17/3/09

Μαρίνος Αντύπας.


Τα όρια του θρύλου αγγίζει η σύντομη ζωή του Μαρίνου Αντύπα , του μεγάλου οραματιστή και αγωνιστή του αγροτικού ζητήματος που έπεσε θύμα των δολοφονικών σχεδίων των μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσσαλίας, την ώρα που προσπαθούσε να αφυπνίσει τους εξαθλιωμένους κολίγους, μόλις πριν από έναν αιώνα, το 1907.
Ο Μαρής, όπως τον φώναζαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Φερεντινάτα της Πυλάρου, στην Κεφαλονιά, όπου πρωτοείδε το φως της ζωής το 1872, είχε αρκετή τρέλα ώστε να βαφτίσει στην αυγή του 20ου αιώνα δύο κοριτσάκια με τα ονόματα Επανάσταση και Αναρχία.
Αλλά και στη σύντομη ζωή του αυτές τις δύο αξίες πρέσβευε: την Επανάσταση και την Αναρχία, με την έννοια της αταξικής κοινωνίας. Η ζωή του ολόκληρη εξάλλου ήταν ένας αγώνας κατά της καταπίεσης και υπέρ της ελευθερίας, εθνικής και κοινωνικής, η οποία σημαδεύτηκε από τους αγώνες του και τις ιδέες του στις οποίες έμεινε πιστός μέχρι το βίαιο τέλος της ζωής του.
Δεν τον πτόησαν ούτε μία στιγμή οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι απειλές. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που είχε απευθύνει στους εξαθλιωμένους Θεσσαλούς κολίγους, καθώς διέτρεχε τον κάμπο απ’ άκρη σ’ άκρη, και με φλογερούς λόγους τους προέτρεπε να διεκδικήσουν τα αυτονόητα δικαιώματα τους πάνω στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούσαν: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ‘ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας».
Ο Μαρίνος Αντύπας ούτε αγρότης ήταν ούτε πολύ περισσότερο γαιοκτήμονας. Πρωτότοκος γιος του μαραγκού και ξυλογλύπτη Σπύρου Αντύπα, τελείωσε με χίλιες στερήσεις το γυμνάσιο στην Κεφαλονιά και έφτασε στην Αθήνα με το όνειρο να γίνει δικηγόρος. Αλλά δεν έμελλε ποτέ να πάρει το πτυχίο της Νομικής. Αντίθετα έρχεται σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που εμπνέονται από τον Σταύρο Καλλέργη, μυείται στις σοσιαλιστικές ιδέες και ενεργοποιείται στον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο.
Το 1897 μαζί με άλλους συμφοιτητές του κατεβαίνει στην Κρήτη και πολεμά ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Ο τραυματισμός του στο στήθος σε μια μάχη τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Αθήνα.
Απογοητευμένος αλλά και οργισμένος τόσο από την έκβαση της Κρητικής Επανάστασης όσο και από την άδοξη κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 μετατρέπεται σε δριμύ κατήγορο του Παλατιού, το οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τα εθνικά δεινά.
Η ενεργός συμμετοχή του στο λαϊκό συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1897, όπου ομιλία του στηλιτεύει με σφοδρότητα τη στάση του Παλατιού προκαλεί τη σύλληψη του και την προσαγωγή του σε δίκη. Στις 8 Ιανουαρίου 1898 καταδικάζεται σ’ ένα χρόνο φυλάκιση στις φυλακές της Αίγινας ενώ χαρακτηρίζεται ως «επικίνδυνος».
Οι συνθήκες κράτησης του χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά σκληρές. Οι εντολές του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης για τον «επικίνδυνο» Αντύπα: Σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 4176 διαταγή πρέπει να τεθεί σε απομόνωση και να μην έρχεται σε επαφή με κανέναν. Αν δε συμμορφωθεί επιβάλλεται να τον δέσουν μέσα στο κελί του και να τον θέσουν “υπό άναλον δίαιτα”.
Μετά την αποφυλάκισή του εγκαταλείπει οριστικά τις σπουδές του και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στη Κεφαλονιά εκδίδει την εφημερίδα “Ανάσταση”, με σκοπό τη διάδοση των σοσιαλιστικών του ιδεών. Το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης» κυκλοφορεί στις 29 Ιουλίου του 1900, αλλά για μία ακόμη φορά οι ιδέες του Αντύπα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την καθεστηκυία τάξη και ξεκινά νέος γύρος διώξεων με αποτέλεσμα να ανασταλεί η έκδοση μέχρι και τις 3 Ιουλίου 1904 οπότε επανεκδίδεται απρόσκοπτα έως τις 27 Απριλίου 1907, μόλις λίγες ημέρες μετά το βίαιο θάνατο του.
Το 1906 φτάνει στη Θεσσαλία, να εργαστεί ως επιστάτης στα τσιφλίκια του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, ενός πλούσιου γεωπόνου ομογενή από τη Ρουμανία, τον οποίο ο ίδιος είχε πείσει σ’ ένα ταξίδι του στο Βουκουρέστι το 1903 να αγοράσει κτήματα στη συγκεκριμένη περιοχή.
Ο Αντύπας ωστόσο δε θα μπορούσε να μοιάζει λιγότερο με την τυπική εικόνα που έχουμε για έναν επιστάτη τσιφλικιών. Ξεκινά αμέσως να δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την άθλια ζωή των κολίγων, η οποία καθόλου δεν είχε βελτιωθεί με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, για να μην πούμε ότι είχε επιδεινωθεί.
Με το θείο του ως σύμμαχο βάζει μπουρλότο στο θεσσαλικό κάμπο: παραχωρεί στους κολίγους εκτάσεις για βοσκοτόπια, για να χτίσουν σπίτια στη θέση των καλυβιών που μένουν μέχρι τότε, τους παραχωρεί το δικαίωμα να κρατούν το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε μέχρι τότε, εφαρμόζει τις αργίες, όπως αυτή της Κυριακής πριν ακόμη καθιερωθεί από το κράτος, κάτι που θα γινόταν το 1910, χτίζει σχολεία για τα παιδιά τους, τους οργανώνει σε αγροτικούς συνδέσμους. Παράλληλα αλωνίζει ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο μιλώντας στους αγρότες για τα δικαιώματα τους στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούν και τους κινητοποιεί να απαιτήσουν δυναμικά τη διανομή της γης, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι αρχές του 1907.
Όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για να μπορέσουν να τα χωνέψουν οι μεγαλοτσιφλικάδες που είδαν ξαφνικά την εξουσία τους πάνω στη γη τους αλλά και στις ζωές των κολίγων τους να αμφισβητείται. Οι πρώτες προσπάθειες να αναχαιτίσουν τον οραματιστή Μαρίνο Αντύπα, μέσω συστάσεων από τη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή, πέφτουν στο κενό.
Σαν έτοιμος από καιρό ο Αντύπας συνέχιζε τόσο τη δράση του όσο και το μονοπάτι που θα οδηγούσε στο σίγουρο θάνατο του. Οι μεγαλοτσιφλικάδες οπλίζουν τότε το χέρι –και ζεσταίνουν με μόλις 12 χιλιάδες δραχμές την τσέπη- του Ιωάννη Κυριακού, ο οποίος ήταν επιστάτης στα τσιφλίκια του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ.Σκιαδαρέση. Η συνωμοσία στήνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί ως αυτοάμυνα ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Η μοιραία νύχτα ήταν εκείνη της 8ης Μαρτίου του 1907. Ο μόλις 35 ετών Μαρίνος Αντύπας δολοφονείται άνανδρα από τον Κυριακού, όταν δέχεται μια σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν» και εκπνέει στην αγκαλιά του ξαδέλφου του Παναγιώτη Σκιαδαρέση. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία".
Οι Αρχές ωστόσο δεν είχαν καμία πρόθεση να αποδώσουν δικαιοσύνη αλλά το αντίθετο, αφού καλύπτουν πλήρως το δολοφόνο. Ο αστυνόμος στο τηλεγράφημα του προς το Υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Στη δίκη που ακολουθεί ο Κυριακού αθωώνεται πανηγυρικά.
Εντύπωση προκαλεί και το δημοσίευμα της 10ης Μαρτίου 1907 της προσκείμενης στην Κυβέρνηση και στο Παλάτι εφημερίδα ΕΣΤΊΑΣ, που αναφέρεται στο θάνατο του Αντύπα: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει, ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του». Με λίγα λόγια «Ας πρόσεχε κι αυτός κι όποιος τολμήσει να τον μιμηθεί»…!
Παρά τον πρόωρο θάνατο του ωστόσο, μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ο Μαρίνος Αντύπας πρόλαβε να σπείρει στον εύφορο κάμπο της Θεσσαλίας το σπόρο της επανάστασης αφυπνίζοντας τους εξαθλιωμένους επί αιώνες κολίγους να διεκδικήσουν τα αυτονόητα δικαιώματα τους πάνω στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούσαν.
Με το θάνατο του θα γίνει ο πρώτος μάρτυρας του αγροτικού ξεσηκωμού και ο πρώτος ουσιαστικά νεκρός της μεγάλης εξέγερσης του Κιλελέρ, που θα ξεσπάσει στην επέτειο των τριών χρόνων από το βίαιο και άδικο χαμό του, στις 6 Μαρτίου 1910.
Ο Μαρίνος Αντύπας θάφτηκε στο μέρος που αγωνίστηκε. Ο τάφος του βρίσκεται στο χωριό Ομόλιο, εκεί όπου σήμερα είναι τοποθετημένη η προτομή του, στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.
Τα κείμενα του είναι ελάχιστα αλλά υπάρχει ένα παράθεμα, η αρχή από το τελευταίο του άρθρο, με τίτλο "ΤΙ ΕΙΜΑΙ", που μας αποκαλύπτει το "πιστεύω" αυτού του μεγάλου αγωνιστή:
"Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα".

Δεν υπάρχουν σχόλια: