Κάπως έτσι το περιγράφει το Γεφύρι του Στενού στο Μόρνο ο William Martin Leak , Άγγλος στρατιωτικός , νομικός και περιηγητής , που με εντολή του λόρδου Χάρροουμπυ πραγματοποίησε αποστολή σε Ευρωπαικές επαρχίες της Τουρκίας από το 1804 μέχρι το 1810 .Τον Φεβρουάριο του 1806 , πηγαίνοντας από τα Σάλωνα στον Έπαχτο , παρατηρεί περιγράφει και καταγράφει τις εντυπώσεις του : " Φεβρουαρίου 13 ( 1806 ) . Αφίνοντας το Λιδορίκι , πρωί στις 8.00 ακολουθούμε ένα χείμαρρο που κυλάει ανάμεσα στην πόλη και που ενισχυμένος από ένα άλλο από τις χαράδρες στα νότια του Λιδορικιού , ενώνεται με το Μέγα , μισή ώρα κάτω απ' την πόλη . Αυτό το ποτάμι περνάει μέσα απ' το στενό που προαναφέραμε και που είναι μιά στενή βραχώδης κοιλάδα σχηματισμένη από τις προεξοχές των δύο βουνών και στο σημείο όπου το ποτάμι υπάρχει ένα γεφύρι με αψίδα ( ημικυκλικό ) θεμελιωμένο στις δύο όχθες του πάνω σε βράχους . Έστειλα το άλογο με τις αποσκευές μου από τον ίσιο δρόμο , από το γεφύρι και γύρισα δεξιά γιά να εξετάσω ένα Παλαιόκαστρο που βρίσκεται πάνω στη δεξιά όχθη του στενού ".
Την ίδια περιγραφή κάνει κι' ο Γιάννης Μακρυγιάννης , αργότερα , στα απομνημονεύματά του , ότανν αναφέρεται στο περιπετειώδες πέρασμα της οικογένειάς του απ' το γεφύρι , όταν αυτός ήταν βρέφος : "Η πατρίς γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Tούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα ’στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Tούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ’να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Tούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει, «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομεν»... η μητέρα του κι’ ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα ’λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά."
Η Κατασκευή της Λίμνης του Μόρνου και του ομώνυμου Φράγματος, άλλαξαν την μορφολογία της Περιοχής και όχι μόνον, άλλαξαν εν πολλοίς και τη ζωή μας.Ο ανυποψίαστος επισκέπτης που για πρώτη φορά αντικρίζει την καινούργια εικόνα γοητεύεται αναμφισβήτητα από τη μαγεία της λίμνης, όμως ας δούμε τι χάσαμε εμείς οι παροικούντες την περιοχή. Το άλλοτε πανέμορφο χωριό Βελούχι ή Κάλλιο, νεότερες ονομασίες της αρχαίας Καλλίπολης, με την ομώνυμη πηγή του (Βελούχι), εξαφανίστηκε για πάντα κάτω από τα ήρεμα νερά της λίμνης. Ένας ήσυχος θάνατος παντοτινός (!). Το Στενό με το πανέμορφο πέτρινο γεφύρι του δεν είναι μόνο που καλύφθηκε από το νερό, αλλά γκρεμίστηκε, ... σκόπιμα, λένε μερικοί, από τις μπουλντόζες, γιατί είχε φτιαχτεί την εποχή της Τουρκοκρατίας(!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου