Το γέρικο λιοντάρι και η αλεπού.
Γέρασε το λιοντάρι κι έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο.Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε απ’ τη σπηλιά του. Ένα-ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν κι εκείνο τ’ άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν έλεγε να πλησιάσει, καθόταν κάπου μακριά και το ρωτούσε για την υγεία του.«Μα, γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το λιοντάρι.«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου, αλλά καμιά να βγαίνει», απάντησε εκείνη.
Οι λαγοί και οι αλεπούδες.
Οι λαγοί κήρυξαν πόλεμο στον αετό και ζήτησαν από τις αλεπούδες να συμμαχήσουν μαζί τους.«Πολύ ευχαρίστως θα σας βοηθούσαμε, αν δεν ξέραμε καλά ποιοί είστε και με ποιόν πολεμάτε» τους απάντησαν εκείνες.
Η αλεπού και το παγιδευμένο λιοντάρι
Η αλεπού είδε κάποτε ένα λιοντάρι πιασμένο σε παγίδα. Χωρίς να χάσει καιρό, το πλησίασε κι άρχισε να το λοιδωρεί.«Πάει καλά» της είπε το λιοντάρι, «αλλά να ξέρεις πως δεν με βρίζεις εσύ, η ατυχία που μου ‘λαχε με βρίζει!»
Η αλεπού κι πίθηκος.
Η αλεπού κι ο πίθηκος ταξίδευαν μαζί. Εκεί που πήγαιναν, έτυχε να περάσουν από κάποιο νεκροταφείο.«Τους βλέπεις αυτούς;» είπε ο πίθηκος στην αλεπού. «Ήταν όλοι δούλοι των γονιών μου, αλλά τους ελευθέρωσαν».Κι αλεπού:«Λέγε όσα ψέματα θέλεις. Έτσι κι αλλιώς, οι πεθασμένοι δεν πρόκειται να σε διαψεύσουν».
Η αλεπού κι ο λαγός στο πηγάδι.
Ένας λαγός διψούσε και κατέβηκε στο πηγάδι για να πιεί νερό. Αφού ξεδίψασε με την ψυχή του, αποφάσισε ν’ ανέβει. Αλλά διαπίστωσε πως δεν υπήρχε τρόπος κι έπεσε σε μαύρη απελπισία.Κάποια αλεπού, που έτυχε να περνάει από εκεί, τον είδε σ΄ αυτή την κατάσταση και του είπε:«Έκανες μεγάλο λάθος. Έπρεπε πρώτα να σκεφτείς πως θ’ ανέβεις κι ύστερα να κατέβεις… εκ του ασφαλούς».
Η κολοβή αλεπού.
Μια αλεπού πιάστηκε κάποτε σε ένα δόκανο που είχε στήσει ένας κυνηγός στο δάσος. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει από το δόκανο, γύρναγε πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά. Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να ελευθερωθεί, αλλά τα δόντια της παγίδας της είχαν κόψει την ουρά.Η κολοβωμένη πλέον αλεπού, στενοχωρήθηκε πολύ βλέποντας την όμορφη ουρά της κρεμασμένη στο δόκανο. Η στενοχώρια της όλο και μεγάλωνε καθώς σκεφτόταν ότι θα τριγυρνούσε έτσι, ενώ όλες οι άλλες αλεπούδες θα είχαν τις ουρές τους. Πονηρή όμως καθώς ήταν, δεν άργησε να βρει λύση στο πρόβλημα της. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να πείσει όλες τις αλεπούδες να κόψουν τις ουρές τους. Έτσι θα ήταν όλες ίδιες και δεν θα ντρεπόταν για την εμφάνιση της.Χωρίς καθυστέρηση, έβαλε το σχέδιο της σε εφαρμογή και άρχισε να ειδοποιεί τις αλεπούδες να κάνουν ένα συμβούλιο γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Πράγματι, λίγες μέρες μετά, μαζεύτηκαν όλες σε ένα ξέφωτο του δάσους και η κολοβωμένη αλεπού άρχισε να τους μιλάει για το φλέγον θέμα της ουράς. Τους είπε πολλά πράγματα για να τις πείσει να κόψουν τις ουρές τους. Τα πιο δυνατά επιχειρήματα της ήταν ότι η ουρά τους πρώτον είναι άπρεπη και δεύτερον ότι ήταν ένα περιττό βάρος, από το οποίο έπρεπε να απαλλαγούν άμεσα.Καθώς, όμως, δεν ήταν η μοναδική αλεπού με πονηριά, μόλις σταμάτησε να μιλάει, πήρε τον λόγο μια άλλη αλεπού και της είπε:- Άκουσα με προσοχή όσα μας είπες αλλά αναρωτιέμαι. Αν δεν σε συνέφερε να κόψουμε τις όμορφες ουρές μας, θα μας τα έλεγες όλα αυτά;
Η Αλεπού και τα σταφύλια.
Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους γουστάρει. Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές. Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω, σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την έτρωγε. Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον εαυτό της: - Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.Αγίνωτα είναι ακόμη... Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται· να την περιγελούν. - Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...
Γέρασε το λιοντάρι κι έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο.Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε απ’ τη σπηλιά του. Ένα-ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν κι εκείνο τ’ άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν έλεγε να πλησιάσει, καθόταν κάπου μακριά και το ρωτούσε για την υγεία του.«Μα, γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το λιοντάρι.«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου, αλλά καμιά να βγαίνει», απάντησε εκείνη.
Οι λαγοί και οι αλεπούδες.
Οι λαγοί κήρυξαν πόλεμο στον αετό και ζήτησαν από τις αλεπούδες να συμμαχήσουν μαζί τους.«Πολύ ευχαρίστως θα σας βοηθούσαμε, αν δεν ξέραμε καλά ποιοί είστε και με ποιόν πολεμάτε» τους απάντησαν εκείνες.
Η αλεπού και το παγιδευμένο λιοντάρι
Η αλεπού είδε κάποτε ένα λιοντάρι πιασμένο σε παγίδα. Χωρίς να χάσει καιρό, το πλησίασε κι άρχισε να το λοιδωρεί.«Πάει καλά» της είπε το λιοντάρι, «αλλά να ξέρεις πως δεν με βρίζεις εσύ, η ατυχία που μου ‘λαχε με βρίζει!»
Η αλεπού κι πίθηκος.
Η αλεπού κι ο πίθηκος ταξίδευαν μαζί. Εκεί που πήγαιναν, έτυχε να περάσουν από κάποιο νεκροταφείο.«Τους βλέπεις αυτούς;» είπε ο πίθηκος στην αλεπού. «Ήταν όλοι δούλοι των γονιών μου, αλλά τους ελευθέρωσαν».Κι αλεπού:«Λέγε όσα ψέματα θέλεις. Έτσι κι αλλιώς, οι πεθασμένοι δεν πρόκειται να σε διαψεύσουν».
Η αλεπού κι ο λαγός στο πηγάδι.
Ένας λαγός διψούσε και κατέβηκε στο πηγάδι για να πιεί νερό. Αφού ξεδίψασε με την ψυχή του, αποφάσισε ν’ ανέβει. Αλλά διαπίστωσε πως δεν υπήρχε τρόπος κι έπεσε σε μαύρη απελπισία.Κάποια αλεπού, που έτυχε να περνάει από εκεί, τον είδε σ΄ αυτή την κατάσταση και του είπε:«Έκανες μεγάλο λάθος. Έπρεπε πρώτα να σκεφτείς πως θ’ ανέβεις κι ύστερα να κατέβεις… εκ του ασφαλούς».
Η κολοβή αλεπού.
Μια αλεπού πιάστηκε κάποτε σε ένα δόκανο που είχε στήσει ένας κυνηγός στο δάσος. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει από το δόκανο, γύρναγε πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά. Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να ελευθερωθεί, αλλά τα δόντια της παγίδας της είχαν κόψει την ουρά.Η κολοβωμένη πλέον αλεπού, στενοχωρήθηκε πολύ βλέποντας την όμορφη ουρά της κρεμασμένη στο δόκανο. Η στενοχώρια της όλο και μεγάλωνε καθώς σκεφτόταν ότι θα τριγυρνούσε έτσι, ενώ όλες οι άλλες αλεπούδες θα είχαν τις ουρές τους. Πονηρή όμως καθώς ήταν, δεν άργησε να βρει λύση στο πρόβλημα της. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να πείσει όλες τις αλεπούδες να κόψουν τις ουρές τους. Έτσι θα ήταν όλες ίδιες και δεν θα ντρεπόταν για την εμφάνιση της.Χωρίς καθυστέρηση, έβαλε το σχέδιο της σε εφαρμογή και άρχισε να ειδοποιεί τις αλεπούδες να κάνουν ένα συμβούλιο γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Πράγματι, λίγες μέρες μετά, μαζεύτηκαν όλες σε ένα ξέφωτο του δάσους και η κολοβωμένη αλεπού άρχισε να τους μιλάει για το φλέγον θέμα της ουράς. Τους είπε πολλά πράγματα για να τις πείσει να κόψουν τις ουρές τους. Τα πιο δυνατά επιχειρήματα της ήταν ότι η ουρά τους πρώτον είναι άπρεπη και δεύτερον ότι ήταν ένα περιττό βάρος, από το οποίο έπρεπε να απαλλαγούν άμεσα.Καθώς, όμως, δεν ήταν η μοναδική αλεπού με πονηριά, μόλις σταμάτησε να μιλάει, πήρε τον λόγο μια άλλη αλεπού και της είπε:- Άκουσα με προσοχή όσα μας είπες αλλά αναρωτιέμαι. Αν δεν σε συνέφερε να κόψουμε τις όμορφες ουρές μας, θα μας τα έλεγες όλα αυτά;
Η Αλεπού και τα σταφύλια.
Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους γουστάρει. Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές. Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω, σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την έτρωγε. Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον εαυτό της: - Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.Αγίνωτα είναι ακόμη... Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται· να την περιγελούν. - Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου