Του Θ.Κ. Τρουπή
Από πολλές ημέρες λέγανε πως θα πήγαιναν να σκαλίσουν το αραποσίτι στο βουνό και πως θα παίρνανε κι εμένα κοντά. Η χαρά μου ήταν μεγάλη, γιατί θα 'βλεπα και τη θεία μου τη Γιωργιά, που θα γύριζε, μαθήτρια του Λυκείου τότε, από τα Λαγκάδια για το Σαββατοκύριακο, στο χωριό. Ήμουνα τεσσάρων χρονών. Με φόρτωσαν κι εμένα το πρωί, μετά τον τραχανά, στο γαϊδούρι μαζί με τα υπόλοιπα εργαλεία, το ταγάρι με το ψωμοτύρι και την τσιγαρίδα, την αδειανή βαρέλα, που θα την γεμίζανε οι θείες μου στην Τρανηβρύση, και ξεκινήσαμε.Οι δρόμοι γεμάτοι ζωντανά κι ανθρώπους κι αποπάνω συννεφιά. Γλυκειά ημέρα, αλλά συννεφιασμένη... κι όσο ανεβαίναμε στο βουνό, τόσο και έπηζε η συννεφιά. Μου άρεσε που άκουγα, μα στενοχωριόμουνα που δεν έβλεπα. Μέχρι που φτάσαμε στο χωράφι, δεν είδα σχεδόν τίποτα.Μπήκαμε στο χωράφι της γιαγιάς και με ξεφορτώσανε κι εμένα μαζί με τα πράγματα στη ρίζα μιας γκορτσιάς πλάι σε κάτι ριζιμιά κοτρώνια.Οι παπαρούνες στις δόξες τους. Νόμιζες πως κάποια πληγωμένα πουλιά είχαν περάσει κι είχαν καταματώσει όλον τον τόπο με τις λαβοματιές τους.Πήρα ένα φύλλο για να το τρίξω... μα δεν τα κατάφερα. Μου έδειξε η θειά μου η Μαριγούλα, η αδερφή της μάνας μου, και κάπως τα κατάφερα... μα μετά από αρκετές δοκιμές... έγινα τέλειος. Ο μπάρμπας μου ο Γιώργης, ο αδερφός του πατέρα μου, που έπεσε στα βουνά της Κλεισούρας στα χίλια εννιακόσια σαρανταένα ανήμερα τ' αγιο-Θανασιού, άρχισε πρώτος το σκάλισμα... κι ακολούθησαν οι άλλοι... ο μπάρμπας μου ο Τασιούλης, η θεια-Μαριγούλα και δυο-τρεις άλλες γυναίκες που δεν τις γνώριζα.Δεν αποξεχάστηκα με τις παπαρούνες. Περίμενα να φύγει η καταχνιά να ξεσκεπαστούν τα Λαγκάδια για να τ' αγναντέψω. Άκουγα τ' ωρολόγι που χτύπαγε τις ώρες και τις μισές. Άκουγα τ' αυτοκίνητα που αγκομαχούσαν σαν πρωτάκουστα θεριά στη δημοσιά, αλλά δεν έβλεπα τίποτα... Κι όλο περίμενα. Κι όσο εγώ περίμενα, τόσο και πύκνωνε η συννεφιά... που κάποια γίδα που τη λέγα Τσίπα, δηλαδή είχε πολύ κοντά αφτιά, λύθηκε από εκεί που την είχαν δέσει, έτρωγε τις αρποσιτιές και δεν την βλέπανε από την πολλή κατσιφάρα. Τη λέμε κι έτσι την καταχνιά στο χωριό: Κατσιφάρα.Κι εκεί, που εγώ περίμενα να ξαστερώσει ο τόπος, άρχισε να βρέχει απότομα και δυνατά... Και δεν έπεφτε μόνο νερό, έπεφτε και κοκοσιάλι, χαλάζι, δηλαδή. Στην αρχή σαν στραγάλια και μετά σαν κουφέτα... Με κουκουλώνει ο μπάρμπας μου ο Γιώργης με το αμπέχωνό τον, μ' αρπάζει στην αγκαλιά του και με πάει, από ένα στενό και κακοπάτητο γιδοστρατί, σε μια σπηλιά στα ψηλά βράχια κατά τα Παλιογούβια. Εκεί, σ' εκείνη τη σπηλιά, βρήκαμε κι άλλους σκαλιστάδες τρυπωμένους, ζαρωμένους στο βάθος της σπηλιάς για να προφυλαχτούν κι από το κρύο, γιατί ήσαν όλοι τους ιδρωμένοι. Είχαν κάποιο ρούχο πάνω τους.. αλλά τίποτα. Και εκεί, που είμαστε ο ένας πάνω στον άλλονε... μια λάμψη μας έκλεισε τα μάτια κι ένας κρότος μας βούλωσε τ' αφτιά. Όλοι οι μεγάλοι κερώσανε. Ο κεραυνός είχε πέσει πολύ κοντά μας. Εγώ τρύπωσα κάτω από τη μπελερίνα της μάνας μου. Ο μπάρμπας μου ο Γιώργης είχε φορέσει το αμπέχωνό του. Η θεία μου η Μαριγούλα άρχισε να λέει το «Πάτερ ημών». Οι άλλοι έκαναν για πολλή ώρα το σταυρό τους. Το χαλάζι δυνάμωνε και οι γίδες όλες στριμώχτηκαν επάνω μας.Άρχισα να νιώθω μια σιγουριά και μια ζεστασιά.Μια ξένη γίδα τηνάχτηκε κι έπεσε όλο το νερό πάνω μου. Κρυάδισα. Κουκουλώθηκα... Κι όπως ήμουν εντελούς κουκουλωμένος στον κόρφο της Μάνας μου, ήρθε κι άλλη λάμψη κι άλλο μπουμπουνητό σιγανότερο κι απόμακρο από το πρώτο... Λούφαξα για καλά... μέχρι που αποκοιμήθηκα στης μάνας μου την αγκαλιά...Κάποτε το χαλάζι σταμάτησε. Η κατσιφάρα, μαζεύτηκε όλη πάνω από τα Λαγκάδια και δεν ήθελε να φύγει, λες και το έκανε ξεπιτούτου για μένα, να μην ιδώ τα Λαγκάδια, που τόσο τα λαχταρούσα. Γιατί εκεί μάθαινε τα πολλά γράμματα η θεία μου, γιατί από εκεί έφερνε η μάνα μου το κάθε τι, όταν πουλούσε το αρνί μας, τα κατσίκια μας και τα καρύδια μας.Ξαναγυρίσαμε όλοι πολύ προσεχτικά στο χωράφι, εγώ στην πλάτη της Μάνας μου, κουκουλωμένος με την μπελερίνα της και οι άλλοι με τα λασπωμένα ξυπόλητα πόδια τους. Τα φύλλα τ' αραποσιτιού ήσαν κουρελιασμένα. Ο γάιδαρος πλάι στον κορμό της μεγάλης γκορτσιάς είχε γίνει ένα κουβαράκι με τ' αφτιά του ορθά και την ουρά κρυμμένη στα σκέλια του· ήταν για λύπηση.Δοκίμασαν να συνεχίσουν το σκάλισμα. Η λάσπη κόλλαγε στους κασμάδες... δεν γινότανε έτσι δουλειά.Πετάχτηκε ο θείος ο Τασιούλης κατά τις Τζιουκούλες για να ιδεί μήπως ερχότανε η θεια-Γιωργιά...Δεν είδε τίποτα.Γυρίσαμε μαζί μ' όλους τους άλλους σκαλιστάστες και με τις γίδες μας κάπως νωρίς στο χωριό. Με είχε κουράσει πάρα πολύ το περπάτημα του γαϊδάρου στον κατήφορο. Πολύ! σας λέω.Τα Λαγκάδια τ' αφήσαμε πίσω μας κουκουλωμένα κάτω από την πυκνή κατσιφάρα τους να κοιμηθούν... και να με περιμένουνε... όταν μεγαλώσω λίγο ακόμα, να πάω με τη μάνα μου για ν' αγοράσουμε, «τα χίλια καλά». Αυτά «τα χίλια καλά»!! Δεν κατάφερα ίσαμε σήμερα ούτε να τα ιδώ, ούτε να τα ψωνίσω. Κάποια ημέρα θα ρωτήσω τη Μάνα μου για να μου τα ειπεί, για να τα ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου