26/1/09

Πουρνάρι.

Το πουρνάρι (Quercus coccifera L., δρυς η κοκκοφόρος, πρίνος, κυπρ. περνιά) είναι ένα είδος αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός με ευρεία εξάπλωση γύρω από τη Μεσόγειο. Οφείλει την ονομασία του στους κόκκους ερυθρού χρώματος που σχηματίζουν οι προνύμφες του εντόμου Kermes vermilio μέσα στα φύλλα, όπου φωλιάζουν και νυμφώνονται. Οι νύμφες του εντόμου χρησιμοποιούνται εδώ και χιλιετίες για την παρασκευή κόκκινης βαφής.
Ταξινομικό καθεστώς
Η Quercus coccifera ανήκει στο Τμήμα Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Αναγνωρίζονται δύο υποείδη, το υποείδος coccifera με εξάπλωση στη Δυτική Μεσόγειο και το υποείδος calliprinos, το οποίο επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα δύο υποείδη διαφοροποιούνται κυρίως στο μέγεθος με το υποείδος calliprinos να λαμβάνει πιο συχνά διαστάσεις μεγάλου δέντρου. Το πουρνάρι διασταυρώνεται με σειρά άλλων σκηρόφυλλων μεσογειακών δρυών, όπως την αριά (Quercus ilex) και τη λατζιά (Quercus alnifolia) δίνοντας υβρίδια με ενδιάμεσα μορφολογικά χαρακτηριστικά
Μορφολογική περιγραφή
Το πουρνάρι φύεται ως αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 1-6 (-10) m. Ο φλοιός είναι τεφρόχρωμος, αρχικά λείος, αργότερα με φολιδωτό ή σχισμένο ξηρόφλοιο στον κορμό και στους γέρικους κλάδους. Τα φύλλα είναι απλά, διατεταγμένα κατ’ εναλλαγή, δερματώδη, με λεία επιφάνεια, μήκους 1-5 cm και πλάτους 0,5-2,8 cm. Τα νεύρα γενικά δεν εξέχουν. Οι παρυφές είναι συνήθως οδοντωτές με εξέχοντα ή στραμμένα προς την κορυφή κοντά ή μακριά, αιχμηρά δόντια και σπανιότερα μέχρι λειόχειλες. Η κορυφή είναι οξεία ή αμβλεία και η βάση στρογγυλεμένη ή ελαφρά καρδιοειδής και ο μίσχος βραχύς, σπάνια μακρύτερος των 5 mm. Τα άνθη είναι μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι φύονται μοναχικοί στις άκρες των νεαρών κλαδίσκων, ενώ τα θηλυκά άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ζεύγη στις μασχάλες των φύλλων. Οι καρποί (βαλανίδια) εμφανίζονται μοναχικοί ή κατά ζεύγη. Ο ποδίσκος έχει μήκος 8-12 mm, ενώ το κύπελλο έχει διάμετρο 1-3 cm και μήκος 1-2,5 cm, καλύπτοντας συνήθως πάνω από το μισό του μήκους του βαλανιδιού, είναι άτριχο ή χνοώδες, καλυμμένο με χαλαρά πεπιεσμένα ή ισχυρά κυρτά προς τα έξω λέπια. Το κάρυο (βαλανίδι) έχει μήκος 1,5-3 (-3,5) cm και διάμετρο 0,8-1,5 cm και είναι χρώματος θαμπού καστανού. Το ενδοκάρπιο έχει πυκνό τρίχωμα .



Περιοχή εξάπλωσης - Βιότοπος
Το πουρνάρι είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο της μεσογειακής σκληρόφυλλης βλάστησης. Φύεται από την Ιβηρική χερσόνησο και το Μαρόκκο στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας και της Παλαιστίνης στα ανατολικά.
Χρήσεις - Οικολογική σημασία
Πέρα από την παραγωγή κόκκινης βαφής, τα βαλανίδια του πουρναριού χρησιμοποιούνται στην ιατρική ως στηπτικά. Επίσης το πουρνάρι χρησιμοποιείται για βόσκηση αιγών. Το πουρνάρι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό κατά της υπερβόσκησης αναπτύσσοντας αμυντικούς μηχανισμούς, όπως ισχυρά δόντια στα φύλλα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα ξηρανθεκτικό είδος, αφού φύεται στα όρια της ερήμου (Συρία, Ιορδανία, Λιβύη). Ακόμη, πρεμνοβλαστάνει εύκολα μετά από πυρκαγιά, παίζοντας σημαντικό οικολογικό ρόλο, αφού προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: