβγήκε ένταλμα, συνελήφθησαν και εκλείσθησαν όλοι στις φυλακές Λαμίας.
******
Αλλά και στη Λαμία η εμορφιά της Μαρίας ήταν γραφτό να φέρει άλλα δυστυχήματα. Όμοια με τα ξωτικά εκείνα λουλούδια των αγρίων δασών, που λένε πως η μυρωδιά τους θανατώνει εκείνον που τα πλησιάζει, η Πενταγιώτισσα ήταν από τη φύση προορισμένη να φέρνει την καταστροφή στα σπίτια.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες από το κλείσιμο της Μαρίας στις φυλακές Λαμίας, και ο δεσμοφύλακας, άνθρωπος σαραντάρης πια, ερωτοχτυπήθηκε μαζί της. Η πανούργα γυναίκα κατάλαβε αμέσως ότι τον είχε στη διάθεσή της. Χωρίς πολλά λόγια τού είπε ότι θα συγκατένευε να τον παντρευτεί, αν αυτός εφρόντιζε να την απαλλάξει από την κατηγορία. Ο ερωτοχτυπημένος δεσμοφύλακας δέχθηκε με χαρά μεγάλη την πρόταση. Σύμφωνα με την απαίτηση της Μαρίας, άφησε να δραπετεύσει δήθεν από τη φυλακή ο Τουρκάκης. Έπειτα ο δεσμοφύλακας έφτασε και στο έγκλημα: Για να διευκολύνει το γάμο του με την ωραία φυλακισμένη, σε στιγμή μεγάλης εξάψεως του πάθους του εφαρμάκωσε ο άθλιος τη γυναίκα του και το παιδί του, για να μην τους έχει εμπόδιο στους σκοπούς του! Και όλα αυτά τα έκανε τόσο μαστόρικα, ώστε να μη διαγείρει υποψίες…
Σε λίγον καιρό έγινε και η δίκη της Μαρίας και των συνενόχων της στο Μεσολόγγι. Και διότι οι ένορκοι δεν ευρήκαν, φαίνεται, «επαρκείς αποδείξεις», τους εκήρυξαν όλους αθώους.
Ο δεσμοφύλακας -που είχε ακολουθήσει τη Μαρία εκεί και εκόπη για την απαλλαγή της- άρχισε τώρα να της θυμίζει τις υποσχέσεις της και τις θυσίες που είχε κάνει για χάρη της. Η Μαρία ούτε ναι έλεγε, ούτε όχι. Φαινότανε πως ακούει με ευμένεια τα λόγια του, ώσπου έφθασαν στη Βιτρινίτσα, το επίνειον της Δωρίδος, από το οποίον θα επήγαιναν στους Πενταγιούς. Εκεί η παμπόνηρη Μαρία έβαλε τους συμπατριώτες της, όσοι είχαν έρθει για τη δίκη, και τον τσάκισαν στο ξύλο και τον έδιωξαν κακήν κακώς.
******
Έτσι η Μαρία εγύρισε με τους συντρόφους της στο χωριό της, πάντοτε δροσερή, πάντοτε εύσαρκη, αλλά και πάντοτε τρελλή. Οι χωρικοί και προ πάντων αι γυναίκες την περιφρονούσαν για τον τρόπο που ζούσε, αλλά και η Μαρία από πείσμα, ποδοπατώντας τα έθιμα, άρχισε να ζει πιο ελεύθερα τώρα. Ο Τουρκάκης, φυγόδικος πια, δεν τολμούσε να φανεί στους Πενταγιούς. Η Μαρία έπιασε άλλον εραστή, και έπειτα άλλον και -το χειρότερο- τους εδιάλεγε μεταξύ των συγγενών της. Παραδινόταν στον ένα εξάδελφό της και έπειτα τον άλλαζε με άλλον συγγενή. Συζούσε για κάμποσο καιρό με τον έναν εραστή και έξαφνα από ιδιοτροπία του ’κλεινε την πόρτα.
Στο μεταξύ έβριζε τους συγχωριανούς της και τις γυναίκες τους και όταν την κατηγορούσαν έλεγε πρόστυχες βρισιές. Όταν οι γέροι συγγενείς της έκαναν να τη συμβουλέψουν, εκείνη γελούσε περιφρονητικά. Και στην αδελφή της, από καιρό σε καιρό, με πεισματάρικη αναίδεια παρήγγελνε τα αίσχη της!.
Οι συμπατριώτες της, για να τη στιγματίσουν και για να παραδώσουν στο αιώνιο ανάθεμα τα κακουργήματά της, έκαμαν ευθύς το τραγούδι της. Το δημοσιεύουμε ολόκληρο, γιατί μόνο λίγοι το ξέρουν:
Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά και στο Χρισσό κριάρια
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια.
Κλείσε τα παραθύρια σου και σκέπασ’ τη φωτιά σου
Να μη φανεί ο ασίκης σου, όπ’ έχεις στην ποδιά σου.
Τι ’ ν’ το κακό οπώ’ καμες στο δόλιο το Θανάση;
Τον αδελφό σου σκότωσες, τον Τούρκο για να πάρεις.
Στον Κάρκαρο τον έριξες, στον Κάρκαρο τον ρίχνεις.
Κανείς δεν κάνει απόφαση να μπει για να τον βγάλει.
Ο Γιάννης κάνει απόφαση να μπει για να τον βγάλει.
Παίρνει πεντάδιπλα σχοινιά με δεκοχτώ φανάρια.
Σαν μπήκε και τον έβγαλε στο αίμα βουτημένον
Και η Μαρία λιγοψυχά και πέφτει να πεθάνει.
-Τίνος τα λες αυτά Μαριά και Τουρκοπιστωμένη;
Εσύ ’σουν που τον σκότωσες και τώρα θα τον κλάψεις;
Το πρώτο δίστιχο είναι ο μεγαλύτερος στη γυναικεία ομορφιά ύμνος. Οι λοιποί στίχοι είναι καταγγελία του σφάλματος της Μαρίας. Αλλ’ όπως πάντοτε συμβαίνει σύμφωνα με τους νόμους της φύσεως, αντιστέκεται στη δύναμη του χρόνου μόνον ό,τι είναι μέγα και έξοχο. Το σφάλμα της λυγερής σχεδόν λησμονήθηκε τώρα. Μόλις και μετά βίας θα μπορέσει ο περίεργος διαβάτης ν’ ακούσει μεταξύ των τόσων συμπατριωτών της την ιστορία της Μαρίας από το στόμα κανενός γέρου. Και μόνο η ομορφιά της θα ζει αθάνατη με το δημοτικό τραγούδι στους γάμους, στους χορούς, στα πανηγύρια του Ελληνικού λαού, γιατί και η μουσική του είναι μια από τις πιο μελωδικές και τις πιο λεβέντικες.
Γιάννης Χαλάτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου