2/6/09

Κώστας Γκέκας : ο μικρός Ατρόμητος.

 Νοέβριος του 1944, ο Κώστας Γκέκας (αριστερα) με συναγωνιστή του στο Αγρίνιο.
Περιγράφω την προσωπική μου συνεισφορά, το πετραδάκι μου στον βωμό του μεγαλείου της Εθνικής Αντίστασης...
...
Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο Φθιώτιδας το έτος 1926. Το 1932 πήγα στο Δημοτικό Σχολείο με δάσκαλο τον Νίκο Βορτσέλα. Στην τετάρτη τάξη ο δάσκαλος μου έμαθε το εξής ποίημα, που θα έλεγα στις 25 Μαρτίου: «Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου,θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης,να κατοικήσω στα βουνά και τις ψηλές ραχούλες». Το είπα τόσο καλά, που παρόλο που άλλαξε ο δάσκαλος, συνταξιοδοτήθηκε, και ήλθε άλλος δάσκαλος, ο Ταξιάρχης Καραγιάννης, το ίδιο ποίημα με έβαλε και το είπα στις 25 Μαρτίου και στην πέμπτη τάξη. Το 1938 τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο με βαθμό «9», με άριστα το «10». Ο δάσκαλος μου είπε: «Όταν πάρεις το απολυτήριο να έλθει και ο πατέρας σου μαζί». Πήγαμε την άλλη μέρα, μας έδωσε ο δάσκαλος το απολυτήριο και λέει στον πατέρα μου: «Γιάννη το παιδί να το στείλεις στο Γυμνάσιο». «Τι λες, δάσκαλε, εδώ δεν έχομε να φάμε, πού να βρω λεφτά για εγγραφές και ενοίκια στο Καρπενήσι;». Απάντηση του δάσκαλου: «Κανόνισε και αν μπορείς να το στείλεις». Στο σπίτι μας ζούσαμε πολύ φτωχά, ακόμη και στο φαγητό μας: φασόλια, ρεβύθια, φακές, ξερό ψωμί και κουρκούτι. Αυτά ήταν τα φαγητά μας. Τα κτήματά μας ήταν τα πιο πολλά άνυδρα και σχεδόν μια ώρα μακριά από το χωριό. Βελτίωση δεν έβλεπα να γίνεται και αποφάσισα να φύγω για την Αθήνα. Με πήγε ο πατέρας μου στο Λιανοκλάδι στο τρένο και κλαίγοντας με αποχαιρέτησε. Στην Αθήνα βρήκα δουλειά σε ένα μπακάλικο, στην οδό Κρίσης και Αίγλης στην Κυψέλη. Το αφεντικό με έβαλε στο πλυσταριό στην ταράτσα να κοιμάμαι, που η πόρτα δεν έκλεινε. Έτρωγα και έπαιρνα και 10 δραχμές την ημέρα. Οι δουλειές μου ήταν το πρωί. Πηγαίναμε στην αγορά στη Βαρβάκειο, αυτός με το τραμ, εγώ με τα πόδια και με καροτσάκι, στο οποίο μου φόρτωνε από την Αγορά διάφορα πράγματα και τα πήγαινα στο μαγαζί, στην Κυψέλη. Μετά έπαιρνα το ζεμπίλι και πήγαινα στη γειτονιά, στα σπίτια των πελατών, να πάρω παραγγελίες και στη συνέχεια να τους πάω στο σπίτι τα πράγματα. Το βράδυ, δίπλα από το μαγαζί, στην αποθήκη των κρασιών, είχαμε και 3 τραπέζια που πίνανε κρασί διάφοροι πελάτες. Εγώ καθόμουν στην άκρη και άκουγα τις συζητήσεις τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα απ’ αυτές τις συζητήσεις. Τον Οκτώβριο του 1940 μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί και σχεδόν όλοι οι άντρες ήταν στρατιώτες. Αυτοί που έμειναν πίσω, στα σπίτια, δεν είχαν χρήματα να ψωνίσουν και άρχισε το γράψιμο (βερεσές). Έτσι και εγώ έπαψα να πηγαίνω στα σπίτια για παραγγελίες. Σε έναν μήνα το αφεντικό μου λέει: «Όπως βλέπεις κι εσύ δεν έχομε δουλειά και πρέπει να φύγεις». Τότε άρχισαν και οι νίκες του στρατού μας στην Αλβανία και το χαιρόμουνα πολύ αυτό. Συγχρόνως όμως άρχισα να ψάχνω για δουλειά και σχεδόν σε δύο ημέρες βρήκα πάλι σε μπακάλικο, στην οδό Αλκαμένους και Πιπίνου, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Αυτός ο μπακάλης είχε και άλλον ένα υπάλληλο, που δούλευε στο μαγαζί. Πουλούσαμε και πάγο στα σπίτια. Κάθε μέρα ο ένας υπάλληλος πήγαινε με το καροτσάκι στην Αγορά να φέρει τα τρόφιμα στο μαγαζί και ο άλλος πήγαινε στο Εργοστάσιο του «ΦΙΞ», Καυτατζόγλου και Πατησίων, στη στροφή του Γαλατσίου, και έφερνε στο μαγαζί με το καροτσάκι 20 κολώνες πάγο. Την Άνοιξη του 1941 εκεί με βρήκε η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, που στη συνέχεια ήλθαν και στην Αθήνα. Τώρα τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν στην Αγορά. Βρίσκαμε λίγα πράγματα και η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει. Πέρασε ένας ενάμισης μήνας με Γερμανοϊταλική Κατοχή και μια μέρα που πήγαινα για να πάρω τον πάγο, στην οδό Πατησίων, λίγο πιο πέρα από την Πλατεία Αμερικής, σε μια μικρή στροφή του δρόμου –ήταν σκοτεινά, δεν είχε ξημερώσει ακόμα– επί της οδού Πατησίων ερχόταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο προς την Ομόνοια και δίπλα μου πέρασε με μεγάλη ταχύτητα ένα αυτοκίνητο-κούρσα. Σε μικρή απόσταση μπροστά μου, 80-100 μέτρα, ακούω έναν δυνατό κρότο και βλέπω το αυτοκίνητο που πέρασε δίπλα μου να ξεφεύγει από τον δρόμο και να πέφτει πάνω σε μια σιδερένια κολώνα του τραμ. Έτρεξα λίγο και πήγα κατά εκεί. Στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο ήταν τρεις Γερμανοί αξιωματικοί, οι δυο μπροστά ήταν νεκροί και ο άλλος, πίσω, ήταν ζωντανός, αλλά έβγαζε αίμα από τη μύτη και τα αυτιά του. Στον δρόμο καθόλου κόσμος. Προχώρησα λίγο πιο πάνω στον δρόμο, γιατί βιαζόμουνα να πάω να πιάσω σειρά για τον πάγο. Γύρω στα 70 μέτρα πήγα δεν πήγα, βλέπω να έρχεται ένα άλλο αυτοκίνητο κοντά στο τρακαρισμένο, με την Γκεστάπο. Βλέπω έναν Γερμανό και ερχόταν προς εμένα. Στάθηκα. Έρχεται κοντά μου και χωρίς να μου πει τίποτα, με πλακώνει στις κλωτσιές, μου έριξε μερικές και έφυγε, χωρίς να μου πει ούτε λέξη. Πήγα στο εργοστάσιο για τον πάγο και εκεί που περίμενα στην ουρά άρχισαν να με πονάνε τα πόδια μου και τα κωλομέρια μου. Φόρτωσα τον πάγο και γύρισα προς το μαγαζί. Δεν μπορούσα όμως να περπατήσω και παίρνω τηλέφωνο το αφεντικό και του λέω τα σχετικά και να στείλει τον άλλο υπάλληλο να με βοηθήσει. Το αφεντικό τότε μου είπε: «Δεν ήλθε ακόμη από την Αγορά. Έλα σιγά σιγά από την οδό Αχαρνών και μόλις έλθει θα τον στείλω». Σε καμιά ώρα περίπου ήλθε και ο άλλος, πήρε το καροτσάκι κι εγώ πίσω και φτάσαμε στο μαγαζί. Σχεδόν μια εβδομάδα δεν μπορούσα να περπατήσω. Μετά από λίγο καιρό, έναν ενάμιση μήνα, μια μέρα που ερχόμουν από την Αγορά με φορτωμένο το καροτσάκι, στην οδό Γερανίου, στη διασταύρωση με την Πειραιώς, ένα φορτηγό αυτοκίνητο γερμανικό, στη στροφή που πήρε ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και οι πίσω ρόδες διαλύσανε το καροτσάκι και σκορπίστηκαν τα πράγματα. Τηλεφώνησα στο αφεντικό να έλθει να μαζέψουμε τα πράγματα. Σε λίγη ώρα ήλθε με το άλλο καροτσάκι και τον άλλο υπάλληλο. Μαζέψαμε τα πράγματα, φορτώσαμε και το χαλασμένο καροτσάκι από πάνω και γυρίσαμε στο μαγαζί. Η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει και σε λίγο καιρό το αφεντικό μού λέει: «Κώστα δεν έχομε δουλειά και πρέπει να φύγεις». Ο άλλος υπάλληλος ήταν συγχωριανός του και συγγενής του. Σκέφτηκα τότε τι να κάνω; Δουλειά δεν έβρισκα και αποφάσισα να γυρίσω στο χωριό. Θα ήταν Αύγουστος του 1941. Κι εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν καλά. Ο κόσμος ήταν απελπισμένος, σκλαβιά μαύρη, φως κανένα.
...
Στα χωριά τότε είχε βγει και ένα καινούργιο φρούτο. Έλληνες που γίνανε Ιταλοί υπήκοοι και έρχονταν στα χωριά, δέρνανε τον κόσμο και μαζεύανε ό,τι παλιά ή καινούργια όπλα είχαν και τα παραδίδανε στους Ιταλούς. Στην περιφέρειά μας ήταν ένας Στέλλας, ο Πατακιάς, ο Κιούσης από το Μαυρίλο, ο Προβιάς από τον Άγιο Γεώργιο, ο Καραγκούνης και ο Τουρκοχρήστος. Αυτούς θυμάμαι. Φόβος και τρόμος των χωριανών. Σακάτεψαν τον κόσμο στο ξύλο. Η κυβέρνηση είχε βγάλει έναν νόμο και υποχρέωνε τους προέδρους να μαζεύουν 10% απ’ ό,τι έβγαζε ο κάθε χωριάτης και τα παραδίδανε στους Ιταλούς. Εκτός απ’ αυτά τα δύο, είχε και μεγάλη ζωοκλοπή. Δεν ήξερες αν αύριο θα έχεις τα ζώα σου ή θα στα κλέψουν. Απελπιστική κατάσταση. Κουβεντιάζαμε μεταξύ μας στο χωριό τι να κάνουμε, αλλά λύση δεν βρίσκαμε. Έτσι πέρασε ο χειμώνας του 1941 προς 1942. Την Άνοιξη άρχισαν στο χωριό να ξεχωρίζουν παρέες παρέες και να κρυφοσυζητάνε. Ρωτούσα τον Θρασύβουλο τον Σιάνο που έβλεπα πως ξεχώριζαν με τον Βαγγέλη και τον Γιώργο Ζορμπά (Καρακόλι) και κρυφομιλάγανε για αρκετή ώρα. Επίσης τον Μήτσο τον Λάμπο (Τσιμτσίρι) και τον Πάνο Αναστασόπουλο (Πελοπίδα) κι αυτοί να τα λένε, χωρίς να ακούγονται. Κάποια μέρα ο Θρασύβουλος μου είπε κάτι για κάποιους αντάρτες που βγήκαν στο βουνό, αλλά όχι και πολλά πράγματα. Μια Κυριακή, 10 ή 12 Ιουνίου 1942, βλέπουμε 12 ένοπλους με σημαίες. Τραγουδώντας μπήκαν στο χωριό. Χτύπησαν την καμπάνα να μαζευτεί ο κόσμος να του μιλήσουν. Αφού μαζεύτηκε ο κόσμος του χωριού, ανέβηκε ένας σε ένα τοιχάκι, στην πλατεία, και άρχισε να μιλάει για το ξεκίνημα του καινούργιου Αγώνα, να διώξουμε τους κατακτητές, για προκοπή στον τόπο μας, για νέο 1821 και άλλα πολλά. Στο τέλος είπε: «Δεν θα ξαναστείλετε τρόφιμα στους Ιταλούς (το 10% που μαζεύανε) και ένα πράγμα να ξέρετε και να το θυμόσαστε καλά. Στο εξής η προδοσία και η κλοπή θα τιμωρούνται με θάνατο». Αυτός ήταν ο Άρης. Τους δώσαμε τρόφιμα και φαγητό και φύγανε. Φεύγοντας όμως λένε στον πρόεδρο να ειδοποιήσει τη Χωροφυλακή ότι πέρασαν οι αντάρτες από το χωριό. Στο εξής άρχισα συστηματικά με τον Θρασύβουλο να κουβεντιάζω για τους αντάρτες και τα νέα τους.
...
Ήταν 9 Σεπτεμβρίου 1942. Μια μέρα, μετά το πανηγύρι του χωριού, μου λέει ο Θρασύβουλος: «Μαζεύουμε τρόφιμα να τα πάμε αύριο στους αντάρτες, που είναι στη λάκα Σωτήρου, στο Ζάβατο. Μπορείς να τα πας;» Ναι, του είπα. Και την άλλη μέρα, με τον Βασίλη Βαρλάμη (Γάκη) τα πήγαμε στη Σωτήρου. Αυτό ήταν. Αποφάσισα τότε να πάω μαζί τους. Ήταν η ομάδα του Νάκου του Μπελή. Τους είπα ότι θα μείνω μαζί τους και εκείνος μου είπε: «Είσαι μικρός, εμείς κάνουμε μεγάλες πορείες και δεν θα μπορείς». Στους αντάρτες ήταν και δύο με άσπρα μαλλιά και του λέω: «Δεν μπορώ εγώ και μπορούνε αυτοί;» Και πάλι μου λέει: «Πρέπει να το σκεφτείς καλά. Εδώ αν έλθεις και σε ορκίσουμε δεν θα μπορείς να φύγεις μετά». Μετά από λίγο του είπα ότι το σκέφτηκα και θα μείνω. «Να μείνεις», μου είπε. Το βραδάκι ήλθε και ένας άλλος, για αντάρτης, ο Γιάννης Καπετανάκης, απ’ το Μαυρίλο. Την άλλη μέρα το πρωί μας ορκίσανε και μας δώσανε και το ψευδώνυμό μας. Εμένα ο Μπελής με είπε «Ατρόμητο» και τον Καπετανάκη «Όμηρο». «Στο εξής αυτά θα είναι τα ονόματά σας, δεν θα λέτε από πού είσθε και ποια τα πραγματικά σας ονόματα». Αυτό γινόταν μην τυχόν και μας έπιαναν αιχμαλώτους και προδώσουμε τους άλλους. Μας δώσανε και όπλα, σε μένα μια αραβίδα ελληνική και στον Όμηρο ένα εγγλέζικο και από 20 σφαίρες στον καθένα. Ήμουν 8ος αντάρτης του Μπελή και ο Γιάννης 9ος. Κι εδώ αρχίζει η ζωή μου στον Ανταρτικό Στρατό ΕΛΑΣ. Το βράδυ αλλάξαμε λημέρι. Περάσαμε έξω από το Παλιόκαστρο, στον Αϊ-Γιώργη και καθήσαμε λίγο πιο πάνω από την Εκκλησία, μέσα στο δάσος, περίπου εκεί που είναι σήμερα το εκκλησάκι του Σωτηρίου Βουρλαμή. Ειδοποιήσαμε το χωριό και μας έφεραν τρόφιμα. Ήλθε κι ο πρόεδρος, Κώστας Σιάννος. Εκεί είχαμε μια λιποταξία. Ένας αντάρτης από τη Βράχα, νομίζω λεγόταν Κόρδας, έφυγε, παίρνοντας και το όπλο του, που τόση ανάγκη το είχαμε. Φύγαμε αμέσως από το μέρος αυτό και πήγαμε στην τοποθεσία «Ντίρια», ψηλά στα έλατα, μεταξύ Πιτσιωτάς και Παλαιοκάστρου. Εκεί κοιμηθήκαμε φτιάχνοντας το γιατάκι από μπάτσες έλατο. Πρώτη βραδιά στο αντάρτικο και φύλαξα σκοπός. Για την άλλη μέρα για φαΐ είχαμε ψωμί, τυρί και ελιές, που μας δώσανε στο Παλαιόκαστρο. Το βράδυ, μόλις νύχτωσε, με φωνάζει ο Μπελής και μου λέει: «Ατρόμητε, θα αφήσεις το όπλο σου και θα πας στην Πιτσιωτά. Θα βρεις τον Αλέκο Οικονόμου και θα του πεις να μας φροντίσει για φαγητό, για 10 άτομα. Αυτό θα του πεις και θα γυρίσεις πίσω εδώ». Πήγα στην αποστολή και σχεδόν μεσάνυχτα ξαναγύρισα. Ευτυχώς που είχε λίγο φεγγάρι. Στη Ντιριά καθίσαμε τέσσερις μέρες. Από ψωμί μας τροφοδοτούσε το χωριό Πιτσιωτά. Μετά φύγαμε ένα βράδυ με φεγγάρι και πήγαμε στο Ζαχαράκι, κοντά στο χωριό Ρεντίνα. Πάλι την ίδια δουλειά εγώ. Τώρα όμως ημέρα, γιατί δεν ήξερα τον δρόμο. Πήγα στη Ρεντίνα και βρήκα κάποιον Μπάρλα και του είπα ότι είμαστε στο μέρος Λακούλα και να φροντίσει να μας φέρει κάτι για φαγητό. Στο εξής αυτό έγινε συνήθεια. Επειδή εγώ ήμουν μικρός και δεν με υποψιάζονταν έκανα τον σύνδεσμο, πηγαίνοντας στα χωριά και φέρνοντας μηνύματα. Η δουλειά μας ήταν στο κάθε χωριό που πηγαίναμε ενώ κρυβόμασταν στο δάσος να ειδοποιούμε, μέσω των οργανωμένων ατόμων, τους πιθανούς ζωοκλέφτες και λέγαμε: «Στο εξής όποιος πιαστεί για ζωοκλοπή η τιμωρία είναι θάνατος». Κι αν μαθαίναμε ότι εκεί κοντά, σε κάποιο χωριό ήταν κανένας από τους Ιταλοϋπήκοους, αν μπορούσαμε να τον πιάσουμε, τον σκοτώναμε αμέσως. Από τη Ρεντίνα πήγαμε στο χωριό Πάπα, λίγο μακρύτερα από το χωριό, στο δάσος. Εκεί με έπιασε πυρετός και ρίγος. Είχα για δυο μέρες 39-40 πυρετό. Βρήκανε ένα ζώο και συνοδεία ενός αντάρτη με φέρανε στο χωριό Περίβλεπτο, στα μαντριά του Τσιάκα. Με αφήσανε εκεί και την άλλη μέρα ειδοποίησαν τον θείο μου Βαγγέλη Τσατσαράγκο και έστειλε τη γιαγιά μου Μάρω με το ζώο και μόλις νύχτωσε πήγαμε στο Τσατσαραγέικο σπίτι. Εκεί καταλάβανε ότι είχα ελονοσία. Κινίνο δεν υπήρχε. Βράσανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα αψιθιά και έπινα δύο ποτήρια νερού την ημέρα. Ήταν φαρμάκι, σκέτο δηλητήριο, αλλά σε 4-5 μέρες ο πυρετός έπεσε. Κάθησα στο σπίτι του μπάρμπα μου 10 μέρες και συνήλθα. Η οργάνωση με ειδοποίησε ότι μια ομάδα ανταρτών ήταν στον Αϊ-Λιά του Νεχωρίτικου. Αποφάσισα να πάω και την άλλη μέρα ευχαρίστησα και χαιρέτησα τους συγγενείς μου που με φιλοξένησαν και πρωί πρωί έφυγα για τον Αϊ-Λιά του Νεχωρίτικου. Εκεί βρήκα 30 αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη, με αρχηγούς τον Περικλή και τον Θάνο. Τους είπα ποιος είμαι και ότι είμαι από την ομάδα του Μπελή. Δεν είχανε όμως όπλο να μου δώσουνε. Εκεί μείναμε 3 μέρες. Τη μία μέρα πήγαμε στο χωριό Αγία Τριάδα, με σημαία και τραγούδια, ξεσηκώσαμε το χωριό, τους μίλησε για τους σκοπούς του αγώνα ο Περικλής. Η Οργάνωση της Αγίας Τριάδας μας προμήθευσε 8 όπλα με λίγα φυσίγγια. Το άλλο πρωί ήλθαν για αντάρτες τρεις φίλοι. Ο Νίκος Κωσταρίζος, αεροπόρος, ο Σπύρος Μπέκιος από το Μαυρίλο, ανθυπασπιστής Μηχανικού, και ο Κώστας Τσιάκας, επίσης από το Μαυρίλο. Ορκιστήκανε και πήραν τα ψευδώνυμα «Γκέκας» ο Κωστορίζος, «Λάμπρος» ο Μπέκιος και «Ίκαρος» ο Τσιάκας. Κατ’ εντολή του Άρη αρχίσαμε πλέον και μπαίναμε στα χωριά την ημέρα, με σημαία και τραγούδια. Πήγαμε στα γύρω χωριά, τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο και το νέο τραγούδι της Αντίστασης: «Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή, Να ζείτε τι ωφελείστε μες στη σκλαβιά τη στεγνή. Πάψετε να προσκυνάτε του φασισμού τη σκλαβιά Έλληνες Επαναστάτες διώξτε αυτά τα σκυλιά. Όποιος θέλει να τρώει τίμιο ψωμί για να ζει ας μας σταθεί στο πλάι ν’ αγωνιστούμε μαζί. Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί Το αντάρτικο κύμα φουντώνει συντρίμμια ο εχθρός θα γενεί. Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί Τρίζουν, γκρεμίζονται θρόνοι Νέα Ζωή προχωρεί». Και ένα άλλο τραγούδι: «Ξεφτέρια της Φθιώτιδας και της Γραβιάς λιοντάρια, της Αλαμάνας ήρωες, της Γκιώνας παλικάρια. Της Λιάκουρας, του Τυμφρηστού, της Οίτης σταυραετοί περήφανα σας δέχεται το χώμα που πατάτε. Για σας στεφάνια η πατρίς στα χέρια της κρατεί...» κλπ., κλπ. Τους στίχους των τραγουδιών τους έγραψε ο Άρης, τη μουσική θα τη δανείστηκε από άλλα τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια μίλαγαν στην ψυχή του λαού. Το τι γινότανε στα χωριά που τραγουδούσαμε δεν περιγράφεται. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε, άλλοι πετούσαν τα καπέλα τους ή τις σκούφιες τους. Μας αγκάλιαζαν, μας φίλαγαν. Γενικός ξεσηκωμός σ’ όποιο χωριό πηγαίναμε. Ο κόσμος ξεσηκωνόταν και σε 5-6 μέρες ήλθαν από τα γύρω χωριά 15 αντάρτες. Ένα βράδυ πήγαμε στη Μερκάδα. Τραγούδια, ομιλίες, χορούς, οπότε κάποια στιγμή έρχεται ένας Αγιωργίτης και μας λέει ότι στο χωριό Άγιος Γεώργιος είναι ο Προβιάς, προδότης Ιταλοϋπήκοος. Στείλαμε μια ομάδα, τον πιάσανε και τον έφεραν δεμένο. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο σχολείο, στη Μερκάδα. Ως αντάρτης ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμαστε σε κτίριο μέχρι τώρα. Πάντα κοιμόμασταν στα δάση.
 Ιούνιος του 1944 , ο Κ. Γκέκας πρώτος απο αριστερα καθιστός, με την υποδειγματική ομάδα της ΕΠΟΝ του 36ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ σε χωριό της Ναυπακτίας.
...
Επειδή ο Προβιάς στο Παλιόκαστρο, το χωριό μου, είχε δείρει πολλούς, σαν Ιταλοϋπήκοος, αποφασίσαμε να πάμε στο Παλαιόκαστρο να τον εκτελέσουμε. Το πρωί φύγαμε για το Παλαιόκαστρο και φτάσαμε το γιόμα. Χτυπήσαμε την καμπάνα να μαζευτεί το χωριό. Πρώτη φορά βλέπανε οι χωριανοί κι εμένα αντάρτη. Μίλησε ο Περικλής για τους σκοπούς του αγώνα μας και είπε και το στερεότυπο πλέον: «Προσέχετε καλά, στο εξής η προδοσία και η ζωοκλοπή τιμωρούνται με θάνατο». Το μεσημεράκι τους είπαμε ότι στον Αϊ-Θανάση στην κορυφή του χωριού θα εκτελέσουμε τον προδότη που είχαμε δεμένο. Κι αμέσως ξεκινήσαμε για τον Αϊ-Θανάση με τους χωριανούς ν’ ακολουθούνε. Τον προδότη αυτόν τον εκτέλεσε ο Θάνος, γιατί είχε προδώσει στους Ιταλούς ότι είναι από τη Σπερχειάδα και οι Ιταλοί έπιασαν τη μάνα του και τον πατέρα του και τους πήγαν φυλακή. Τον μεν πατέρα του στα Τίρανα και τη μάνα του στη Θεσσαλονίκη. Αφού φάγαμε φασολάδα που μας ετοίμασαν οι χωριανοί, φύγαμε πάλι για τον Αϊ-Λιά. Το βράδυ μας φέρανε έναν Εγγλέζο αλεξιπτωτιστή, που είχε πέσει μαζί με άλλους έξω από το Καρπενήσι. Ευτυχώς τους γλίτωσαν οι τσοπάνηδες. Τα εφόδια που έριξε το αεροπλάνο τα πήραν όλα οι Ιταλοί. Ήταν οπλισμένος, είχε ένα στέν. Αγγλικά δεν ήξερε κανείς από μας κι αυτός δεν ήξερε ελληνικά. Πώς να συνεννοηθούμε; Βρήκαμε κάποιον από κάποιο χωριό, δεν ξέρω από πού, που είχε κάνει στην Αμερική και μπορέσαμε να συνεννοηθούμε λίγο. Μας είπε ότι ήταν και άλλοι μαζί του, αλλά δεν ξέρει τι απέγιναν.
...
Εκείνες τις ημέρες ο Άρης ήταν στα χωριά κοντά στο Καρπενήσι. Πέφτοντας οι Εγγλέζοι και παίρνοντας τα εφόδια της ρίψης οι Ιταλοί, η Διοίκηση Καρπενησίου έστειλε ένα τάγμα Ιταλών στα γύρω από το Καρπενήσι χωριά, για να πιάσουν τους Εγγλέζους που έπεσαν με τα αλεξίπτωτα. Φεύγοντας οι Ιταλοί από το Κρίκελο, ο Άρης τους έστησε ενέδρα. Κτύπησε τους οπισθοφύλακες, έπιασε 18 αιχμαλώτους, τη φοράδα του ταγματάρχη, 1 οπλοπολυβόλο και πολλά όπλα. Εμείς τώρα, με τον Εγγλέζο που μας φέρανε έπρεπε να συναντήσουμε τον Άρη. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα από το λημέρι μας βράδυ. Περάσαμε από το Μαυρίλο και ανηφορίσαμε προς το Βελούχι. Στους Αγίους Αποστόλους μας έπιασε βροχή. Περάσαμε τον αυτοκινητόδρομο Λαμίας-Καρπενησίου ένας ένας. Εκεί αργήσαμε αρκετή ώρα. Περάσαμε απέναντι στα έλατα. Πυκνό σκοτάδι. Εκεί, σε μια ρεματιά χαθήκαμε. Τρομάξαμε να ξαναβρούμε το μονοπάτι και τον σύνδεσμο που μας οδηγούσε. Βρεγμένοι από τη βροχή και νηστικοί, γιατί το ψωμί μας τελείωσε στο λημέρι του Αϊ-Λιά, με δυσκολία μπορούσαμε να περπατήσουμε με τα πόδια. Μέσα στη βροχή φτάσαμε σε ένα εξωκλήσι, στο χωριό Μύρηση. Μπήκαμε μέσα, ίσα ίσα που μας χωρούσε όρθιους. Σχεδόν όρθιοι και βρεγμένοι ακουμπήσαμε ο ένας στον άλλο και ψευτοκοιμηθήκαμε. Τώρα πόση ώρα πέρασε δεν ξέρω. Ρολόι δεν είχα. Κάποια στιγμή ακούω δίπλα μου μια ριπή αυτόματου όπλου. Αναστατωθήκαμε. Δεν ξέρω τι έκανε ο Εγγλέζος και πυροβόλησε το αυτόματό του. Μετά απ’ αυτό έπρεπε να φύγουμε. Προδοθήκαμε και μπορούσε να μας πιάσουν. Φύγαμε και περάσαμε έξω από το χωριό Κλαψί. Μας φέρανε λίγο ψωμί κι ελιές να φάμε και θυμάμαι ότι φέρανε κι ένα κοτόπουλο ψητό για τον Θάνο και τον Περικλή. «Τι είναι αυτό;», λέει ο Θάνος. «Για σας, καπετάνιε-συναγωνιστή. Εμείς ό,τι έχουμε το τρώμε όλοι μαζί». Τότε ο Θάνος διέταξε να μοιραστεί το κοτόπουλο σε όλους. Ήμασταν γύρω στους 45. Όπως καταλαβαίνετε ούτε το χέρι δεν λερώθηκε από το κοτόπουλο. Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε προς το ποτάμι. Περάσαμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο του Μεγάλου Χωριού -Καρπενησίου και προχωρήσαμε για το χωριό Βουτύρου· όταν φτάσαμε εκεί μας ετοίμασαν φασολάδα και ψωμί και στηλωθήκαμε λιγάκι. Κοιμηθήκαμε στο σχολείο αλλά μόλις κοιμήθηκα, σε καμιά ώρα, με ξυπνάνε για να φυλάξω σκοπός. Αμέσως μόλις τελείωσα τη σκοπιά, πριν ακόμα ξημερώσει, φύγαμε για το Παπαρούσι. Ο δρόμος πολύ ανηφορικός, σχεδόν το γιόμα βγήκαμε στην κορυφή του βουνού. Από εκεί βλέπαμε την εκκλησία και την πλατεία του χωριού όπου πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν.
...
Μας είπαν πως είναι ο καπετάν Άρης με τους αντάρτες του. Πλησιάσαμε στο χωριό. Είχαν ειδοποιηθεί και μας περίμεναν. Μπήκαμε στη γραμμή, τριάδες, και έδωσε αναφορά στον Άρη ο Θάνος. Ανταμώσαμε τώρα και με τους αντάρτες του Άρη και αρχίσαμε τη συζήτηση. Ο Άρης είχε και τους 3 Εγγλέζους που είχαν πέσει στο Καρπενήσι. Ο ένας ήταν Έλληνας. Είχε στολή λοχαγού. Αυτός ήξερε ελληνικά. Το μεσημέρι συγκεντρωθήκαμε όλοι στην πλατεία. Θα ήμασταν περίπου 200 αντάρτες. Μας έβαλε σε ομάδες ο Άρης. Η κάθε ομάδα είχε 15 άντρες. Εμένα με έβαλε στη 2η ομάδα Παρνασσίδας. Το απόγευμα ήλθε και το αρχηγείο Ευρυτανίας με 80 περίπου αντάρτες. Στο αρχηγείο αυτό ήταν και ο θείος μου Σωκράτης Γκέκας ή καπετάν Άθως. Επίσης και οι χωριανοί μου Γιάννης Ντίκας και Πάνος Λάμπρος. Χαρές, φιλιά, τα είπαμε για λίγο. Προς το βραδάκι, πριν νυχτώσει, φωνάζουν η 1η και η 2η ομάδα Παρνασσίδας να μπουν στη γραμμή. Ετοιμαστείτε να φύγουμε. Αφού ετοιμαστήκαμε μας είπαν ότι θα συνοδεύσουμε τους Εγγλέζους και θα τους πάμε στην Γκιώνα, που έχουν πέσει και οι άλλοι με τον αρχηγό τους. Επικεφαλής των δύο ομάδων ήταν στρατιωτικός ο Νικηφόρος και πολιτικός ο Πελοπίδας, ομαδάρχες ήταν ο Λάμπρος και ο Νικηταράς. Μας μοίρασαν λίγο ψωμί και ξεκινήσαμε τον ίδιο δρόμο για το χωριό Βουτύρου. Ανεβήκαμε την ανηφοριά, φτάσαμε στη ράχη. Ο ουρανός σκοτείνιασε και σε λίγο άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί, χαλούσε ο κόσμος. Μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπες πού πατούσες κι εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε μ’ αυτόν τον χαλασμό. Πήραμε τον κατήφορο για το χωριό στον δρόμο, στα χαντάκια και μονοπάτια. Κυλούσανε νερά, από τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν οι σόλες, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια στάζαμε νερό. Σαν να μην έφτανε αυτό χάσαμε και τον δρόμο και πέσαμε μέσα στα έλατα σε μια ρεματιά. Ευτυχώς πήγαν οι πρώτοι αντάρτες στο χωριό και τους είπαν ότι χαθήκαμε, ήλθαν οι χωριανοί και μας οδήγησαν στο χωριό. Μας βάλανε στα σπίτια, ανάψανε φωτιές να στεγνώσουμε τα ρούχα μας, μας δώσανε και φάγαμε, ξεκουραστήκαμε και κοιμηθήκαμε λίγο και μία ώρα πριν ξημερώσει φύγαμε για να περάσουμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο νύχτα. Φτάσαμε στο ποτάμι που ήταν θολό, είχε πολύ νερό. Ξυπολυθήκαμε, βγάλαμε και τα παντελόνια και περάσαμε το ποτάμι. Πήραμε τον δρόμο για το Κλαψί, περάσαμε έξω και μακριά από το χωριό να μη μας δει κανείς. Ανηφορίσαμε για το Κρίκελο. Η ημέρα ευτυχώς ξημέρωσε καλά χωρίς βροχή. Κατά το μεσημεράκι φτάσαμε στο διάσελο του Κρίκελου. Εκεί μας έδειξε ο Νικηφόρος πού έγινε η μάχη, να μάθουμε εμείς που ήμασταν από άλλες ομάδες. Στη μάχη του Κρίκελου σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Δασκαλάκης. Το επίθετό του Σαξώνης, δάσκαλος από τα Μάρμαρα. Ανεβήκαμε επάνω στην Οξιά. Εκεί βρήκαμε και το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί. Φαινότανε ο καταυλισμός. Περπατώντας πάντα στην κορυφογραμμή της Γραμμένης Οξιάς το βραδάκι βρήκαμε ένα βαθούλωμα και ανάψαμε φωτιά για να μείνουμε το βράδυ. Ξύλα βρήκαμε αρκετά, αλλά ο τόπος ήταν μούσκεμα. Μαζέψαμε λίγα φύλλα ξερά και ξαπλώσαμε επάνω. Όταν κρυώναμε, ζεσταινόμασταν στη φωτιά, που πάντα έκαιγε. Εκείνο το βράδυ ήμουν και σκοπός. Μόλις ξημέρωσε, το πρωί, ξεκινήσαμε για την Γκιώνα. Εδώ ήταν βουνό και δεν υπήρχε κανείς να μας δει, περπατούσαμε μέρα. Περάσαμε αριστερά απ’ τα Βαρδούσια και νύχτα φτάσαμε στη Μουσουνίτσα έξω απ’ το χωριό. Ο Νικηφόρος πήγε σε κάποιο σπίτι, πήρε έναν οδηγό και κατηφορίσαμε για τη Στρώμη. Φτάσαμε στο ποτάμι. Έπρεπε να περάσουμε το γεφύρι. Στείλαμε ανιχνευτές μπροστά να δούμε τι γίνεται. Αφού πέρασαν το γεφύρι οι ανιχνευτές, σιγά σιγά και δυο δυό περάσαμε κι εμείς. Ανηφορίσαμε προς τη Στρώμη. Δεν περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, αλλά ήλθε ένας οδηγός να μας οδηγήσει στη σπηλιά που ήταν οι Εγγλέζοι. Εν τω μεταξύ ξημέρωσε. Βαδίζαμε όλη μέρα και όλη νύχτα και είχαμε πολύ δρόμο ακόμη και ανήφορο. Ξεκουραστήκαμε λίγο και συνεχίσαμε το περπάτημα. Σχεδόν μεσημέρι φτάσαμε, επιτέλους, στον προορισμό μας. Μας πήγαν σε μια σπηλιά, που ήταν πιο πέρα απ’ αυτήν που ήταν οι Εγγλέζοι κι εκεί τακτοποιηθήκαμε. Ανάψαμε φωτιά και χωρέσαμε όλοι. Ήμασταν θεονήστικοι, από τη Βουτύρου που μας δώσανε λίγο ψωμί. Ψήσαμε ένα πρόβατο, στη Γραμμένη Οξιά, αλλά ήταν άνοστο και σχεδόν άψητο. Στην Γκιώνα μας είχαν δώσει οι τσοπαναρέοι κάτι πρόβατα. Δώσαμε και δύο στους Εγγλέζους, αλλά δεν είχαμε καθόλου ψωμί. Φάγαμε κρέας σκέτο. Την άλλη μέρα μας φέρανε λίγο ψωμί. Στη σπηλιά αυτή μείναμε αρκετές μέρες. Φυλάγαμε σκοπιά και 8 αντάρτες, μαζί με τον Λάμπρο, πήγαιναν κάθε μέρα στους Εγγλέζους και τους εκπαιδεύανε πώς θα τοποθετήσουν τους δυναμίτες στη γέφυρα. Αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε εδώ. Ο Πελοπίδας μας είπε ότι περιμένουμε να έλθει και ο Άρης, να κάνουμε κάποιο σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή.
...
Μια μέρα μάθαμε ότι στη σπηλιά των Εγγλέζων ήλθε ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας (συνταγματάρχης ήταν, αλλά τον βόλευε καλύτερα στρατηγός). Τι είχε προηγηθεί: πριν πέσουν στη Γκιώνα οι Εγγλέζοι, έστειλαν σε κάποιον Σεφεριάδη λίγες λίρες να τους οργανώσει αντάρτικο και υποδοχή όταν θα έρχονταν. Πέφτοντας όμως με τα αλεξίπτωτα δεν βρήκαν τίποτε απ’ αυτά που περίμεναν. Αντιθέτως, στην περιοχή βρήκαν την οργάνωση του ΕΑΜ και αντάρτες του ΕΛΑΣ αλλά έδειχναν ότι δεν θέλουν καμία συνεργασία. Γι’ αυτό έστειλαν τον υπαρχηγό τους στην Ήπειρο να συναντήσει τον Ζέρβα. Αλλά όταν πήγε στον Ζέρβα και είδε ότι έχει μικρή δύναμη, 30-40 αντάρτες, εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τον Άρη Βελουχιώτη. Του έστειλε σημείωμα να συναντηθούν στο χωριό Βίνιανη, όπου και έγινε η συνάντηση. Του είπε για το σαμποτάζ που ετοιμαζόταν και του ζήτησε βοήθεια. Ο Άρης συμφώνησε και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το Μαυρολιθάρι. Αφού φτάσανε, ο Ζέρβας ήλθε στη σπηλιά για να συναντήσει τον Άγγλο συνταγματάρχη Έντυ, που ήταν αρχηγός της αγγλικής αποστολής. Εμείς μάθαμε ότι ήλθε ο Άρης στο Μαυρολιθάρι και αφήσαμε τη σπηλιά της Γκιώνας, που μας φιλοξένησε, μπήκαμε στη σειρά και κατηφορίσαμε το μονοπάτι για τη Στρώμη. Περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, όπου ο κόσμος μας υποδέχτηκε με μεζέδες και κρασί στο πόδι. Δεν καθήσαμε όμως. Πήραμε τον ανήφορο για το Μαυρολιθάρι. Σε λίγο άρχισε να βρέχει και να ρίχνει χιονόνερο. Μέχρι να φτάσουμε στο χωριό γίναμε μούσκεμα. Ευτυχώς είχαν μια άδεια αίθουσα στο σχολείο και μείναμε εκεί το βράδυ, γιατί δυστυχώς στα σπίτια του χωριού είχαν πάει οι αντάρτες που είχαν έλθει πρώτα από μάς, τόσο του Ζέρβα, όσο και του Άρη, και επειδή δεν χωρούσαν όλοι πήγαν και στην Καστριώτισσα.
...
Το απόγευμα έγινε το εξής περιστατικό: ήλθε ένας χωρικός και ζητούσε τον αρχηγό. Τον πήγαμε στο γραφείο του σχολείου που ήταν ο Άρης. Μπήκε μέσα και του είπε: «Καπετάνιε, ο Μασαβέτας μου έκλεψε μια γίδα. Τον πιάσαμε με τον πρόεδρο που τη μαγείρευε». Αμέσως ο Άρης φωνάζει τον Θάνο και του λέει: «Πήγαινε στη Μουσουνίτσα και φέρε εδώ τον πρόεδρο, τούτον εδώ κι’ αυτόν που έκλεψε τη γίδα». Την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε για την Καστριώτισσα όπου φτάσαμε κατά τις 8. Μόλις σχόλασε η εκκλησία ήλθε και ο Θάνος με τους χωρικούς από τη Μουσουνίτσα. Εκεί έξω από την εκκλησία, παρουσία των χωρικών, φωνάζει ο Άρης τον πρόεδρο και του λέει: «Τι έγινε στο χωριό σου, πρόεδρε, μου παραπονέθηκε ο συναγωνιστής από εδώ (δείχνοντας τον καταγγέλλοντα) ότι του κλέψανε μια γίδα και υποψιάζεται τον Μασαβέτα». Πράγματι, πήγαμε στο μαντρί και βρήκαμε να βράζει κρέας και στην έρευνα που κάναμε βρήκαμε το τομάρι της γίδας με το σημάδι. Ο Άρης φωνάζει τον κατηγορούμενο και του λέει: «Τι δουλειά κάνεις;», «Τσοπάνης, καπετάνιε», του απάντησε. «Έχεις πολλά, καμιά εξηνταριά, δεν σου φτάνανε τα δικά σου να φας κι έκλεψες τη γίδα του συναγωνιστή από δω;» Δεν είπε τίποτα ο κατηγορούμενος. «Όταν πέρασαν οι αντάρτες απ’ το χωριό σας, δεν σας μίλησαν και είπαν ότι η ζωοκλοπή και η προδοσία τιμωρούνται με θάνατο;» «Δεν ήμουν στην ομιλία». «Δεν έμαθες από άλλους; Τι λέει, πρόεδρε; Είναι δυνατόν να μην έμαθε τι είπαμε;» Πρόεδρος: «Μα αυτά τα κουβεντιάζουμε δυο μήνες τώρα, πρέπει να το άκουσε». Και αμέσως λέει: «Φύγετε εσείς από εκεί» και αυτός που ήταν εμπρός στο ντουβάρι της Εκκλησίας βγάζει το πιστόλι του, του ρίχνει μια σφαίρα, πέφτει κάτω και κατόπιν του ρίχνει στο αυτί ακόμη μία, τη χαριστική βολή. Πριν έναν περίπου μήνα σκότωσε για κλοπή έναν στη Θεσσαλία και σε ένα χωριό της Ευρυτανίας. Σκότωσε έναν αντάρτη δικό του, διότι έκλεψε μια κότα. Έγινε στρατοδικείο και εκτελέστηκε (δεν ήμουν εκεί για να κάνω την περιγραφή, διότι εν τω μεταξύ είχα τραυματιστεί). Αυτό ήταν. Κανένας ξανά δεν έκλεψε στη Ρούμελη σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
...
Στην Καστριώτισσα κοιμηθήκαμε το βράδυ και πρωί πρωί πήραμε τον ανήφορο για την Οίτη, για τις καταβόθρες και συνέχεια στα πριόνια του Χοντρογιάννη. Στον δρόμο χιόνιζε και είχε μαζευτεί αρκετό χιόνι. Μείναμε το βράδυ στα πριόνια, φτιάχνοντας γιατάκια με σανίδια. Στη μόνη παράγκα που υπήρχε μείνανε ο Άγγλος και ο Ζέρβας και φώναξαν και τον Άρη. Αυτός όμως είπε ότι: «Εγώ θα βολευτώ κάπου εδώ». Το πρωί που ξημέρωσε, οι στρατιωτικοί των αρχηγείων του Άρη και του Ζέρβα και οι επικεφαλής των Άγγλων πήγαν να κάνουν αναγνώριση στη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Το απογευματάκι ξεκινήσαμε κι εμείς σε φάλαγγα, όπως και οι αντάρτες του Ζέρβα, με προορισμό τη γέφυρα. Πριν νυχτώσει καλά και ενώ έπεφτε αρκετό χιόνι και, όσο κατεβαίναμε, χιονόνερο, φτάσαμε στην τοποθεσία που λέγονταν Πλακωτό. Ήταν μια λακκούλα και μια μικρή καλύβα ήταν σαν μπαλκόνι. Φαινότανε ο κάμπος της Λαμίας και η γέφυρα. Είχε όμως και ομίχλη, αλλά όταν παραμέρισε η ομίχλη το θέαμα ήταν πολύ ωραίο. Εκεί πλέον μας ανακοίνωσαν ότι απόψε θα ανατινάξουμε τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Το σχέδιο της επιχείρησης το έφτιαξε ο Άρης και το διάβασε ο Κωστούλας, έφεδρος ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό. Αυτό ήταν το εξής: 1. Ένα τμήμα του ΕΛΑΣ, 4 ομάδες, 60 αντάρτες, με αρχηγό τον υπολοχαγό Κωστούλα θα επιτεθεί στο φυλάκιο του νότιου βάθρου, που ήταν η κύρια και οχυρωμένη βάση των Ιταλών με 70-80 άντρες, με πολυβολεία και συρματοπλέγματα. Υπήρχε και κάτι σαν πολυβολείο λίγο πιο πάνω από το φυλάκιο. Εκεί θα πήγαινε ο υπολοχαγός του ΕΔΕΣ, Μιχάλης Μυριδάκης, να το εξουδετερώσει και αφού το εξουδετερώσει με 6-7 αντάρτες του Ζέρβα να βοηθήσει να ενισχύσει τους αντάρτες του νότιου βάθρου και είχε και τις φωτοβολίδες που θα ρίχναμε μόλις καταλαμβάναμε το φυλάκιο. 2. Μια δύναμη ανταρτών του Ζέρβα, με 30 άντρες και επικεφαλής τους ανθυπολοχαγούς Πετρουλάκη και Παπαχρήστο, θα χτυπούσανε το βόρειο φυλάκιο (τότε φτιάχνανε τις οχυρώσεις). 3. Μια ομάδα 15 ανταρτών, με επικεφαλής τον Ηρακλή (Κώστα Σκαρμούτσο) θα πήγαινε στην ξύλινη γέφυρα του αυτοκινητόδρομου Λαμίας-Φραντζή. Αυτή η ομάδα θα είχε και βενζίνη να βάλει φωτιά στη γέφυρα αν έρχονταν ενισχύσεις από τη Λαμία. 4. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Λάμπρο (Σπύρο Μπέκιο), ανθυπασπιστή του Μηχανικού, και έναν Άγγλο σαμποτέρ θα πήγαιναν 500-600 μέτρα από τη γέφυρα, προς το Λιανοκλάδι, με αποστολή να βάλουν δυναμίτες στη σιδηροδρομική γραμμή για να την ανατινάξουν αν έλθουν ενισχύσεις από τη Λαμία και μόλις αρχίσει η επιχείρηση να κόψουν τα τηλεφωνικά καλώδια και να εμποδίσουν τις ενισχύσεις να μην πλησιάσουν τη γέφυρα. 5. Μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) και έναν Άγγλο σαμποτέρ θα πήγαινε 500 μέτρα από τη γέφυρα προς το μέρος των Αθηνών, να βάλουν δυναμίτες στη γραμμή και μόλις αρχίσει η επιχείρηση να κόψουν τα τηλεφωνικά σύρματα. Επίσης δε να μην αφήσουν τυχόν ενισχύσεις που θα έρχονταν από τον Μπράλο να πλησιάσουν στη γέφυρα. 6. Μια ομάδα 8 αντρών του Ζέρβα θα πήγαινε πιο κάτω από τη γέφυρα, κοντά στο χωριό, να κόψει την υποχώρηση των Ιταλών. Αυτή η ομάδα όμως δεν πήγε στον προορισμό της. 7. Περίπου 30 αντάρτες με επικεφαλής τον Νικηφόρο (Δημήτριο Δημητρίου), ανθυπίλαρχο, μόνιμο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, θα ήταν κοντά στη Διοίκηση για εφεδρεία, καθώς και ο Θάνος και ο Περικλής θα ήταν μαζί με τον Άρη. 8. Η ομάδα των σαμποτέρ, που ήταν Άγγλοι και δικοί μας, θα ήταν μαζί. Τα πιο πάνω τμήματα έπρεπε να είναι κοντά στον στόχο τους 11 η ώρα· 11 και πέντε θα άρχιζε η επίθεση. Τα τμήματα που θα κτυπούσαν τα 2 φυλάκια, καθώς και οι σαμποτέρ, είχαν φωτοβολίδες που θα τις έριχναν μόλις ολοκληρώνανε τον σκοπό τους. Του δεξιού βάθρου ήταν πράσινη, του αριστερού άσπρη και όταν καταστρεφόταν η γέφυρα θα έριχναν κόκκινη. Μόλις έπεφτε η κόκκινη φωτοβολίδα, θα άρχιζε η υποχώρηση προς Πλακωτό και πριόνια Χοντρογιάννη. Τελείωσε, λοιπόν, το διάβασμα της διαταγής, ορίστηκαν οι ομάδες για την κάθε αποστολή και η δική μου ομάδα ορίστηκε για την επίθεση του νότιου βάθρου, μαζί με άλλες τρεις ομάδες, με επικεφαλής τον Κωστούλα (έφεδρο ανθυπολοχαγό Καβρέντζη). Μας πήρε λίγο πιο πέρα και μας είπε ότι η αποστολή μας ήταν να καταλάβουμε το φυλάκιο το γρηγορότερο δυνατόν και μόλις παραμέρισαν τα σύννεφα της αντάρας μας έδειξε το φυλάκιο και τη γύρω περιοχή. «Περιττό να σας πω, παιδιά, πως με κάθε θυσία πρέπει να πετύχουμε το σκοπό μας. Απόψε θα γκρεμίσουμε τη γέφυρα. Αν δεν την γκρεμίσουμε δεν γυρίζουμε πίσω. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι». Μόλις άρχισε να νυχτώνει, το κάθε τμήμα πήρε τον οδηγό του, που ήξερε το μονοπάτι. Οι οδηγοί των τμημάτων ήταν τσοπάνηδες της περιοχής. Μπήκαμε στη γραμμή και μέχρι ένα σημείο στο ίδιο μονοπάτι θα περνούσαν όλα τα τμήματα. Πρώτο ξεκίνησε το τμήμα που ήταν πιο μακριά και συνέχεια τα άλλα. Ξεκινάμε αυτό το μονοπάτι που ήταν πολύ στενό, ο κατήφορος πολύ κοφτός, γλιστρούσαμε, πέφταμε, σκιστήκαμε από τα πουρνάρια. Πολύ δύσκολο το περπάτημα σε τέτοιο μέρος. Με τα πολλά κατεβήκαμε πιο κάτω, σε μέρος κάπως καλύτερο. Το μονοπάτι ήταν πιο βατό τώρα και το κάθε τμήμα χωριζόταν για τον προορισμό του.
...
Το δικό μας τμήμα έπρεπε να περάσει το ποτάμι, να πάμε δεξιά. Βρήκαμε ένα μέρος σχετικά καλό και το περάσαμε. Βαδίσαμε λίγο ακόμη και φτάσαμε σε ένα ανάχωμα, γύρω στα 100 μέτρα από το φυλάκιο. Μπράβο στον οδηγό μας. Μας έδειξε το φυλάκιο και το είδαμε όλοι. Αμέσως ακροβολιστήκαμε και Xρποντας πλησιάσαμε ακόμη πιο πολύ. Φτάσαμε κοντά στο συρματόπλεγμα και περιμέναμε το σύνθημα της επίθεσης. Πράγματι, σε λίγα λεπτά ακούστηκε ένας πυροβολισμός και αμέσως έγινε χαλασμός κόσμου. Πολυβόλα, αυτόματα κλπ. Με ένα άλμα βρεθήκαμε στα συρματοπλέγματα. Μπροστά μας ανασηκωνόταν το χώμα, χτυπούσε κάποιο αυτόματο. Κινήθηκα δίπλα στο συρματόπλεγμα με δυο άλλους αντάρτες. Λίγο πιο δεξιά υπήρχε ένα νεροφάγωμα κάτω από το συρματόπλεγμα. Σήκωσε ένας αντάρτης με το όπλο του το συρματόπλεγμα και μου λέει: «Ατρόμητε, σαν πιο αδύνατος πέρασε πρώτος». Περνάω και κατόπιν σηκώνω εγώ με το όπλο μου το σύρμα και περάσαμε έτσι και οι τρεις. Σιγά σιγά, έρποντας προχωρήσαμε προς το φυλάκιο και τα πολυβολεία. Βλέπουμε σε μικρή απόσταστη από μας μια λάμψη από κάποιο αυτόματο. Ο διπλανός μου έριξε μια χειροβομβίδα. Σχεδόν αμέσως με μια φωνή «Aέρα» περάσανε και οι άλλοι το συρματόπλεγμα. Σίγησαν τα πολυβολεία. Ρίχνει ο Κεραυνός μια χειροβομβίδα μέσα στο χτιστό φυλάκιο των Ιταλών και το καταλάβαμε. Ακροβολιστήκαμε 20 μέτρα πιο κάτω και τώρα σχεδόν όλοι φωνάξαμε τον Μιχάλη να ρίξει τη φωτοβολίδα. «Μιχάλη, Μιχάλη, βρε Μιχάλη». Έπειτα από αρκετή ώρα βρέθηκε και έριξε τη φωτοβολίδα.
...
Στο διάστημα αυτό βλέπω λίγο πιο πέρα μια ξύλινη παράγκα και λέω στον διπλανό μου ότι θα πάω στην παράγκα να δω τι έχει. Πήγα, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, την έσπρωξα και μπήκα μέσα. Με το λίγο φως που έριχνε το φεγγάρι, που εν τω μεταξύ είχε βγει, βλέπω ότι ήταν αποθήκη τροφίμων. Βρήκα ένα γυλιό και άρχισα να βάζω μέσα κονσέρβες και από ένα τσουβάλι ζάχαρη. Δίπλα από το τσουβάλι ήταν κρυμμένος ένας Ιταλός. Μπλεχτήκανε τα χέρια μου στα μαλλιά του. Σήκωσε τα χέρια του και παραδόθηκε. Πήρα το όπλο και τη χλαίνη του και τον έβγαλα έξω. Ήταν ο μόνος Ιταλός που πιάσαμε. Η κατάληψη του φυλακίου έγινε σε 18 λεπτά. Εν τω μεταξύ, στο βόρειο βάθρο η μάχη συνεχιζόταν για αρκετή ώρα, σχεδόν μέχρι που γκρεμίστηκε η γέφυρα. Ευτυχώς που καταλάβαμε εμείς το φυλάκιο και μπορέσανε τα συνεργεία των σαμποτέρ και κατέβηκαν στα βάθρα της γέφυρας και τοποθέτησαν τους δυναμίτες. Ωστόσο, εμείς δεν ξέραμε τι γίνεται και ανησυχούσαμε. Περιμέναμε εκεί χωρίς καμιά πληροφορία, δυο τρεις ώρες, οπότε κάποια στιγμή ακούμε σφυρίγματα. Σύνθημα ότι επίκειται η ανατίναξη. Έπρεπε να απομακρυνθούμε από τη γέφυρα και να καλυφθούμε, μη τυχόν και τραυματιστούμε από τα εκτοξευόμενα κομμάτια της γέφυρας. Σε λίγα λεπτά μια λάμψη και ένας τεράστιος κρότος, αλλά η γέφυρα δεν έπεσε. Σε λίγη ώρα όμως πάλι ακούστηκαν σφυρίγματα. Καλυφθήκαμε και σε λίγο σείστηκε ο τόπος. Βουίξανε τα βουνά και η γέφυρα γκρεμίστηκε. Πέσανε και οι κόκκινες φωτοβολίδες και άρχισε η υποχώρηση προς το βουνό. Στον δρόμο που ανταμώσαμε με τους άλλους συναγωνιστές μάθαμε πως στο βόρειο βάθρο οι αντάρτες του Ζέρβα μόλις τους πυροβόλησαν. Οι Ιταλοί υποχώρησαν και επενέβη η εφεδρεία με τον Νικηφόρο και με τους υπόλοιπους ζερβικούς και σχεδόν τελευταία στιγμή κατέλαβαν το φυλάκιο. Γυρίσαμε στα πριόνια του Χοντρογιάννη όλοι γεμάτη χαρά για το κατόρθωμά μας. Εδώ τελείωσε ο Γοργοπόταμος, αλλά άρχισαν τα βάσανα της πατρίδας μας. Οι Εγγλέζοι, πέφτοντας στην Γκιώνα για να κάνουν το σαμποτάζ αυτό, μας λέγανε ότι μετά το σαμποτάζ θα φεύγανε για τη Μέση Ανατολή. Στην Ελλάδα όμως που ήλθαν, βρήκαν μια κατάσταση που δεν την φαντάζονταν. Η αντίσταση του ελληνικού λαού ήταν σε όλο της το μεγαλείο. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν φουντώσει σε όλη την Ελλάδα. Ήταν οι μόνες αντιστασιακές οργανώσεις που δεν ήταν υπό τον έλεγχό τους και αυτό τους στενοχωρούσε πολύ. Έκαναν την έκθεσή τους προς το Κάιρο, απ’ όπου πήραν καινούργιες εντολές να παραμείνουν στην Ελλάδα και να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση. Και όλοι ξέρουμε πώς την ανέτρεψαν. Βάζοντάς μας πεπονόφλουδες, που δυστυχώς όλες τις πατήσαμε και μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας τους βάλαμε και εγγυητές και το αποτέλεσμα ήταν να παραδώσουμε τα όπλα και να αρχίσουν οι ξυλοδαρμοί, το κυνηγητό, οι σκοτωμοί των οπαδών του ΕΑΜ από τις ομάδες που οργανώσανε των δήθεν εθνικοφρόνων στην ουσία παλαιοαγγλοφώνων, με σκοπό να ξαναβγάλουν τους ελασίτες στο βουνό. Δηλαδή, Εμφύλιο πόλεμο, με στόχο να εξοντώσουν διά πυρός και σιδήρου την εκλογική μάζα του ΕΑΜ. Και δυστυχώς, με την απειρία τη δική μας το κατόρθωσαν. Ο δεύτερος σκοπός ήταν να μην πάρει η Ελλάδα τα εθνικά της δίκαια, Κύπρο και Βόρεια Ήπειρο. Τα Δωδεκάνησα τα πήραμε χάρη στον Μολότωφ. Οι σύμμαχοί μας τα προόριζαν για την Τουρκία και όταν το άκουσε ο Μολότωφ, υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ τότε, είπε όχι. Τι πρόσφερε η Τουρκία στον πόλεμο; Αυτά τα δικαιούται η Ελλάδα και συμφώνησαν και οι άλλοι μας σύμμαχοι. Έτσι πήραμε τα Δωδεκάνησα. Ο Κομνηνός Πυρομάγλου είπε ότι και αν ακόμη το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συμφωνούσε να έλθει ο βασιλιάς στην Ελλάδα, πάλι οι Άγγλοι θα το διαλούσαν, διότι δεν εκτελούσε τις εντολές τους. Η ΕΛΛΑΔΑ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα πρόσφερε όλα. Είχαμε τα περισσότερα θύματα, ανάλογα με τον πληθυσμό μας.
...
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε πίσω, εκεί που φτάσαμε στα πριόνια του Χοντρογιάννη και από εκεί γυρίσαμε την άλλη μέρα στο Μαύρο Λιθάρι, απ’ όπου φύγαμε και από εκεί περάσαμε στην Καστριώτισσα και τη Χωμήριανη και από εκεί στο Νεοχώρι. Εκεί μας περίμενε ο Τάσος Λευτεριάς, ο Βαγγέλης Παπαδάκης, Κρητικός, τον οποίο μας σύστησε ο Άρης και μας είπε πως θα είναι ο πολιτικός μας καθοδηγητής. Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Καστανιά. Σε όλα τα χωριά που πήγαμε γινόταν χαλασμός. Ο κόσμος ξεθάρρευε, φώναζε «Ζήτω οι αντάρτες μας», γίνονταν θυσία να μας περιποιηθούνε. Εμείς τραγουδούσαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια: «Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή...» κλπ. Εκεί ο καιρός χειροτέρεψε. Μείναμε μέσα στο σχολείο 2 μέρες. Φεύγοντας περάσαμε από τα χωριά Περιστέρι και Λιάσκοβο. Από το Λιάσκοβο περάσαμε απέναντι στη Γουλινά και στην Παλιόβραχα, όπου μείναμε συγκεντρωμένοι στην πλατεία του χωριού, διότι ήμασταν πολύ κοντά στη Σπερχειάδα, όπου στρατοπεύδευε ένα τάγμα Ιταλών. Νύχτα κατηφορίσαμε για τον Σπερχειό. Περάσαμε μέσα απ’ το ποτάμι, διότι η γέφυρα ήταν χαλασμένη και πολύ προσεκτικά περάσαμε τον αυτοκινητόδρομο Λαμίας-Καρπενησίου και ανηφορίσαμε για την Τσούκα. Περάσαμε σχεδόν χαράματα απ’ το χωριό και συνεχίσαμε πορεία στον αυτοκινητόδρομο (χωματόδρομος ήταν) Μακρακώμης-Φουρνάς. Σ’ αυτόν τον δρόμο έπεσε η φοράδα του Άρη και τον έριξε κάτω, ευτυχώς χωρίς να πάθει μεγάλη ζημιά. Σηκώθηκε και είπε ότι δεν είναι τίποτε και συνεχίσαμε την πορεία για την Παλαιά Γιαννιτσού. Εκεί μας περίμεναν οι συναγωνιστές του αρχηγείου Δομοκού, περίπου 80 αντάρτες, με καπετάνιο τον Νάκο Μπελή και πολιτικό τον Βάσο Ξυνοτρούλια. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν με τον Άρη, Περικλή, Θάνο και όσοι γνωριζόμασταν. Εγώ, όπως σας είπα παραπάνω, είχα ορκιστεί στην ομάδα του Μπελή. Σ’ αυτό το χωριό ξεκουραστήκαμε μια δυο μέρες. Τη δεύτερη προς τρίτη ημέρα κατεβήκαμε στη Νέα Γιαννιτσού. Βάλαμε φυλάκια προς τη μεριά της Μακρακώμης, που δεν απείχε σχεδόν ούτε μισή ώρα από μας και τους Ιταλούς. Το απογευματάκι οι Γιαννιτσιώτες μας ετοίμασαν συσσίτιο με κρέας και κρασί. Το βραδάκι μόλις νύχτωσε περάσαμε έξω από τα λουτρά Πλατυστόμου, που ήταν Γερμανοί, και αργά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στην Τσούκα. Κοιμηθήκαμε στο σχολείο, στην εκκλησία και σε σπίτια. Βάλαμε φυλάκια, γιατί το χωριό είχε αυτοκινητόδρομο. Σε 10 λεπτά μπορούσε να έλθουν οι Ιταλοί από τη Μακρακώμη και όλη την άλλη μέρα ήμασταν επιφυλακή. Το βράδυ φάγαμε και κοιμηθήκαμε νωρίς, γιατί πριν ξημερώσει θα φεύγαμε για να περάσουμε τον κάμπο του Σπερχειού για να πάμε στην Υπάτη να κάνουμε μνημόσυνο στους 14 συναγωνιστές μας πολίτες της Υπάτης που τους εκτέλεσαν οι Ιταλοί για αντίποινα στον Γοργοπόταμο.
...
Το βράδυ αυτό ήμουν και σκοπός. Πολύ λίγο κοιμήθηκα. Την καθορισμένη ώρα μας ξύπνησαν· έτοιμος και ο τραχανάς. Θα τρώγαμε και θα φεύγαμε, αλλά καθυστερούσαμε, γιατί βλέπαμε ότι από διάφορες ομάδες έλειπαν άντρες. Ο Άρης εκνευρίστηκε. Να γίνει προσκλητήριο, φώναξε θυμωμένος. Παίρνουμε αναφορά και βλέπουμε να λείπουν 27 αντάρτες, οι περισσότεροι πρώην χωροφύλακες, δύο Ενωμοτάρχες και ο Γκέκας (Νίκος Κωστορίζος-Αεροπόρος). Εκείνη την ώρα ήλθε και το φυλάκιο που ήταν προς τη Φουρνά και είπε ότι πέρασαν από μας και μας είπαν ότι θα πάνε στη Ρεντίνα αποστολή, που τους έστειλε ο αρχηγός. Μετά το προσκλητήριο κατηφορίσαμε για τον Σπερχειό. Περάσαμε τον κάμπο και φτάσαμε στη Φτέρη. Τραγουδώντας μπήκαμε στο χωριό. Πετάχτηκε το χωριό στο πόδι και ήλθαν να μας υποδεχθούν. Λίγο πριν το μεσημέρι μάθαμε ότι δίπλα στη Λευκάδα ήταν ο Ιταλοϋπήκοος Τουρκοχρήστος και μπεκρόπινε σ’ ένα μαγαζί, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Στη στιγμή ο Θάνος παίρνει τη φοράδα του Άρη και δυο τρεις άλλους με άλογα και τρέχουν στη Λευκάδα. Μας έφεραν και από τη Μακρακώμη μια κοπέλα, που είχε πάρε δώσε με τους Ιταλούς, αλλά δεν πρόδωσε κανέναν. Την κούρεψαν και την άφησαν. Καλά μου κάνατε, είπε, μου χρειαζόταν. Σε λίγο βούιξε ο κόσμος. Τον φέρνουν, τον φέρνουν. Βλέπουμε στον δρόμο τον Θάνο καβάλα και πίσω, δεμένος με τριχιά, ο Τουρκοχρήστος. Οι Φτεριώτες ήταν έτοιμοι να τον σκίσουν με τα δόντια τους, γιατί τους είχε κάνει τον βίο αβίωτο. Περιττό να σας πω πως ανακρίθηκε και εκτελέσθηκε. Στους συγκεντρωμένους Φτεριώτες μίλησε ο Άρης πάνω από μία ώρα. Ύστερα από το γεγονός της λιποταξίας δεν πήγαμε στην Υπάτη, αλλά τραβήξαμε για το Γαρδίκι. Παρ’ όλο που φτάσαμε νύχτα, πολύς κόσμος μας περίμενε ξάγρυπνος. Την άλλη μέρα στο Γαρδίκι έγινε πανηγύρι, χαρές και τραγούδια. Το απόγευμα μαζευτήκαμε στην αυλή του σχολείου και κάναμε την πρώτη συνέλευση. Θέματα της συνέλευσης ήταν 1. η λιποταξία, 2. Ανάγκη συνάντησης με τον Ζέρβα, 3. εκλογή 15μελούς προεδρείου για την περίοδο της πορείας για τη συνάντηση με τον Ζέρβα, 4. τρέχοντα ζητήματα και αυτοκριτική. Εισηγητές ήταν ο Άρης και ο Λευτεριάς. Στο πρώτο θέμα η συνέλευση καταδίκασε ομόφωνα τη λιποταξία και αποφάσισε να επιδιωχθεί η σύλληψη των λιποτακτών. Στο δεύτερο θέμα συμφώνησε να γίνει πορεία προς τον Ζέρβα να διαμαρτυρηθούμε για τη διαλυτική δουλειά που μας έκανε και ότι είναι απαράδεκτη η συνέχισή της. Στο τρίτο θέμα, με πρόταση του Άρη, εξέλεξε το δεκαπενταμελές αρχηγείο: Άρης, Λευτεριάς, Περικλής, Μπελής, Θάνος, Πελοπίδας, Νικηφόρος (Δημητρίου), Διαμαντής, Νικηφόρος (Καρκάνης), Βάβος και άλλους που δεν θυμάμαι. Έγινε και η αυτοκριτική και παρατήρηση από τον Άρη να ανασυγκροτηθούν οι ομάδες. Η συνέλευση τελείωσε με τα αγαπημένα μας τραγούδια. Τώρα αρχίζει η μεγάλη μας πορεία για την Ήπειρο. Μπήκαμε στη σειρά. Είχαμε γίνει τώρα γύρω στους 400 και ξεκινήσαμε προς Παλιοχώρι και Πουγκάκια. Η ομάδα μου έχει φτάσει στα Πουγκάκια και ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε ύστερα από ολιγόωρη στάση. Μας ειδοποιούν όμως ότι θα μείνουμε εκεί το βράδυ. Σε λίγο πληροφορηθήκαμε κάτι που μας στενοχώρησε όλους. Ο Άρης ήταν άρρωστος, έκανε αιμόπτυση. Τον λατρεύαμε αυτόν τον άνθρωπο. Είχε κάτι το ανεξήγητο επάνω του. Όταν τον γνώριζες, δενόσουνα μαζί του. Ο γιατρός είπε να μείνει λίγο στο κρεβάτι να ξεκουραστεί. Την άλλη μέρα ο Άρης αισθάνθηκε καλύτερα. Θα συνεχίσουμε, είπε ο Άρης, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Βραδιάζοντας ξεκινήσαμε την ανηφόρα για τη Γραμμένη Οξιά. Είχε λίγο φεγγάρι και δυνατό αέρα. Σε δυο ώρες καθήσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και ανάψαμε φωτιές. Κατόπιν ξεκινήσαμε τον δρόμο για το Κρίκελο. Περάσαμε το διάσελο και σχεδόν μεσάνυχτα φτάσαμε στο Μεγάλο Χωριό. Καθήσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Μικρό Χωριό. Επιτέλους φτάσαμε κατάκοποι από νυχτερινή πορεία. Κόντευε να ξημερώσει. Ξαπλώσαμε λίγο στο σχολείο και σε λίγο άρχισε η διανομή του συσσιτίου. Είχαμε να φάμε από τα Πουγκάκια. Μπήκαμε στη γραμμή για το φαγητό, πήραν μερικοί, αλλά στη στιγμή ακούμε: «Τα όπλα σας και στη γραμμή, έρχονται Ιταλοί».
...
Αμέσως ο Άρης αρχίζει να δίνει διαταγές στους άλλους καπεταναίους και ομαδάρχες. «Εκεί Νικηφόρε, με τρεις ομάδες, θα πιάσεις το ύψωμα απέναντι απ’ το γεφύρι». Εγώ ήμουν σ’ αυτές τις ομάδες. «Εσύ Θάνο εκεί, εσύ Πελοπίδα εκεί» και ούτω καθεξής. «Σημείο υποχώρησης εκεί πάνω αυτή η ράχη», δείχνοντάς την, «θα υποχωρήσουμε όλοι τότε μόνο όταν χτυπήσει η σάλπιγγα επίθεση: Προχωρείτε, προχωρείτε. Αυτό είναι το σύνθημα της υποχώρησης». Πιάσαμε όλοι τις θέσεις μάχης που μας είπανε και αρχίσαμε να βάζουμε πέτρες μπροστά μας για πρόχωμα. Μας λέει ο Νικηφόρος: «Αν δεν ακούσετε πυροβολισμό δεν θα πυροβολήσει κανείς». Σχεδόν αμέσως βλέπουμε στο Μεγάλο Χωριό πολύ ιταλικό στρατό και σε λίγη ώρα απέναντί μας, που ανέβαινε ο δρόμος για το Χωριό, πολλούς Ιταλούς να ανεβαίνουν για το Μικρό Χωριό. Ήταν πολλοί και σε τριάδες φαίνονταν όλοι. Μόλις φτάσανε στο καθορισμένο σημείο έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός. Αμέσως αρχίσαμε να χτυπάμε με τα όπλα μας. Ήμασταν σε πολύ καλό μέρος, τον στόχο τον είχαμε σχεδόν στα 150 μέτρα απόσταση μπροστά μας και φαίνονταν καλά οι Ιταλοί, ακόμη και τα μουλάρια πυροβολούσαμε και τα ρίχναμε κάτω. Φάγανε γερό χτύπημα σ’ αυτό το μέρος. Σε λίγο άρχισαν να μας ρίχνουν και με όλμους από το Μεγάλο Χωριό. Γινόταν χαλασμός, αντιβουίζανε οι ρεματιές, χάλαγε ο κόσμος. Εντοπίσανε τις θέσεις μας και αρχίσαν να μας ρίχνουν με πολυβόλα. Σε κάποια στιγμή ακούμε τη σάλπιγγα: «Προχωρείτε, προχωρείτε». Έπρεπε να φύγουμε. Δίπλα μου, σ’ ένα πουρνάρι, είχα τη χλαίνη μου και την τραβάω με το όπλο μου για να την πιάσω. Εκείνη τη στιγμή έρχεται μια ριπή αυτόματου και έσκαψε το χώμα δίπλα μου. Ευτυχώς δεν βγήκα από τη θέση μου, τώρα θα ήμουν νεκρός. Έξι τρύπες είχε η χλαίνη. Περίμενα λίγο και με ένα άλμα βρέθηκα σε μια άλλη πέτρα. Λίγο πιο πέρα είχε ένα χαντάκι και με ένα άλμα βρέθηκα στο χαντάκι. Εκεί δεν βλεπόμουνα. Βρήκα και άλλους συναγωνιστές, δεξιά και αριστερά μου. Τότε μου είπε ένας ότι ο Κλέαρχος, που ήταν δίπλα μου, σκοτώθηκε. Έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα, φίλος και κοντοχωριανός, Κώστας Μπίρτσιας από το Περίβλεπτο. Ανεβαίνοντας το χαντάκι φτάσαμε σε μια ρεματιά. Σε μια στιγμή, λίγο πιο μπροστά, πέφτει ένας όλμος. Ευτυχώς εκεί κοντά δεν ήταν κανένας. Όσο μπορούσαμε τώρα, προχωρούσαμε αραιά, προς το σημείο της υποχώρησης. Στον δρόμο ανταμώναμε και άλλους, ώσπου σε λίγη ώρα φτάσαμε στον τόπο συγκέντρωσης. Εκεί δεν έφταναν τα πυρά των Ιταλών. Περιμέναμε να μαζευτούμε όλοι για να γίνει προσκλητήριο. Κάναμε το πρώτο προσκλητήριο και έλειπαν επτά. Λυπημένοι φύγαμε για τα Φιδάκια, ένα χωριουδάκι με περίπου 30 σπίτια, πολύ φτωχό, σαν καλυβάκια ήταν τα σπίτια. Κοιμηθήκαμε όπως όπως. Όσοι βολεύτηκαν στα σπίτια ήταν καλά, αλλά όλοι οι υπόλοιποι κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο, όπου ανάψαμε φωτιές, αλλά πού να ζεσταθούμε. Το βράδυ μας ήλθαν και οι έξι που έλειπαν. Ο έβδομος, ο Κλέαρχος, σκοτώθηκε. 18 Δεκεμβρίου έγινε η μάχη. 19 ξημερώσαμε στα Φιδάκια. Για φαγητό ούτε κουβέντα. Μας δώσανε ένα κομματάκι ψωμί, σαν λουκούμι. Πήγαμε σ’ ένα άλλο χωριό, την Βλαχέρνα, αλλά κι εκεί δεν είχε τίποτε για φαγητό. Την άλλη μέρα περάσαμε για το Παπαρούση και νυχτώνοντας περάσαμε το ποτάμι του Μέγδοβα. Είχε πολύ νερό και γι’ αυτό περάσαμε με ένα εναέριο βαγονέτο με συρματόσχοινο. Ήταν το «καρέλι». Ανεβαίναμε 2-3 και τραβούσαμε το συρματόσχοινο με τα χέρια. Κυλούσε το βαγονέτο και βγαίναμε στην απέναντι όχθη. Χαράματα σχεδόν φτάσαμε στον Μαραθιά. Καθήσαμε όσοι χωράγαμε στο σχολείο και οι άλλοι στα σπίτια και στην εκκλησία.
...
Θα ήταν περίπου 10 η ώρα. Όπως καθόμουνα σ’ ένα τουράκι στο σχολείο δίπλα μου ακούω ένα μπάμ και σωριάστηκα κάτω μπρούμητα. Ο διπλανός μου πείραζε το όπλο του που είχε σφαίρα στη θαλάμη και πάτησε τη σκανδάλη κατά λάθος. Η σφαίρα με βρήκε στην αριστερή μεριά της λεκάνης και βγήκε από το τελευταίο κάτω πλευρό δεξιά. Δεν μπορούσα να κουνήσω καθόλου τα πόδια μου αλλά δεν λιποθύμησα. Το αίμα έβγαινε δεξιά και αριστερά. Αναστατώθηκαν όλοι, με βλέπουν κάτω και φωνάζει ο Άρης: «Ποιος πυροβόλησε; Φέρτε τον εδώ». Ακούω τον Πάτροκλο από τη Φουρνά. Ο Άρης αγρίεψε. «Καπετάνιε, του λέω, μπορώ να σου πω;». Ήλθε, έσκυψε πάνω μου και μου λέει: «Τι θέλεις;» «Μη τον σκοτώσεις, είναι άμυαλος, διώξ’ τον». Ήλθε ο γιατρός και λέει: «Σε 2-3 ώρες θα πεθάνει». Το άκουσα εγώ ο ίδιος. Σε λίγο ήλθε και ο γιατρός του χωριού και λέει: «Δεν έχει ζωή». Εγώ όμως πεινούσα και τους έλεγα. Κάτι να φάω, πεινάω. Αλλά το μόνο που μου δίνανε ήταν ότι με ένα βαμβάκι με χαμομήλι μου έβρεχαν τα χείλια. Κάθε λίγο έρχονταν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος οι καπεταναίοι και ρωτούσαν τι κάνω. Επειδή ήμουν μπρούμητα και δεν τους έβλεπα, με ρωτούσαν: «Ποιος είμαι εγώ;» και τους έλεγα: «Εσύ είσαι ο Μπελής». Τους γνώριζα όλους από τη φωνή. Σε λίγο άλλος, ο Νικηφόρος. Σε λίγο άλλος, ο Λάμπρος, και αφού πέρασαν 4-5 ώρες και είδαν ότι δεν είχα σκοπό να πεθάνω, φτιάξανε με στροπίνες και κουβέρτα ένα φορείο και με βάλανε επάνω. Με κουβαλήσανε στο χωριό Φραγκίστα. Έξω απ’ το χωριό, στο μαντρί των αδελφών Μπόνια. Ο Παύλος που ήταν αντάρτης τον άφησαν να με περιποιείται. Το μαντρί ήταν 7-8 μέτρα σε μήκος και 3 πλάτος. Στο μισό μένανε τα δυο αδέλφια, Παύλος και Θανάσης, εγώ και μια αδελφή τους μικρότερη που δεν θυμάμαι το όνομά της και στο άλλο μισό μένανε τα γίδια. Άφησαν και λίγο οξυζενέ για να πλένω το τραύμα μου και 5-6 γάζες με δυο επιδέσμους. Έπλενε τις γάζες η αδελφούλα τους, τις άπλωνε στα πουρνάρια και στέγνωναν και με αυτές αλλάζαμε το τραύμα. Με εντολή του γιατρού του χωριού, που τον έφεραν για να με δει, άρχισαν να μου δίνουν να τρώω φαγητό, ψωμί και γάλα. Σε λίγες μέρες άρχισα να κουνάω τα πόδια μου. Μια μέρα λέω στον Παύλο: «Όταν έλθει ο Θανάσης, να με κρατήσετε από τον ώμο να σηκωθώ λίγο όρθιος». Πράγματι, με βοήθησαν, σηκώθηκα και μπόρεσα να σταθώ όρθιος. Κάθησα στο μαντρί μέχρι τις 12 του Γενάρη. Όταν διαπίστωσα ότι μπορούσα να καθήσω καβάλα, ζήτησα από την οργάνωση της Φραγκίστας να με προωθήσουν με ζώο για το χωριό μου. Αυτό έγινε και σε 4-5 μέρες με φέρανε στο χωριό μου, στο Παλιόκαστρο. Εκεί κάθησα να αναρρώσω, διότι μόλις περπατούσα λίγα βήματα με πονούσε το τραύμα και έπρεπε να καθήσω να ξεκουραστώ, να με αφήσει ο πόνος. Αυτό κράτησε όλο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο βελτιώθηκε κάπως το τραύμα μου. Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 ιδρύθηκε η οργάνωση της ΕΠΟΝ. Στις αρχές Μαρτίου ιδρύθηκε και η οργάνωση της ΕΠΟΝ Παλαιοκάστρου. Γράφτηκαν σχεδόν όλα τα παιδιά και τα κορίτσια του χωριού μας. Στις αρχές Απριλίου έμαθα πως στο Ροβολιάρι ήταν το αρχηγείο Δομοκού και αφού τώρα ήμουν καλύτερα, αποφάσισα να τους ακολουθήσω. Πήγα στο Ροβολιάρι, όπου με υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Νόμιζαν πως πέθανα. Εκεί ήταν και ο γιατρός που είχε πει ότι σε δυο τρεις ώρες θα πέθαινα. Του λέω για παρηγοριά: «Γιατρέ, είσαι μάνα». Μου απαντάει: «Είσαι ανίδεος και τα λες αυτά. Εκεί που πέρασε η σφαίρα είναι τα νεφρά, η σπλήνα, το συκώτι. Όχι μονάχα δεν πείραξε τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά δεν έκανε και εσωτερική αιμορραγία. Ούτε ένας στα 5 εκατομμύρια δεν γλιτώνει». Μετά από λίγες μέρες ήλθε η πληροφορία ότι οι Ιταλοί θα εκκενώσουν το Καρπενήσι. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε λίγο πιο πάνω από τον Πύργο. Εκεί πήραμε εντολές πού θα πιάσει θέση κάθε ομάδα, σε ποιο σημείο πάνω από τον αυτοκινητόδρομο. Μας πήρε ο Νικηφόρος και μας τοποθέτησε στις θέσεις μας. Η ενέδρα μας ήταν από τον Πύργο μέχρι το Νεοχωράκι, έως έξω από τον Άγιο Γεώργιο. Το βράδυ αυτό στην Ποταμιά έκανε τρομερό κρύο. Ξημέρωσε το πρωί και η μέρα ήταν κάπως καλή, βγήκε λίγο ήλιος και ζεσταθήκαμε λίγο. Ενώ περιμέναμε να περάσουν οι Ιταλοί, παίρνουμε διαταγή να υποχωρήσουμε προς τη βουνοπλαγιά. Τι είχε γίνει; Οι Ιταλοί από τον Άγιο Γεώργιο και μετά αραίωσαν πολύ τη φάλαγγά τους με τα αυτοκίνητα και η ενέδρα μας δεν θα έπιανε ούτε 3-4 αυτοκίνητα από τα 50 που ήταν. Δεν άξιζε τον κόπο, γι’ αυτό η Διοίκηση αποφάσισε να μην τους χτυπήσουμε. Ανηφορίσαμε και φτάσαμε πάλι στο Ροβολιάρι. Εν τω μεταξύ είχε γίνει το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Στη Διοίκηση ήταν ο Άρης, ο Λευτεριάς, Σαμαρινιώτης, Ζούλας, Βερμαίος, με έδρα την Κολοκυθιά. Τώρα στη Ρούμελη οι κατακτητές ήταν στη Λαμία, στο Αγρίνιο, στην Άμφισσα, στην Ιτέα, στη Γραβιά, στο Σταθμό Λιανοκλαδίου και στη Στυλίδα. Ο ορεινός όγκος της Ρούμελης, Γκιώνα-Παρνασσός-Βαρδούσια-Οίτη-Βελούχι-Άγραφα έμεινε ελεύθερη Ελλάδα.
...
Με την προσχώρηση του στρατηγού Σαράφη στον ΕΛΑΣ έγιναν συντάγματα και μεραρχίες. Η 13η Μεραρχία είχε έδρα το ελεύθερο Καρπενήσι. Το 36ο Σύνταγμα είχε έδρα το Γαρδίκι. Μείναμε εκεί αρκετές ημέρες. Μια μέρα λάβαμε διαταγή να πάμε στην Παλαιά Γιαννιτσού. Εκεί άρχισε να γίνεται λόγος για κάποιο σαμποτάζ, που θα κάναμε στη σιδηροδρομική γραμμή. Είχαμε λάβει εντολή από τον Άρη να κόψουμε τη σιδηροδρομική γραμμή. Ξεκινήσαμε το πρωί, βαδίζοντας μέσα στο δάσος, ανατολικά. Το μεσημέρι φτάσαμε γύρω στα 800-900 μέτρα από τη γραμμή βόρεια της Γαλαρίας του Κούρναβου. Εκεί μάθαμε ότι το βράδυ θα ανατινάζαμε τη Γαλαρία και μας ανακοίνωσαν το σχέδιο της επιχείρησης. Θα χωριζόμαστε σε 4 ομάδες. Η μία ομάδα δεξιά της γραμμής προς το Κούρναβο, καμιά 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας, με αποστολή να χτυπήσει τυχόν περίπολο ή άλλο ιταλικό τμήμα που θα ερχόταν προς το στόμιο της Γαλαρίας. Η 2η ομάδα θα πήγαινε 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας, προς το Νυζερό, με την ίδια αποστολή. Σ’ αυτή την ομάδα ήμουν και εγώ. Η 3η ομάδα, ήταν η εφεδρεία, για κάθε απρόβλεπτο ενδεχόμενο. Η 4η ομάδα είχε τα εκρηκτικά. Σ’ αυτήν υπεύθυνος και αρχηγός των σαμποτέρ ήταν ο καπετάν Λάμπρος (Σπύρος Μπέκιος) από το Μαυρίλο. Κατά το σούρουπο ξεκινήσαμε για την αποστολή μας. Δεν ήμασταν μακριά από τον αντικειμενικό στόχο μας και φτάσαμε το κάθε τμήμα στο καθορισμένο μέρος και φτιάξαμε πρόχειρα τις θέσεις μας. Σε λίγο, απρόοπτα, έρχεται τρένο. Πέσαμε όλοι πρηνηδόν, ακίνητοι. Τα φώτα του τρένου περνούσαν δίπλα μας και χύνονταν στη Γαλαρία. Σε λίγο ακούμε το αγκομαχητό του τρένου που ερχόταν απ’ το Λιανοκλάδι. Για μια στιγμή ελαττώνεται το αγκομαχητό και το τρένο μπήκε στη Γαλαρία. Σε δευτερόλεπτα βλέπουμε από το στόμιο της Γαλαρίας να βγαίνει μια τεράστια λάμψη. Ένας δαιμονισμένος κρότος ακούστηκε και σείστηκε ο τόπος, σαν να έγινε σεισμός. Μετά την ανατίναξη φύγαμε και πήγαμε στη Ρεντίνα, όπου ήταν η προσωρινή έδρα του Αρχηγείου μας. Στις 6 Ιουνίου οι Ιταλοί εκτέλεσαν για αντίποινα στο Κούρναβο 106 πατριώτες. Η ζημιά που τους κάναμε ήταν μεγάλη. Το τρένο μετέφερε ένα ιταλικό τμήμα από 600-700 άντρες, πυρομαχικά και βενζίνη. Όλα έγιναν στάχτη. Στη Ρεντίνα κάθε μέρα είχαμε γυμνάσια στα γύρω υψώματα και το πέσε κάτω-σήκω επάνω και το τρέξιμο με κούραζαν πολύ και πονούσε το τραύμα μου. Στα μέσα του Ιουλίου ήλθε στο τάγμα μας ένας Εγγλέζος με διάφορα υλικά και μια ωραία πρωία μπήκαμε στη γραμμή και ξεκινήσαμε προς το Δεριλί Νυζερό. Όταν φτάσαμε 2 χιλιόμετρα από τη σιδηροδρομική γραμμή, σε ένα δάσος, σταματήσαμε λίγο έξω από το χωριό Δεριλί. Εκεί μας ανακοίνωσαν ότι έχουμε διαταγή να μην αφήσουμε να περάσει τρένο μια εβδομάδα από τη γραμμή Καΐτσα-Δεριλί-Κούρναβο. Το ίδιο βράδυ πλησιάσαμε τη σιδηροδρομική γραμμή. Αφήσαμε πιο κάτω μια διμοιρία να καλύψει την υποχώρησή μας και όλοι οι υπόλοιποι ακροβολιστήκαμε και πλησιάσαμε τη γραμμή. Ο Άγγλος θα ανατίναζε μια μικρή γέφυρα και ένα τρένο κι εμείς θα καταλαμβάναμε το τρένο για να πάρουμε τα εφόδια. Ακροβολισμένοι όπως ήμασταν περάσανε δυο τρένα, αλλά καμιά ενέργεια δική μας. Ξάφνου ερχόταν ένα τρένο από τη μεριά της Καΐτσας και σε δευτερόλεπτα η νύχτα έγινε μέρα. Ένας τρομακτικός κρότος ακούστηκε και αμέσως το βαγόνι με τη βενζίνη πήρε φωτιά και άρχισαν οι εκρήξεις από τα πυρομαχικά. Πραγματικός χαλασμός. Δίπλα μου έπεσε μια ολόκληρη πόρτα βαγονιού και ακούω μια φωνή δίπλα μου: «Φύγετε, φύγετε, το τρένο έχει πυρομαχικά». Υποχωρήσαμε μέσα στον κάμπο και κάθε λίγο τα αέρια μιας δυνατής έκρηξης μας ρίχνανε κάτω. Πραγματική κόλαση φωτιάς και σιδήρου. Όσο ν’ απομακρυνθούμε 200 -300 μέτρα υποφέραμε πολύ. Αλλά όταν φτάσαμε στις πρώτες ραχούλες και από εκεί βλέπαμε τις εκρήξεις του τρένου ήταν κάτι που δεν περιγράφεται. Το τρένο ήταν γεμάτο πυρομαχικά, βόμβες αεροπλάνων, τορπίλες και βενζίνη. Βλέπαμε την έκρηξη και τα πυρακτωμένα κομμάτια που εκτοξεύονταν σαν ομπρέλα, οπότε σε δευτερόλεπτα έρχονται τα αέρια της τρομερής έκρηξης, που αν ήμασταν όρθιοι θα μας έριχναν κάτω. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Έλαμπε ο κάμπος, η δε λάμψη φαινόταν από πολύ μακριά, ακόμα κι απ’ το Βελούχι. Φαινόταν σαν να ανέτειλε ο ήλιος, έλαμπε όλη η οροσειρά της Όθρυς. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, οχυρωθήκαμε στα υψώματα, λίγο δεξιά του Δεριλιού. Στήσαμε τον όλμο και περιμέναμε στις καμουφλαρισμένες θέσεις μας για να μη φαινόμαστε και από τα αεροπλάνα. Πριν από το μεσημέρι, από τη μεριά της Καΐτσας έρχεται πάνω στη γραμμή ένας μεγάλος γερανός. Κατέβηκαν 3-4 και προσπαθούσαν να τραβήξουν τα καμένα σίδερα από τη γραμμή. Αρχίσαμε να τους ρίχνουμε με τον όλμο μας. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο βλήμα έσκασε δίπλα στον γερανό. Σταμάτησαν την εργασία και σε καμιά ώρα άρχισαν πάλι να εργάζονται. Πάλι ένα βλήμα σκάει δίπλα τους και κρύφτηκαν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ, οπότε έφυγαν. Την άλλη μέρα, το γιόμα, έρχονται από τη μεριά της Λάρισας 3-4 τανκς και άρχισαν να ρίχνουν με τα πυροβόλα τους στους γύρω λόφους, χωρίς να μπορούν, λόγω του εδάφους, να φθάσουν έως τις θέσεις μας. Στη γραμμή έφτασε πάλι ο γερανός. Πάλι εμείς ένα βλήμα όλμου. Από τα τανκς βγήκαν 10-12 Γερμανοί και κινήθηκαν προς το χωριό Δεριλί. Στείλαμε μια διμοιρία και τους κυνήγησε. Έφυγαν προς τα τάνκς. Την τρίτη μέρα ήλθαν τρία αεροπλάνα. Γύριζαν από πάνω μας και με τα μυδράλιά τους πολυβολούσαν τα υψώματα γύρω μας. Μόλις άρχισαν να δουλεύουν στη γραμμή τους χτυπούσε ο όλμος. Σκύλιασαν τα αεροπλάνα, που δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν πού ήμασταν. Το απόγευμα έφυγαν τα αεροπλάνα και μας φέρανε λίγο ψωμί. Έπειτα από τρεις ημέρες μας φέρανε τα νέα ότι οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία. Μάθαμε ότι τα σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή ήταν πολλά. Δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει κανένα τρένο για να νομίσουν οι Γερμανοί ότι η απόβαση των Συμμάχων θα γίνει στην Ελλάδα. Τώρα πλέον έληξε η αποστολή μας και με το σούρουπο αρχίσαμε να τα μαζεύουμε και γυρίσαμε στη Ρεντίνα. Πάλι γυμνάσια στους γύρω λόφους και το απόγευμα τραγούδια στο χωριό. Τώρα μάθαμε πιο πολλά. Το «Βροντάει ο Όλυμπος», το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα» και πολλά άλλα. Το τραύμα όμως με ενοχλούσε πολύ και ο γιατρός, ο Μπελής και ο Περικλής αποφάσισαν να με στείλουν στο 36ο Σύνταγμα στο Γαρδίκι. Πήρα φύλλο πορείας για το Γαρδίκι. Πέρασα κι από το χωριό μου και σε 2-3 μέρες παρουσιάστηκα στο 36ο Σύνταγμα. Συνταγματάρχης ο Θύμιος Ζούλας, μόνιμος αξιωματικός, πολιτικός ο Αριστείδης Θηβαίος (Λουκάς Καθούλης). Με τακτοποίησαν στον Λόχο Διοικήσεως και έπειτα από λίγες μέρες, μαζί με άλλους 4 μας βάλανε υπηρεσία επί 24ώρου βάσεως στα τηλέφωνα. Τον καιρό που ήμουνα στο Γαρδίκι οι Άγγλοι εξόπλισαν το Τάγμα Θανάτου της 13ης Μεραρχίας, με σύγχρονο οπλισμό, που έριξαν τα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο της ανατολής. Τον χειμώνα του ’43 προς ’44 το σύνταγμα πήγε στον Τυμφρηστό και την άνοιξη πήγαμε στο Μαυρολιθάρι.
...
Σε λίγες μέρες έπεσα κάτω από ένα άλογο και έσπασα το αριστερό μου χέρι. Πήρα φύλλο πορείας για το Νοσοκομείο του Μεγάλου Χωριού. Μου το έδεσε ο γιατρός και μου λέει: «Πόσο χρονών είσαι;» 18 του λέω. «Σε 18 μέρες λύσε το». Έφυγα με άδεια για το χωριό μου και σε 17 μέρες πάλι στο σύνταγμα. Την πρώτη μέρα που πήγα, το βράδυ έμεινα στο σχολείο. Επειδή όμως δεν έκλεινε καλά η πόρτα βάζανε ένα κούτσουρο από τη μέσα μεριά. Εγώ δεν το ήξερα και τη νύχτα που βγήκα «πρός νερού μου» μπερδεύονται τα πόδια μου στο κούτσουρο, ακουμπάω στην πόρτα με δύναμη και ξανασπάει το χέρι μου. Το πρωί πάλι για το νοσοκομείο του Μεγάλου Χωριού να μου δέσουνε το χέρι. Τώρα το είχα δεμένο ένα μήνα. Πήγα με άδεια πάλι στο χωριό μου, το έλυνα, του έκανα μπάνιο και άσκηση κάθε μέρα για να μην πάθει αγκύλωση και το ξαναέδενα. Αφού τελείωσε η άδεια, ξαναπήγα στο σύνταγμα. Τώρα με τοποθέτησαν στην υποδειγματική ομάδα της ΕΠΟΝ του Λόχου Διοικήσεως του 36ου Συντάγματος. Η αποστολή μας ήταν να γυρίζουμε στα χωριά, προ παντός στα καμποχώρια του Λαμιακού κάμπου και τραγουδάγαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια και εμψυχώναμε τον κόσμο. Μετά τη διάλυση του Ψαρρού, το σύνταγμά μας πήγε στο Μπέρικο Ευρυτανίας. Εκεί η περιοχή είχε κοιλιακό τύφο και κάναμε αντιτυφικά εμβόλια. Μόλις έκανα το τρίτο εμβόλιο με έπιασε πολύς πυρετός και με πάνε στο αναρρωτήριο του συντάγματος. Εκεί ο γιατρός, ξέροντας ότι έχω κάνει εμβόλια, διαγνώνει κρυολόγημα και άρχισαν τα ζεστά. Σε 3-4 ημέρες έχασα τις αισθήσεις μου από τον πολύ πυρετό και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Τότε κατάλαβαν ότι έχω τύφο. Άρχισαν τα κρύα και το χιόνι που έφερναν από το βουνό. Όταν ήμουν σ’ αυτή την κατάσταση, φεύγει το 36ο Σύνταγμα από την περιοχή και έρχεται το 42ο όπου με παραδώσανε σ’ αυτό, με καπετάνιο τον Μπελή και πολιτικό τον Περικλή. Μόλις με είδανε, με γνωρίσανε και φωνάζουν τον νοσοκόμο, Φώτη Τουρναβίτη απ’ το Περίβλεπτο, και του δίνουν εντολή να με αλλάζει και να με ταΐζει. Δεν άνοιγε το στόμα μου και με λάστιχο από τη μύτη μου έριχναν γάλα στο στομάχι. Έτσι όπως ήμουν αναίσθητος πέρασε και ο Ιούλιος μήνας. Τον Αύγουστο του ’44 οι Γερμανοί άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ξεκίνησε φάλαγγα από το Αγρίνιο, φάλαγγα από τη Λαμία με σκοπό να ενωθούν στο Καρπενήσι. Με πήρανε με φορείο και σε 3-4 μέρες με φέρανε στο χωριό Χελιδόνα, λίγο πιο μακριά από το μοναστήρι του Προυσσού. Εκεί με άφησαν στην οργάνωση να με φυλάξει και η ομάδα ανταρτών που με κουβαλούσε έφυγε. Από εκεί η Οργάνωση της Χελιδόνας με μετέφερε στο βουνό, στα έλατα, σε μια σπηλιά και άφησαν μαζί μου, για να με προσέχει, τον χωριανό γερο-Λαμπροκώστα. Του είπαν να μου δίνει μόνο γάλα. Εγώ ακόμα δεν είχα επαφή με το περιβάλλον και ούτε καταλάβαινα τι μου γινόταν και πού ήμουνα. Κάποια μέρα άνοιξα τα μάτια μου και άρχισα να συνέρχομαι αλλά δεν άκουγα και δεν μπορούσα να κουνήσω το αριστερό μου χέρι. Ήμουν ένας σκελετός, μόνο κόκαλα, νεύρα και φλέβες. Όπως ήμουν στο φορείο άρχισα σιγά σιγά να σηκώνω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, μα όταν το άφηνα αυτό έπεφτε κάτω σαν ξύλο. Αυτό το έκανα όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί ήλθαν στο χωριό, κάθησαν 5-6 μέρες, αλλά δεν το έκαψαν. Έκαψαν όμως το μοναστήρι του Προυσσού. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, σε λίγες μέρες, μου λέει ο παππούς: «Ξέρεις γράμματα;», γιατί αυτός δεν ήξερε. Να γράψεις ένα γράμμα στην οργάνωση να έλθουν να μας πάρουν. Οι Γερμανοί έφυγαν απ’ το χωριό. Μου δίνει ένα μολύβι και χαρτί, πήγα να γράψω, αλλά δεν μπορούσα να πιάσω το μολύβι στα δάχτυλά μου. Προσπάθησα, αλλά τίποτα. Σε λίγες μέρες ήλθε η οργάνωση και με κατέβασε στο χωριό. Ήμουν σε κακά χάλια. Στον πισινό μου είχα δυο καλόγερους που έβγαζαν πύον. Προσπάθησαν να με σηκώσουν, αλλά ήμουν σκελετός. Δεν ήταν δυνατό να σηκωθώ όρθιος. Με πλένανε σε μια σκάφη, μου κινούσαν τα πόδια και με τα πολλά κατάφερα, κάποια μέρα, να σταθώ όρθιος. Με τον καιρό, κρατώντας τον τοίχο άρχισα να κάνω σιγά σιγά λίγα βήματα και με την βοήθεια των παιδιών της ΕΠΟΝ κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να καθήσω σε καρέκλα. Όταν η οργάνωση κατάλαβε ότι μπορώ να σταθώ καβάλα, με βάλανε σ’ ένα μουλάρι και με φέρανε στο νοσοκομείο που ήταν στο χωριό Κορυσχάδες. Στο νοσοκομείο όμως δεν είχαν σχεδόν τίποτα για φαγητό. Μόνο ρεβύθια και κουκιά, τίποτε άλλο. Μια μέρα μου λέει ο γιατρός: «Όπως βλέπεις, Ατρόμητε, δεν έχουμε τίποτε να φάς, εσύ χρειάζεσαι καλή τροφή για να αναρρώσεις. Αν μπορείς να πας στο χωριό σου». Και εγώ του είπα: «Ναι, σε ζώο καβάλα». Μου δίνει λοιπόν χαρτί να το δώσω στην οργάνωση για να με προωθήσουν με ζώο στο χωριό μου, όπου έφθασα αλλά σαν ένας ζωντανός σκελετός. Δεν με γνωρίσανε. Τα μαλλιά μου είχαν πέσει και το κεφάλι μου έβγαζε χνούδι.
...
Σε 2-3 μέρες μάθαμε ότι οι Γερμανοί έφυγαν απ’ τη Λαμία, ελευθερώθηκε το χωριό. Τότε όλοι βγήκαν στην πλατεία, χτύπησε η καμπάνα, χαρές, φιλιά, τραγούδια. Ελευθερωνόταν η Ελλάδα. Την άλλη μέρα έφυγαν οι Γερμανοί κι από τη Λάρισα. Η οργάνωση μου είπε ότι το 36ο Σύνταγμα πήγε στη Λαμία. Την άλλη μέρα πήγα με ζώο στον Άγιο Γεώργιο και από εκεί με αυτοκίνητο στη Λαμία. Ρωτάω πού είναι το 36ο Σύνταγμα, μου δείξανε το σπίτι και μπήκα μέσα, όπου ήταν ο Αριστείδης, ο πολιτικός του συντάγματος, ο οποίος μόλις με είδε ξαφνιάστηκε. «Ρε, ζείς» μου λέει. «Εμάς μας είπαν πως πέθανες στο Μπερικό που σε αφήσαμε και μάλιστα στη Στρώμη σου κάναμε μνημόσυνο». Τι είχε γίνει; Όταν έφυγε το σύνταγμα, μετά από λίγες μέρες πέρασε μια ομάδα ανταρτών του 36ου Συντάγματος. Εγώ ήμουν σε αφασία, με είδαν, νόμισαν ότι ήμουν πεθαμένος, πήγαν στο σύνταγμα και είπαν ότι ο Ατρόμητος πέθανε. Τότε διέταξε έναν αντάρτη και με πήγε στο Νοσοκομείο της Λαμίας. Μόλις με είδε ο γιατρός μου λέει: «Αν θες να βγάλεις μαλλιά να ξυρίσεις το κεφάλι σου με ξυράφι». Μου έδωσε χαρτί και πήγαινα στον κουρέα για να μου ξυρίζει το κεφάλι. Σιγά σιγά άρχισα να συνέρχομαι και πήγαινα και στη Λαμία για καμιά βόλτα. Μια μέρα, στην πλατεία Ελευθερίας, συνάντησα τον Άρη. «Εσύ είσαι, Ατρόμητε;», μου λέει και με χαιρέτησε. Με ρώτησε τι έχω και του είπα ότι πέρασα τύφο. Καλή ανάρρωση, μου ευχήθηκε. Αύριο, μου λέει, στις 10 η ώρα να έλθεις στο Στρατηγείο. Σε θέλω. Πήγα, τον είδα και φωνάζει έναν από το γραφείο και του λέει: «Πάρ’ τον, να τον πας στην αποθήκη να του δώσεις καινούργια ρούχα, παπούτσια και χλαίνη». Έγινα του κουτιού. Σε λίγες μέρες το 36ο Σύνταγμα έφυγε για το Αγρίνιο. Εγώ έμεινα στο νοσοκομείο. Μια μέρα μου λέει ο γιατρός ότι «τώρα μπορείς να φύγεις» και μου δίνει φύλλο πορείας για το Αγρίνιο. Φτάνοντας εκεί με βάλανε στον Λόχο Διοικήσεως και φυλάγαμε σκοπιά σε ένα κτίριο που είχαν κλεισμένους τους ταγματασφαλίτες αιχμαλώτους.
...
Στις αρχές Δεκεμβρίου άρχισαν στην Αθήνα οι μάχες, τα Δεκεμβριανά ή η μάχη της Αθήνας. Με παίρνουν από τον Λόχο Διοικήσεως και με τοποθετούν στο 3ο Τάγμα, στον λόχο των πολυβόλων και αρχίζουμε πορεία από το Αγρίνιο προς την Ήπειρο. Το 36ο Σύνταγμα θα ήταν εφεδρία της 8ης Μεραρχίας που πολεμούσε τον Ζέρβα. Σε δυο μερόνυχτα πορεία φτάσαμε έξω απ’ την Άρτα. Τα πόδια μου άνοιξαν από κάτω. Έβγαλαν φουσκάλες που έσπασαν και με πονούσαν τρομερά. Ωστόσο τι να γίνει, υπέφερα, αλλά περπατούσα. Τι να έκανα; Πόλεμος γινόταν. Στην επιμελητεία του 3ου Τάγματος συναντηθήκαμε με τον εξάδελφό μου, Γιάννη Τσατσαράγκο, που ήταν στην επιμελητεία του τάγματος. Στην Άρτα γινόταν μάχη. Εμείς πίσω, εφεδρεία. Κατελήφθη η Άρτα και εμείς συνεχίσαμε προς τη Φιλιππιάδα. Ένα βράδυ, στο Γράμποβο, εμπλακήκαμε με ζερβικούς, που υποχωρούσαν από τα Ιωάννινα. Είχαμε έναν τραυματία στο γόνατο. Μόνο αυτή τη μάχη δώσαμε εμείς στην Ήπειρο. Περάσαμε διάφορα χωριά, που δεν θυμάμαι, και φτάσαμε έξω από την Πρέβεζα, σε ένα βουνό, απ’ όπου φαινόταν η Πρέβεζα, την οποία οι ζερβικοί την άδειαζαν, τους έπαιρναν καράβια και τους μετέφεραν στην Κέρκυρα και καίγανε τις αποθήκες τους. Ε, λέμε, τελείωσαν τα βάσανά μας. Αύριο καταλαμβάνουμε την Πρέβεζα και τελειώνουμε. Το απόγευμα χτυπάει η σάλπιγγα για συγκέντρωση. Μαζευτήκαμε όλοι και ανεβαίνει ο συνταγματάρχης σε έναν τοίχο και μας ανακοινώνει ότι μόλις έλαβε τηλεγράφημα-διαταγή από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, το 36ο Σύνταγμα να κατευθυνθεί διά συντόμου πορείας προς Άμφισσα-Αθήνα. Κόπηκαν τα πόδια μας, αλλά έπρεπε να εκτελέσουμε τη διαταγή. Και πάλι στη γραμμή, πίσω για τη Φιλιππιάδα. Μείναμε το βράδυ εκεί και το άλλο βράδυ κοιμηθήκαμε στην Άρτα και το επόμενο βράδυ 50 χιλιόμετρα μακρύτερα στον Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Το άλλο βράδυ σε ένα χωριό δίπλα σε μια λίμνη, δεν θυμάμαι το όνομά του, και το άλλο βράδυ στο Αιτωλικό, απ’ όπου με αυτοκίνητα μας πήγαν στη Ναύπακτο, όπου φτάσαμε βράδυ. Αμέσως μπήκαμε στα καΐκια του ΕΛΑΝ και το πρωί βγήκαμε στην Ιτέα. Από εκεί με αυτοκίνητα για την Αράχωβα, όπου μας άφησαν και συνεχίσαμε την πορεία για τη Λιβαδειά. Στο δρόμο που πηγαίναμε συναντούσαμε πολύ κόσμο, μπουλούκια, που έρχονταν από την Αθήνα και μας λέγανε: «Πού πάτε; Οι Άγγλοι είναι στη Λιβαδειά». Όταν φτάσαμε στο 18ο χιλιόμετρο Λιβαδειάς-Αράχωβας ήταν μια μικρή χαράδρα. Σταματήσαμε. Οι αξιωματικοί μας βάλανε στις θέσεις μας και μας είπαν να οχυρωθούμε. Αν έλθουν οι Άγγλοι θα τους χτυπήσουμε. Τον λόχο των πολυβόλων τον βάλανε σε ένα ύψωμα που έβλεπε νότια και βόρεια. Πίσω στα βόρεια ήταν κάτι καλύβια και μέσα είχαμε την επιμελητεία. Βάλαμε και νάρκες στον δρόμο και περιμέναμε. Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν, αλλά ένα πρωί από τον δρόμο της Λιβαδειάς ακουγόταν μια βοή, που όσο πλησίαζε τόσο δυνάμωνε και σε λίγο μακριά στον δρόμο φάνηκαν 2-3 τανκς με πολλά αυτοκίνητα πίσω τους. Πλησίασαν και όταν έφτασε το πρώτο τανκς σε απόσταση 5 μέτρων από το μέρος που είχαμε τις νάρκες σταμάτησε απότομα και βγήκαν 2-3 από μέσα για να βγάλουνε τις νάρκες. Αμέσως αρχίσαμε εμείς να πυροβολούμε. Το ίδιο έκαναν και οι Άγγλοι, μας χτυπούσαν με τα πολυβόλα τους και τα πυροβόλα των τεθωρακισμένων. Κάποια στιγμή ακούμε ένα βλήμα πυροβόλου να περνάει από πάνω μας και να σκάει κοντά στην επιμελητεία. Αμέσως ένα άλλο. Πάει ο Γιάννης, σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς δεν έσκασε. Το ντουφεκίδι κράτησε μία ώρα, αλλά καμία άλλη κίνηση. Ξαφνικά βλέπουμε τη φάλαγγα των Άγγλων να φεύγει για τη Λιβαδειά. Αυτή ήταν η τελευταία μάχη που έδωσα στον ΕΛΑΣ. Εκεί περιμέναμε λίγες μέρες γιατί εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει οι συνομιλίες στη Βάρκιζα, που τελείωσαν με τη λεγόμενη «Συμφωνία της Βάρκιζας». Προδοσία και όχι συμφωνία, είπε ο Άρης Βελουχιώτης και όμως την υπέγραψε, αλλά δεν πειθάρχησε. Ένα βράδυ μας λένε φεύγουμε. Τα μαζεύουμε και πήραμε τον δρόμο για την Αράχωβα. Περάσαμε την Αράχωβα, δεν σταματήσαμε, περάσαμε στο Χρυσό, δεν σταματήσαμε. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε ότι κουραστήκαμε και μας ανακοίνωσαν ότι δεν μπορούμε να μείνουμε πριν από τον αυτοκινητόδρομο Ιτέας-Άμφισσας διότι δεν έχουμε δικαίωμα να πυροβολήσουμε και αν τυχόν έλθουν οι Άγγλοι πρέπει να παραδοθούμε. Επομένως θα πάμε στην Αγιαθυμιά, όπου φτάσαμε κατάκοποι σχεδόν μεσημέρι, έπειτα από εξαντλητική πορεία και πέσαμε για ύπνο ψόφιοι. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες μείναμε εκεί. Μετά πήγαμε στα δυο βουνά. Εκεί μας διάβασαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που μεταξύ των άλλων όριζε ότι το 36ο Σύνταγμα θα παραδώσει τα όπλα του στα Καστέλια. Όταν ήλθε η μέρα κατεβήκαμε στα Καστέλια να παραδώσουμε τα όπλα. Σκέτη κηδεία, όλοι κλαίγαμε, άλλοι φιλιόντουσαν και από εκεί χωριστήκαμε. Λες και προβλέπαμε την καταιγίδα που θα ερχόταν.

...
Έφυγα με τον Γιάννη Τσατσαράγκο για το χωριό μας. Φτάσαμε στο χωριό και δεν πέρασε ένας μήνας, άρχισαν να εμφανίζονται στα χωριά οι ομάδες, οι λεγόμενες των «Εθνικοφρόνων», Σουρλέοι, Βουρλάκηδες και ο Πατακιάς, που σαν Ιταλοϋπήκοος δεν τον πιάσαμε τότε. Τώρα γύρισε και αυτός. Εθνικοφρόνων ή καλύτερα Εθνικοαγγλόφρων. Γυρίζανε τα χωριά, έδερναν, σκότωναν, τρομοκρατούσαν όσους ήταν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, που σχεδόν στα χωριά μας ήμασταν όλοι. Το επίσημο κράτος δεν φαινόταν πουθενά. Ο κάθε οπλοφόρος της Δεξιάς και ο κάθε χωροφύλακας ήταν νόμος, έκανε ό,τι του κάπνιζε. Μια μέρα στο Παλιόκαστρο έρχεται μια ομάδα του Πατακιά, με αρχηγό κάποιον Αρβανίτη Σόλια. Μαζεύεται το χωριό στην πλατεία και άρχισε να φοβερίζει θεούς και δαίμονες, ξεχωρίζοντας τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κλείνοντάς τους στο βακούφικο μαγαζί. Ξεχωρίζει τα κορίτσια της ΕΠΟΝ και λέει: «Φέρτε ψαλίδι να τα κουρέψω» και ένα σωρό άλλα πράγματα. Ευτυχώς σε καμιά ώρα ήλθε ένας λοχίας της Εθνοφυλακής και τους διέταξε να μας αφήσουν ελεύθερους και να φύγουν απ’ το χωριό. Έτσι κι έγινε και τη γλιτώσαμε αυτή τη φορά. Περάσανε καμιά εικοσαριά μέρες και μια μέρα στη Συκιά που ήμουνα με τα ζώα, έρχεται ο Στέλιος Σκαρλάτος, βλάχος, που το καλοκαίρι είχε τα πρόβατα στο Βελούχι και τον χειμώνα τα πήγαινε στο Παλιούρι και στο Καστρί. Ήξερα ότι ανήκε σε μια απ’ αυτές τις συμμορίες της Δεξιάς με αρχηγό τον παπά απ’ το Καστρί (την Κυριακή λειτουργούσε και όλη την εβδομάδα τρομοκρατούσε τα χωριά και έδερνε τον κόσμο). Μου λέει, λοιπόν, ο Σκαρλάτος, «Ετοιμάσου να πάμε στο Δίκαστρο, σε θέλει ο παπάς». Ρε Στέλιο, πού με ξέρει εμένα ο παπάς, άσε με ήσυχο. Μου λέει: «Για σένα με στείλανε, είσαι κρατούμενος». Καταλαβαίνεις, έχω τα ζώα του λέω. «Κόφ’ το λαιμό σου και πάμε», μου λέει. «Βάλε τα παπούτσια σου» (ήμουν ξυπόλυτος). Δεν έχω του λέω. Με βάζει μπροστά και αυτός από πίσω και πηγαίνουμε για το Δίκαστρο. Ευτυχώς δεν με έδεσε. Λίγο πιο πέρα, σ’ ένα δασωμένο απότομο κατήφορο, πηδάω στον όχθο και χάνομαι στο δάσος. Ούτε με κυνήγησε, ούτε πυροβόλησε. Του έφυγα και κάθησα λίγο πιο κάτω στο ποτάμι, κρυμμένος όλη τη μέρα και βράδυ, μόλις νύχτωσε, από διάφορα μονοπάτια έφτασα στο χωριό. Το ένα πόδι μου στη φτέρνα είχε σκιστεί και το άλλο είχε μαζέψει ένα στουμπισμένο αίμα στη φτέρνα. Πήγα στο σπίτι του Θρασύβουλου Σιάνου. Ήξερα ότι κοιμόταν επάνω σε μια κυδωνιά και πήγα και τον ξύπνησα. Του λέω τα καθέκαστα και μου λέει να πάμε στην Ελπίδα, την εξαδέλφη μου. Χτυπήσαμε το παράθυρο της κουζίνας, μας άκουσε και άνοιξε. Μας έβαλε στην κουζίνα και με ένα ψαλίδι ανοίξαμε τη φτέρνα μου και βγήκε το χτυπημένο αίμα. Το πλύναμε και με λίγο οξυζενέ, μας έδωσε κάτι κουρέλια και έδεσα τις φτέρνες μου και φύγαμε. Το βράδυ αυτό πήγα και κοιμήθηκα στου Βάκου την καλύβα. Όλες τις άλλες μέρες ήμουνα κλεισμένος μέσα στην καλύβα και έβγαινα μόνο το βράδυ για να μη με δει κανείς, διότι τώρα αν με πιάνανε θα με σκότωναν. Προσπαθούσα να βρω 32 δραχμές που είχαν τα εισιτήρια για να φύγω στην Αθήνα. Μια βραδιά έφυγα και πήγα στη Μάτιση που έμενε ο εξάδελφός μου Στέλιος Γκέκας και τον φώναξα έξω από το μαντρί και του είπα όλα όσα είχαν προηγηθεί. Τον ρώτησα αν έχει 32 δραχμές να μου δώσει για να φύγω στην Αθήνα, διότι κινδυνεύει η ζωή μου. Έχω, μου λέει, και τραβάει τη σακούλα του από το λαιμό και μου δίνει 35 δραχμές. Κατέβηκα στον Άγιο Γεώργιο, πήγα στον παλιό υπεύθυνο του ΕΑΜ και με το ταχυδρομικό αυτοκίνητο με έστειλε στη Λαμία και από τη Λαμία με το λεωφορείο ήλθα στην Αθήνα, στο σπίτι της θείας μου Σοφίας Γκέκα και των εξαδέλφων μου, Στέλιου, Βαγγέλη και Φώτη. Σε λίγες μέρες βρήκα δουλειά, βοηθός σερβιτόρου, στην ταβέρνα του Μανώλη Μενεγάκη. Κοιμόμουν μέσα στην ταβέρνα. Εδώ λοιπόν τελειώνει η προσφορά μου στην Εθνική Αντίσταση.
...
Αναφορικά με τη σύλληψη του Ιταλού στον Γοργοπόταμο, ο Δ. Δημητρίου Νικηφόρος στον Β´ Τόμο του βιβλίου του με τίτλο Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, στη σελίδα 32, γράφει: «[...] Τον πιο μεγάλο όμως ενθουσιασμό μας γέμισε ο Ατρόμητος. Ένα κοντουλό παλληκαρόπουλο, κιτρινιάρικο, κάτι είχε η σπλήνα του, σα φουσκωμένο κινεζάκι, δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών από τα μέρη του Δομοκού. Ανέβαινε ντυμένος μια μακρυά ιταλική χλένη, ώς τις φτέρνες και πλατειά σα ράσο. Κουβαλούσε κι έναν Ιταλό αιχμάλωτο, φορτωμένον ένα σακκίδιο γεμάτο ζάχαρη. “Πού; Πώς μωρέ, Ατρόμητε;” ρωτούσαμε, σκάζοντας στα γέλια. Αυτός, κοκκίνιζαν ελαφρά τα χλωμά του μάγουλα και κύτταζε αλλού. Μας έλεγαν οι δικοί του, είχε ανακαλύψει το τσουβάλι με τη ζάχαρη, τη δοκίμασε και μόλις άρχισε να γεμίζει το σακκίδιό του, κατάλαβε ότι το άλλο τσουβάλι που απάνω του καθόταν δεν ήταν τσουβάλι αλλά κρυμμένος Ιταλός και τον έπιασε...» Τα ίδια, όπως παραπάνω, γράφει ο Νικηφόρος στο βιβλίο του με τίτλο Γοργοπόταμος, τα φοβερά ντοκουμέντα, στη σελίδα 211. Ο Σπύρος Μπέκιος «Λάμπρος» στο βιβλίο του με τίτλο Σελίδες από την Εθνική Αντίσταση, έκδοση 1976, στη σελίδα 188, γράφει: «[...] Ο μικρός μα τετραπέρατος Ατρόμητος –ένα δεκαπεντάχρονο παιδί απ’ το Παλιόκαστρο Τυμφρηστού– ψάχνει μέσα στο εγκαταλειμμένο απ’ τους Ιταλούς φυλάκιο, να βρει κάτι να φάει. Πέφτει σ’ ένα τσουβάλι με ζάχαρη. Γιομίζει το στόμα του, χώνει και στις τσέπες του. Απλώνει σ’ ένα άλλο τσουβάλι δίπλα του, μην έχει κάτι καλύτερο. Μα τα δάχτυλά του μπλέκονται σ’ ανθρώπινα μαλλιά. Είναι το κεφάλι ενός Ιταλού, που χώθηκε εκεί να κρυφτεί. Πετιέται απάνω ο Ατρόμητος με προτεταμένο το όπλο. – Νάτος ένας, φωνάζει. Εδώ να τον πιάσουμε. Δεν ρίχνει να τον σκοτώσει. Τον θέλει ζωντανό. Τρέχει ένας συναγωνιστής και τον πιάνουν. Είναι ο μοναδικός αιχμάλωτος. Οι άλλοι, όσοι δε σκοτώθηκαν, το ’σκασαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας...» Όσον αφορά τον τραυματισμό μου στο Μαρουθιά, ο Σπύρος Μπέκιος στο ίδιο παραπάνω βιβλίο του, στις σελίδες 291-292, γράφει: «[...] Ο Πάτροκλος καθισμένος σ’ ένα θρανίο παλεύει με το όπλο του. Βάλθηκε ο αχαΐρευτος να το καθαρίσει κείνη την ώρα. Ένας πυροβολισμός κι αμέσως ένα “ωχ!” τους έκανε όλους να τιναχτούν απάνω ξαφνιασμένοι. – Ούτε το κατάλαβα, μας έλεγε αργότερα ο Πάτροκλος, πώς έμεινε η σφαίρα στη θαλάμη και πώς πήγε το δάχτυλό μου στη σκαντάλη. Απ’ το γραφείο του σκολειού που βρισκόμασταν εκείνη την ώρα, ο Άρης, ο Μπελής, ο Περικλής, ο Θάνος κι εγώ, τρέχουμε στην αίθουσα και βλέπουμε τον Ατρόμητο ξαπλωμένο μπρούμυτα. Κάθονταν –μάς είπαν– σ’ ένα θρανίο λίγο πιο πέρα απ’ τον Πάτροκλο. Έσκυψε να δέσει το παπούτσι του την ώρα που ξέφυγε η τουφεκιά του Πάτροκλου και η σφαίρα τον βρήκε στη μέση. Ευτυχώς, όπως διαπίστωσε ο γιατρός, η σφαίρα πέρασε ξυστά απ’ τη μέσα μεριά της σπονδυλικής στήλης χωρίς να του κάνει άλλη ζημιά, όξω απ’ το διαμπερές αυτό τραύμα. Η σφαίρα πήγε και χώθηκε σ’ ένα καδρόνι της διαίρεσης που χώριζε την αίθουσα απ’ το γραφείο. Δυο δάχτυλα δίπλα αν ξέφευγε, καθώς είταν μόνο οι πήχες καρφωμένες και εντελώς ασοβάτιστο, θα χτυπούσε κάποιον από μας που στεκόμαστον απ’ τη μέσα ακριβώς μεριά και κουβεντιάζαμε. Ο Άρης, βλέποντας τον Ατρόμητο χτυπημένο φρένιασε. Τον αγαπούσε πάρα πολύ, όπως όλοι μας. Ο Πάτροκλος δεν φαίνονταν πουθενά. Είχε χαθεί. – Γρήγορα, φέρτε μου δω τον Πάτροκλο, διέταξε ο Άρης. Ο Ατρόμητος, ακούγοντάς τον να ζητάει με τέτοιον τρόπο τον Πάτροκλο φοβήθηκε, ίσως όχι αδικαιολόγητα, και για την ίδια τη ζωή του Πάτροκλου. Είταν γνωστό σε όλους ότι τέτοιες ζημιές είχαν σα συνέπεια να επιβάλλονται οι πιο αυστηρές τιμωρίες σ’ αυτούς που θα τις έκαναν. Ζήτησε τον Άρη να πάει κοντά του. – Καπετάνιε, του λέει, σε παρακαλώ, χάρισέ του την του Πάτροκλου. Σάμπως ξέρει τι κάνει; Τι ευθύνες να ζητήσεις από ναν χαζό, έναν μυαλοκομμένο; Μην του κάνεις τίποτα. Άσ’ τον να πάει. Η αλήθεια είναι ότι όλους μας συγκίνησε αυτή η ψύχραιμη και ώριμη σκέψη του, η γιομάτη ανθρωπιά και αγάπη για το συναγωνιστή του. Σα δακρυσμένο μου φάνηκε το μάτι του Άρη καθώς έσκυψε με στοργή να πει στον Ατρόμητο: – Για το χατήρι σου θα του τη χαρίσω, Ατρόμητε. Και του τη χάρισε. Τον Ατρόμητο τον ανάλαβαν οι οργανώσεις. Του εξασφάλισαν γιατρό, φάρμακα κι ό,τι χρειαζόταν για να γιάνει το τραύμα του...»
ΒΥΡΩΝΑΣ,19 Φεβρουαρίου 1998.
(από το βιβλίο: "Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο", Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)

Δεν υπάρχουν σχόλια: