ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
Ήτοι Λόγος Περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΑΡΑ ΑΝΟΝΙΜΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ
Εν Ιταλία, 1806
«Ας εισέλθωμεν τώρα εις την διήγησιν του ελληνικού κλήρου, η οποία όχι ολίγον θέλει μας παραστήσει τα κακά, οπού προξενεί η κατάχρησις των χρημάτων. Εις την Κωνσταντινούπολιν, λοιπόν, ευρίσκεται ο πατριάρχης και η Σύνοδος, άλλος πατριάχης ευρίσκεται εις Αλεξάνδρειαν, άλλος εις την Αντιόχειαν και άλλος εις Ιερουσαλήμ. Ο πρώτος ονομάζεται οικουμενικός. Και αν άλλο δεν σημαίνη αυτός ο γελοιώδης τίτλος μαζί με τους τόσους άλλους οπού λαμβάνει, φανερώνει όμως, ότι οι άλλοι τρεις πατριάρχαι υπόκεινται εις αυτόν. Αυτός λοιπόν διαμοιράζει εις όλας τας επαρχίας του οθωμανικού κράτους, και πολλάκις πέμπει και εκεί οπού δεν είναι χριστιανοί, τόσας εκατοντάδας αρχιεπισκόπους, εξ ών ο καθείς έχει τέσσαρας ή πέντε επισκοπάς, εις τας οποίας πέμπτει και αυτός τόσους επισκόπους. Αυτό είναι το σύστημα της εκκλησιαστικής αρχής, ο τρόπος δε της διοικήσεως είναι ο ακόλουθος:
Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από το οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μιαν μεγάλιν ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη δια την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώση περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τα επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτως εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός.
Ο τρόπος δε, με τον οποίον εκπληρούσι τας υποσχέσεις των προς τον λαόν και προς τους εκκλησιαστικούς νόμους, είναι ο ακόλουθος. Ο πατριάρχης, αφού ηξεύρει να αναγνώση δυο κατεβατά από το Ψαλτήριον του Δαβίδ, κρίνεται άξιος τοιαύτης αρχής από την Σύνοδον, αυτή δε ηξεύρει να αναγνώση περισσότερον από αυτόν και τα Πράξεις των Αποστόλων (1). Δια να γράψη, δεν ερωτάται αν ηξεύρη, επειδή δεν του είναι αναγκαίον. Μάλιστα, το όνομά του το γράφει με τόσα κλωθογυρίσματα – εις το οποίον τον μιμούνται και οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι και μερικοί πτωτοσύγκελλοι – οπού και ανορθόγραφον αν είναι, όπερ και πιθανώτατον, κανείς δεν το καταλαβαίνει, και δια τούτο φυλάττει γραμματικούς νέους προκομμένους, έχει δε και τον πρωτοσύγκελλον και αρχιμανδρίτην, οίτινες οπωσούν μετριάζουν την θηριότητα της αμαθείας του κυρίου των.
Η πρώτη έγνοια του πατριάρχου, λοιπόν, είναι να αποκτήση την φιλίαν των φίλων της Συνόδου, οπού, ως επί το πλείστον, είναι οι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, ήτοι πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δυο αίτια: πρώτον μεν, δια να ημπορή να κλέπτη με περισσότερον θάρρος, δεύτερον δε, να κλέπτει δια περισσότερον καιρόν, ωσάν οπού αυτή η Σύνοδος έχει όλα τα μέσα εις την οθωμανικήν δυναστείαν, και εξακολούθως, όταν ο πατριάρχης δεν της αρέσκη, ευθύς τον εξορίζει. Και δεν της αρέσκει πάντοτε, όταν δεν ομογνωμή με αυτήν, και όταν δεν υπογράφη χωρίς να αναγνώση ότι γράμμα του παραδώση.
Ο πατριάρχης έχει μιαν εξουσίαν σκιώδη και ψεύτικην επάνω εις την Σύνοδον, αλλά κανείς δεν τολμεί να εξορίση κανέναν από αυτήν αν και όλα τα δίκαια ήθελε τον βιάσουν, επειδή, τότε, οι λοιποί ευθύς εξορίζουν αυτόν, και βάζουν άλλον και ξανακαλεί τον εξορισθέντα σύντροφόν των. Δια τούτο, πολλάκις έτυχε να πατριαρχεύσουν, ποίος οκτώ μήνας, ποίος έξ, και ποίος δυο μόνον. Η υπερηφάνεια και διεστραμμένη ψυχή αυτών των δωδεκα μωρών της Συνόδου τους εμποδίζει από το να στοχασθώσι την φθοράν, οπού προξενούσι εις τον λόν με τα μεγαλώτατα έξοδα των συχνών αλλαγών των πατριάρχων, και άλλο δεν θυμούνται, παρά ότι, όσα εξοδεύσουν, τα ξαναλαμβάνουν από τον νεόφυτον, και πάντοτε με το διάφορόν τους.
Ευκόλως ημπορεί να προϊδή ο αναγνώστης τα περί των αρχιεπισκόπων, όταν η αρχή είναι τοιαύτη. Ας μάθη όμως, ότι αυτοί υπερβαίνουσιν και εις την αμάθειαν και εις τα κακά έργα, και την Σύνοδον και τον πατριάρχην. Επειδή η μεν Σύνοδος, οπού εξοδεύει, δια να κάμη τον πατριάρχην όπως θέλει, λαμβάνει ευθύς από τον ίδιον τα όσα εξώδευσεν, ομοίως και ο πατριάρχης τα ξαναλαμβάνει από τους αρχιεπισκόπους διπλά και τριπλά. Αλλά αυτοί, αφού λάβουν μέρος από τους επισκόπους, τα λοιπά πρέπει να τα εβγάλουν από τους επισκόπους, τα λοιπά πρέπει να τα εβγάλουν από τους χριστιανούς, και εις αυτό μιμούνται τους οθωμανικούς διοικητάς της αρχιεπισκοπής των, από τους οποίους εις άλλο δεν διαφέρουσι, ειμή ότι οι αρχιεπίσκοποι πληρώνουν αυτούς, και αυτοί τους δίδουν την άδειαν να κλέψωσιν όσα ημπορούσι.
Η αμάθεια του λαού ακόνισεν τόσον τα αρχιερατικά σπαθία, οπού κανείς δεν τους αντιστέκεται. Μ’ έν κατεβατόν (με) κατάρας, οπού η πλέον διαβολική διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δεν ήθελεν ημπορέσει να εφεύρη, το οποίον ονομάζουσιν αφορισμόν, εκδύουσι και πλουσίους και πτωχούς. Και αν πολλάκις μ’ έτερον κατεβατόν με ευχάς, ευλογίας και συγχώρησιν, διαλύουσι τον αφορεσθέντα, δι’ άλλο τέλος δεν το κάμνουσι, παρά δια να ημπορέσωσι να τον ξαναφορίσωσι. Επειδή τον αφορεσθέντα δεν δίνανται να τον ξαναφορίσωσι, αν πρώτον δεν τον συγχωρήσωσι (2). Μετά τον αφορισμόν, οπού είναι το πρώτον τους άρμα, έπονται οι αγιασμοί και τα μνημόσυνα (3). Και τέλος πάντων, το μεγαλείτερον κέρδος των είναι αι κληρονομίαι και τα χαρίσματα (4). Αν εις αυτά εύρη ανθίστασιν, τότε ευθύς αφορίζει, δεν δίδει την άδειαν των ιερέων να βαπτίσουν το γεννηθέν βρέφος, ούτε να θάψουν τον νεκρόν.
Αλλά που να διηγηθώ, όσα η μιαρά των ψυχή εφευρίσκει! Φθάνει λοιπόν να ηξεύρετε, ότι, όσα και αν κάμνωσι, τα κάμνωσι δια χρημάτων, και πληρώνοντάς τους τινάς ημπορεί να λάβη τη συγχώρησιν δια κάθε αμάρτημα. Τόσον εβαρβαρώθη και ουτιδανώθη η κλάσις της ιερωσύνης των ελλήνων. Προς τούτοις ο αρχιεπίσκοπος πωλεί τας ενορίας της πόλεως ούτινος ιερέως θελήση, και έπειτα κάμνει αργόν ή εξορεί όποιον θέλη από αυτούς, και ξαναπωλεί την ενορίαν άλλου, δια να του κάμη το ίδιον ύστερα απ’ ολίγον. Κάθε τόσον τους ζητεί δάνεια, και ποτέ δεν τους τα επιστρέφει. Κανείς δεν τολμεί να αντισταθή εις τους λόγους του, επειδή ευθύς τον αφορίζει και έπειτα τον εξορεί και λαμβάνει την περιουσίαν του (5). Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον ενεργούσι τα ηδύτατα εντάλματα του Χριστού.
Πως άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και οποίαι εισίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι (6). Κοιμώνται δεκατέσσαραςώρας τη νύκτα και δυο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δυο φοράς τον χρόνον, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα, οπού τινάς ημπορεί να στοχασθή (7). Και ούτως εις τον βόρβορον της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες.
Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτας. Ανεκδιήγητα είναι τα ανομήματά των και η σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά εκείνην της ιδίας παρδάλεως. Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτζι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδοσι τον τίτλον ή του πρωτοσυγκέλλου ή του αρχιμανδρίτου ή άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ηξεύρουσι, παρά να γράφουν ονόματα (8) των χριστιανών με όλην την ανορθογραφίαν, και να προφέρωσι το «να είσαι κατηραμένος», «να έχεις την ευχήν» και «δος μοι».
Αυτοί, λοιπόν, περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνίαν εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας, και μάλιστα τας γυναίκας. Όταν δεν τους ευρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείον της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναικός του, και φθάνουσι να τους παίρνουσιν έως και τα δοχεία των φαγητών. Από άλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλά σιτάρι ή τόσον κρασί. Εν ενί λόγω, τους γυμνώνουσι, και έπειτα τους ευλογούσι και φεύγουσι. Πολλάκις δε περιέρχεται ο ίδιος ο επίσκπος εις τα χωρία, και τότε πλέον ακολουθούν τα χειρότερα. Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι’ όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχήν κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα δυο, και άλλους τόσους κάμνει παπάδες, και έπειτα φεύγει.
Ο τρόπος δε, με τον οποίον κρίνει άξιον, ένα χωριάτην, της ιερωσύνης, είναι ο ακόλουθος. Πρώτον, του ζητεί εκατόν, ή περισσότερα ή ολιγότερα γρόσια, και τα λαμβάνει, έπειτα τον ερωτά, αν ηξεύρη γράμματα, ήτοι να γράψη και να αναγνώση, ύστερον του φέρει το Ψαλτήριον, και αυτός αναγινώσκει εν κατεβατόν, και ευθύς τον κάμνει ιερέα. Η αμάθεια αυτών των ιερέων είναι άκρα, και από αυτούς οι περισσότεροι κατά συμβεβηκός αποκαθίστανται αρχιμανδρίται, έπειτα δε κερδίζοντας, αγοράζουν επισκοπάς, και εξακολούθως γίνονται αρχιεπίσκοποι και όχι ολίγας φοράς πατριάρχαι. Όθεν, όλοι σχεδόν οι αρχηγοί της εκκλησίας κατάγονται από την ιδίαν ποταπότητα, και οι περισσότεροι είναι αμαθέστατοι (9).
Μετά των Επσκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίται και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια – δι’ ών κατωτέρω ρηθήσεται – με κάποιας πανταχούσας (10). Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις ή χωρίον, οπού να μην φυλάττη ή ένα ή δυο από αυτούς τους λαοκλέπτας, οι οποίοι παρησιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ’ αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκραν αυθάδειαν, αρχινούσιν από οσπίτιον εις οσπίτιον, να ζητούσιν ελεημοσύνην, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορύσι.
Τον τρόπον, οπού μεθοδεύονται, είναι άξιος γέλωτος ενταυτώ και δακρύων. Αυτοί έχουσιν εν κιβωτίδιον γεμάτον από ανθρώπινα κόκκαλα και κρανία ακέραια, τα οποία ασημώνοσι, και έπειτα ονοματίζουσιν, άλλα μεν του Αγίου Χαραλάμπους και άλλα του Αγίου Γρηγορίου. Εν ενί λόγω, δεν αφίνουν άγιον, χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκκαλά του (11). Οι περισσότεροι από αυτούς τους κοκκαλοπωλητάς εξέρχονται από το όρος του Άθους, οπού ονομάζουν Άγιον Όρος, εις το οποίον ευρίσκεται η πηγή αυτών των καλογήρων.
Τα δε μοναστήρια αυτά έχουσιν εις κάθε πολιτείαν υποστατικά και οσπίτια, τα οποία καλούσι μετόχια και τα κατοικούσιν αυτοί οι περιηγηταί. Εκεί μετρούσι τα κλεφθέντα χρήματα, δια να λάβωσιν αυτοί κρυφίως τα μισά και τα λοιπά να τα υπάγωσιν εις τα μοναστήριά των (12). Αυτά τα τέρατα λοιπόν, επειδή ποτέ δεν τους εβγαίνει από το στόμα τους ένας αναστεναγμός, συνηθίζουν κατ’ ολίγον ολίγον εις την απάθειαν, και φθάνουσιν εις τοιούτον βαθμόν, οπού, ο κόσμος και αν χαλάση, τίποτε δεν τους μέλει. Είναι δε κατήγοροι εις το άκρον, και αν εις καμίαν πολιτείαν ευρεθή τνάς, ή ιερεύς, ή λαϊκός, να είναι οπωσούν προκομμένος, αυτοί τον έχουσι δια εχθρόν τους αθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι εις τα οσπίτια, ευθύς με άκρον υποκριτικόν τρόπον τον κακολογούσι, τον κηρύττουσιν ευθύς ανευλαβή και άθεον. Ο μεγαλείτερος στοχασμός των είναι να κρύπτωσι την αμάθειάν των, και δια τούτο ζητούσι πάντοτε να συνομιλώσι με τας γυναίακς.
Ω γλυκύτατα Ιησού! Ω δίκαιοι Απόστολοι! Ω φιλόσοφοι Πατέρες! Που είσθε την σήμερον, να ιδήτε τους απογόνους σας, και να συγκλαύσητε μαζί με όσους την αλήθειαν γνωρίζουσι δια την αθλιότητά τους; Εσείς επαραγγείλετε την νηστείαν, δια να χαλινώσητε οπωσούν τους γαστριμάργους, αυτοί αναθεματίζουσι και τους ασθενείς, όταν κρεοφάγωσι. Εσείς εδιωρίσατε τας ελεημοσύνας, δια να στερεώσητε την αρετήν, αυτοί δε αρπάζουσι και από πλουσίους και από πτωχούς, όσα περισσότερα δυνηθώσι. Εσείς ενομοθετήσετε την εξομολόγησιν, δια να παρηγορήτε τους λυπημένους και βασανισμένους, δια να νουθετήτε τους χρείαν έχοντας και αμαθείς, αυτοί δε την ενεργούσι δια μόνην περιέργειαν εις το να μάθωσιν τα ξένα πράγματα, και έπειτα να τα κοινολογούσι, όχι μόνον όταν τους ωφελή, αλλά όταν δεν τους βλάπτη (13). Εσείς εκηρύξατε την ομόνοιαν, την αδελφότητα, την ομοιότητα και την ελευθερίαν, αυτοί δε διδάσκουσι με τα παραδείγματά των τουναντίον. Εσείς τέλος πάντων, είχετε την αρετήν δια οδηγόν, αυτοί έχουσι τα χρήματα.
Τι ήθελεν ειπεί, στοχάζεσθε, ώ Έλληνες, ο Λόγος της Σοφίας, ο ηδύτατος Χριστός, εις αυτούς τους υπηρέτας του; Ώ! η απόφασίς του είναι φανερά, και άμποτες οι ταλαίπωροι να διορθωθούν οπωσούν, δια να αποφύγουν την άφευκτον ποινήν των πλημμελημάτων των. Ποίος δεν βλέπει, ώ Έλληνες, τον αφανισμόν, οπού εις την Ελλάδα προξενεί την σήμερον το ιερατείον;
Εκατόν χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι (14) ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ίδρωτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια, οπού πανταχόθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρόν, τρώγοσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού15). Ιδού, ώ Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία οπού αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος.
Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερίαν, τους φαίνεται μια αθανάσιμος αμαρτία».
Παραπομπές, σημειώσεις
Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από το οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μιαν μεγάλιν ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη δια την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώση περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τα επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτως εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός.
Ο τρόπος δε, με τον οποίον εκπληρούσι τας υποσχέσεις των προς τον λαόν και προς τους εκκλησιαστικούς νόμους, είναι ο ακόλουθος. Ο πατριάρχης, αφού ηξεύρει να αναγνώση δυο κατεβατά από το Ψαλτήριον του Δαβίδ, κρίνεται άξιος τοιαύτης αρχής από την Σύνοδον, αυτή δε ηξεύρει να αναγνώση περισσότερον από αυτόν και τα Πράξεις των Αποστόλων (1). Δια να γράψη, δεν ερωτάται αν ηξεύρη, επειδή δεν του είναι αναγκαίον. Μάλιστα, το όνομά του το γράφει με τόσα κλωθογυρίσματα – εις το οποίον τον μιμούνται και οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι και μερικοί πτωτοσύγκελλοι – οπού και ανορθόγραφον αν είναι, όπερ και πιθανώτατον, κανείς δεν το καταλαβαίνει, και δια τούτο φυλάττει γραμματικούς νέους προκομμένους, έχει δε και τον πρωτοσύγκελλον και αρχιμανδρίτην, οίτινες οπωσούν μετριάζουν την θηριότητα της αμαθείας του κυρίου των.
Η πρώτη έγνοια του πατριάρχου, λοιπόν, είναι να αποκτήση την φιλίαν των φίλων της Συνόδου, οπού, ως επί το πλείστον, είναι οι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, ήτοι πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δυο αίτια: πρώτον μεν, δια να ημπορή να κλέπτη με περισσότερον θάρρος, δεύτερον δε, να κλέπτει δια περισσότερον καιρόν, ωσάν οπού αυτή η Σύνοδος έχει όλα τα μέσα εις την οθωμανικήν δυναστείαν, και εξακολούθως, όταν ο πατριάρχης δεν της αρέσκη, ευθύς τον εξορίζει. Και δεν της αρέσκει πάντοτε, όταν δεν ομογνωμή με αυτήν, και όταν δεν υπογράφη χωρίς να αναγνώση ότι γράμμα του παραδώση.
Ο πατριάρχης έχει μιαν εξουσίαν σκιώδη και ψεύτικην επάνω εις την Σύνοδον, αλλά κανείς δεν τολμεί να εξορίση κανέναν από αυτήν αν και όλα τα δίκαια ήθελε τον βιάσουν, επειδή, τότε, οι λοιποί ευθύς εξορίζουν αυτόν, και βάζουν άλλον και ξανακαλεί τον εξορισθέντα σύντροφόν των. Δια τούτο, πολλάκις έτυχε να πατριαρχεύσουν, ποίος οκτώ μήνας, ποίος έξ, και ποίος δυο μόνον. Η υπερηφάνεια και διεστραμμένη ψυχή αυτών των δωδεκα μωρών της Συνόδου τους εμποδίζει από το να στοχασθώσι την φθοράν, οπού προξενούσι εις τον λόν με τα μεγαλώτατα έξοδα των συχνών αλλαγών των πατριάρχων, και άλλο δεν θυμούνται, παρά ότι, όσα εξοδεύσουν, τα ξαναλαμβάνουν από τον νεόφυτον, και πάντοτε με το διάφορόν τους.
Ευκόλως ημπορεί να προϊδή ο αναγνώστης τα περί των αρχιεπισκόπων, όταν η αρχή είναι τοιαύτη. Ας μάθη όμως, ότι αυτοί υπερβαίνουσιν και εις την αμάθειαν και εις τα κακά έργα, και την Σύνοδον και τον πατριάρχην. Επειδή η μεν Σύνοδος, οπού εξοδεύει, δια να κάμη τον πατριάρχην όπως θέλει, λαμβάνει ευθύς από τον ίδιον τα όσα εξώδευσεν, ομοίως και ο πατριάρχης τα ξαναλαμβάνει από τους αρχιεπισκόπους διπλά και τριπλά. Αλλά αυτοί, αφού λάβουν μέρος από τους επισκόπους, τα λοιπά πρέπει να τα εβγάλουν από τους επισκόπους, τα λοιπά πρέπει να τα εβγάλουν από τους χριστιανούς, και εις αυτό μιμούνται τους οθωμανικούς διοικητάς της αρχιεπισκοπής των, από τους οποίους εις άλλο δεν διαφέρουσι, ειμή ότι οι αρχιεπίσκοποι πληρώνουν αυτούς, και αυτοί τους δίδουν την άδειαν να κλέψωσιν όσα ημπορούσι.
Η αμάθεια του λαού ακόνισεν τόσον τα αρχιερατικά σπαθία, οπού κανείς δεν τους αντιστέκεται. Μ’ έν κατεβατόν (με) κατάρας, οπού η πλέον διαβολική διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δεν ήθελεν ημπορέσει να εφεύρη, το οποίον ονομάζουσιν αφορισμόν, εκδύουσι και πλουσίους και πτωχούς. Και αν πολλάκις μ’ έτερον κατεβατόν με ευχάς, ευλογίας και συγχώρησιν, διαλύουσι τον αφορεσθέντα, δι’ άλλο τέλος δεν το κάμνουσι, παρά δια να ημπορέσωσι να τον ξαναφορίσωσι. Επειδή τον αφορεσθέντα δεν δίνανται να τον ξαναφορίσωσι, αν πρώτον δεν τον συγχωρήσωσι (2). Μετά τον αφορισμόν, οπού είναι το πρώτον τους άρμα, έπονται οι αγιασμοί και τα μνημόσυνα (3). Και τέλος πάντων, το μεγαλείτερον κέρδος των είναι αι κληρονομίαι και τα χαρίσματα (4). Αν εις αυτά εύρη ανθίστασιν, τότε ευθύς αφορίζει, δεν δίδει την άδειαν των ιερέων να βαπτίσουν το γεννηθέν βρέφος, ούτε να θάψουν τον νεκρόν.
Αλλά που να διηγηθώ, όσα η μιαρά των ψυχή εφευρίσκει! Φθάνει λοιπόν να ηξεύρετε, ότι, όσα και αν κάμνωσι, τα κάμνωσι δια χρημάτων, και πληρώνοντάς τους τινάς ημπορεί να λάβη τη συγχώρησιν δια κάθε αμάρτημα. Τόσον εβαρβαρώθη και ουτιδανώθη η κλάσις της ιερωσύνης των ελλήνων. Προς τούτοις ο αρχιεπίσκοπος πωλεί τας ενορίας της πόλεως ούτινος ιερέως θελήση, και έπειτα κάμνει αργόν ή εξορεί όποιον θέλη από αυτούς, και ξαναπωλεί την ενορίαν άλλου, δια να του κάμη το ίδιον ύστερα απ’ ολίγον. Κάθε τόσον τους ζητεί δάνεια, και ποτέ δεν τους τα επιστρέφει. Κανείς δεν τολμεί να αντισταθή εις τους λόγους του, επειδή ευθύς τον αφορίζει και έπειτα τον εξορεί και λαμβάνει την περιουσίαν του (5). Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον ενεργούσι τα ηδύτατα εντάλματα του Χριστού.
Πως άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και οποίαι εισίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι (6). Κοιμώνται δεκατέσσαραςώρας τη νύκτα και δυο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δυο φοράς τον χρόνον, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα, οπού τινάς ημπορεί να στοχασθή (7). Και ούτως εις τον βόρβορον της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες.
Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτας. Ανεκδιήγητα είναι τα ανομήματά των και η σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά εκείνην της ιδίας παρδάλεως. Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτζι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδοσι τον τίτλον ή του πρωτοσυγκέλλου ή του αρχιμανδρίτου ή άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ηξεύρουσι, παρά να γράφουν ονόματα (8) των χριστιανών με όλην την ανορθογραφίαν, και να προφέρωσι το «να είσαι κατηραμένος», «να έχεις την ευχήν» και «δος μοι».
Αυτοί, λοιπόν, περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνίαν εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας, και μάλιστα τας γυναίκας. Όταν δεν τους ευρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείον της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναικός του, και φθάνουσι να τους παίρνουσιν έως και τα δοχεία των φαγητών. Από άλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλά σιτάρι ή τόσον κρασί. Εν ενί λόγω, τους γυμνώνουσι, και έπειτα τους ευλογούσι και φεύγουσι. Πολλάκις δε περιέρχεται ο ίδιος ο επίσκπος εις τα χωρία, και τότε πλέον ακολουθούν τα χειρότερα. Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι’ όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχήν κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα δυο, και άλλους τόσους κάμνει παπάδες, και έπειτα φεύγει.
Ο τρόπος δε, με τον οποίον κρίνει άξιον, ένα χωριάτην, της ιερωσύνης, είναι ο ακόλουθος. Πρώτον, του ζητεί εκατόν, ή περισσότερα ή ολιγότερα γρόσια, και τα λαμβάνει, έπειτα τον ερωτά, αν ηξεύρη γράμματα, ήτοι να γράψη και να αναγνώση, ύστερον του φέρει το Ψαλτήριον, και αυτός αναγινώσκει εν κατεβατόν, και ευθύς τον κάμνει ιερέα. Η αμάθεια αυτών των ιερέων είναι άκρα, και από αυτούς οι περισσότεροι κατά συμβεβηκός αποκαθίστανται αρχιμανδρίται, έπειτα δε κερδίζοντας, αγοράζουν επισκοπάς, και εξακολούθως γίνονται αρχιεπίσκοποι και όχι ολίγας φοράς πατριάρχαι. Όθεν, όλοι σχεδόν οι αρχηγοί της εκκλησίας κατάγονται από την ιδίαν ποταπότητα, και οι περισσότεροι είναι αμαθέστατοι (9).
Μετά των Επσκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίται και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια – δι’ ών κατωτέρω ρηθήσεται – με κάποιας πανταχούσας (10). Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις ή χωρίον, οπού να μην φυλάττη ή ένα ή δυο από αυτούς τους λαοκλέπτας, οι οποίοι παρησιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ’ αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκραν αυθάδειαν, αρχινούσιν από οσπίτιον εις οσπίτιον, να ζητούσιν ελεημοσύνην, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορύσι.
Τον τρόπον, οπού μεθοδεύονται, είναι άξιος γέλωτος ενταυτώ και δακρύων. Αυτοί έχουσιν εν κιβωτίδιον γεμάτον από ανθρώπινα κόκκαλα και κρανία ακέραια, τα οποία ασημώνοσι, και έπειτα ονοματίζουσιν, άλλα μεν του Αγίου Χαραλάμπους και άλλα του Αγίου Γρηγορίου. Εν ενί λόγω, δεν αφίνουν άγιον, χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκκαλά του (11). Οι περισσότεροι από αυτούς τους κοκκαλοπωλητάς εξέρχονται από το όρος του Άθους, οπού ονομάζουν Άγιον Όρος, εις το οποίον ευρίσκεται η πηγή αυτών των καλογήρων.
Τα δε μοναστήρια αυτά έχουσιν εις κάθε πολιτείαν υποστατικά και οσπίτια, τα οποία καλούσι μετόχια και τα κατοικούσιν αυτοί οι περιηγηταί. Εκεί μετρούσι τα κλεφθέντα χρήματα, δια να λάβωσιν αυτοί κρυφίως τα μισά και τα λοιπά να τα υπάγωσιν εις τα μοναστήριά των (12). Αυτά τα τέρατα λοιπόν, επειδή ποτέ δεν τους εβγαίνει από το στόμα τους ένας αναστεναγμός, συνηθίζουν κατ’ ολίγον ολίγον εις την απάθειαν, και φθάνουσιν εις τοιούτον βαθμόν, οπού, ο κόσμος και αν χαλάση, τίποτε δεν τους μέλει. Είναι δε κατήγοροι εις το άκρον, και αν εις καμίαν πολιτείαν ευρεθή τνάς, ή ιερεύς, ή λαϊκός, να είναι οπωσούν προκομμένος, αυτοί τον έχουσι δια εχθρόν τους αθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι εις τα οσπίτια, ευθύς με άκρον υποκριτικόν τρόπον τον κακολογούσι, τον κηρύττουσιν ευθύς ανευλαβή και άθεον. Ο μεγαλείτερος στοχασμός των είναι να κρύπτωσι την αμάθειάν των, και δια τούτο ζητούσι πάντοτε να συνομιλώσι με τας γυναίακς.
Ω γλυκύτατα Ιησού! Ω δίκαιοι Απόστολοι! Ω φιλόσοφοι Πατέρες! Που είσθε την σήμερον, να ιδήτε τους απογόνους σας, και να συγκλαύσητε μαζί με όσους την αλήθειαν γνωρίζουσι δια την αθλιότητά τους; Εσείς επαραγγείλετε την νηστείαν, δια να χαλινώσητε οπωσούν τους γαστριμάργους, αυτοί αναθεματίζουσι και τους ασθενείς, όταν κρεοφάγωσι. Εσείς εδιωρίσατε τας ελεημοσύνας, δια να στερεώσητε την αρετήν, αυτοί δε αρπάζουσι και από πλουσίους και από πτωχούς, όσα περισσότερα δυνηθώσι. Εσείς ενομοθετήσετε την εξομολόγησιν, δια να παρηγορήτε τους λυπημένους και βασανισμένους, δια να νουθετήτε τους χρείαν έχοντας και αμαθείς, αυτοί δε την ενεργούσι δια μόνην περιέργειαν εις το να μάθωσιν τα ξένα πράγματα, και έπειτα να τα κοινολογούσι, όχι μόνον όταν τους ωφελή, αλλά όταν δεν τους βλάπτη (13). Εσείς εκηρύξατε την ομόνοιαν, την αδελφότητα, την ομοιότητα και την ελευθερίαν, αυτοί δε διδάσκουσι με τα παραδείγματά των τουναντίον. Εσείς τέλος πάντων, είχετε την αρετήν δια οδηγόν, αυτοί έχουσι τα χρήματα.
Τι ήθελεν ειπεί, στοχάζεσθε, ώ Έλληνες, ο Λόγος της Σοφίας, ο ηδύτατος Χριστός, εις αυτούς τους υπηρέτας του; Ώ! η απόφασίς του είναι φανερά, και άμποτες οι ταλαίπωροι να διορθωθούν οπωσούν, δια να αποφύγουν την άφευκτον ποινήν των πλημμελημάτων των. Ποίος δεν βλέπει, ώ Έλληνες, τον αφανισμόν, οπού εις την Ελλάδα προξενεί την σήμερον το ιερατείον;
Εκατόν χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι (14) ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ίδρωτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια, οπού πανταχόθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρόν, τρώγοσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού15). Ιδού, ώ Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία οπού αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος.
Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερίαν, τους φαίνεται μια αθανάσιμος αμαρτία».
Παραπομπές, σημειώσεις
1) «Ας με συμπαθήση ο αναγνώστης δια την υπερβολήν του λόγου, ωσάν οπού όλοι οι νυν ιερείς, εξαιρώντας, ως προείπον, τινάς, μόλις σπουδάζουν ολίγον τα γραμματικά, και κανείς δεν γνωρίζει ούτε την λέξιν «επιστήμη».
2) Οι αφορισμοί εις την Ελλάδα, και εξόχως εις τα Ιωάννινα και Πάτραν, ήθελαν νομισθή ευχαί της λειτουργίας από κανένα αλλογενή. Τόσον είναι συχνοί, και σχεδόν κάθε Κυριακήν εις κάθε εκκλησίαν αναγιγνώσκονται δυο και τρεις αφορισμοί, πάντοτε δε δια ουτιδανωτάτας διαφοράς, και ως επί το πλείστον δια δυο ή τριών γροσίων υπόθεσιν.
3) Αυτοί οι αναιδέστατοι άνδρες, ευθύς οπού έλθουν εις την αρχιεπισκοπήν των, υποχρεώνουν όλους τους πολίτας, να τους δεχθώσιν εις τα οσπίτιά των, δια να τους ψάλωσι τον αγιασμόν, και ούτως λαμβάνουσι την πληρωμήν από πενήντα εως δέκα γρόσια το ολιγότερον. Τα δε μνημόσυνα συνίστανται εις το λειτουργούν δια την ψυχήν του αποθανόντος, του οποίου ξεθάπτουν τα οστά και τα ευλογούν.
4) Όταν απεθάνη κανένας πολίτης της πρώτης ή της δευτέρας κλασεως και το ακούση ο αρχιερεύς, είναι δι’ αυτόν μια ανεκδιήγητος χαρά, επειδή, δια να ημπορέσουν να τον θάψουν, πρέπει, αφού πληρώσουν τον οθωμανόν τύραννον, να πληρώσουν και τον αρχιερέα. Η ποσότης όμως είναι αόριστος, πότε δέκα χιλιάδας γρόσια, πότε πέντε, και το ολιγότερον χίλια. Όταν πάλιν ο πολίτης μισεύη από την πατρίδα του, πρέπει να δώση ένα χάρισμα του αρχιερέως. Όταν επιστρέψη, πάλιν του χαρίζει. Αλλά τι λέγω του χαρίζει; Και πως ημπορεί να ονομασθή δώρον εκείνο οπού ζητείται με βίαν;
5) Ο νυν Ιωαννίνων έλαβε την αυθάδειαν να αφορίση τον ενάρετον και φιλόσοφον κυρ Κοσμά, δια να μην ημπόρεσε να τον καταπείση εις τας κακάς του θελήσεις.
6) Ο νυν Ιωαννίνων, καθώς ήκουσα από ένα μάρτυρα αυτόπτην, εις το πρόγευμα τρώγει δυο οκάδες γιαούρτι, και εις το δειλινόν μισήν οκά σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τας οποίας τρώγει με το χουλιάρι.
7) Ο Άρτης, ο Γρεβενών και ο Ιωαννίνων είναι οι πρώτοι προδόται του τυράννου, καθώς όλοι το γνωρίζουσι. Ό ύστερος από αυτούς ικέτευσεν τον τύραννον, και εκούρευσεν τον έγγονά του, ως να του εγίνετο νουνός. Ό Άρτης ηπάτησεν και επρόδωσεν τους ήρωας Σουλιώτας, είναι δε και οι τρεις ασελγείς, άσωτοι εις το άκρον, μοιχοί, πόρνοι και αρσενοκοίται φανεροί.
8) Μιαν φοράν ερώτησα ένα παπάν χωριάτην, εως εξηκοντούτην, πόθεν είχεν αγοράσει το κονδύλι του, το οποίον ήτον λεπτόν, ως το μεγαλύτεόν μου δάκτυλον, και μου απεκρίθη, ότι το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, και επειδή είχε τρεις υιούς, είχε σκοπόν να το κάμη τιά κομμάτια, και να αφήση από ένα του κάθε υιού του. Άλλος ένας, με πλατύ ράσον, ηθέλησεν να μου εξηγήση, ότι τα μεν «γενέσια» εννοεί την γέννησιν, τα δε «γενέθλια» εννοεί τον θάνατον. Ο Έλλην αναγνώστης ας μην γελάση, αλλά ας κλαύση.
9) Ένας αρχιμανδρίτης, αναγινώσκοντας επ’ εκκλησίας το ευαγγέλιον, έτυχεν εις το τέλος του κατεβατού το απαρέμφατον επανέρχεσθαι. Όθεν αυτός ανέγωνσε το επανέρ- όπου ετελείωνε το κατεβατόν, και έπειτα γυρίζοντας το φύλλον επρόφερε το –χέσθαι, εις τρόπον οπού ερέθισε ένα γενικόν γέλωτα εις τους παρεστώτας.
10) Αυταί, αι ούτως καλούμεναι πανταχούσαι, είναι κάποιαι παρακαλεστικαί επιστολαί των μοναστηρίων, οπού τας στέλνουν προς τους χριστιανούς, και είναι γεγραμμέναι με διάφορα χρώματα και με μεγάλα στοιχεία.
11) Εγώ, έως τώρα βέβαια, είδα έως τέσσαρας κεφαλάς του Αγίου Χαραλάμπους, επειδή, όταν ακολουθή η πανούκλα, τότε κάθε πολιτεία έχει από μια κεφαλήν του Αγίου Χαραλάμπους.
12) Εγώ εγνώρισα ένα πνευματικόν Αγιορείτην, ο οποίος δεν ήτον τόσον αμαθής, όσον ήτον υποκριτής και φιλάργυρος. Πολλάκις, λοιπόν, καυχώμενος μου εδιηγείτο, ότι εις είκοσι χρόνους έκαμεν ένα καπιτάλι από εκατόν πενήντα χιλιάδας γρόσια, και είχε μοιρασμένα εις διαφόρους πραγματευτάς με το διάφορον. Αυτός είχε την κάραν του Αγίου Θεοδώρου.
13) Δεν είναι κρυφόν, αλλ’ όλοι το ηξεύρουν, ότι εις τα Ιωάννινα οι πνευματικοί αναφέρουσι κάθε υπόθεσιν, οπού ακούουσιν από τους χριστιανούς εις τον αρχιερέα, και αυτός ευθύς κάμνει ένα κατάλογον με προσθήκην και τον προσφέρει του τυράννου, εις τρόπον οπού η εξομολόγησις, την σήμερον, είναι εν μέσον προδοσίας.
2) Οι αφορισμοί εις την Ελλάδα, και εξόχως εις τα Ιωάννινα και Πάτραν, ήθελαν νομισθή ευχαί της λειτουργίας από κανένα αλλογενή. Τόσον είναι συχνοί, και σχεδόν κάθε Κυριακήν εις κάθε εκκλησίαν αναγιγνώσκονται δυο και τρεις αφορισμοί, πάντοτε δε δια ουτιδανωτάτας διαφοράς, και ως επί το πλείστον δια δυο ή τριών γροσίων υπόθεσιν.
3) Αυτοί οι αναιδέστατοι άνδρες, ευθύς οπού έλθουν εις την αρχιεπισκοπήν των, υποχρεώνουν όλους τους πολίτας, να τους δεχθώσιν εις τα οσπίτιά των, δια να τους ψάλωσι τον αγιασμόν, και ούτως λαμβάνουσι την πληρωμήν από πενήντα εως δέκα γρόσια το ολιγότερον. Τα δε μνημόσυνα συνίστανται εις το λειτουργούν δια την ψυχήν του αποθανόντος, του οποίου ξεθάπτουν τα οστά και τα ευλογούν.
4) Όταν απεθάνη κανένας πολίτης της πρώτης ή της δευτέρας κλασεως και το ακούση ο αρχιερεύς, είναι δι’ αυτόν μια ανεκδιήγητος χαρά, επειδή, δια να ημπορέσουν να τον θάψουν, πρέπει, αφού πληρώσουν τον οθωμανόν τύραννον, να πληρώσουν και τον αρχιερέα. Η ποσότης όμως είναι αόριστος, πότε δέκα χιλιάδας γρόσια, πότε πέντε, και το ολιγότερον χίλια. Όταν πάλιν ο πολίτης μισεύη από την πατρίδα του, πρέπει να δώση ένα χάρισμα του αρχιερέως. Όταν επιστρέψη, πάλιν του χαρίζει. Αλλά τι λέγω του χαρίζει; Και πως ημπορεί να ονομασθή δώρον εκείνο οπού ζητείται με βίαν;
5) Ο νυν Ιωαννίνων έλαβε την αυθάδειαν να αφορίση τον ενάρετον και φιλόσοφον κυρ Κοσμά, δια να μην ημπόρεσε να τον καταπείση εις τας κακάς του θελήσεις.
6) Ο νυν Ιωαννίνων, καθώς ήκουσα από ένα μάρτυρα αυτόπτην, εις το πρόγευμα τρώγει δυο οκάδες γιαούρτι, και εις το δειλινόν μισήν οκά σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τας οποίας τρώγει με το χουλιάρι.
7) Ο Άρτης, ο Γρεβενών και ο Ιωαννίνων είναι οι πρώτοι προδόται του τυράννου, καθώς όλοι το γνωρίζουσι. Ό ύστερος από αυτούς ικέτευσεν τον τύραννον, και εκούρευσεν τον έγγονά του, ως να του εγίνετο νουνός. Ό Άρτης ηπάτησεν και επρόδωσεν τους ήρωας Σουλιώτας, είναι δε και οι τρεις ασελγείς, άσωτοι εις το άκρον, μοιχοί, πόρνοι και αρσενοκοίται φανεροί.
8) Μιαν φοράν ερώτησα ένα παπάν χωριάτην, εως εξηκοντούτην, πόθεν είχεν αγοράσει το κονδύλι του, το οποίον ήτον λεπτόν, ως το μεγαλύτεόν μου δάκτυλον, και μου απεκρίθη, ότι το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, και επειδή είχε τρεις υιούς, είχε σκοπόν να το κάμη τιά κομμάτια, και να αφήση από ένα του κάθε υιού του. Άλλος ένας, με πλατύ ράσον, ηθέλησεν να μου εξηγήση, ότι τα μεν «γενέσια» εννοεί την γέννησιν, τα δε «γενέθλια» εννοεί τον θάνατον. Ο Έλλην αναγνώστης ας μην γελάση, αλλά ας κλαύση.
9) Ένας αρχιμανδρίτης, αναγινώσκοντας επ’ εκκλησίας το ευαγγέλιον, έτυχεν εις το τέλος του κατεβατού το απαρέμφατον επανέρχεσθαι. Όθεν αυτός ανέγωνσε το επανέρ- όπου ετελείωνε το κατεβατόν, και έπειτα γυρίζοντας το φύλλον επρόφερε το –χέσθαι, εις τρόπον οπού ερέθισε ένα γενικόν γέλωτα εις τους παρεστώτας.
10) Αυταί, αι ούτως καλούμεναι πανταχούσαι, είναι κάποιαι παρακαλεστικαί επιστολαί των μοναστηρίων, οπού τας στέλνουν προς τους χριστιανούς, και είναι γεγραμμέναι με διάφορα χρώματα και με μεγάλα στοιχεία.
11) Εγώ, έως τώρα βέβαια, είδα έως τέσσαρας κεφαλάς του Αγίου Χαραλάμπους, επειδή, όταν ακολουθή η πανούκλα, τότε κάθε πολιτεία έχει από μια κεφαλήν του Αγίου Χαραλάμπους.
12) Εγώ εγνώρισα ένα πνευματικόν Αγιορείτην, ο οποίος δεν ήτον τόσον αμαθής, όσον ήτον υποκριτής και φιλάργυρος. Πολλάκις, λοιπόν, καυχώμενος μου εδιηγείτο, ότι εις είκοσι χρόνους έκαμεν ένα καπιτάλι από εκατόν πενήντα χιλιάδας γρόσια, και είχε μοιρασμένα εις διαφόρους πραγματευτάς με το διάφορον. Αυτός είχε την κάραν του Αγίου Θεοδώρου.
13) Δεν είναι κρυφόν, αλλ’ όλοι το ηξεύρουν, ότι εις τα Ιωάννινα οι πνευματικοί αναφέρουσι κάθε υπόθεσιν, οπού ακούουσιν από τους χριστιανούς εις τον αρχιερέα, και αυτός ευθύς κάμνει ένα κατάλογον με προσθήκην και τον προσφέρει του τυράννου, εις τρόπον οπού η εξομολόγησις, την σήμερον, είναι εν μέσον προδοσίας.
14) Οι τιούτοι, όντες ελεύθεροι από κάθε στοχασμόν και φροντίδα, χαίρονται άκραν υγείαν και τρώγουσι δια εκατόν πενήντα χιλιάδας.
15) Όποιος ήθελε να συνθέση ένα κώδικα εις τα εγκλήματα, και ήθελε να μην παραιτήση κανένα αμάρτημα ανθρώπινον, ας ήθελεν υπάγει κατοικούντας, ήθελε κάμει τον εντελέστερον κώδικα απ’ όσους μέχρι της σήμερον εφάνησαν.
15) Όποιος ήθελε να συνθέση ένα κώδικα εις τα εγκλήματα, και ήθελε να μην παραιτήση κανένα αμάρτημα ανθρώπινον, ας ήθελεν υπάγει κατοικούντας, ήθελε κάμει τον εντελέστερον κώδικα απ’ όσους μέχρι της σήμερον εφάνησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου