6/7/11

Στα μονοπάτια της Λευτεριάς- Στα χνάρια του Άρη!

"Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι, λευτερώθηκε....Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία... Η αιτία αυτού βρίσκεται στο γεγονός, ότι η αντίδραση σκεφτόταν μόνο πώς να εκμεταλλευτεί, να βασανίσει και να ξεζουμίσει το λαό...Σ' αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε, όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα και η σύγκρουση μεταξύ των κολοσσών. Ετσι ήρθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε. Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που νιώσανε βρισκόντανε στις φυλακές και τα ξερονήσια. Κι εδώ πρέπει να στιγματιστεί μια άλλη ατιμία των ανθρώπων της 4ης Αυγούστου, που, φεύγοντας, τους παράδωσε στα χέρια των καταχτητών...Ετσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ' αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία... Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Ελληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: Το ΕΑΜ..."
(Από τον ιστορικό λόγο του Άρη στην Λαμία.)




16 Ιουνίου 1941. Ούτε δύο μήνες δεν έχουν περάσει από την στιγμή που η Γερμανική Μπότα πάτησε στην Χώρα και σκλάβωσε τον Λαό μας, βάζοντάς τον υπό τριπλή κατοχή. Στις 30 Απριλίου του 1941 διρίζεται από τους κατακτητές στην Αθήνα η πρώτη προδοτική κυβέρνηση, υπό τον  Γ. Τσολάκογλου. Στο Καρπενήσι στη συνοικία Τσιμπουκάρω, στο σπίτι της δασκάλας Ειρήνης Στρατίκη, πραγματοποιείται  μυστική σύσκεψη της  Υπαχτιδικής Επιτροπής Ευρυτανίας του ΚΚΕ. Στην σύσκεψη συμμετέχουν, ο Σπύρος Τσακανίκας, ο Σπύρος Γκούβας, ο Μήτσος Μπακόλας, ο Σεραφείμ Στρατίκης και ο Γιάννης Καρακωστής. Παραβρίσκεται κι ένας ακόμη -άγνωστος ως τότε, που εμφανιζόταν στο Καρπενήσι ως ζωέμπορος από την Αθήνα. Αυτός ο ξένος - με το  μέτριο ανάστημα αλλά με έντονα σπινθηροβόλα μάτια - μίλησε για την ιδεολογία των φτωχών, για τη σκλαβιά, την ταπείνωση, το δράμα του λαού και το χρέος των Ελλήνων για την ελευθερία του Έθνους. Ο άγνωστος ήταν ο Θανάσης Κλάρας από τη Λαμία, ο κατοπινός Άρης Βελουχιώτης. Στη σύσκεψη συγκροτήθηκε η πρώτη Αχτιδική Επιτροπή Ευρυτανίας του ΚΚΕ με γραμματέα τον Μήτσο Μπακόλα, ( μεχρι τότε η Ευρυτανία υπαγόταν στην αχτιδική επιτροπή του Κ.Κ.Ε. Φθιώτιδας - Ευρυτανίας, με γραμματέα της τον Γιώργο Γιαταγάνα).   Η Αχτιδική Επιτροπή πήρε την παρακάτω απόφαση. Σε κάθε χωριό να βάλει έναν υπεύθυνο με κύρος, που να βοηθήσει την εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια. Όλοι ρίχτηκαν στη δουλειά με ενθουσιασμό. Σε μια βδομάδα είχαν τοποθετηθεί υπεύθυνοι στα παρακάτω χωριά: Κορυσχάδες: Διονύσης Κουτσομητσόπουλος, Γοργιανάδες: Β. Κρεμμύδας, Μικρό Χωριό: Διονύσης Ζορμπαλάς, Μεγάλο Χωριό: Τηλέμαχος Παπαγιάννης, Κρίκελο: Βασίλης Παπανικολάου, Λάσπη: Δημοσθένης Πρέντζας, Καλεσμένο: Μήτσος Τσουγκρής, Φουρνά: Μήτσος Τραχανής, Κλειτσός: Γιωργούλας Μπέικος, Άγιος Χαράλαμπος: Παπαδημητρίου, Κεράσοβο: Πάνος Βλάχος, Βίνιανη: Παναγιώτης Γιαννέλος, Δομνίστα: Φώτης Πανάγος, Καροπλέσι: Γιάννης Κοσπεντάρης, Στένωμα: Κώστας Κοτσοκάλης και Κώστας Σκουτέρης, Ψιανά: Γιάννης και Νίκος Βράχος, Μαραθιάς: Αργύρης και Γιώργος Καραλής και Νίκος και Κώστας Χήνας, Αγία Τριάδα: Τσάτσος, Κλαψί: Αντρέας Κονδύλης. Η κύρια αποστολή τους να προετοιμάσουν το Αντάρτικο. Μάζευαν όπλα και τα έκρυβαν. Τύπωναν προκηρύξεις. Μίλαγαν στους χωρικούς διαφωτίζοντας και τονώνοντας το πεσμένο ηθικό τους.
Ο Θανάσης Κλάρας , στις 14 Οκτωβρίου του '41, επιστρέφει και πάλι στην Ευρυτανία, για να κάνει γνωστή την  ίδρυση του Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), καθώς και την ιδρυτική διακήρυξή του. «…Ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος, μα το έπαθλό του αξίζει κάθε θυσία. Και το έπαθλο αυτό θα είναι μιά Νέα Ελλάδα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της…»
Ο ενθουσιασμός των κατοίκων για την είδηση αυτή ήταν μεγάλος. Μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και από καφενείο σε καφενείο αστραπιαία, κάτω από τη μύτη των Ιταλών κατακτητών. Έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να διαβάσουν την διακήρυξη του Ε.Α.Μ., στο τέλος της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Κλαψί!
Στις 3 Ιανουαρίου του 1942, ξανάρθε ο Κλάρας, στο Καρπενήσι. Ζήτησε να γίνει μια πλατιά σύσκεψη κομματικών στελεχών. Η σύσκεψη έγινε στη ταβέρνα των Θανάση και Γρηγόρη Κοντοπάνου, δίπλα στην εκκλησία Παναγία. Οι αγωνιστές που παραβρέθηκαν ήταν: Αντρέας Κονδύλης, Βασίλης Σιταράς, Αργύρης Καραλής, Κώστας Χήνας, Νίκος Βράχος, Κώστας Σκουτέρης, Φώτης Πανάγος, Παναγιώτης Κολόκας, Παναγιώτης Γιαννέλος, Βλάχος, Παπαδημητρίου, Μήτσος Τραχανάς, Μήτσος Τσουγκρής, Δημοσθένης Πρέντζας, Βασίλης Παπανικολάου, Τηλέμαχος Παπαγιάννης, Διονύσης Ζορμπαλάς, Αριστείδης Γιουρνάς, Βασίλης Κρομμύδας, Διονύσης Κουτσομητόπουλος. Στις 8 το βράδυ, άρχισε η συζήτηση. Ο Θανάσης Κλάρας αφού χαιρέτησε, ζήτησε να μάθει, αν το ΕΑΜ Καρπενησίου ήταν αντιπροσωπευτικό από όλα τα κόμματα. Μετά παρουσίασε την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ για ένοπλο αγώνα κατά των κατακτητών. «Η Ευρυτανία, λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της αγωνιστικής παράδοσης απ' τα χρόνια της τουρκοκρατίας, θ' αποτελέσει το κέντρο βάρους του αγώνα - το λίκνο της αντίστασης. Εδώ εσείς θα πρέπει να σταθείτε παράδειγμα ήθους, αγωνιστικής προσφοράς και προπαντός ατσάλινες κολώνες».
Ο Ευρυτανικός χειμώνας είναι βαρύς. Μα οι οργανώσεις δεν έμεναν άπραγες. Δημιουργούσαν βάσεις για την οργάνωση και ενίσχυση του ένοπλου αγώνα.
Ο Θανάσης Κλάρας, μαζί με το συνεργάτη του Γιάννη Χατζηπαναγιώτη (Θωμά), τον  Γιώργο Χουλιάρα (Περικλή) και τον Γιώργο Γιαταγάνα (υπεύθυνο της οργάνωσης Λαμίας), είχαν την αποκλειστική ευθύνη για το ξεκίνημα του αντάρτικου στη Ρούμελη. Ο Κλάρας αεικίνητος. Πότε σαν ζωέμπορος, πότε σαν μαυραγορίτης με μια βαλίτσα σαπούνια για καμουφλάζ, γυρνάει και οργώνει την περιοχή. Από το Καρπενήσι βρίσκεται στην Σπερχειάδα, στην  Υπάτη, στους Κομποτάδες, στην Λαμία, στο Δομοκό. Κάνει συζητήσεις μέσα στις οργανώσεις. Προσπαθεί να στρατολογήσει τους πρώτους αντάρτες. Δυσκολίες, χιόνια, πείνα και παντού γερμανοί και ιταλοί να τουφεκίζουν. Ο Κλάρας αδιάκοπα παλεύει! (Οι επιζώντες τον θυμούνται με μια μαύρη πέτσινη τραγιάσκα να τους αναλύει με πάθος την κατάσταση της χώρας και να τους καλεί για τον νέο ξεσηκωμό, το νέο "21!). Χαρακτηριστική είναι η  μαρτυρία του Νίκου Γουργιώτη, από τον Δομοκό: «Τον Αρη Βελουχιώτη δεν τον γνωρίζαμε. Βέβαια, ξέρουμε σήμερα ποιος ήταν ο Αρης ο Βελουχιώτης. Αλλά θα πω όμως πώς τον είδαμε εμείς τότε.Έγινε μια σύσκεψη που ήταν κομματική. Στη σύσκεψη αυτή έπαιρνε μέρος ο επαρχιακός γεωπόνος, δύο δικηγόροι, δύο με τρεις φοιτητές, πέντε με έξι αγρότες και ένας εργάτης μεταλλωρύχος, των μεταλλείων, ο Μουζέλος. Σε αυτή την σύσκεψη λοιπόν, μια νύχτα αρχές του "42,  εμφανίζεται ο Αρης Βελουχιώτης. Ένας μικρόσωμος άνθρωπος, ο οποίος δεν σου έκανε εντύπωση, από πλευράς αναστήματος, από πλευράς παρουσίας, σ αυτή την νυκτερινή σύσκεψη, τον Γενάρη, κάτω από συνθήκες βαρυχειμωνιάς.Όμως, όταν ο Αρης άνοιξε το στόμα του και μίλησε, είδαμε έναν ρήτορα, όχι μόνο ευφράδη, αλλά ταυτόχρονα και καθοδηγητή, ο οποίος είχε σοβαρή κατάρτιση πολιτική και θεωρητική, είχε ένα λόγο πειστικό, έκανε μια ανάλυση των τρεχουσών εξελίξεων, που μας σαγήνεψε. Που κέρδισε τις καρδιές μας. Αυτός λοιπόν ο καθοδηγητής, ο Αρης ο Βελουχιώτης, ήταν εκείνος ο οποίος είπε, ότι σύντροφοι, ήρθε η ώρα να περάσουμε από την παθητική αντίσταση, στην ενεργητική αντίσταση και εννοώ την δημιουργία αντάρτικων ομάδων, για να αντιμετωπίσουμε τον κατακτητή με τα όπλα. Επομένως ο Αρης ο Βελουχιώτης, μας μετέφερε το κήρυγμα της ένοπλης αντίστασης, από εδώ και πέρα. Ο Αρης είχε διαπιστώσει με τις περιοδείες που έκανε στον νομό της Φθιωτιδοφωκίδας, ότι ωρίμαζαν οι συνθήκες για να πάρουμε τα όπλα. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό, διότι έπρεπε να αντιμετωπίσεις έναν κατακτητή με τρομερή υπεροπλία, που διέθετε όλα τα μέσα ας πούμε, αφού είχε φτάσει μέχρι το σημείο να απειλεί ακόμα και την Μόσχα, και τον Στάλιν κλπ.»
Και οι προσπάθειες του Κλάρα τελικά καρποφορούν. Στις 14 του Μάη στην Λαμία, γίνεται η ιστορική πλέον σύσκεψη, στο σπίτι του Μ. Μυρεσιώτη. Στην σύσκεψη αποφασίζεται στην Δυτική Φθιώτιδα και την Ευρυτανία να βγεί η ομάδα του Κλάρα, και στην Παρνασσίδα η ομάδα του Χουλιάρα. Έχουν συνολικά "καταγεγραμμένους" περί τους 70 άνδρες που έχουν δηλώσει εθελοντές για το αντάρτικο!
— Και οι μισοί να μας ακολουθήσουν, πάλι καλά θα είναι, λέει ο Κλάρας που δεν πείθεται εύκολα με τα λόγια.
Και σε λίγες μέρες φεύγει για την Σπερχειάδα, όπου και θα ξεκινήσει το Αντάρτικό του!

Η ιστορική Καλύβα του Στεφανή.
Οι πρώτοι αντάρτες!
Στις 22 Μαΐου του 1942 στην ιστορική πλέον "Καλύβα του Στεφανή" έξω από τη Σπερχειάδα, ο Θανάσης Κλάρας συναντιέται με την πρώτη ομάδα ανταρτών και αρχίζει την μεγάλη «πορεία» του για την δημιουργία του αντάρτικου κινήματος. Τον αρχικό αυτό αντάρτικο πυρήνα αποτελούν οι Φώτης Μαστροκώστας, Νίκος Λέβας, Βαγγέλης Λέβας και ο Βασίλης Ξυνοτρούλιας. Περιμένουν δύο ημέρες στην Καλύβα να έρθουν και οι άλλοι 30-40 αναμενόμενοι αντάρτες. Άδικα όμως. Μόνο 9 έρχονται, μαζί με έναν νεαρό που θα αναλάβει τον ρόλο του συνδέσμου. Δέν μπορούν να περιμένουν άλλο. Η καλύβα-κρησφύγετό τους βρίσκεται δίπλα στα φυλάκια των Ιταλων Κατακτητών. Ξεκινάνε για το βουνό οπλισμένοι με λιανοτούφεκα-πέντε πιστόλια και ένα γκρα! Είναι οι πρώτοι πραγματικοί αντάρτες! Δεν καταφεύγουν στο βουνό- ανεβαίνουν στο βουνό! Δεν είναι καταδιωκόμενοι! Προχωρούν με συνειδητή επιλογή!
Η ομάδα κινείται στη ρίζα του βουνού Γουλινά προς την Οξυά. Την επόμενη μέρα σε μια δασωμένη πλαγιά έξω από τα Στάγια Σπερχειάδας γίνεται η πρώτη συνέλευση της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ. Εκεί ο Κλάρας οργανώνει την δικής του εμπνεύσεως τριμελή διοίκηση του αντάρτικου: Καπετάνιος-Στρατιωτικός-Πολιτικός, και αναλύει τον ρόλο του καθενός. Ο "καπετάνιος" ήταν ο αρχηγός των ανταρτών, ενώ αναλάμβανε επίσης τις επαφές με τον πληθυσμό, την επιμελητεία και τη στρατολογία. Ο "στρατιωτικός" ήταν ο αρμόδιος για το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενώ ο "πολιτικός" ήταν ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη τήρηση και τη διάδοση των σκοπών της οργάνωσης στους αντάρτες και στον πληθυσμό του χώρου δράσης. Ταυτόχρονα εκεί για λόγους συνομωτικότητας, ασφαλείας και προστασίας των οικογενειών τους, ο καθένας τους επιλέγει και ένα ψευδώνυμο: ο Θανάσης Κλάρας βαφτίζεται 'Αρης. Στην ομάδα προστέθηκαν κι άλλα τρία άτομα. Ένας χωροφύλακας και δύο άλλοι. Μα οι πορείες, η πείνα και οι κακουχίες τσάκισαν την ομάδα. Ο χωροφύλακας και οι δύο άλλοι λιποτακτούν γρήγορα. Η Ομάδα κινδυνεύει να διαλυθεί. Προωθείται βαθειά στα δάση της Σαράνταινας- στα παλιά λημέρια του Τσαμ Καλόγερου και του Σαφάκα, πάνω από την Βρύση του Αρβανίτη. Εκεί ο Άρης συγκαλεί νέα συνέλευση της ομάδας όπου και αποφασίζεται το καταστατικό της και οργανώνεται η πρώτη ορκωμοσία ανταρτών του ΕΛΑΣ. «Εγώ, παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι ν' αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιος του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά και την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητα μου ως πολεμιστής του Έθνους και τον Λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω εάν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δεν γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο τον».
Για κάμποσες ημέρες γυρίζουν στις ράχες της Σαράνταινας, περιμένωντας τις πολυπόθητες ενισχύσεις. Όχι μόνο δεν εμφανίζονται ενισχύσεις αλλά αντιθέτως η ομάδα φυλλοροεί. Η πείνα και οι κακουχίες του βουνού τους τσακίζουν το ηθικό. Εκτός του Άρη. Επειδή η πείνα δεν γιατρεύεται με λόγια, και πρωτού η απελπισία κάνει κάποιον ανεξέγκτο, ο Άρης τους αποδεσμεύει από τον όρκο τους:
Όποιος θέλει να φύγει, ας φύγει τώρα. Μόνο να αφήσει το όπλο του. Αν κάποιος φύγει κρυφά, είναι λιποτάχτης, και όπου κι αν κρυφτεί κι όσος χρόνος κι αν περάσει, δεν θα γλυτώσει την ποινή που προβλέπεται για τους λιποτάχτες. Και  με αποφασιστικότητα προσθέτει:
Θα πεινάσουμε, θα ψειριάσουμε, θα πληγωθούμε, κάποιοι από μας θα σκοτωθούνε,... Αλλά θα νικήσουμε! Μην αμφιβάλλετε ότι στο τέλος θα νικήσουμε!
Μερικοί αποχωρούν αμέσως, κάποιοι την άλλη μέρα, παραδίνοντας τα  όπλα τους. Μόνο κάποιος Γ.Προβιάς το σκάει αρπάζοντας ότι μπορεί. Όπλα, τσιγαρόχαρτα , μέχρι και την χλαίνη του Θάνου. Η ποινή του Θανάτου που αποφασίζουν οι εναπομείναντες θα τον καταδιώκει μέχρι την εκτέλεσή της.
Η ομάδα ακολουθεί την κορυφογραμμή της Σαράνταινας και από τα Κοκκάλια εισέρχεται στην Ευρυτανία. Ο Άρης με τους τέσσερις τελευταίους άντρες του  βρίσκει καταφύγιο στην Λάσπη στην καλύβα του Βασίλη Σιαφάκα,  ο οποίος εκείνες τις ημέρες έλειπε στην Αθήνα.  Εκεί έρχονται σε επαφή με την οργάνωση Καρπενησίου. Στην κατάσταση που έχουν φτάσει όχι μόνο δεν μπορούν να προχωρήσουν άλλο, αλλά κινδυνεύουν να αυτοδιαλυθούν.  Έρχονται να τους συναντήσουν  ο Μήτσος Μπακόλας και ο Γιώργος Φράγκος (υπεύθυνος της περιφερειακής επιτροπής του ΕΑΜ) . Στην σύσκεψη που γίνεται ο Άρης πιέζει τους δύο πολιτικούς για την στήριξη του αντάρτικου.  Την πρώτη μέρα της σύσκεψης, για γεύμα φάγανε χελώνα, μιας και η πείνα θέριζε την κατεχόμενη Ευρυτανία. Όμως ο Μήτσος Μπακόλας και ο Σπύρος Τσακανίκας, επικοινώνησαν με τον τότε δήμαρχο Καρπενησίου, Κώστα Σακαλή και του ζήτησαν τρόφιμα για τη μικρή ομάδα. Ο  Τσακανίκας μαζί με τον Τάκη Τσούκα (Αμερικάνο) πήγαν στον Δήμαρχο που τους έδωσε ένα τσουβάλι με τρόφιμα. Το πήραν και  επέστρεψαν γρήγορα στην Καλύβα.  Μετά από καιρό οι αντάρτες έχουν επιτέλους ένα κανονικό γεύμα.  Ο Άρης  όμως δεν ικανοποιείται - αυτός δεν θέλει φαγητό, ζητάει άντρες έτοιμους για δράση.  Τότε η οργάνωση Καρπενησίου στέλνει δύο αντάρτες, τον Σπύρο Γκούβα (Καπλάνη) και τον Νίκο Ζωγραφόπουλο (Ιωσήφ- Δώρο Άνθη). Ταυτόχρονα έρχεται από την Αθήνα ο Θωμάς, φέρνωντας μαζί του τέσσερις νέους άντρες: ανάμεσά τους είναι και ο Σιαφάκας που μέσα στη ίδια του την καλύβα θα καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Εκεί από την παράγκα του Σιαφάκα, ο Άρης αντίκρυσε την αγέρωχη κορμοστασιά του Βελουχιού. Εντυπωσιάστηκε. Συγκινήθηκε. Μάζεψε τους συντρόφους και τους είπε:
Από τώρα δίπλα στο όνομα Άρης, βάζουμε το επίθετο Βελουχιώτης.
Ο Θανάσης Κλάρας γίνεται πλέον Άρης Βελουχιώτης και με το όνομα αυτό θα περάσει στην Ιστορία.
Φώτης Μαστροκώστας (Θάνος).
Παρόλη την προσωρινή ανάπαυλα στην καλύβα του Σιαφάκα, ο Άρης δεν ησυχάζει καθόλου! Ξέρει ότι το μέλλον του νεογέννητου αντάρτικου ακόμα φαντάζει αβέβαιο. Στο σημείο αυτό ο Άρης γίνεται πραγματικός ηγέτης. Προσπαθεί να βρει δηλαδή τους τρόπους για την επιβίωση και την ανάπτυξη του μικρού στρατού, του οποίου την δημιουργία είχε ο ίδιος οραματιστεί και επιδιώξει. Ο Άρης με τη γρανιτένια θέληση, γίνεται η ψυχή και ο νους της πρώτης ομάδας. Τέσσερα πράγματα οφείλουμε να αποδώσουμε στον Άρη σε αυτή τη κρίσιμη για τον ΕΛΑΣ αρχική περίοδο.
Το πρώτο ήταν η πρωτοβουλία του για τις δημόσιες εμφανίσεις της μικρής ομάδας του στα χωριά της Ευρυτανίας, εμφανίσεις που θα δημιουργούσαν με την κατάλληλη σκηνοθεσία ένα κλίμα στήριξης προς τους αντάρτες. Με αφετηρία τη Δομνίστα, στις 7 Ιουνίου 1942, η μικρή ομάδα των ενόπλων του ΕΛΑΣ μπήκε σε μια σειρά από χωριά της περιοχής σαν σε παρέλαση, με την ελληνική σημαία μπροστά και τον αρχηγό να συστήνεται ως ταγματάρχης του Πυροβολικού και να μιλά στους έκπληκτους χωριάτες για τον απελευθερωτικό αγώνα που μόλις άρχιζε- όπως το 1821. Οι πρώτες αυτές εμφανίσεις δημιούργησαν ατμόσφαιρα απορίας και ταραχής στην περιοχή, ατμόσφαιρα που ενίσχυσε η πρώτη ρίψη εφοδίων από βρετανικό αεροπλάνο, καθώς και οι σπασμωδικές ενέργειες των Ιταλών που προσπαθούσαν να προλάβουν αυτό που ετοιμαζόταν. Οι κινήσεις των κατακτητών έπειθαν και τους πλέον δύσπιστους ότι κάτι το πολύ σοβαρό γινόταν.
Το δεύτερο σημείο ήταν η ευέλικτη πολιτική που εφάρμοσε απέναντι στους κύριους ενοίκους των βουνών, τους ληστές και τους φυγόδικους. Η τακτική απέναντί τους ήταν τακτική λήθης και αμνηστίας για το πρόσφατο παρελθόν τους στην περίπτωση που προσχωρούσαν στον ΕΛΑΣ, ή έστω σ'αυτούς που δέχονταν να εγκαταλείψουν τα ορεινά και να στραφούν σε άλλες λιγότερο ενοχλητικές για τους γύρω δραστηριότητες. Στην αντίθετη περίπτωση η σύγκρουση μαζί τους θα ήταν αμείλικτη , απειλή που οι περισσότεροι κατανόησαν εγκαίρως, καθώς το κύρος του ΕΛΑΣ καθημερινά αύξανε στους κατοίκους των ορεινών χωριών, τη στιγμή που το δικό τους κατέρρεε. Πρακτικά η ληστεία περιορίστηκε και εξαφανίστηκε με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς και πολλοί από τους πρώην αφέντες των δυσπρόσιτων καταφυγίων των βουνών αποδείχτηκαν στη συνέχεια εξαιρετικοί αντάρτες, όπως οι Καραλιβαναίοι στην Γκιώνα και ο Νάκος Μπελής στην Ομβριακή. Παρόμοια τακτική ακολούθησε ο Άρης και απέναντι στους διώκτες των ληστών, τους χωροφύλακες δηλαδή, τα μικρά αποσπάσματα των οποίων, υποχρεώθηκαν πολύ γρήγορα να αποφεύγουν τα ορεινά.
Το τρίτο μέτρο που θεμελίωσε τη δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν η ιδέα του Άρη να χρησιμοποιήσει τη περιουσία του κράτους για να στηρίξει οικονομικά το αντάρτικο και να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα του εφοδιασμού. Επρόκειτο για το «άνοιγμα» των "κρατικών αποθηκών της συγκέντρωσης", δηλαδή των κέντρων όπου, σύμφωνα με τα κυβερνητικά διατάγματα, γινόταν η συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής με στόχο την αποστολή της στις πόλεις. Το μέτρο ήταν εξαιρετικά επαχθές για τους παραγωγούς καθώς υποχρεώνονταν να πουλούν τη σοδειά τους με αντάλλαγμα άχρηστες δραχμές-άχρηστες, επειδή λίγα βιομηχανικά προϊόντα ήταν πλέον διαθέσιμα για αγορά-τη στιγμή που θα μπορούσαν να τη διοχετεύσουν στη «μαύρη αγορά» ή στα δίκτυα ανταλλαγών με σαφώς μεγαλύτερο κέρδος. Το «άνοιγμα» των αποθηκών αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλής κίνηση, ενώ ταυτόχρονα έδωσε στον ΕΛΑΣ τα μέσα για να ασκήσει πολιτική και να απαλλάξει τις μικρές οργανώσεις των χωριών από το επαχθές καθήκον της συντήρησης των ανταρτών.
Το τέταρτο μέτρο που λαμβάνει ο Άρης είναι ο αναίμακτος αφοπλισμός των σταθμών και των τμημάτων της Χωροφυλακής στην περιοχή όπου αρχικά εκινείτο. Η ενέργειά του αυτή είχε σα σκοπό να βάλει τις ιταλικές και ελληνικές αρχές σε υποψίες ότι, για να πετυχαίνονται τόσο εύκολα αυτοί οι αφοπλισμοί, πιθανόν να γίνονται με συναίνεση ανταρτών και χωροφυλάκων. Έτσι θα αναγκάζονταν να συμπτύξουν τα τμήματά τους από τα ορεινά μέρη, στις πόλεις. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα: Την αποδιοργάνωση των ιταλικών και ελληνικών δυνάμεων κατοχής και την ελευθέρωση ενός μέρους της Ελλάδας και τελικά τη δημιουργία μιας ελεύθερης περιοχής. Ταυτόχρονα ο Άρης και η ομάδα του είχε ανάγκη από άμεσο εφοδιασμό με όπλα και πυρομαχικά. Και οι Σταθμοί Χωροφυλακής αποτέλεσαν στα αρχικά τουλάχιστον στάδια δημιουργίας και συγκρότησης του ΕΛΑΣ την κύρια πηγή εφοδιασμού του με στρατιωτικό υλικό.

Σηκώνωντας την σημαία της Αντίστασης.
Η οργάνωση του ΕΑΜ Καρπενησίου αναθέτει στο ΕΑΜ Κρικέλου (και συγκεκριμένα στον δάσκαλο Βασίλη Παπανικολάου, στην Ελένη Παπαδάκη, στον Γιάννη Καλατζή -  μέλη του ΚΚΕ - και τον Αθανάσιο Τραχήλη, μόνιμο αξιωματικό του στρατού) να παραλάβουν την ανταρτοομάδα του Άρη και να την μετακινήσουν σε σίγουρο λημέρι. Τη νύχτα 2 Ιουνίου 1942, ο Παπανικολάου και ο Τραχήλης ειδοποιημένοι απ' την οργάνωση ΕΑΜ Καρπενησίου πήγαν στη θέση Κουνάβια του Κρικέλου και παρέλαβαν τον Άρη με τα παλικάρια του. Τους προώθησαν στον Κρικελοπόταμο, στο σημείο Τσουγκρί σε μια απόμερη καλύβα.
Η ομάδα πλέον αποτελούνταν από τους: Θανάση Κλάρα (Άρης Βελουχιώτης) από την Λαμία, Φώτη Μαστροκώστα (Θάνος) από τη Μακρακώμη, Βασίλη Ξυνοτρούλια (Βάσος) από τους Βελεσιώτες Δομοκού, Βασίλη Σιταρά (Λασπιώτης) από τη Λάσπη, Σπύρο Τσιλιγιάννη (Λευτέρης Χρυσιώτης) από τη Χρύσω, Σπύρο Γκούβα (Καπλάνης) από το Καρπενήσι, Νίκο Ζωγραφόπουλο (Δώρης Ανθής) από την Τατάρνα, Νίκο Λέβα (Κόλλιας) από την Ομβριακή Δομοκού, Βαγγέλη Λέβα (Νέος) αδελφό του προηγούμενου, Μιλτιάδη Πρίμπα (Λασπιώτης) από τη Λάσπη, Μανώλη Τσιάφο από την Καισαριανή της Αθήνας, και Βασίλη Σιαφάκα από την Λάσπη.
Η ομάδα έμεινε στην καλύβα στο «Τσουγκρί» πέντε μερόνυχτα, δηλαδή μέχρι τα μεσάνυχτα 6 Ιουνίου 1942. Κάθε νύχτα ο Βασίλης Παπανικολάου και ο Θανάσης Τραχήλης τους πήγαιναν τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια, και τους κατατόπιζαν για τις κινήσεις των Ιταλών. Ο Άρης υποστήριζε πως ήρθε ο καιρός να γίνει η πρώτη εμφάνιση της ομάδας. Το επίσημο ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών. Κι έπρεπε να γίνει στο χωριό Δομνίστα, που δεν υπήρχε σταθμός Χωροφυλακής.
Ο Βελουχιώτης ζητά απ’ τον Παπανικολάου να τους δώσει τη σημαία του σχολείου και να τους οδηγήσει, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, μέχρι τη Δομνίστα, ένα χωριό ακόμη πιο βαθιά στα βουνά, όπου σκοπεύει να κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση. Οι μέχρι τότε περιπέτειες τον είχαν πείσει ότι το αντάρτικο δεν μπορεί να στηριχθεί στις Εαμικές οργανώσεις για εφοδιασμό και νέους μαχητές. Αν ο αγώνας δεν αγκαλιαστεί και δεν ενισχυθεί απ’ του χωρικούς, θα σβήσει.
Η Δομνίστα ήταν και είναι ένα τυπικό χωριό της Ευρυτανίας. Φτωχό, πανέμορφο, με σκληραγωγημένους κατοίκους και παράδοση στους ένοπλους αγώνες. Στο Ελληνοϊταλικό πόλεμο το χωριό είχε δέκα νεκρούς- και αφού η λογοκρισία του Μετώπου δεν επέτρεπε την αναφορά απωλειών στις επιστολές, οι πανέξυπνοι Δομνιστιανοί πληροφορούσαν τους δικούς του για το θάνατο κάποιου συγχωριανού γράφοντας ότι πήρε μετάθεση π.χ. για το λόχο του Μπούρα, κάποιου που ήταν γνωστό στο χωριό ότι είναι πεθαμένος από χρόνια.
Το απόγευμα της Κυριακής 7 Ιουνίου 1942 όσοι κάτοικοι της Δομνίστας βρίσκονταν στην πλατεία του χωριού, το πρώτο που άκουσαν ήταν ένα ομαδικό και βροντώδες: “Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά...” Μετά βλέπουν να μπαίνει στο χωριό, τραγουδώντας, ένα τμήμα οπλοφόρων με την Ελληνική σημαία μπροστά και τον Άρη να δίνει βήμα. Οι κάτοικοι μάλλον δεν αιφνιδιάζονται. Έχουν δει πολλά τα μάτια τους, το ζήτημα είναι τι σκοπούς έχουν και αυτοί οι καινούργιοι. Ο Άρης είναι προετοιμασμένος. “Είμαστε αντάρτες, ένα τμήμα του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού”, τους δηλώνει και ζητά με σοβαρότητα να μιλήσει στους κατοίκους.
Ο σεβασμός που δείχνει στις τοπικές αρχές του δίνει μερικούς πόντους. Ο πρόεδρος Χαράλαμπος Παπακωνσταντίνου στέλνει αμέσως να χτυπήσουν την καμπάνα για να μαζευτεί το χωριό, ενώ με την εμφάνιση του παπά ο Άρης κερδίζει κι άλλους πόντους. Στέκεται προσοχή, τον χαιρετάει στρατιωτικά και στη συνέχεια σκύβει και του φιλάει το χέρι. Ο παπάς γοητεύεται μαζί του και δεν είναι ο μόνος. Του καφετζή, Χαράλαμπου Λιάκου, που φέρνει τσίπουρο για να τους κεράσει, ο αρχηγός του υπόσχεται εύθυμα: “Όταν λευτερωθούμε, αυτήν την παράγκα που έχεις θα στην κάνω μέγαρο, γιατί θα περάσει στην ιστορία.”...
Όταν απευθύνεται στους χωριανούς που έχουν μαζευτεί συστήνεται λέγοντας: “Πατριώτες, είμαι ο ταγματάρχης του Πυροβολικού Άρης Βελουχιώτης”. Το αδίκημα της αντιποίησης αρχής που διαπράττει είναι απλώς ένα εφεύρημα για να καθησυχάσει τον κόσμο και να δηλώσει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι της υπαίθρου θα έχουν εμπιστευθεί τον ΕΛΑΣ και τον ίδιο, θα “παραιτηθεί” του βαθμού του.
Με κοφτό και επίσημο τρόπο δηλώνει, για πρώτη φορά δημοσίως, τον λόγο της παρουσίας του στα βουνά: “Κηρύσσω την Επανάσταση κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους”. Σκιαγραφεί αρχικά το ιστορικό πλαίσιο, απ’ τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και τις λαϊκές διαψεύσεις που ακολούθησαν. Επισημαίνει τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων και την υποτέλεια των εκάστοτε κυβερνήσεων, για να φτάσει στα νέα δεινά της πατρίδας υπό τους νέους κατακτητές. Προτείνει δύο πράγματα: Απελευθερωτικό αγώνα, ένα νέο 21, όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, αλλά και κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας για να μην επαναληφθούν τα παθήματα. Η λαμπρή ιστορική πορεία του Ε.Λ.Α.Σ. μόλις ξεκίνησε!
Στη Δομνίστα το αποτέλεσμα της ομιλίας του είναι παραπάνω από ενθαρρυντικό. Οι κάτοικοι δείχνουν μεγάλη συμμετοχή και οι πιο ενθουσιώδεις θεωρούν προσβλητικό για το χωριό τους να φύγουν οι αντάρτες χωρίς να φάνε πρώτα μαζί τους. Τα στομάχια των ανδρών διαμαρτύρονται, αλλά η αντάρτική αξιοπρέπεια ανθίσταται. Η μέση λύση βρίσκεται στο να "δεχθούν" κάποια φιλέματα για τον δρόμο. Έτσι, για να μην τους προσβάλουν.
Ο Άρης συνεχίζει την παρέλαση του στα χωριά του Βελουχιού κατευθυνόμενος προς την Ομβριακή, κι από εκεί περνά στον Δομοκό. Το σκηνικό της Δομνίστας επαναλαμβάνεται παντού. Μπαίνει στα χωριά με την ελληνική σημαία σηκωμένη,  καλεί τους κατοίκους  να συγκεντρωθούν στην κεντρική πλατεία του χωριού τους και με τους φλογερούς του λόγους προσπαθεί να τους εμφυσήσει το πνεύμα του νέου "21! Αρχές Ιουλίου ο Άρης μπαίνει στην Επαρχία Δομοκού.
Η πρώτη αντιστασιακή πράξη!
Την περιοχή του Δομοκού καταδυνάστευε ο μεγαλοκτηματίας  Μαραθέας- με καταγωγή από τον Πλάτανο Ναυπακτίας.. Η συμπεριφορά του ήταν καθαρά φεδουαρχική- κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας και εκμεταλλευόταν στυγνά  τους χωρικούς τους οποίους θεωρούσε κολίγους. Το τεράστιο κτήμα του είχε έκταση πάνω από 45.000 στρέμματα. Στο κτήμα είχαν γίνει μεγάλα αντιπλημμυρικά έργα από αιχμαλώτους των Βαλκανικών πολέμων. Δύο ολόκληρα  χωριά, η Τσάμπα και το Μπεκριλέρ, που οι κάτοικοι τους ήταν κολλήγοι στους αδελφούς Μαραθέα, αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν. Οι κάτοικοί τους που άντεξαν και συμβίωσαν επί αιώνες με τον Τούρκο κατακτητή, υπέκυψαν τελικά στην απληστία και την αυταρχικότητα του Μαραθέα. Οι κάτοικοι της Τσόμπας γύρω στα 1900 κατέφυγαν στο Τσουφλάρ, τη σημερινή Σοφιάδα Δομοκού, και οι κάτοικοι του Μπεκριλέρ το 1920 στο Καραλάρ, το σημερινό Γραμματικό Καρδίτσας. Τον Απρίλιο του 1925, 216 οικογένειες προσφύγων από το Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι της  Ανατολικής Ρωμυλίας , εγκαταστάθηκαν στα ερειπωμένα αυτά χωριά με απόφαση του Ελληνικού Κράτους και μετά από απαλλοτρίωση  τμήματος του κτήματος του Μαραθέα.  Ο Μαραθέας αντέδρασε στην εγκατάσταση των προσφύγων με άκρως βίαιο τρόπο. Άρχισε τότε κανονικός πόλεμος μεταξύ των φτωχών προσφύγων και των τραμπούκων του Μαραθέα. "Κάθε μέρα άκουγες την κλαγγή των γκράδων του Μαραθέα που άλλοτε τουφεκούσαν στον αέρα για εκφοβισμό και άλλοτε έριχναν στο ψαχνό για να μην μπουν στο τσιφλίκι του." Αποφασισμένοι οι πρόσφυγες  αντέδρασαν δυναμικά και τελικά  κατέβαλαν τους μπράβους του Μαραθέα. Κατάφεραν και ρίζωσαν στον τόπο. Το χωριό τους το ονόμασαν Νέο Μοναστήρι και χάρη στην σκληρή  δουλειά τους το μετέτρεψαν σε μικρή κωμόπολη.  Ο Μαραθέας όμως αυτό δεν τους το συγχώρεσε ποτέ! Και με το που πάτησαν οι Ιταλοί κατακτητές πόδι στην περιοχή ξεσάλωσε στην κυριολεξία. Χάρη στην  "Νέα Φασιστική Τάξη" πραγμάτων γρήγορα μετατράπηκε σε πραγματικό Δυνάστη.
Για κάθε "παράπτωμά"  των κολίγων του, καλούσε τους Ιταλούς φίλους του, για να επαναφέρουν την "τάξη". Με αποκορύφωμα στις 26 Μάιου του 1942,  όταν ο Μαραθέας για να τρομοκρατήσει τους κατοίκους της περιοχής και ιδιαίτερα όσους εργαζόταν στο τσιφλίκι του, κάλεσε του Ιταλούς κατακτητές – με το πρόσχημα ότι «έλειψαν» κουκιά  από τις αποθήκες του - , να τιμωρήσουν τους «δράστες». Οι Ιταλοί βασάνισαν και εκτέλεσαν 11 κατοίκους,  για να αποσπάσουν δήθεν μαρτυρίες για τα «χαμένα» κουκιά και κατόπιν επέδραμαν στο χωριό και  έκαψαν  40 σπίτια του .
Αρχές Ιουλίου η  ανταρτοομάδα του Άρη  ανεβαίνει στο οροπέδιο Δομοκού και εγκαθίσταται στο Γερακλί.  Εκεί ο Άρης και οι άντρες του αποφασίζουν να εκτελέσουν την πρώτη επιχείρηση, και με αυτήν να σηματοδοτήσουν την έναρξη της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα: την παραδειγματική τιμωρία του Μαραθέα.
Στο εκκλησάκι του Άγιου Σεραφείμ στον ερειπωμένο οικισμό Κουζλόπα έξω από το Πουρνάρι   Δομοκού, ο Άρης  συναντά  έναν κτηνοτρόφο τον Χρόνη, που γνώριζε όλα τα μυστικά του τσιφλικά Μαραθέα. Εκεί  οι αντάρτες καταστρώνουν το σχέδιο τους.
Τη νύχτα 9/7/1942 μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλή τον Άρη κυκλώνουν το σπίτι του του Ιταλόφιλου Τσιφλικά. Τους πιάνουν στον ύπνο. Στο «κονάκι» του κτηματία μόνο ο ιδιος και ο επιστάτης του Τράκας, δοκιμάζουν να αντισταθούν, νομίζοντας ότι δέχονται επίθεση από απλούς κολίγους. Οι αντάρτες τους σκοτώνουν επι τόπου. Βάζουν φωτιά στο σπίτι, ανοίγουν τις αποθήκες και μοιράζουν τα τρόφιμα στους κολίγους. Φεύγοντας προς τα βουνά παίρνουν μαζί τους ως όμηρους τον έφηβο γιό του Τσιφλικά και τον γιό του Επιστάτη. Αφήνουν μήνυμα στην χήρα πλέον, του Μαραθέα:
"Θα πας στους φίλους σου τους Ιταλούς στο Δομοκό και θα τους ζητήσεις να μην κάψουν τα χωριά, για αντίποινα. Nα μη βγάλουν αποπάσματα για  να μας καταδιώξουν. Εσυ, θα αποζημιώσεις τους κολίγους σας, για όλες τις ζημιές που τους έκανε ο άντρας σου και οι φίλοι σας οι Ιταλοί. Μόνο έτσι θα ξαναδείς το παιδί σου." Η εκτέλεση του Μαραθέα στην επαρχία Δομοκού, αναπτέρωσε το ηθικό των πατριωτών. Έδειξε ότι πλέον υπάρχει μια δύναμη, η οποία δεν αφήνει ατιμώρητους τους εθνοπροδότες, και τους συνεργάτες των κατακτητών. Και αυτή η δύναμη ήταν οι ανταρτοομάδες, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην Ρούμελη με την καθοδήγηση του Αρη του Βελουχιώτη.
Τον γιό του επιστάτη Τράκα, οι αντάρτες θα τον αφήσουν ελεύθερο σχεδόν ένα μήνα μετά. (Αργότερα ο γιός του Τράκα θα ενταχθεί στις γραμμές του ΕΛΑΣ και θα φοιτήσει στην σχολή αξιωματικών του. ) Δεν θα συμβεί το ίδιο και με τον γιό του Μαραθέα. Στην επιστροφή τους από τον Δομοκό προς τα αρχικά τους λημέρια, στην Σαράνταινα, θα δεχτούν επίθεση από απόσπασμα της Χωροφυλακής. Οι χωροφύλακες θα συλλάβουν τον Νίκο Λέβα και τον νεαρό Νίκο Λαρίση που μόλις είχε καταταγεί στην ομάδα. Οι χωροφύλακες παραδίδουν τους δύο αντάρτες στους Ιταλούς. Ο Λέβας θα πεθάνει απο φριχτά βασανιστήρια στις φυλακές της Λαμίας, και ο Λαρίσης θα εκτελεσθεί λίγο καιρό αργότερα. Είναι οι πρώτοι νεκροί του ΕΛΑΣ. Το συμβάν αυτό θα αποτελέσει την αιτία της εκτέλεσης του γιού του Μαραθέα κοντά στην Κολοκυθιά Φθιώτιδας στα μέσα Αυγούστου.
Νάκος Μπελής.
Ο ήρωας της Ομβριακής.
Η "περιοδεία" του Άρη στην Βόρεια Φθιώτιδα, έχει μεγάλο αντίκτυπο. Κατά δεκάδες θα αρχίσουν να στρατολογούνται νέοι αντάρτες στον ΕΛΑΣ, στην περιοχή του Δομοκού. Και ανάμεσά τους πρώτος των πρώτων ο μέχρι τότε φυγόδικος,  Νάκος Μπελής, το "καμάρι της Ομβριακής".  Ο καπετάνιος που λίγος μήνες αργότερα θα εξολοθρεύσει πλήρως την 5η ρωμαϊκή λεγεώνα της Πίνδου. Ο καπετάν Μπελής, όταν θα ολοκληρώσει την αποστολή του αυτή, θα στείλει  συμβολικά το μαύρο καλπάκι ενός από τους τελευταίους "Λεγεωνάριους" στον Άρη, ο οποίος θα το φορέσει και αυτή θα είναι η αρχή των «Μαυροσκούφηδων», των επίλεκτων ελασιτών που συνόδευαν τον αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ.
Την ίδια επιτυχία με αυτή στον Δομοκό θα έχει και η "περιοδεία" του Άρη στην Φωκίδα. Εδώ έρχεται σε επαφή με την ομάδα του Περικλή, η οποία παρέπαιε προς την διάλυση. Ήταν η λεγόμενη «8η Ομάδα». Την ομάδα συγκροτούσαν οι Γιώργος Χουλιάρας - Περικλής (απ' τα Καστέλλια),  Γιάννης Αλεξάνδρου - Διαμαντής (απ' την Κάτω Αγόριανη), Δημήτρης Δημητρίου - Νικηφόρος (απ' την Απάνω Αγόριανη) και Λουκάς Καθούλης - Αριστείδης (απ' το Δαδί). Η ομάδα του Χουλιάρα μέχρι εκείνη την στιγμή, ακολουθώντας εντελώς διαφορετική ταχτική απο αυτή του Άρη, είχε αποφύγει κάθε κίνηση που θα την έφερνε στο προσκήνιο. Η επαφή της όμως με την ομάδα του Άρη θα αλλάξει όχι μόνο την δική της πορεία αλλά και τον ρού της Ιστορίας.
Ήδη από τον Μάιο του "42, το συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (Σ.Μ.Α.) είχε αποφασίσει να χτυπηθεί ο μοναδικός δρόμος ανεφοδιασμού του εχθρού, που ήταν η σιδηροδρομική γραμμή "Γερμανία - Γιουγκοσλαβία - Ελλάδα". Δόθηκε εντολή λοιπόν από τον Διοικητή του ΣΜΑ στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ προς τη διεύθυνση Ειδικών Υπηρεσιών («S.O.E» Καΐρου) να προετοιμάσει και να εκτελέσει καταδρομική ενέργεια στην Ελλάδα για την ανατίναξη μιας από τις 3 γέφυρες νότια της Λαμίας του Γοργοποτάμου, του Ασωπού ή της Παπαδιάς για να διακόψει τη σιδηροδρομική συγκοινωνία Θεσσαλονίκης και Πειραιά με τη βοήθεια Ελλήνων ανταρτών. Μεταξύ 26 και 30 του Μάη  οι Άγγλοι οργάνωσαν αεροπορική ρίψη στη Γκιώνα όπλων και εφοδίων, με  τα οποία θα εφοδιάζονταν οι Αντάρτικοι Πυρήνες που θα αναλάμβαναν την εκτέλεση της επιχείρησης. Τα όπλα θα τα παραλάμβανε ο σύνδεσμός τους Α. Σεφεριάδης.
Ο Αλέξανδρος Σεφεριάδης- ξάδερφος του Γιώργου Σεφέρη από τις αρχές της Άνοιξης του 1942  εγκαταστάθηκε  στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή)  και σε συνεργασία με τους Γιώργο Κόλια, καθηγητή, Νίκο Χασιακό, δάσκαλο, Αντώνη Πασαλή, δικηγόρο, Μιλτ. Κυριαζή ιερέα, Ιωάννη Δανιήλ καθηγητή, Γεώργιο Ματθαίου επιχειρηματία, Δημ. Κυριαζή δημιούργησαν στην περιοχή αντάρτικο πυρήνα,  με κυρία αποστολή την δημιοουργία της υποδομής για την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου .  Τα όπλα και τα εφόδια ερρίφθησαν πράγματι από τα αεροπλάνα στη Γκιώνα, διασκορπισμένα σε μεγάλη έκταση. Τα συγκέντρωσαν, κυρίως, οι ληστοφυγόδικοι Καραλίβανος, Μπάφας, Πολύχρονης που βρίσκονταν εκεί, πριν στρατολογηθούν στον ΕΛΑΣ από τον Άρη.
Στις 15 Αυγούστου 1942 όμως κάνει την εμφάνιση του στην Κουκουβίστα , με την ομάδα του, ο Άρης Βελουχιώτης και οδηγεί τους μέχρι τότε φυγόδικους Δήμο Καραλίβανο, Θεοχάρη Πολύχρονη, Μπάφα και 9 άλλους  στην εκκλησία της Παναγίας όπου με ιερέα τον παπα - Μέλτο ορκίζονται να προσχωρήσουν στο αντάρτικο σώμα του ΕΛΑΣ.
Πριν την εισβολή των Γερμανών, ο Καραλίβανος ήταν ληστής στα βουνά. Έκλεβε απο χρήματα μέχρι ζώα και ζούσε με μιά ομάδα φυγόδικων κυνηγημένος και κρυβόμενος. Παρόλα αυτά δεν άνηκε στην κατηγορία των βαρυποινιτών, με την έννοια ότι δεν σκότωνε όσους λήστευε.
Οι αετοί της Γκιώνας!
Ο Δήμος Καραλίβανος (στην μέση) με την ομάδα του: Σαράντη, Κατσούτα, Καπούρο και Φουσέκη.
Ο Περικλής είχε προσπαθήσει να στρατολογήσει τους Καραλιβαναίους χωρίς αποτέλεσμα! Ο Βελουχιώτης όμως θα τους φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων! Τους θέτει μπροστά στο δίλημμα:  " Ή μπαίνετε στον ΕΛΑΣ και σας γράφει η Ιστορία ή  τα κόκκαλά σας θα μείνουν για πάντα στην Γκίωνα! Τα βουνά της Ρούμελης δεν χωρούν και αντάρτες και ληστές!"  Οι Καραλιβαναίοι δεν έχουν πραχτικά άλλη επιλογή μπροστά στον Άρη! Ο Άρης στην αρχή δεν είχε πάρει με καλό μάτι τον Καραλίβανο, που ήταν ανυπότακτος και επιθετικός, δέχθηκε όμως να ενσωματώσει την ομάδα του στην δική του. Γνώριζε καλά το μητρώο του Καραλίβανου και φρόντιζε να τον κρατάει όσο πιό κοντά μπορούσε σε εκείνον και την διοίκηση του ΕΛΑΣ, για να μπορεί να τον ελέγχει. Με το πέρασμα του χρόνου ο Καραλίβανος απέδειξε την πολεμική του αξία πολλαπλά στον ΕΛΑΣ και ο Άρης τον ονόμασε καπετάνιο.
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του Καραλίβανου που περιγράφει ο Έλληνας σαμποτέρ Θεμιστοκλής Μαρίνος, που έφερε μαζί της η αποστολή του Μάγιερς για την ανατίναξη της γεφυρας του Γοργοποτάμου.
" Όταν πρωτοείδαμε τον σύνδεσμο του ΕΛΑΣ, Καραλίβανο, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν αυτή ενός αρματολού του 1821. Φορούσε τσαρούχια, μια ζώνη με σπαθί και μαχαίρι και απο το στήθος του κρέμονταν φυλαχτά με λίρες.
Στην αρχή τον περάσαμε για κανένα ληστή, όμως κατά την μάχη με τα φυλάκια των Γερμανών κοντά στην γέφυρα απέδειξε με το παραπάνω την μαχητική και ηγετική του αξία.
Εγώ βρισκόμουν στην ομάδα του και έπρεπε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και τις βολές των γερμανικών πολυβόλων, να περάσουμε ένα συρματόπλεγμα για να βάλουμε τα εκρηκτικά. Κανείς δεν τολμούσε ομώς να το πλησιάσει λόγω του ότι δεν ξέραμε αν είναι ηλεκτροφόρο.
Η αποστολή εξαρτούνταν απο αυτό καθώς αν δεν βρίσκαμε τρόπο να το περάσουμε δεν θα γίνονταν η ανατίναξη. Τότε ξέσπασε διαφωνία ως προς το τι να κάνουμε, όμως ο Καραλίβανως ρισκάροντας την ζωή του πλησίασε το συρματόπλεγμα και με τα γυμνά του χέρια το τράβηξε δυνατά και το ξεκόλλησε φωνάζοντας: "Ελάτε δεν έχει ρεύμα". Έτσι περάσαμε και κάναμε την ανατίναξη..."
Γιώργος Χουλιάρας, Kαπετάν - Περικλής.
Στην Χαράδρα της Ρεκάς η πρώτη μάχη της ελληνικής αντίστασης.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1942 ο Άρης πληροφορείται, από τις τοπικές οργανώσεις των χωριών που παρακολουθούσαν τις κινήσεις των εχθρών, ότι ένας ιταλικός λόχος θα διανυκτέρευε σ' έναν μύλο στη ρεματιά της Ρεκάς. H απαράμιλλης ομορφιάς χαράδρα της Ρεκάς σχίζει την Γκιώνα και ανεβαίνει στο βουνό από το χωριό της Βίνιανης ως στη Λάκα Καρβούνη. Δύσβατη και σχεδόν απροσπέλαστη, αποτελεί ακόμη και σήμερα καταφύγιο για τον μαναδικό πληθυσμό Αγροκάτσικων στην Νότιο Ελλάδα. Εκεί μαζί με τα αγριοκάτσικα λημέριαζαν οι "κλέφτες"  τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Εκεί ήταν και τα λημέρια των  Καραλιβαναίων.
Ο Βελουχιώτης παίρνει την απόφαση να τους επιτεθεί.  Το πρωινό της 9ης  του Σεπτέμβρη ο Άρης, με τη συμμετοχή των ομάδων του Περικλή και του Καραλίβανου, αιφνιδιάζει τους Ιταλούς.
Από τη μάχη αυτή παίρνει λάφυρα (ένα βαρύ πυροβόλο, οπλοπολυβόλα, όπλα, πυρομαχικά, χειροβομβίδες, τρόφιμα, μεταγωγικά) και αιχμαλώτους. Σκοπός της αιχμαλωσίας δεν είναι η εκτέλεση τους αλλά η ανταλλαγή τους με πολιτικούς Έλληνες κρατούμενους. Οι κατοχικές αρχές όμως, καταλαβαίνουν ότι αυτό θα αποτελούσε αναγνώριση του αντάρτικου ως στρατό και θα μείωνε τη μαχητικότητα των στρατιωτών τους. Για το λόγο αυτό, προτιμούν να θυσιάσουν τη ζωή των Ιταλών αιχμαλώτων και αντί να ανταλλάξουν, εκτελούν τους Έλληνες κρατούμενους. Ύστερα απ' αυτό, το ανταρτοδικείο αποφασίζει την εκτέλεση των Ιταλών κρατουμένων. Η εκτέλεση τους θα γίνει λόγω έλλειψης πυρομαχικών με μαχαίρια.
Στη συνέχεια ο Άρης, μετά από την πρώτη  του νίκη επι των κατακτητών,  εφαρμόζει το σχέδιο του για  τον αναίμακτο αφοπλισμό των σταθμών και τμημάτων της χωροφυλακής.  Στις 11 του Σεπτέμβρη μπαίνει στην Υπάτη. Το σχέδιο του Άρη Βελουχιώτη στέφθηκε με επιτυχία. Οι αντάρτες μπήκαν αθόρυβα τη νύχτα και αφόπλισαν τους κοιμισμένους χωροφύλακες. Πήραν μαζί τους μόνο τον μοίραρχο Κότσυφα και τον απόστρατο στρατηγό Ραφτοδήμο, οι οποίοι όμως αργότερα αφέθησαν ελεύθεροι.

Ο αφοπλισμός της Χωροφυλακής στο Κρίκελλο.
Το απόγευμα της 1ης του Οκτώβρη του '42, η ομάδα του Άρη φτάνει στον Μαρίνο. Ο Μαρίνος βρίσκεται βορειδυτικά της Δομνίστας και δεξιά της κοίτης του Κρικελλοποτάμου. Οι τριάντα περίπου αντάρτες του Άρη κατανεμήθηκαν στα δεκαπέντε σπίτια του Μαρίνου, ανά δύο, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν στέγη και συσσίτιο! Οι αντάρτες το βράδυ έφαγαν και πλάγιασαν νωρίς.
Ο Άρης τους είπε:
—Αύριο, συναγωνιστές, θα ξεκινήσουμε πρωί, διότι έχουμε δουλειά. Ο χρόνος της αδράνειας πέρασε. Τώρα πιά είμαστε ένας μικρός οργανωμένος στρατός, και πρέπει να δράσουμε...
Ξημερώνοντας η 2α Οκτωβρίου, τρείς η ώρα το πρωί, ο αρχηγός έδωσε το σύνθημα του συναγερμού και σε πέντε λεπτά ήσαν όλοι επί ποδός. Έκανε προσκλητήριο για να βεβαιωθεί ότι δεν έλειπε κανείς και αμέσως τους είπε:
—Σε μια ώρα θα κυκλώσουμε τον σταθμό Χωροφυλακής του Κρικέλλου και θ' αφοπλίσουμε τους άνδρες του. Έχουμε ανάγκη από πυρομαχικά και όπλα. Προσέχετε, όμως, διότι αν αντισταθούν θα τους ρίξουμε... Πάντως, αν αναγκασθούμε να πιάσουμε μάχη, με οικονομία τις σφαίρες σας, διότι αυτοί είναι πλούσιοι, και εμείς είμαστε φτωχοί.
Στις 4 το πρωί, έφτασαν έξω απ' το Κρίκελλο κι απ' την δυτική πλευρά του νεκροταφείου πέρασαν στο χωριό και κατέλαβαν θέσεις γύρω απ' τον Σταθμό Χωροφυλακής. Ο Σταθμός ήταν ένα παλαιό ισόγειο κτίριο πού ανήκε στο κράτος, κτισμένος περίπου το 1840, και βρισκόταν στην κορυφή του χωριού. Οι χωροφύλακες ακόμα κοιμόντουσαν, μέσα στην γαλήνη της νύχτας. Ο σταθμός είχε μόνιμη δύναμη αποτελούμενη από έναν ενωμοτάρχη ως Σταθμάρχη και επτά χωροφύλακες. Εκείνες τις ημέρες όμως οι Ιταλοί είχαν στείλει στην περιοχή και ένα απόσπασμα χωροφυλακής από δώδεκα άνδρες με διοικητή τον ενωμοτάρχη Γκλιτσάκη.
Αφού συμπληρώθηκε το «μπλόκο» του σταθμού, ο Άρης έστειλε προς τον Σταθμάρχη με τον αντάρτη Δασκαλάκη (Δημήτρη Σαξώνη), το μήνυμα που είχε γράψει αποβραδύς.
Στο μήνυμα αυτό έγραφε: «Πρέπει να πάψετε να συνεργάζεστε με τους Ιταλούς και να προσχωρήσετε σε μας, που πολεμάμε ενάντια στους κατακτητές».
Το σημείωμα συνέχιζε: «Ώς πρώτο δρα κι απαραίτητο για τήν προσχώρηση αυτή, θέτουμε την παράδοση των όπλων σας, τα οποία θεωρούμε ιταλικά και κατά συνέπεια εχθρικά γιά μας».Καί παρακάτω έγραφε: «Πάσα καθυστέρησις, εκ μέρους σας, θα εκληφθεί ως άρνηση, οπότε θα βρεθούμε στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε βία. Επίσης σας γνωρίζουμε οτι ο σταθμός είναι κυκλωμένος από όλες τις μεριές και κάθε απόπειρα αποδράσεως θα σας στοιχίσει πολύ ακριβά.
2 του Όκτώβρη 1942, ώρας 4 πρωί.
Ο Καπετάν Άρης Βελουχιώτης».
Απ' τα δυνατά χτυπήματα της πόρτας, ξύπνησαν όλοι οι εντός του σταθμού και ο Σταθμάρχης πρώτος έσπευσε να ανοίξει. Έξω ακόμα ήταν σκοτάδι. Μερικά σκυλιά του χωριού γαύγιζαν επίμονα.
Ο Δασκαλάκης στην πόρτα, δίνωντας το σημείωμα στον Σταθμάρχη είπε:
—Ο Καπετάν Βελουχιώτης περιμένει απάντηση.
Ο Σταθμάρχης πήρε το σημείωμα απ' το χέρι του αντάρτη, το διάβασε μια και δύο φορές κι' ύστερα κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του αποσπασματάρχη Γκλιτσάκη.Πριν πάρει απόφαση ο σταθμάρχης ήθελε να συσκεφθεί με τον ενωμοτάρχη του αποσπάσματος. Μπήκε μέσα και ο αποσπασματάρχης όρθιος μπροστά στο κρεβάτι του περίμενε να μάθει τι συμβαίνει.
—Διάβασε, του είπε και του 'δωσε το σημείωμα.
Ο αποσπασματάρχης διάβασε μιά-δυό φορές το σημείωμα, ύστερα σήκωσε το κεφάλι του και κύτταξε τον σταθμάρχη για να μπορέσει να μαντέψει την σκέψη του. Ταυτοχρόνως μέσα απ' τα δόντια του ξέφευγαν μισές φράσεις...
—Καπετάν Άρης Βελουχιώτης, Καπετάν Άρης Βελουχιώτης...
Και αφού σκέφθηκε λίγο:
—Έχω την γνώμη, είπε, εκεί πού έφτασαν τα πράγματα δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς .
—Μίλα καθαρά, Γκλιτσάκη. Τι εννοείς μ' αυτά που λες; Ποιά είναι η γνώμη σου; Να παραδώσουμε τα όπλα;
—Ναι... Να παραδώσουμε τα όπλα!
—Να παραδώσουμε τα όπλα;Τρελλάθηκες; Και τι λόγο θα δώσουμε στην Διοίκηση;
Μεταξύ των δύο ενωματαρχών συνεχίστηκε ο διάλογος για πάνω από δέκα λεπτά σε έντονο ύφος. Ο σταθμάρχης υποστήριζε την αποψη να μη παραδώσουν τα όπλα φοβούμενος τόσο τον εξευτελισμό που θα υφίσταντο όσο και τις συνέπειες από την αντίδραση της Διοίκησης. Ο αποσπασματάρχης υπεστήριζε το αντίθετο. Ότι δηλαδή, αφενός μεν έβλεπε αδύνατη την αντίσταση κατά των ανταρτών, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, οπότε ίσως, ή μάλλον ασφαλώς, θα είχαν απώλειες μεταξύ των χωροφυλάκων, πράγμα για το όποιο θα είχαν μεγαλύτερη ευθύνη, από 'κείνη που θα είχαν στην περίπτωση της παράδοσης των όπλων τους. Αφετέρου δε, θα έπρεπε σαν Έλληνες κι αυτοί να ενισχύσουν τον αγώνα των ανταρτών, οι οποίοι μάχονταν εναντίον των Ιταλών! Η ώρα περνούσε, και η ανάγκη να πάρουν μιά απόφαση ήταν επιτακτική.
Τελικώς και υπό το φόβο μιας επαπειλούμενης σύγκρουσης με τους αντάρτες, επικράτησε η γνώμη του αποσπασματάρχη.
Έτσι, αποφασίστηκε να παραδώσουν τα όπλα ανευ όρων. Ο σταθμάρχης δεν έκρυψε την αγανάκτηση του. Και πριν συμφωνήσει με τη γνώμη του αποσπασματάρχη του είπε:
—Δεν πρέπει να'χεις εμπιστοσύνη στους αντάρτες, καπετάνιο!...Οι πληροφορίες μου λένε πως ο Βελουχιώτης είναι κάποιος παλιός κομμουνιστής και φίλος του δάσκαλου Παπανικολάου και όλα αυτά, τάχα πως βγήκανε στό κλαρί για τους «άτιμους κατακτητές» είναι παραμύθια.Τα πράγματα φαίνεται πως είναι πέρα ως πέρα κομμουνιστικά!
—Μπορεί να 'ναι κι έτσι καπετάνιο μου. Μα για την ώρα, νομίζω πως δεν έχουμε καιρο για συζήτηση και πρέπει ν' αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Μην ξεχνάς πως η ώρα πέρασε και ο αντάρτης περιμένει απ' έξω την απάντηση μας.
Σαν να πεταχτηκε απ' αναμμένα κάρβουνα ο σταθμάρχης, παράτησε τον άποσπασματάρχη, άνοιξε την πόρτα και φώναξε τον αντάρτη, που τόση ώρα περίμενε απ' έξω.
—Άκουσε, πατριώτη, του είπε. Πες του καπετάνιου σου νάρθει εδώ. Δεν πρόκειται ν' αντισταθεί κανείς...
Έφυγε τρέχοντας ο Δασκαλάκης.
Σε λίγο ενας γενειοφόρος αρματωμένος σαν αστακός, φάνηκε στην πόρτα κάνοντας επίδειξη τα σταυρωτά του φυσεκλίκια. Ήταν ο καπετάν Βελουχιώτης, ακολουθούμενος από δυο ακόμα, τον καπετάν Θάνο και τον καπετάν Ρουμελιώτη.
—Έχουμε ανάγκη απ' τα όπλα και τα πυρομαχικά σας, κι ελπίζω να μην έχετε αντιρρήσεις πάνω σ' αυτό, είπε.
—Κι αν είχαμε αντιρρήσεις, κανείς δεν μας ρώτησε, είπε ο σταθμάρχης χωρίς να κοιτάξει στο πρόσωπο τον Άρη. Ύστερα επακολούθησε νεκρική σιγή και μονάχα ο κρότος των μετρουμένων όπλων ακουγόταν. Ο απολογισμός: 25 τουφέκια, ένα πολυβόλο, πολλές σφαίρες σε ταινίες.
Όταν τέλειωσε η παράδοση των όπλων, ο Άρης τους είπε:
—Τώρα, παιδιά, είστε ελεύθεροι, όσοι από σας θέλετε να μας ακολουθήσετε στον αγώνα. Εμείς είμαστε αποφασισμένοι να πολεμήσουμε εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών....
Οι άνδρες της χωροφυλακής, χωρίς να μιλήσει κανείς, κοιτάχτηκαν σιωπηρά, και αφού συνεννοήθηκαν με τα μάτια, αρχικά κανένας δεν απάντησε. Μόνο δύο απ' αυτούς, αποφάσισαν τελικά ν' ακολουθήσουν τους αντάρτες , ο διοικητής του αποσπάσματος ενωμοτάρχης Κίτσος Γκλιτσάκης κι ενας χωροφύλακας του αποσπάσματος, ο Ιωάννης Καραγγούνης.
Μετά την διάλυση και τον αφοπλισμό της χωροφυλακής, οι αντάρτες εγκατέλειψαν τον σταθμό, χωρίς άλλο επεισόδιο, και τράβηξαν να λημεριάσουν στα καλύβια του Μαρίνου.
Την επομένη, μετά το φαγητό, ο καπετάν Άρης ευχαριστημένος για την εξέλιξη των πραγμάτων και ενθουσιασμένος για την προσχώρηση του ενωμοτάρχη και του χωροφύλακα, έκανε συγκέντρωση των ανταρτών και τους μίλησε σχετικά με την «επιχείρηση» της προηγούμενης νύχτας.
—Πρέπει να ξέρετε, τους είπε, πως από σήμερα η ομάδα μας γίνεται ένας υπολογίσιμος στρατός καί πολύ σύντομα θα γίνουμε ένα μαχητικό τάγμα που θα προσφέρει πολλά στον αγώνα. Προπαντός απαιτώ πειθαρχία και υπομονή από μέρους σας διότι χωρίς αυτά τίποτε δεν θα κατορθώσουμε. Σας αναγγέλω δε ότι σαν υπαρχηγό στην ομάδα μας βάζω τον ενωμοτάρχη Γκλιτσάκη ο οποίος μας έκαμε την τιμή να προσχωρήσει αυθορμήτως στο αντάρτικο. Αυτός σαν πρώην διοικητής του αποσπάσματος γνωρίζει καλά την περιοχή εδώ και θα προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες.
Στο μεταξύ ο σταθμάρχης της Χωροφυλακής, αφού παρέδωσε τα όπλα καθώς και όλα τα στρατιωτικά είδη του σταθμού — όσα ζήτησαν οι αντάρτες — και πικραμένος μέχρις ασφυξίας απ' την ντροπή του, μόλις έφυγαν οι αντάρτες, πήρε το δρόμο για το Καρπενήσι.
Εκεί παρουσιάσθηκε στον Διοικητή Χωροφυλακής και ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια τα διατρέξαντα και κατέληξε ως εξής:
—Πιστεύω κ. Διοικητά ότι ο αφοπλισμός τούυ σταθμού Κρικέλλου είναι γεγονός ύψιστης σημασίας, διότι αυτοί (οί αντάρτες) θα προβούν στη διάλυση και άλλων σταθμών, δια τούτο πρέπει να λάβετε τα μέτρα σας.
Ο Διοικητής στο τέλος της αναφοράς του σταθμάρχη είπε:
— Ωραία, κ. σταθμάρχα, αλλά τώρα τι θα κάνουμε με τους Ιταλούς; Πως θα δικαιολογηθούμε;
Ύστερα, σκέφτηκε λίγο και συμπλήρωσε:
—Καλά, κάνε μου μια αναφορά, στην οποία να εκθέτεις τα πράγματα όπως ακριβώς έλαβαν χώραν, με μόνη διαφορά δεν θα πείς πως ήσαν τριάντα αντάρτες αλλ' ότι ήσαν πλέον των εκατό. Καταλαβαίνεις τι χρειάζεται το τελευταίο. Είναι ανάγκη να μάθουν οι Ιταλοί, ότι τα πράγματα στην Ελλάδα στένεψαν γι' αυτούς.
Στην αναφορά του ο σταθμάρχης έγραψε:
«Πλέον των εκατό ανταρτών, την νύχτα της 1ης προς 2α Οκτωβρίου περιεκύκλωσαν το χωρίον Κρίκελλον και τον αστυνομικόν σταθμόν και δια μηνύματος ηξίωσαν την εντός ημισείας ώρας παράδοσιν των όπλων. Πάσα αντίστασις δεν θα ήτο μόνον άσκοπος αλλά και ματαία. Και μόνο ως αποτέλεσμα θα είχε την απώλειαν των ανδρών. Η παράδοσις έλαβε χώραν την 5ην πρωϊνήν ώραν της 2ας Οκτωμβρίου άνευ επεισοδίων. Εκτός των όπλων παρεδόθησαν τριάντα χειροβομβίδες, διακόσια φυσίγγια, δεκαπέντε κουβέρτες και δέκα οκτώ παγούρια. Οι αντάρτες αναχωρήσαντες την 6ην πρωινήν έλαβον κατεύθυνσιν προς βορράν».
Εδώ ο σταθμάρχης εγνώριζε ότι οι αντάρτες έφυγαν προς νότον, αλλά δεν ηθέλησε να δώσει ακριβή στοιχεία κατά των ανταρτών επειδή η αναφορά του θα έφτανε οπωσδήποτε στην Ιταλική Διοίκηση.
Όταν οι Ιταλοί έλαβαν γνώση των γεγονότων από τον Διοικητή Χωροφυλακής Καρπενησίου, διέταξαν την άμεση κινητοποίηση των δυνάμεών τους,  συνεπικουρούμενων από αποσπάσματα της Χωροφυλακης για την εξόντωση των ανταρτών. Στα βουνά της Ευρυτανίας όμως οι αντάρτες είναι στο στοιχείο τους. Και πλέον εδραιώνουν την Κυριαρχία τους. Στα βουνά της Ευρυτανίας η Ελεύθερη Ελλάδα είναι πλέον γεγονός.
Κατά το τέλος του Οκτώβρη  η ομάδα του  Άρη στο χωριό Τσούκα της Φθιώτιδας "πέφτει πάνω" στον λιποτάκτη  Προβιά.  Η απόφαση του πρώτου Ανταρτοδικείου που λίγους μήνες πριν είχε παρθεί κάτω από της Οξυές της Σαράνταινας θα εφαρμοστεί παραδειγματικά.
Η Μάχη στην Κουφόβρυση.
Συμπληρώνεται πλέον ένας μήνας που οι ομάδες του Άρη διατρέχουν ανενόχλητα τα χωριά γύρω από το Καρπενήσι και οι Ιταλοί δεν έχουν τολμήσει ούτε μία φορά να βγουν να τους χτυπήσουν. Σαν να μην υπάρχουν. Από το Καρπενήσι δεν βγαίνουν οι Gloriosi (ένδοξοι), αλλά μπαίνουν οι αντάρτες.
Είναι μια κίνηση που υπαγορεύεται από πρακτικούς λόγους· χρειάζονται άρβυλα και υλικά επιδιόρθωσης, σπάγκο, πετσιά, πρόκες. Πολλοί άνδρες είναι κυριολεκτικά ξυπόλυτοι, οι περισσότεροι φοράνε προχειροφτιαγμένα τσαρούχια και οι αρβύλες των λίγων τυχερών είναι σε τέτοια κατάσταση που πληγώνουν χειρότερα τα πόδια.
Έτσι, μια ομάδα με τον Νικηφόρο εισδύει μια νύχτα στο Καρπενήσι, εξασφαλίζει μερικά ζευγάρια άρβυλα και κάμποσα υλικά από κάποιους εμπόρους, ενώ το ηθικό των κατοίκων της πόλης, εκ των οποίων αρκετοί αντιλαμβάνονται την παρουσία των ανταρτών και βγαίνουν στα παράθυρα και στους δρόμους, φτάνει στα ύψη· «αντάρτες πάτησαν το Καρπενήσι».
Όμως δεν φεύγουν αθόρυβα όπως μπήκαν.
Έχουν και τον Αγησίλαο μαζί τους· αυτόν τον ανοικονόμητο άνθρωπο που δεν εννοεί να φύγει χωρίς να ξεσηκώσει με τις φωνές του την ιταλική φρουρά.
Στις παρατηρήσεις που του γίνονται από τον Νικηφόρο, απαντάει:
—Χέσ' τους, καημένε...
Όταν αρχίζουν οι πυροβολισμοί, αναλαμβάνει να μείνει μόνος του οπισθοφυλακή στην υποχώρηση· αλλά πώς, όρθιος, με το όπλο κρεμασμένο στον ώμο.
Και όταν οι Ιταλοί πλησιάζουν, χωρίς να βιάζεται, ξεκρεμάει το όπλο, όρθιος πάντα, και τους ανταποδίδει περιφρονητικά τα πυρά, ενώ η ομάδα έχει απομακρυνθεί. Μετά, σαν να μετάνιωσε που σπαταλάει γι' αυτούς πυρομαχικά, ξανακρεμάει το όπλο στον ώμο και απομακρύνεται ορθός και ατάραχος, με τις ιταλικές σφαίρες να σφυρίζουν γύρω του χωρίς να τον αγγίζουν.
Η πρόκληση προς τους κατακτητές συνεχίζεται. Τις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου οι Ιταλοί δίνουν εντολή στους προέδρους των κοινοτήτων να τους πάνε σφάγια, κρασί, κότες, αυγά και καυσόξυλα. Ετοιμασίες εορτασμού της επετείου για λόγους που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται. Οι αντάρτες ενεδρεύουν στα περάσματα και στέλνουν τα φορτώματα πίσω στα χωριά να μοιραστούν στους κατοίκους.
Αυτό πάει πολύ.
Ένα τάγμα Ιταλών εκστρατεύει από το Καρπενήσι για να εξοντώσει τους "μαλαντρίνο" (ληστές) και να ανακαλύψει αυτούς   που έπεσαν τη νύχτα με αλεξίπτωτα από βρετανικό αεροπλάνο στις παρυφές της πόλης. Είναι οι λοχαγοί Τζον και Ίντερ, ο λοχίας ασυρματιστής Φίλιπς και ένας Έλληνας, ο Θέμης Μαρίνος, κατ' απονομήν λοχαγός του βρετανικού στρατού. Ο Φίλιπς προσεδαφίζεται με ασφάλεια ανάμεσα σε χωρικούς, που τον κρύβουν. Οι άλλοι τρεις έπεσαν σχεδόν πάνω στα ιταλικά φυλάκια της πόλης αλλά σώθηκαν χάρη στην κινητοποίηση των κατοίκων, που τους περισυνέλεξαν αστραπιαία και τους προώθησαν στους αντάρτες.
Είναι 29 Οκτωβρίου του 1942.
Ο κύριος όγκος των ανταρτών υπό τον Άρη κινείται στις παρυφές της Καλιακούδας. Στον ίδιο άξονα κινείται και το ιταλικό τάγμα που έχει βγει από το Καρπενήσι σε καταδίωξη των ανταρτών και των ξένων αλεξιπτωτιστών. Την παρουσία των Ιταλών αντιλαμβάνονται πρώτοι οι αντάρτες λίγο έξω από το Κρίκελλο.
Το ιταλικό τάγμα φεύγει από το Κρίκελλο με κατεύθυνση βορεινή. Πίσω του ακολουθεί μια ομάδα οπισθοφυλακής από   τριάντα άνδρες. Η οπισθοφυλακή καθυστερεί στο Κρίκελλο, καθώς ο κτηνίατρος που συνοδεύει το Τάγμα αντιμετωπίζει πρόβλημμα με κάποια άρρωστα μουλάρια.
Στους Άγιους Θεοδώρους, ο αντάρτης Αγησίλαος που προηγείται του τμήματος του Άρη, έρχεται αντιμέτωπος άξαφνα με ένα καβαλάρη Ιταλό. Ο Ιταλός στρατιώτης πάνω σε μια υπέροχη μαύρη φοράδα, έρχεται μόνος και αμέριμνος από τον δημόσιο δρόμο.Το άλογο ανήκει στον διοικητή του ιταλικού τάγματος και το έχει δώσει στον στρατιώτη να πάει να δει γιατί καθυστερεί η οπισθοφυλακή.
Ο Αγησίλαος δεν αντέχει τόση γαλήνη. Ενώ οι άλλοι αντάρτες παραμένουν καλυμμένοι στις θέσεις τους, αυτός, με την αραβίδα του κρεμασμένη ανέμελα στον ώμο, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον Ιταλό, πιάνει το άλογο από τα γκέμια και τον διατάζει σε άπταιστα ελληνικά:
—Κατέβα, ρε!
Το πανέμορφο άλογο κατάσχεται υπέρ του αρχικαπετάνου, αλλά θα το ιππεύουν οι κουρασμένοι, οι τραυματίες, οι ξυπόλυτοι ή οι παθιασμένοι για ιππασία, όπως ο Νικηφόρος, και λιγότερο απ' όλους ο ίδιος ο Άρης.
Οι αντάρτες στήνουν ενέδρα στους Ιταλούς στη θέση ''Κουφόβρυση''. Αρκετά πίσω από τον ιππέα ερχόταν η οπισθοφυλακή του τάγματος, σχεδόν 30 άνδρες, που τους υποδέχονται με πυκνά πυρά και άγριες κραυγές οι ενεδρεύοντες αντάρτες.
Η μάχη σφοδρή, μισή ώρα χρειάστηκε στους αντάρτες να διαλύσουν το Ιταλικό τμήμα. Οκτώ Ιταλοί θα σκοτωθούν επιτόπου και οι δεκαοχτώ άλλοι θα παραδοθούν, για να εκτελεστούν λίγο αργότερα· αυτή τη φορά κανονικά, με πυροβόλα όπλα, λίγο έξω από την Σκοπιά. Από ελληνικής πλευράς πέφτει νεκρός ο  Δασκαλάκης (Δημήτρης Σαξώνης), δάσκαλος απ' τη  Σέλιανη Φθιώτιδας, παλιός συμμαθητής και φίλος του αρχηγού, που ενταφιάζεται τυλιγμένος στη γαλανόλευκη σημαία της ομάδας του. Είναι ο πρώτος πεσόντας σε μάχη του ΕΛΑΣ.
Είναι η δεύτερη ιταλική ήττα από τους άτακτους.
Η ιταλική στρατιωτική διοίκηση στο Καρπενήσι, για να διασώσει το γόητρό της, αντέδρασε με τρόπο που πέτυχε το ακριβώς αντίθετο.
Συλλαμβάνουν προσωρινά μερικούς Κρικελιώτες χωρικούς και, αφού τους ξυλοφορτώσουν, τους περιφέρουν στην πόλη σαν αιχμαλωτισθέντες αντάρτες. Και για να αποδείξουν στους κατοίκους του Καρπενησίου ότι κανείς δεν γλιτώνει, ντύνουν με στολές αεροπόρων δυο-τρεις ξανθωπούς Ιταλούς στρατιώτες και τους περνάνε από τον κεντρικό δρόμο, τάχα ότι είναι οι συλληφθέντες Βρετανοί αλεξιπτωτιστές.
Οι αϊτομάτηδες ορεσίβιοι αντιλαμβάνονται αμέσως το ιταλικό θέατρο και κρυφογελάνε κάτω από τις μουστάκες τους· οι γαβριάδες της πόλης όμως αρχίζουν το πρόγκημα στους «Βρετανούς» αιχμαλώτους:
— Ε, Τζοβάνι... κόμε στα.
Νέα ρίγη συγκίνησης διατρέχουν την Ευρυτανία από την είδηση της μάχης. Ο πρόεδρος του χωριού Στένωμα, όταν τηλεγράφησε, όπως ήταν υποχρεωμένος, στους Ιταλούς για τη διέλευση ανταρτών από το χωριό του, προκειμένου να τους πικάρει, περιέγραψε ότι ο αρχηγός τους ήτανε καβάλα σε μια μαύρη φοράδα - αυτή του Ιταλού διοικητή- και οδηγούσε 700 άνδρες· αριθμός μυθικός τη δεδομένη στιγμή, μα απολύτως πραγματικός σε ένα-δυο μήνες.
«Τ' όνομα του Άρη δίνει και παίρνει στα στόματα των απλών ανθρώπων. Πολέμαρχό του αναζήταε ο λαός, και τόνε βρήκε. Δε μου φτάνουνε τα εκφραστικά μου μέσα για να πω πόσο αγάπησε εκείνη τη στιγμή ο λαός εκεί πάνω τον Άρη. Και μονομιάς. Και πολύ. Και με θαυμασμό. Κι ως τον έβλεπε να διαβαίνει στα χωριά καβάλα στη μαύρη φοράδα, τον έβλεπε Αϊ-Γιώργη Τροπαιοφόρο, ούτε κατά τι λιγότερο!».
Ο Γοργοπόταμος!
Οι Άγγλοι αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στα βουνά της Ευρυτανίας και περισυνέλεξαν οι αντάρτες του Άρη, έχουν συγκεκριμένη αποστολή. Την οργάνωση της επιχειρήσης για την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου. Πολλά έχουν γραφτεί για τον Γοργοπόταμο. Ας ακολουθήσουμε τα χνάρια του Άρη προς την κορυφαία στιγμή της Αντίστασης  κατά των κατακτητών.   Ας σταθούμε  στο πως  περιγράφει την επιχείρηση στον Γοργοπόταμο στην αφήγησή του ο 16χρονος, τότε, μαχητής Κώστας Γκέκας, ο ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο Φθιώτιδας.
«Τον Οκτώβρη του 1942 εγώ ήμουν με δυο ομάδες του Άρη Βελουχιώτη, με καπετάνιο τον Θάνο και πολιτικό τον Περικλή, στον Αϊ Λια το Νεοχωρίτικο, μια περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του Βελουχιού. Θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες είχαμε κάνει την επίσημη εμφάνισή μας στην Αγία Τριάδα Ευρυτανίας. Είχαμε μπει στο χωριό πρωί και αφού κτυπήσαμε την καμπάνα μαζεύτηκε ο κόσμος στην πλατεία όπου μίλησε ο Περικλής για τους σκοπούς του ΕΑΜ και το ξεκίνημα του αντάρτικου καθώς και του ΕΛΑΣ, το τι έγινε δεν περιγράφεται. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε, μας αγκάλιαζε και μας φιλούσε κλαίγοντας από συγκίνηση. Μετά από καμιά ώρα επιστρέψαμε στον Αϊ Λια, στο λημέρι μας.
Κατά το απογευματάκι μας φέρνουν από την οργάνωση έναν εγγλέζο στρατιώτη οπλισμένο με ένα αυτόματο όπλο τύπου στεντ. Αυτός δεν ήξερε καθόλου ελληνικά και από εμάς κανένας δεν γνώριζε εγγλέζικα για να συνεννοηθούμε. Στείλαμε, λοιπόν, τους συνδέσμους μας στο χωριό Μαυρίλο και μας έφεραν κάποιο χωριανό που είχε κάνει για λίγο στην Αμερική και κάπως καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Μας είπε ότι είχε πέσει με αλεξίπτωτο μαζί με άλλους τρεις κοντά στο Καρπενήσι. Φεύγουμε, λοιπόν, αμέσως για να πάμε να συναντήσουμε και να ενημερώσουμε τον αρχηγό μας, τον Άρη. Μετά από δυο ημέρες συναντήσαμε τον Άρη στο χωριό Παπαρούσι της Ευρυτανίας. Είχε μαζί του και τους άλλους τρεις Άγγλους αλεξιπτωτιστές, που είχαν πέσει μαζί με το δικό μας έξω από το Καρπενήσι, καθώς επίσης και τους Ιταλούς αιχμαλώτους από τη μάχη στο Κρίκελο.
Μετά την αντάμωσή μας και ύστερα από τις χαρές και τα φιλιά ο Άρης έκανε αναδιάταξη των ομάδων. Στο Παπαρούσι εκείνη τη μέρα είχαμε μαζευτεί γύρω στους 210-220 αντάρτες της Ρούμελης, έλειπε μόνο το αρχηγείο Δομοκού του καπετάν Μπελή.
Λίγο πριν νυχτώσει φωνάζουν συγκέντρωση. Αφού συγκεντρωθήκαμε όλοι, ο Άρης μας ανακοίνωσε ότι η 1η και η 2η ομάδα Παρνασίδας πρέπει να ετοιμαστούμε για αποστολή με επικεφαλής τους Νικηφόρο και Πελοπίδα. Η αποστολή μας ήταν να συνοδεύσουμε τους Άγγλους σύμμαχούς μας και να τους πάμε στη Γκιόνα για να συναντήσουν τους αρχηγούς τους, που είχαν πέσει τις προηγούμενες μέρες εκεί με το υπόλοιπο κλιμάκιο και τώρα βρίσκονταν κρυμμένοι σε μια σπηλιά. Πράγματι σε ελάχιστο χρόνο ετοιμαστήκαμε και πέφτοντας το πρώτο σκοτάδι μας βρίσκει στη γραμμή να ξεκινάμε για την αποστολή μας.
Πρώτο χωριό στο δρόμο μας το Βουτύρου. Μετά από μια ώρα πορεία, μέσα στο δάσος από έλατα, ξεσπά μια καταιγίδα. Αστραπές, βροντές, χάλαγε ο κόσμος από τη νεροποντή, εμείς όμως συνεχίζουμε την πορεία μας. Αλλά το σκοτάδι ήταν βαθύ και χάσαμε το δρόμο. Αφού περιπλανηθήκαμε για αρκετή ώρα μέσα στο δάσος μας βρήκαν καμία δεκαριά χωριανοί που με αναμμένα δαυλιά και φωνές μας έψαχναν ειδοποιημένοι από τον τοπικό μας σύνδεσμο. Αφού μας βρήκαν, λοιπόν, οι χωριανοί μας οδήγησαν στο χωριό και μας άναψαν φωτιές να στεγνώσουμε τα ρούχα μας. Μια ώρα πριν ξημερώσει φεύγουμε από το χωριό και η ανατολή του ηλίου μας βρίσκει να προσπαθούμε να περάσουμε τον Καρπενησιώτη που τα νερά του ήταν θολά και αγριεμένα από την κατεβασιά που είχε προκαλέσει η νυχτερινή νεροποντή. Βγάλαμε, λοιπόν, τα παπούτσια μας σχηματίσαμε αλυσίδα και αλληλοβασταζόμενοι χέρι - χέρι διαβήκαμε το ποτάμι. Στη συνέχεια περάσαμε έξω από το χωριό Κλάψι και αφού ανεβήκαμε την πλαγιά έξω από το Κρίκελο φθάσαμε και είδαμε το μέρος στο οποίο πριν λίγες μέρες ο Άρης είχε δώσει την μάχη με τους Ιταλούς. Αφού μας εξιστόρησε επί τόπου τα της μάχης ο Νικηφόρος, που ήταν παρών και είχε λάβει μέρος, συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό προς τη Γραμμένη Οξυά. Πιο πάνω βρήκαμε μέσα στο δάσος και το μέρος, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί πριν τη μάχη. Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν φθάσαμε στην κορυφή του βουνού και αφού στρατοπεδεύσαμε πρόχειρα περάσαμε τη νύχτα. Χαράματα ξεκινάμε συνεχίζοντας την πορεία μας ακολουθώντας την κορυφογραμμή προς τα Βαρδούσια. Περπατούσαμε όλη μέρα με μικρές στάσεις και το βράδυ, περίπου μία η ώρα, νύχτα, φτάνουμε έξω από το χωριό Μουσουνίτσα, αλλάζουμε οδηγό και συνεχίζουμε την πορεία μας προς το χωριό Στρώμη. Το πρωί φθάσαμε στη Στρώμη και εκεί που νομίζαμε ότι επιτέλους θα ξεκουραστούμε μας ανακοίνωσαν, ότι θα αλλάξουμε οδηγό και θα συνεχίσουμε αμέσως την πορεία, για να πάμε πάνω στο βουνό σε μια σπηλιά.
Η αντοχή μας είχε φθάσει στα όριά της, οι δυνάμεις μας εξαντλήθηκαν, περπατούσαμε συνέχεια όλη μέρα και όλη νύχτα και ήταν σχεδόν μεσημέρι, όταν φθάσαμε στην περιβόητη σπηλιά. Ήταν περίπου χίλια μέτρα μακριά από την άλλη σπηλιά όπου ήταν οι Άγγλοι σαμποτέρ. Η αποστολή μας είχε τελειώσει μόνο ως προς το πρώτο της σκέλος, γιατί όπως μας είπε ο Νικηφόρος είχε εντολή να παραμείνουμε εκεί για να προστατεύσουμε τους Άγγλους μέχρι να έλθουν και οι άλλοι με τον Άρη που μας ακολουθούσαν. Τελικά, στη σπηλιά μείναμε 18 με 19 μέρες. Εκεί, στις μεταξύ μας συζητήσεις για πρώτη φορά ακούσαμε, ότι σχεδιαζόταν να γίνει κάποιο σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή.
Μετά τις πρώτες 5 - 6 μέρες οι Άγγλοι λένε στο Λάμπρο, που είχε υπηρετήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου στο μηχανικό, να πηγαίνει κάθε μέρα μαζί με 7 - 8 άνδρες στη σπηλιά τους για να τους εκπαιδεύσουν στα εκρηκτικά. Αυτό το 'σεμινάριο' κράτησε για αρκετές μέρες.
Ανάμεσα στους Άγγλους σαμποτέρ ήταν και ένας Έλληνας, ο οποίος ήταν υπάλληλος του Foreign Office και του είχαν απονείμει το βαθμό του λοχαγού, το όνομα αυτού Θέμης Μαρίνος. Ο Μαρίνος, λοιπόν, ερχόταν τακτικά στη σπηλιά όπου μέναμε εμείς και μας έλεγε διάφορα, όπως το πόσο καλά και όμορφα που περνούσαν οι αξιωματικοί στη Μέση Ανατολή με τους μισθούς τους, τα γλέντια τους και γενικά τη dolce vita τους. Προπαγάνδα, δηλαδή, μας έκανε κανονική με το δικό του τρόπο που μάλλον έπιασε και τόπο επηρεάζοντας και οδηγώντας, λίγο καιρό μετά, στη λιποταξία το Νίκο Κωστορίζο και τους άνδρες που τον ακολούθησαν. Μας έλεγε, επίσης, ότι εδώ ήλθαν μόνο για να εκτελέσουν το σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή και μετά από 10 - 15 μέρες θα ερχόταν υποβρύχιο να τους πάρει για τη Μέση Ανατολή.
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μαρίνου, γιατί όπως φάνηκε άλλες πληροφορίες είχαν οι Άγγλοι για τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα και άλλα βρήκαν όταν έφθασαν εδώ. Από ό, τι μάθαμε στις αρχές του 1942 είχαν διαθέσει, μέσω των πρακτόρων τους εδώ στην Ελλάδα, 12.000 χρυσές λίρες στο Ναπολέοντα Ζέρβα, για να δημιουργήσει αντάρτικο και 3.000 χρυσές λίρες σε κάποιο Σεφερειάδη, για να δημιουργήσει αντάρτικο στην περιοχή της Γκιόνας. Υπολόγιζαν, λοιπόν, οι Άγγλοι, ότι εδώ θα εύρισκαν ένα αντάρτικο σώμα 1.000 - 1.200 ανδρών υπό το Ζέρβα και άλλο ένα με 50 - 100 άνδρες υπό το Σεφερειάδη. Γι' αυτό το λόγο στην αρχή της αποστολής τους δεν είχαν και δεν ήθελαν καμία επαφή με το ΕΑΜ και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, που τους θεωρούσαν κομμουνιστές. Όταν λοιπόν ήλθαν εδώ οι Άγγλοι και είδαν ότι ο Ζέρβας είχε μόνο 60 από τους 1.000 που υπολόγιζαν και ο Σεφερειάδης κανέναν, τότε και μόνο τότε ειδοποίησαν τον Άρη για το σκοπό και την αποστολή που ήλθαν να εκτελέσουν. Παρόλο που ο Άρης αμέσως, από την πρώτη στιγμή, συμφώνησε να τους βοηθήσει στην αποστολή τους, αυτοί ακόμη και σήμερα διαδίδουν ότι τους είχε φέρει αντιρρήσεις. Ο ίδιος ο Κρις Γουντχάους έγραψε στο βιβλίο του 'Το Μήλο της Έριδος' ότι η ανατίναξη στο Γοργοπόταμο «δεν θα γινόταν χωρίς το Ζέρβα αλλά δεν θα πετύχαινε χωρίς τον Άρη». Ο Γουντχάους ήταν ο πιο μεγάλος πολέμιος του Άρη, ίσως να ήταν και ο μοναδικός Έλληνας που φοβόταν ο Κρις.
Πριν 2 - 3 χρόνια οι Άγγλοι όταν είχαν γυρίσει ένα ντοκυμαντέρ για το Γοργοπόταμο σε αυτό ειπώθηκε μια μεγάλη ανακρίβεια ότι δηλαδή όταν έπεσαν στην Ελλάδα οι Άγγλοι αλεξιπτωτιστές βρήκαν δυο παρατάξεις να αλληλοσκοτώνονται, τους δημοκράτες του Ζέρβα και τους αριστερούς του Βελουχιώτη. Πιο μεγάλο ψέμα από αυτό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί, διότι πριν την επιχείρηση του Γοργοπόταμου ο Άρης δεν ήξερε για την ύπαρξη του Ζέρβα, που δρούσε στην Ήπειρο και ο Ζέρβας δεν ήξερε για το Βελουχιώτη και τους αντάρτες του που δρούσαν στη Ρούμελη.
Στη σπηλιά μείναμε μέχρι που μας ειδοποίησαν ότι ο Άρης έφθασε στο Μαυρολιθάρι και έπρεπε να πάμε και εμείς εκεί, για να το συναντήσουμε. Την άλλη μέρα πρωί - πρωί ξεκινήσαμε για το Μαυρολιθάρι. Ο καιρός ήταν κρύος και βροχερός, στα ψηλά σημεία του βουνού χιόνιζε και στα χαμηλότερα έριχνε χιονόνερο. Το μεσημέρι φθάσαμε στο Μαυρολιθάρι και αφού ανταμώσαμε με τον Άρη, το Ζέρβα και τους άλλους αντάρτες, μείναμε και περάσαμε τη νύχτα στο σχολείο του χωριού. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε την πορεία μας προς την Καστριώτισσα. Περνάμε την Καστριώτισσα και συνεχίζουμε την πορεία μας ανεβαίνοντας τις πλαγιές της Οίτης με τη χιονόπτωση να συνεχίζεται, αλλά ευτυχώς όχι πολύ έντονη. Το βράδυ φθάσαμε στη θέση 'πριόνια του Χονδρογιάννη' όπου μείναμε και περάσαμε τη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί ο Άρης, ο Ζέρβας και ο Γουντχάους, μαζί με τους αξιωματικούς μας και μερικούς σαμποτέρ, πήγαν για να κάνουν ανίχνευση στη γέφυρα του Γοργοπόταμου και στη γύρω περιοχή. Το μεσημέρι ξεκινήσαμε και εμείς οι υπόλοιποι να κατηφορίζουμε προς τη γέφυρα και το απογευματάκι λίγο πριν νυχτώσει φθάσαμε στη θέση Πλακωτό. Από το σημείο εκείνο είχαμε καλή οπτική επαφή με τη γέφυρα. Καθίσαμε καλυμμένοι κάτω από τα έλατα για λίγη ώρα έως τη στιγμή που μας κάλεσαν να συγκεντρωθούμε γύρω από μια μικρή καλύβα. Εκεί ο Κωστούλας μας διάβασε τη διαταγή της επιχείρησης του Άρη: σκοπός μας η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.
Το σχέδιο της επιχείρησης ήταν το εξής: ένα τμήμα του ΕΛΑΣ αποτελούμενο από τέσσερις ομάδες των δεκαπέντε ανδρών η καθεμιά με επικεφαλής τον Κωστούλα (έφεδρο ανθυπολοχαγό Κώστα Καβρέντζο από το Νεοχώρι Φθιώτιδας) θα καταλάμβανε το νότιο φυλάκιο των Ιταλών το οποίο ήταν εξοπλισμένο με πολυβόλα και ήταν προστατευμένο και περιφραγμένο από συρματοπλέγματα. Δυο ομάδες του Ζέρβα με επικεφαλής τους ανθυπολοχαγούς Πετρουλάκη και Παπαχρήστο θα χτυπούσαν το βόρειο φυλάκιο. Μια ομάδα του Άρη με επικεφαλής το Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου από την Αγόργιανη Παρνασίδας) μαζί με έναν Άγγλο σαμποτέρ θα πήγαιναν 500 - 600 μέτρα νότια για να μην επιτρέψουν να έλθουν τυχόν ενισχύσεις από τη μεριά του Μπράλου. Μια άλλη ομάδα του Άρη με επικεφαλής το Λάμπρο (Σπύρο Μπέκιο ανθυπασπιστή του μηχανικού από το Μαυρίλο Φθιώτιδας) μαζί με ένα σαμποτέρ (Θέμη Μαρίνο) θα πήγαινε 500 - 600 μέτρα βόρεια προς το Λιανοκλάδι για να ανατινάξουν τη σιδηροδρομική γραμμή ώστε να μην έλθουν ενισχύσεις από την πλευρά του Λιανοκλαδιού. Μια ομάδα του Άρη με επικεφαλής τον Ηρακλή (Κώστα Σκαρμούτσο από τα Βασιλικά Υπάτης) θα πήγαινε στην ξύλινη γέφυρα του Σπερχειού κοντά στο χωριό Φραντζή και έχοντας μαζί της ένα μπιντόνι βενζίνη θα έβαζε φωτιά στη γέφυρα, αν χρειαζόταν, ώστε να μην περάσουν οι τυχόν ενισχύσεις από τη Λαμία. Μια άλλη ομάδα θα βοηθούσε τους σαμποτέρ στη μεταφορά των εκρηκτικών υλικών και 7 - 8 άνδρες του Ζέρβα με επικεφαλής το Μιχάλη Μιριδάκη θα πήγαινε να εξουδετερώσει ένα πιθανό πολυβολείο, που ήταν υπό κατασκευή λίγο πιο πάνω από το νότιο φυλάκιο και θα ενίσχυε, αν χρειαζόταν βοήθεια, την επιτιθέμενη ομάδα στο νότιο φυλάκιο. Τριάντα αντάρτες του Άρη με επικεφαλής το Νικηφόρο (Δημήτρη Δημητρίου ανθυπολοχαγό από την Αγόργιανη) θα ήταν εφεδρεία. Μαζί τους και ο Περικλής (Γεώργιος Χουλιάρας από τη Λαμία), ο Άρης και ο Θάνος (Φώτης Μαστροκώστας από τη Σπερχειάδα). Επτά - οκτώ άνδρες του Ζέρβα θα πήγαιναν κοντά στο χωριό Γοργοπόταμος, λίγο πιο κάτω από τη γέφυρα, για να χτυπούσαν τους υποχωρούντες Ιταλούς. Αυτοί μάλλον δεν πρόλαβαν να πάνε στις θέσεις τους, γιατί από το σημείο εκείνο πέρασαν και έφυγαν όλοι οι Ιταλοί.
Αφού τελείωσε το διάβασμα της διαταγής της επιχείρησης κάθε τμήμα ετοιμάζεται για την αποστολή του. Εγώ είμαι στη 2η ομάδα Παρνασίδας που μαζί με άλλες τρεις είχαμε επικεφαλής τον Κωστούλα. Αφού μας πήγε, λοιπόν, ο Κωστούλας λίγο πιο πέρα σε ένα ξέφωτο από όπου φαινόταν η γέφυρα και μας έδειξε το φυλάκιο και τη γύρω περιοχή μας λέει: «Περιττό να σας πω, παιδιά, ότι η αποστολή μας είναι να καταλάβουμε το φυλάκιο το συντομότερο δυνατό. Απόψε θα γκρεμίσουμε τη γέφυρα, αν δεν τη γκρεμίσουμε δεν γυρίζουμε πίσω. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι» απαντήσαμε όλοι με μια φωνή. Ξεκίνησαν τα τμήματα για να πάνε στις θέσεις τους με τη σειρά και ανάλογα με την απόσταση που είχαν να διανύσουν, ώστε να φθάσουν την καθορισμένη ώρα στον προορισμό τους. Κάθε τμήμα είχε και τον οδηγό του, που ήταν συνήθως κάποιος ντόπιος τσοπάνης, που ήξερε καλά τα μονοπάτια. Ήλθε η σειρά μας και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι ήταν πολύ κατηφορικό και απότομο, το σκοτάδι βαθύ και δεν βλέπαμε, κατασχίσαμε τα χέρια, τα πόδια και τα ρούχα μας, όλο πέσε και σήκω ήμασταν μέχρι να φθάσουμε στον προορισμό μας. Πάντως αξίζει ένα μπράβο στον οδηγό μας που κατάφερε να μας οδηγήσει μόλις 100 μέτρα μακριά από το φυλάκιο των Ιταλών.
Ακροβολιστήκαμε και περιμέναμε τον πυροβολισμό που θα ήταν το σύνθημα έναρξης της επιχείρησης. Μόλις έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός, αμέσως όλοι πυροβολώντας και φωνάζοντας ΑΕΡΑ, με ένα άλμα βρεθήκαμε μπροστά στα συρματοπλέγματα. Μπροστά μας το χώμα σηκωνόταν από τις σφαίρες που μας έριχναν τα αυτόματα των Ιταλών, εγώ με άλλους δυο αντάρτες κινηθήκαμε λίγο δεξιότερα για να καλυφθούμε και εκεί βλέπουμε ένα νεροφάγωμα κάτω από το συρματόπλεγμα. Ένας συναγωνιστής ανασηκώνει λίγο το συρματόπλεγμα με το όπλο του και μου λέει «Ατρόμητε σαν ποιο αδύνατος πέρασε πρώτος». Αφού πέρασα σηκώνω το συρματόπλεγμα από μέσα πέρασαν και οι άλλοι δυο συναγωνιστές. Όταν βρεθήκαμε και οι τρεις μέσα από τα συρματοπλέγματα αρχίσαμε να προχωρούμε σιγά - σιγά χωρίς να πυροβολούμε προς το πέτρινο χτιστό φυλάκιο. Λίγο πιο κάτω μπροστά μας έριχνε κάποιο αυτόματο των Ιταλών, πετάει ο διπλανός μου μια χειροβομβίδα και το αυτόματο σίγησε. Μετά από εμάς πέρασαν το συρματόπλεγμα και οι άλλοι της ομάδας και όλοι μαζί τώρα φωνάζοντας ΑΕΡΑ φτάσαμε στο πέτρινο φυλάκιο. Ο Κεραυνός φωνάζει «καλυφθείτε θα ρίξω χειροβομβίδα μέσα» και την έριξε. Προχωρήσαμε καμία εικοσαριά μέτρα επιφυλακτικά αλληλοκαλυπτόμενοι και φοβούμενοι μήπως κάνουν αντεπίθεση οι Ιταλοί αλλά δεν συνέβη τίποτα. Το φυλάκιο είχε εγκαταλειφθεί, ο αιφνιδιασμός πέτυχε και το φυλάκιο σε 18 λεπτά ήταν στα χέρια μας. Ο Μιχάλης ρίχνει τη φωτοβολίδα, που σήμαινε ότι έγινε η κατάληψη του φυλακίου ώστε να ενημερωθεί και η διοίκηση.
Όπως ήμασταν ακροβολισμένοι βλέπω λίγο πιο πέρα μια ξύλινη παράγκα λέω στο διπλανό μου «πρόσεξε λίγο θα πάω να δω τι έχει η παράγκα». Πλησιάζω βλέπω την πόρτα της παράγκας μισάνοιχτη μπαίνω μέσα και βλέπω πως ήταν αποθήκη τροφίμων. Βρίσκω ένα στρατιωτικό σακίδιο - γυλιό και άρχισα να βάζω μέσα κονσέρβες και ζάχαρη από ένα τσουβάλι. Δίπλα από το τσουβάλι ήταν κρυμμένος ένας Ιταλός. Μπλέκονται τα χέρια μου στα μαλλιά του και αυτός σηκώθηκε όρθιος με ψηλά τα χέρια του. Αφού τον έβγαλα έξω και τον παρέδωσα στους άλλους γύρισα στην παράγκα έψαξα και βρήκα το όπλο του, τη χλαίνη του και τα πήρα μαζί με το γυλιό με τα τρόφιμα.
Στο νότιο καθίσαμε και περιμέναμε αρκετή ώρα, γιατί στο απέναντι βόρειο φυλάκιο η μάχη συνεχιζόταν. Όλοι αναρωτιόμασταν για το τι μπορεί να συμβαίνει εκεί. Εμείς το είχαμε καταλάβει σε 18 λεπτά και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε γιατί η μάχη απέναντι συνεχιζόταν με μικρές διακοπές δυο και πλέον ώρες. Το καλό της υπόθεσης ήταν ότι, εφόσον είχαμε καταλάβει εμείς γρήγορα το νότιο φυλάκιο, μπόρεσαν τα συνεργεία των σαμποτέρ να κατεβούν από την πλευρά μας και να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά στη γέφυρα κατά τη διάρκεια που γινόταν η μάχη απέναντι. Δεν πέρασε πολλή ώρα μετά την κατάληψη του βόρειου φυλακίου και ακούμε τα σφυρίγματα από τα συνεργεία των σαμποτέρ που σήμαιναν ότι επίκειται η έκρηξη. Εμείς έπρεπε τότε να απομακρυνθούμε από τη γέφυρα και να καλυφθούμε για να μην μας χτυπήσουν τα εκτοξευόμενα κομμάτια από την έκρηξη.
Μετά από δυο λεπτά περίπου γίνεται η έκρηξη. Μια λάμψη και ένας εκκωφαντικός κρότος ακούγεται, κοιτάμε προς τη γέφυρα και τη βλέπουμε να είναι όρθια και άθικτη στη θέση της. Σε λίγο ακούγονται πάλι σφυρίγματα και πάλι καλυπτόμαστε, γίνεται η δεύτερη έκρηξη, η λάμψη ήταν τώρα τεράστια και ο κρότος πιο μεγάλος. Βούιξαν οι χαράδρες και η γέφυρα γκρεμίστηκε. Αμέσως πέφτουν και οι κόκκινες φωτοβολίδες της αποχώρησης και άρχισε προς το βουνό και τον τόπο συγκέντρωσης. Η επιχείρηση Γοργοπόταμος ολοκληρώθηκε και η αποστολή μας είχε στεφθεί με επιτυχία.
Από τα παραλειπόμενα της μάχης που θα μπορούσαν να έχουν κάποιο επιχειρησιακό ενδιαφέρον και ίσως να έπαιζαν και κάποιο καθοριστικό ρόλο στην έκβασή της είναι όπως μάθαμε την άλλη μέρα, όταν συγκεντρωθήκαμε με όλους τους άλλους αντάρτες, ότι οι ομάδες τους ΕΔΕΣ που επιτέθηκαν στο βόρειο φυλάκιο βρήκαν μεγάλη αντίσταση από τους Ιταλούς. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην αποτυχία του αιφνιδιασμού ή ακόμα και στην καλή οργάνωση των Ιταλών. Πάντως αυτό που έχει σημασία είναι ότι όταν αναγκάστηκαν οι ομάδες του ΕΔΕΣ να υποχωρήσουν προς τη Διοίκηση, τότε επενέβη η εφεδρεία υπό το Νικηφόρο και έγινε η κατάληψη του βόρειου φυλακίου. Άλλο ένα περιστατικό που θα μπορούσε να έχει κόστος για την επιχείρηση είναι η μη σωστή ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής προς την πλευρά του Λιανοκλαδιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το τραίνο που έφερνε ενισχύσεις να καταφέρει να περάσει πάνω από το μικρό τμήμα της κατεστραμμένης γραμμής και να πλησιάσει κοντά στη γέφυρα. Το καλό είναι ότι το τρένο με τις ενισχύσεις έφθασε λίγο μετά, αφού είχε καταληφθεί το βόρειο φυλάκιο από το Νικηφόρο.
Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος 55 άνδρες του ΕΔΕΣ υπό το Ζέρβα, 150 άνδρες του ΕΛΑΣ υπό τον Άρη, 12 Άγγλοι κομάντος, 10 ντόπιοι τσοπάνηδες γνώστες των μονοπατιών. Σημαντική επίσης ήταν και η βοήθεια των κατοίκων, που με τα ζώα τους μετέφεραν τα εκρηκτικά και τα εφόδια».
Η νύχτα της 25ης προς την 26η Νοέμβρη του 1942 ήταν διαφορετική από τις υπόλοιπες μαύρες νύχτες της Κατοχής. Ενα μεγάλο γεγονός που έμελλε να γραφτεί με χρυσά γράμματα είχε συντελεστεί. Η διαταγή που γράφτηκε από το χέρι του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Αρη Βελουχιώτη εκτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία. Η γέφυρα του Γοργοπόταμου σωριάστηκε σε ερείπια. Εγινε θρύλος. Εγινε τραγούδι. "Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό... Μιας ανάστασης νέας χτυπάει καμπάνα, μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό..." Πλέον το άστρο του Άρη  φωτίζει  όλη την σκλαβωμένη Ευρώπη. Στα απόρθητα βουνά της Ρούμελης ο ΕΛΑΣ θα κυριαρχήσει  και θα καταφέρει   να εδραιώσει  την Ελεύθερη Ελλάδα, με πυλώνες την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και την  Λαϊκή Κυριαρχία. Η επιχείρηση του Γοργοπόταμου, όμως, παρότι ως ένα βαθμό στηρίχτηκε στη συνεργασία και ανέδειξε τις προϋποθέσεις που υπήρχαν παραπέρα γι' αυτή, έφερε στην επιφάνεια και τις πραγματικές προθέσεις των ντόπιων και ξένων αντιδραστικών δυνάμεων. Ειδικότερα τις επιδιώξεις της βρετανικής αποστολής, που είχε σκοπό το διχασμό και την αποτροπή της παραπέρα οργάνωσης της κοινής αντιστασιακής πάλης. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τη μεγαλειώδη ανάπτυξη του πατριωτικού - λαϊκού κινήματος, και το θέριεμα του ΕΑΜ. Χαρακτηριστική του διχαστικού ρόλου των Εγγλέζων ήταν ανακοίνωση που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο του Λονδίνου και δημοσιεύτηκε στις αγγλικές εφημερίδες, στην οποία αποσιωπόταν ο ρόλος του ΕΛΑΣ και αναφερόταν ότι τη γέφυρα ανατίναξαν "τμήμα Βρετανών σαμποτέρ σε συνεργασία με αντάρτικο τμήμα του ΕΔΕΣ". Μετά την επιχείρηση του Γοργοπόταμου φάνηκε σαφέστατα ότι ο σκοπός της βρετανικής αποστολής στα βουνά της Ελλάδας, στη διάρκεια της Κατοχής, δεν ήταν καθόλου στρατιωτικός, αλλά καθαρά πολιτικός. Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε περίτρανα από τις μετέπειτα εξελίξεις, με κορυφαία το Δεκέμβρη του '44. Κύριά τους επιδίωξη ήταν η υπονόμευση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του Άρη προσωπικά. Στην κατεύθυνση αυτή χρησιμοποίησαν με τον πιο χυδαίο τρόπο ένα παραδοσιακό τους όπλο, που δεν ήταν άλλο από την πολιτική του "διαίρει και βασίλευε"... Και τελικά- όπως θα γράψει η ιστορία- θα τα καταφέρουν!...

Βιβλιογραφία-πηγές:
1. Δημητρίου Δ. (Νικηφόρος), "Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης".
2. Μπέικος Γ., "H λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα".
3. Γκιούσας Α., "Άρης Βελουχιώτης και το ματωμένο Κρίκελλο".
4. Χαριτόπουλου Δ., "Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων".
5. Χουλιάρας Γ. (Περικλής),"Ο δρόμος είναι άσωτος". 

1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Η Ιστορία δικαιώνει τον Πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ.